Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Κυριακή μετά την Χριστού Γέννησιν: Λόγος εις το Αχραντον και θείον Γενέθλιον του Μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού (Αγ. Νεόφυτος ο Έγκλειστος)

Γνωρίζουμε βεβαίως όλοι, γνωρίζουμε ότι ο αισθητός αυτός ήλιος αποστέλλει το φως του σε όλη την υφήλιο, «και ουκ έστιν (ουδείς) ως αποκρυβήσεται της θέρμης αυτού» και από της διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλές φορές όμως οι ολόλαμπρες ακτίνες του καλύπτονται από νέφη και ομίχλη ή από το φύλλωμα των δένδρων, αλλά και πάλι, η πνοή κάποιου ανέμου διαλύει το νεφικό επικάλυμμα και την ομίχλη εκείνη και επιτρέπει στις φεγγοβόλες ακτίνες να εξαπλωθούν τρανώς σε όλη την κτίση. Τον δε προ ηλίου «ήλιον της δικαιοσύνης» τον νοητό, ο οποίος εγεννήθη σήμερα από την «κούφη νεφέλη», από την φωτοφόρο και ηλιακή και πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει η του «δούλου μορφή», τα νηπιώδη σπάργανα και το σπήλαιο το φτωχό και συμφώνως με την οικονομία και ορισμένα άλλα, τα οποία συμβολίζουν την πτωχεία και την ταπεινότητα.

Καθώς όμως ήδη ελέχθη, η πνοή και η ορμή του ανέμου διασκορπίζει το κάλυμμα του νέφους και της ομίχλης και φανερώνει καθαρά τις ηλιακές ακτίνες· έτσι συμβαίνει και έδώ, με τον «ήλιον της δικαιοσύνης», τον Θεό και Δεσπότη ο οποίος καλύπτεται με σπάργανα και κρύπτεται σε σπήλαιον και φάτνη αλόγων ζώων για την πολλή του συγκατάβαση και «δι’ ύπερβολήν αγαθότητος»· το συνεργόν Πανάγιον Πνεύμα και η ευδοκία του Πατρός τον φανερώνει καθαρά, αυτόν τον κρυπτόμενον στην φάτνη ήλιον και Θεόν και κινεί όλη την κτίση, την ορατή και την αόρατη, να προστρέξει και να κηρύξει τον Βασιλέα της δόξης και Δημιουργό των όλων, ο οποίος κρύπτεται σε σπήλαιο και φάτνη περιτυλιγμένος με τα σπάργανα. Εκεί όπου ήλθαν αδιστάκτως και «οι μάγοι εξ ανατολών» μετά δώρων πολυτελών να δωροφορήσουν και να τον προσκυνήσουν πιστώς. Και όχι μόνον αυτοί, αλλά και άγγελοι κατήλθαν από τον ουρανό και ανακραύγαζαν μελωδικά προς τον «εν υψίστοις Θεόν και επί γης» ειρηνάρχην για την καταλλαγή του Θεού προς τους ανθρώπους, που πραγματοποίησε με την ευδοκία του Πατρός· του απένειμαν ως Βασιλέα τους την οφειλόμενη επευφημία και απεκάλυψαν τρανώς τον κρυπτόμενον ακόμη Βασιλέα και τον ανήγγειλαν στους πλησιοχώρους ποιμένες όπως ήρμοζε σε αυτούς, ως «ποιμένα των προβάτων τον μέγαν». «Ότι ετέχθη», λέγει, «υμίν σήμερον Σωτήρ, ως έστι Χριστός Κύριος εν πόλει Δαυΐδ. Και τούτο υμίν το σημείον ευρήσετε βρέφος εσπαργανωμένον και κείμενον εν φάτνη».

Καθώς ήκουσαν αυτά «οι ποιμένες είπον προς αλλήλους. Διέλθωμεν δη εις Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο, ό ο Κύριος εγνώρισεν ημίν. Και ήλθον σπεύσαντες και εύρον την τε Μαρίαν και τον Ιωσήφ και το βρέφος κείμενον εν τη φάτνη, και ιδόντες διεγνώρισαν» στον λαόν, «και υπέστρεψαν δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον, καθώς ελαλήθη προς αυτούς».

Για ποιό λόγο διαφημίζεται και μεγαλύνεται από τον ουρανό και τη γη ο κρυπτόμενος ως νήπιον σε σπήλαιον και φάτνη; Είναι φανερό ότι αυτό γίνεται για να γνωστοποιηθεί σε όλη την κτίση ότι το βρέφος αυτό εξουσιάζει όλα τα αόρατα και τα ορατά και ότι είναι ο Βασιλεύς της δόξης.

Γι’ αυτό μάλιστα και όλη η κτίση, σύμφωνα με τον φυσικό νόμο, έμεινε ακίνητη από σεβασμό προς τον παράδοξο και απόρρητο εκείνο τοκετό, ώστε οι ροές των ποταμών και οι αναβλύσεις των πηγών και οι κινήσεις των θαλασσών και οι πτήσεις των πουλιών και οι πορείες των ανθρώπων και των ερπετών και των θηρίων και των τετραπόδων και γενικά όλη η φύση και η κτίση, ουράνιος και επίγειος «έστη και εξέστη και ήργησε» και για μία στιγμή διέκοψε την κίνηση και την εργασία της, μέχρι να τελειώσει το μυστήριο του παραδόξου και απορρήτου εκείνου τοκετού, όπως σαφώς μας εμήνυσε η περί τούτων ιστορία.

Και εγώ το δέχομαι αυτό και το πιστεύω πρόθυμα και πείθομαι, επειδή είναι απίθανο τη στιγμή που πραγματοποιείται τόσο μεγάλο έργο να τολμά και κάποιο άλλο να λαμβάνει χώρα και να κινητοί έστω κατ’ ελάχιστον. Αλλά όλα μαζί ακινητοποιήθηκαν σαν να αποδεσμεύτηκαν προς στιγμήν από τον νόμο της φύσεως, λογικά και άλογα, ορατά και αόρατα, σεβόμενα ως δούλοι τον Δεσπότη. Διότι λέει, «εθεμελίωσας την γην και διαμένει, ότι τα σύμπαντα δούλα σα». Επειδή λοιπόν «τα σύμπαντα δούλα αυτού» και ησθάνοντο το μέγα έργον του Κυρίου των, την σωτηρία του κόσμου, κάθε ένα από τα κτίσματα στάθηκε απαρασάλευτο μέχρι που ολοκληρώθηκε εκείνο το θείο έργο, και μετά από αυτά η κτίση συνέχισε κανονικά τήν εργασία της.

Όντως «εξέστη ο ουρανός επί τούτω και της γης κατεπλάγη τα πέρατα» «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν και υιός Θεού εδόθη ημίν, ού η αρχή επί του ώμου αυτού και συναϊδίου Πατρός και της ειρήνης αυτού ουκ έστιν όριον, καλείται το όνομα αυτού μεγάλης βουλής άγγελος, θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ισχυρός, εξουσιαστής, άρχων ειρήνης, πατήρ του μέλλοντος αιώνος».

Και «άγγελος» μεν λέγεται επειδή φέρει από τον Θεόν και Πατέρα Ευαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδή καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγής και συμφιλιώσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπων, και διά του θείου Βαπτίσματος υιοθεσίας αξιωτήρια, και της φύσεώς μας από την πονηρή δουλεία απαλλακτήρια, και του θανάτου παντελώς αναιρετήρια και του διαβόλου ασυμπαθώς φυγαδευτήρια, και της τυραννίδος των δαιμόνων δεσμωτήρια και πολυχρονίων νεκρών εξαναστήρια, και μυστηρίων νέων και μεγάλων παραδοτήρια· και όχι μόνον αυτά, αλλά και Βασιλείας Ουρανών υποσχετήρια και για όσους εβίωσαν καλώς αθανάτου κληρονομιάς αποδοτήρια. Σε αυτά τα Ευαγγέλια διασώζεται το μυστήριο της αμωμήτου πίστεως, η σφραγίς του τρισάγιου Θεού· και άλλων πολλών και μεγάλων δωρεών και μυστηρίων φρικτών Ευαγγέλια έφερε, των οποίων αυτός ο ίδιος έγινε και δοτήρας και διδάσκαλος. Και οπωσδήποτε ευλόγως λέγεται και «μεγάλης βουλής», θείας και πρακτικής, «άγγελος». Το δε «θαυμαστός σύμβουλος» το λέγει επειδή έχει την ύπαρξη «προ των αιώνων και εν αρχή» μαζί με τον Πατέρα του και το Πνεύμα συναΐδιον και της ιδίας με αυτούς φύσεως. Σύμβουλός του είναι η «μεγάλη βουλή», ο Πατήρ και Θεός. Τί συμβούλευσε; Είναι φανερόν ότι να κτίσει τον αόρατο και ορώμενο κόσμο και όλα τα κοσμήματα που υπάρχουν σε αυτούς και τον άνθρωπο, και να συγκρατούνται δι’ αυτού και να συνέχωνται τα πάντα, ώστε να διαμένουν τα σύμπαντα και να διασώζονται με τον καλύτερο τρόπο. Και δεν το έκαμε αυτό ασυμβούλως, ούτε πάλι του λέγει προστακτικώς να κτίσει τον κόσμο και μέσα σε αυτόν τον άνθρωπο, αλλά συμβουλευόμενος θαυμαστώς τον θαυμαστό αυτό σύμβουλο και Αγαπητό Υιό Του, λέει· «Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» που σημαίνει Θεόν επίγειο και αρχηγό, ο οποίος λόγω του αυτεξουσίου εικονίζει τον Θεό «καθ’ ομοίωσιν» δε, δηλαδή αθάνατο και, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, ικανό να ομοιωθεί διά της αρετής με τον Θεό. Πράγματι λοιπόν «πάντα δι’ αυτού εγένετο» του θαυμαστού συμβούλου, «και χωρίς αυτού εγένετο ουδέν εν ό γέγονε», όπως έχει γραφεί.

Το δε «Θεός ισχυρός» διακηρύσσει τρανώς το ισχυρό της θείας φύσεως· διότι υπάρχουν και οι ειδωλικοί ψευδώνυμοι θεοί, δεν είναι όμως και ισχυροί. Ώστε και εσύ ακούοντας «ότι παιδίον εγεννήθη και εδόθη ημίν» να μην υποπτευθείς ότι είναι απλό αυτό το παιδί και εφάμιλλο με τα άλλα παιδιά, αλλά να εννοήσεις ότι αυτό το παιδί είναι και θαυμαστός σύμβουλος του Θεού και Πατρός· «και της ειρήνης αυτού ουκ εστίν όριον», όπως ήδη ελέχθη· διότι αυτό το παιδί έχει απεριόριστο και απέραντο πλούτο ειρήνης μαζί με τον Πατέρα Του και με το Πνεύμα.

Το δε «πατήρ του μέλλοντος αιώνος» θέλει να φανερώσει το δημιουργικό και προάναρχο του παιδιού αυτού που γεννήθηκε. Όπως δηλαδή κάποιος που έχει γίνει πατέρας πολλών παιδιών είναι αίτιος της πλάσεως και της γεννήσεώς τους, έτσι και το παιδί αυτό που γεννήθηκε είναι κτίστης και γεννήτορας όλων των δημιουργημάτων, άρχοντας και πατέρας και ηγέτης των επτά παρερχομένων αιώνων και του απέραντου ογδόου, γι’ αυτό και λέγεται «πατήρ του μέλλοντος αιώνος».

«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» σήμερα και σπαργανώθηκε παιδικά, αυτός που σπαργάνωσε παλαιά με ομίχλη την θάλασσα. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», του οποίου η αρχή είναι άναρχος και τέλος δεν έχει.

«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», το οποίο συγκρατεί, ως δούλα του, τα σύμπαντα· γι’ αυτό και ως δούλα το υπηρετούν και το επευφημούν και του προσφέρουν δώρα· οι μάγοι και ο αστέρας, οι άγγελοι και οι ποιμένες, το σπήλαιο και η φάτνη, η Παρθένος Μητέρα υπερφυώς και ο μνήστωρ Ιωσήφ ο τεχνίτης, φαινόμενος ως πατέρας του τεχνουργού των πάντων. Λείπει όμως η επιστασία των μαιών από τον τίμιο εκείνο και παράδοξο και παρθενικό τοκετό διότι εκεί που γίνεται μητέρα η Παρθένος με την επισκίαση της Δυνάμεως του Υψίστου, μαίες δεν χρειάζονται. Αυτά λοιπόν και τα ισότιμα με αυτά φανέρωναν σαφώς την θεαρχία και παντοκρατορία του νεογέννητου παιδιού. «Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» από την αγία Παρθένο χωρίς πατέρα αυτό που εγεννήθη «εκ γαστρός προ εωσφόρου» από τον Πατέρα χωρίς μητέρα.

«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» κριτής ζώντων και νεκρών.

«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» και φανέρωσε σήμερα το προαιώνιο μυστήριο, και έτσι περατώθηκε με τον καλύτερο τρόπο εκείνο το οποίο «πολυμερώς και πολυτρόπως» διείδαν από παλαιά οι Προφήτες· προέλεγαν δηλαδή ότι «εκ Σιών εξελεύσεται νόμος και λόγος Κυρίου εξ Ιερουσαλήμ» και ότι «ο Θεός από Θαιμάν ήξει» και ότι «εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού» και ότι «εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί» και τα λοιπά.

«Ότι παιδίον εγεννήθη ημίν», την γέννηση του οποίου εμυήθησαν οι μάγοι, οι βασιλείς των Περσών και ήλθαν με οδηγό τον αστέρα να τον προσκυνήσουν, αυτοί τους οποίους η αγία Γραφή ονόμασε από παλαιά Σεβωείμ, λέγοντας• «ότι άνδρες υψηλοί Σεβωείμ διαβήσονται προς σε και προσκυνήσουσι λέγοντες ότι εν σοι ο Θεός έστι και ουκ εστί Θεός πλην σου». Αυτοί λοιπόν οι άνδρες ήλθαν και τον προσκύνησαν και θεολογώντας του προσέφεραν δώρα· χρυσόν μεν επειδή είναι Βασιλεύς, λίβανον επειδή είναι Θεός και σμύρνα για το άχραντον Πάθος· την έκβαση αυτού έφερε εις πέρας ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος, όταν μετά το Πάθος κήδευσαν το ζωηφόρο Εκείνο σώμα με εκατό λίτρες σμύρνης και αλόης.

«Ότι παιδίον εγεννήθη υμίν» και είναι τώρα ξαπλωμένο στη φάτνη, αυτός ο οποίος κρατεί στο χέρι του τη σφαίρα της γης και συγκρατεί θεοπρεπώς και ανέτως όλη την κτίση.

Και για να πω συγκεφαλαιώνοντας το πληρέστατο παραλείποντας τα περισσότερα, «ότι παιδίον εγεννήθη ημίν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ιατήριον. δαιμόνων αφανιστήριον, ειδωλικών ξοάνων και βωμών καταλυτήριον, θυσιών διαβολικών και βέβηλων κνισσών εξαλειπτήριον, τυραννικής διαβόλου αποστασίας αλυσοδετήριον αιώνιον. και καθολικής αναστάσεως νεκρών αρχετήριον.

Ποιός είδε ή άκουσε ποτέ παρόμοιο παιδί να είναι ξαπλωμένο σε φάτνη περιτυλιγμένο με σπάργανα και να κρατεί στην παλάμη του τα σύμπαντα, να προσκαλεί στα ύψη το ύδωρ της θαλάσσης και να το διαχέει όπου θέλει, να αναπαύεται στη φάτνη και συγχρόνως να χρησιμοποιεί σαν όχημα τα χερουβίμ, να γαλακτοτροφήται από Μητέρα παρθένο και να «εξαποστέλλη πηγάς υδάτων εν φόραγξι», να περικρατήται σε παρθενικές αγκάλες και να κρατεί ασφαλώς τα σύμπαντα: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!», όπως αναφωνεί και ο θείος Παύλος. Ω θαύματος παραδόξου, από τα σύγχρονα και τα παλαιά καινοφανεστέρου. Ω θείας κηδεμονίας και άκρας συγκαταβάσεως. Πώς ο απεριόριστος Λόγος και Υιός του Θεού και Πατρός περιορίστηκε εκούσια μέσα στη μορφή του δούλου; Πώς ο κατά φύσιν ασώματος περιεβλήθη με σώμα; Πώς φάνηκε αυτός που είναι και στους αγγέλους αθέατος; Πώς ο κτίστης των αθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε να φορέσει σάρκα; Πώς αυτός που διαθέτει τον ασύγκριτο πλούτο της θεότητος και χαρίζει τα πλούσια δώρα έφθασε στην έσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεί να υπάρξει από το βουστάσιο και τη φάτνη και το σπήλαιο; Πώς ωράθη παραδόξως ο αόρατος; Πώς ο Ύψιστος κατέβηκε; Πώς ο υπερουράνιος ηθέλησε να ζήσει μαζί με εμάς τους χαμηλούς; Πώς ο περικυκλούμενος από στρατιές λαμπρότατων αγγέλων ήλθε να συναναστραφεί με τους ανθρώπους; Πώς ο «περιβαλλόμενος φως ως ιμάτιον» περιβάλλεται με σπάργανα ευτελή; Πώς ο υπερκαθαρός κατήλθε προς εμάς που ευρισκόμεθα στον λάκκο και την σαπρία των ολέθριων παθών; Για ποιόν λόγο, γιατί έγινε η ασύλληπτος αυτή και πολλή συγκατάβαση; Είναι βεβαίως φανερό για όσους θέλουν να ερευνήσουν τη δύναμη του μυστηρίου· θα το διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εικόνα. Όπως κάποιος που έχει πέσει σε λάκκο βαθύτατο και βορβορώδη δεν μπορεί να ανέλθει μόνος του από εκεί, αλλά χρειάζεται κάποιο χέρι από επάνω να τον ανασύρει, κάτι παρόμοιο έπαθε και η φύση μας· επωμίστηκε δεινώς με την πτώση στο βόθρο της παραβάσεως και πεσμένη στο λάκκο του Άδη είχε ανάγκη από κάποιο χέρι πανίσχυρο για να την ανασύρει. Και επειδή κανενός σύνδουλου χέρι δεν είχε αυτή την ικανότητα, εκτείνεται από επάνω, από τα θεία υψώματα «η πανσθενουργός δεξιά» προς τα κάτω, η οποία, και ως πατρική δεξιά, όχι μόνο ανείλκυσε από τον λάκκο εκείνο αυτούς που είχαν πέσει, αλλά και «τω πλήθει της δόξης και της δυνάμεως αυτής συνέτριψε τούς ύπεναντίους», όπως έχει γραφεί, και λαμβάνοντας υπεφυώς τη φύση μας, η οποία είχε ριφθεί εκεί, την οδήγησε υψηλά στους ουρανούς και αφού την κάθισε στο θρόνο εκ δεξιών του Πατρός την αξίωσε να προσκυνείται από όλη την κτίση, και προσκαλώντας εμάς εκεί έλεγε «ει τις εμοί διακονεί, εμοί ακολουθείτω, ίνα όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται». Ομοίως και ο μακάριος Παύλος συνιστά: «Τα άνω ζητείν, τα άνω φρονείν, ένθα κάθηται Χριστός εκ δεξιών του Θεού και Πατρός».

Χριστουγεννιάτικη αγρυπνία στα Καρούλια.



36570
Εισαγωγικά.
Η παρακάτω διήγηση του Αρχιμανδρίτη Χερουβείμ Καράμπελα είναι δημοσιευμένη στο βιβλίο του -ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ,ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ -Έκδοση Ι.Μ.Παρακλήτου 1991.
Ο τίτλος της διήγησης είναι δικός μας .
———————————————————————————————
Μεταξύ των άλλων, ο Γέροντάς μας είχε και μία ευλογημένη συνήθεια.Κατά διαστήματα, έστελνε μία μικρή παρηγοριά στους ερημίτες…Είχε περάσει αρκετός καιρός από τότε που κοινοβίασα στην καλύβη μας, όταν μία μέρα-προπαραμονή Χριστουγέννων-όπως θυμάμαι-με κάλεσε ο Γέροντας για ν΄αναθέσει και σε μένα την ευλογημένη αυτή διακονία. Ασφαλώς με την απόφασή του αυτή, απέβλεπε και στην πνευματική μου,όπως πάντα ωφέλεια….Έβαλα μετάνοια στον Γέροντα φορτώθηκα τον ντορβά μου, πήρα το ραβδί και ξεκίνησα για τα Καρούλια…….Πέρασα από πολλούς ασκητές, την ζωή των οποίων χαρακτήριζε η συνέπεια.Ήσαν πραγματικοί μοναχοί,πραγματικοί ασκητές.Μεταξύ αυτών ο γέρων Νείλος,ηλικιωμένος Ρώσος ησυχαστής,που δεν γνώριζε καθόλου ελληνικά και ο επίσης ρώσος ιερομόναχος Παρθένιος….
…Το πρόγραμμά μου άλλαξε, όταν ο πνευματικός μου επέμενε να παραμείνω στην αγρυπνία των Χριστουγέννων και στην πανήγυρη της καλύβης τους, αφού το παρεκκλήσιό τους ήταν αφιερωμένο στην Γέννηση του Χριστού.  Ο Γέροντάς μου άλλωστε είχε δώσει ευλογία για κάτι τέτοιο.
Την άλλη μέρα, μαζί με τον υποτακτικό του πνευματικού μου, π. Συμεών, κάναμε μια σχετική καθαριότητα της καλύβης, με αφορμή την πανήγυρη.  Αργά το απόγευμα άρχισαν να έρχονται οι γύρω ασκητές, για να γιορτάσουμε όλοι μαζί τα Χριστούγεννα.
Καθισμένος σ’ ένα μικρό εξώστη, έβλεπα τους ερημίτες, που κατέβαιναν από τα βράχια, άλλοι από τις κρεμαστές σκάλες και άλλοι από τις αλυσίδες, ο ένας πίσω από τον άλλον’ αξέχαστο θέαμα! Νέοι, μεσήλικες, γεροντάκια, αποτελούσαν μια χρυσή, ζωντανή αλυσίδα πανηγυριστών’ με τους παλιούς, λερωμένους ντορβάδες στην πλάτη, με  ζωστικά και ράσα χιλιομπαλωμένα. Το πρόσωπό τους είχε μια σεμνή, σοβαρή έκφρασι. Χαιρετούσαν ένας-ένας με βαθειά υπόκλιση κι έπαιρναν την θέση τους στο μικρό παρεκκλήσιο της Γεννήσεως του Κυρίου.
«Αυτοί οι άνθρωποι, ο εκλεκτός του Κυρίου λαός, τα αγαπημένα παιδιά του Θεού, είναι εκείνοι που θα λάβουν μέρος στην αποψινή αγρυπνία», μονολογούσα.
Σήμανε μια μικρή καμπάνα και άρχισε η αγρυπνία. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλοι  ήσαν σφιχτά  τυλιγμένοι στα πτωχικά τους ράσα. Το κουκούλιο δεν κάλυπτε απλώς το κεφάλι, αλλά το είχαν κατεβασμένο, όσο γινόταν πιο χαμηλά. Μερικοί, όπως ο γέρων Βαρθολομαίος και ο πνευματικός μου, ήξεραν καλά μουσικά. Ένας από τους νεότερους ανέλαβε διαβαστής.  Δυο-τρία καντηλάκια κι ένας πτωχός πολυέλεος με αγνό κερί φώτιζαν γλυκά το σκοτάδι. Όλα απλά, απέριττα, ασκητικά.
Ένοιωθα τον εαυτό μου ξένο και αταίριαστο σ’ εκείνο το πεντακάθαρο περιβάλλον. Εγώ ήμουν άνθρωπος με πολλές αδυναμίες και αμαρτίες, τις οποίες προ καιρού είχα αποθέσει στα πόδια του πνευματικού μου, κατά την πρώτη μου εξομολόγηση. Δεν ήμουν όμως ένας ξένος αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω μου. Διψούσα να μάθω περισσότερα πράγματα για τους ασκητές: πώς αγρυπνούν, πώς προσεύχονται, πώς κοινωνούν.
Το άγιο βήμα του μικρού ναού ήταν σφηνωμένο μέσα στον βράχο. Ο κυρίως ναός εξείχε από την κοιλότητα του βράχου κι έφτανε μέχρι το άκρο μιας πεζούλας, από την οποία έβλεπες, κατακόρυφα σχεδόν, την θάλασσα. Καθώς η αγρυπνία προχωρούσε, το κρύο γινόταν ολοένα και πιο αισθητό. Ο άνεμος σφύριζε, τα κύματα βογγούσαν κτυπώντας αλύπητα τα βράχια. Η θάλασσα έμοιαζε μ’ ένα αεικίνητο, αδάμαστο θηρίο….
Η ακόλουθη σκηνή θα μείνει ανεξίτηλη στην μνήμη μου : Ένας λευκογένης ασκητής, πολύ ηλικιωμένος, δεν φορούσε παπούτσια. Κρύωνε υπερβολικά και είχε τυλίξει τα πόδια του με τσουβάλια. Κάποια στιγμή πλησίασε στην υποτυπώδη θερμάστρα, που υπήρχε εκεί, και προσπαθούσε να θερμάνει τα κοκκαλιασμένα  πόδια του. Μένοντας όμως εκεί για αρκετή ώρα, απορροφημένος στην προσευχή, χωρίς να το αντιληφθεί, τα τσουβάλια πύρωσαν, άρπαξαν φωτιά και άρχισαν να καίγονται!  Οι νεότεροι τρέξαμε αμέσως και σβήσαμε την φωτιά. Ευτυχώς τα πόδια του γέροντα δεν έπαθαν εγκαύματα.
Εκτός από εμάς που τρέξαμε αμέσως, για να τον βοηθήσουμε, οι άλλοι πατέρες δεν έκαναν καμία κίνηση. Ίσως και να μην αντιλήφθηκαν καν το γεγονός. Αφοσιωμένοι στην λατρεία του Θεού, συνέχιζαν την αγρυπνία με το κεφάλι σκυμμένο στο στήθος και με το κομποσχοίνι στο χέρι, που δούλευε ακούραστα…..
Τελείωσε ο όρθρος και άρχισε η θεία Λειτουργία. Η ώρα πλησίαζε. Ο Κύριος εγγύς. Πολλά μάτια τα έβλεπα να Τον υποδέχονται με δακρύρροη κατάνυξη. Μερικοί ήταν σκυμμένοι τόσο βαθειά, ώστε δεν έβλεπες το πρόσωπό τους.
-          «Πρόσχωμεν! Τα άγια τοις αγίοις», ακούστηκε σε λίγο η φωνή του λειτουργού.
Από την ώρα εκείνη οι πατέρες, ένας-ένας, κατά σειρά αρχαιότητας, άρχισαν να βάζουν την καθιερωμένη μετάνοια της συγγνώμης προς τον Θεό και προς τους παρόντες αδελφούς. Στο «Μετά φόβου» πλησίασαν, ο ένας πίσω από τον άλλον, για να λάβουν τον ουράνιο Μαργαρίτη.
Ευχαρίστησα ολόθερμα τον Κύριο για την πολύτιμη αυτή ευκαιρία, να δω και να απολαύσω πώς κοινωνούν οι ασκητές. Ήταν ένα θέαμα μοναδικό. Τέλος προσήλθα κι εγώ σαν «δούλος» κι όχι σαν «υιός» όπως οι πατέρες.
Η ουράνια εκείνη μυσταγωγία σε λίγο είχε τελειώσει. Κατόπιν προσφέρθηκε και καφές. Ενώ διακονούσα στο κέρασμα, πρόσεχα και θαύμαζα τους ασκητές, με την διάθεση του αρχαρίου. Θαύμαζα την τάξη που είχαν οι κινήσεις τους, τις συζητήσεις, γενικά την συμπεριφορά τους. Πράγματι, σκεφτόμουν, η έρημος δεν δημιουργεί μόνο αγίους, αλλά και σταθερά πειθαρχημένους και ολοκληρωμένους ανθρώπους.
Ακολούθησε η τράπεζα. Λίγο ρύζι, και βακαλάος, που είχε στείλει η συνοδεία μας, ήταν το πανηγυρικό χριστουγεννιάτικο φαγητό. Οι ασκητές έτρωγαν σιωπηλοί και άκουγαν την ανάγνωση.
Ο νους τους ήταν δοσμένος στον λόγο του Θεού και την προσευχή, όχι στο φαγητό. Κανείς δεν σήκωνε το κεφάλι να κοιτάξει δεξιά ή αριστερά. Καθένας που τελείωνε, περίμενε υπομονετικά με το βλέμμα στραμμένο στο στήθος. Ποιος ξέρει πόσο καιρό είχαν να γευτούν βακαλάο!
Μετά την τράπεζα, η ευλογημένη εκείνη ομήγυρη διαλύθηκε. Δεν αξιώθηκα να παρευρεθώ και άλλη φορά σε παρόμοια ασκητική πανηγυρική σύναξη. Η ευκαιρία αυτή όμως έγινε αφορμή, να επισκέπτομαι πιο τακτικά τα Καρούλια. Αργότερα μάλιστα έμεινα εκεί για ένα εξάμηνο. Ήταν μια περίοδος πνευματικού αναβαπτισμού. Αληθινό θείο δώρο!

Η γριά και ο χάρος


Μια φορά ήταν μια γριά και κάθε πρωί έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα για τη φωτιά της και χορταράκια, για να φάει. Καθώς γύριζε μια μέρα φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον χάροντα.

- Γεια και χαρά σου, χάροντα, του λέει, για ποιόν με το καλό;
- Για του λόγου σου θειά, της λέει ο χάροντας. Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω.
- Τώρα, του λέει, να πάω σπίτι να ξεφορτωθώ και να ετοιμασθώ. Και για να 'χω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμασθώ;
- Όπως θέλεις εσύ, απαντάει ο χάροντας.
Τότε η γριά πηγαίνει στο σπίτι, ανάβει το τζάκι και βάζει να βράσει τα χόρτα. Ύστερα έπιασε να ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε και κουλούρια για συγχώρεση. Ύστερα έστρωσε τραπέζι και περίμενε να ψηθούν τα ψωμιά.

Τότε παρουσιάσθηκε ο χάροντας και τη ρωτάει:
- Ε, ετοιμάστηκες θειά;
- Περιμένω γιε μου να βράσουν τα χόρτα, να ξεφουρνίσω το ψωμί και να φάμε. Δεν κάθεσαι και του λόγου σου να φας μαζί μου;
- Μα δεν μ' έχεις κακία θειά, πού θα σου πάρω την ψυχή;
- Μπα, γιατί να σου 'χω κακία. Όπου την πας την ψυχή μου, θα 'ρχομαι κι εγώ μαζί.
- Και το κορμάκι σου, που θα τ' αφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ο χάροντας.
- Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει η γριά. Εγώ θα το παραδώσω στον Θεό και θα μου το φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τα μνήματα;

Απάνω στην ώρα έβρασαν και τα χόρτα, μύρισε και το ψωμί στο φούρνο και η γριά κατέβασε το φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στο τραπέζι δυο πιάτα χόρτα και κάμποσες φέτες ψωμί.

Ο χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος και δεν ήθελε να φάει.

- Δεν μου κάνει κέφι να παίρνω ανθρώπους, πού δεν κλαίνε, λέει στη γριά.
- Και δεν μου λες κι εμένα το λόγο; λέει η γριά. Τι σημασία έχει αν κλαίνε ή όχι;
- Όταν κλαίνε και θρηνούνε, μόνο τότε είναι δικοί μου και τούς πάω στην κόλαση. Όταν είναι ευχαριστημένοι και ήσυχοι, μου τούς παίρνει ο Θεός και τούς πάει ίσια στον Παράδεισο.
- Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει η γριά. Φάε λίγο να ζεσταθεί η ψυχή σου, να κάνεις το σταυρό σου, μήπως και πάψεις να κολάζεις τον κόσμο.

Τότε ο χάροντας έσκασε απ' το κακό του, πετιέται επάνω και φεύγει λέγοντας.
- Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τι κάθομαι και χασομερώ μαζί σου.

Έτσι έφυγε ο χάροντας κι η γριά ζει ακόμα και ποιος ξέρει πόσο ακόμα θα ζει και θα 'ναι και ευχαριστημένη και καλόγνωμη. Την ευχή της να 'χομε, παιδιά μου.

Πηγή: Από το βιβλίο «Ο βοσκός Νικάνορας και το Ρωμαίικο»

Μοναχός Νικήτας Αγιοβασιλιάτης. Από ληστής της Θεσσαλίας ερημίτης στο Άγιο Όρος



Από το 1892 έως το 1941 σε ένα από τα ησυχαστήρια της παλιάς Σκήτης του Αγιοβασίλη, με πολλή αυταπάρνηση, εγκράτεια και ταπείνωση, έζησε και πνευματικά αγωνίστηκε, ο Μοναχός Νικήτας.

NGP-Hgoumenos-kai-Erimitis-1-copyΑυτός κατάγονταν από τα μέρη της Θεσσαλίας και σαν περιβόητος Ληστής που ήταν, κυριολεκτικά ελυμαίνονταν την περιοχή. Είχε ριμάξει και ταράξει στις ληστείες και στα εγκλήματα όλη την περιφέρεια εκείνη.
Με τα πολλά κακά που είχε κάνει και γύριζε στην περιοχή αυτή, πληροφορήθηκε για την ενάρετη ζωή και πνευματική προκοπή, του τότε περιβόητου πνευματικού Παπα – Χαρίτωνα, πού κι αυτός κατάγονταν από τα μέρη εκείνα των Τρικάλων.
Αναζήτησε και έμαθε, πώς ο πατριώτης του αυτός βρίσκεται στο Αγιον Ορος και ησυχάζει στην έρημο του Αγιοβασίλη. Ο Παπα – Χαρίτων πράγματι τότε βρίσκονταν στον Αγιοβασίλη αλλά μετά έφυγε από εκεί και πήγε στη Σπηλιά του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου, όπου και έγραψε μεταξύ των πολλών άλλων συγγραμμάτων και το «ταξίδι στους ουρανούς» (βλεπ. στον Α’ τόμον του Γεροντικού του Αγίου Όρους σελ. 186).
Άμα έμαθε αυτά για τον Παπα – Χαρίτωνα, ξεκίνησε από το λιμέρι του, άφησε τους συντρόφους του και πήγε προς αναζήτησή του.
Στό ησυχαστήριο του Αγιοβασίλη όταν τον συνάντησε, με πολλή ταπείνωση, συντριβή καρδιάς και ειλικρινή μετάνοια, εξομολογήθηκε τα κρυπτά της καρδιάς του και τα πολλά του εγκλήματα, με θάρρος και παρρησία, σύμφωνα με το ρητό της Αγίας Γραφής που λέει: «Είπα εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και ση άφηκας την ασέβειαν της καρίας μου» (Ψαλμ. ΛΑ’ 5).
Έτσι με την συμβουλή του αγίου πνευματικού αυτού, έγινε Μοναχός και πήρε το όνομα Νικήτας σε μια από τις Καλύβες του Αγιοβασίλη.
Ό Μοναχός Νικήτας σε τόση μεταμέλεια και θεοφοβία ήλθε, για τα πολλά κακά και εγκλήματα πού είχε διαπράξει, κατά τό διάστημα της ληστρικής του ζωής και δράσεως και επειδή είχε αφαιρέσει πολλές ζωές από ανθρώπους και ζώα, που καθώς ομολόγησε ο ίδιος, με τόση ευκολία σκότωνε τους ανθρώπους, όπως εμείς σκοτώνουμε τους ψύλλους και τις ψείρες.
Για τον λόγο αυτό και για κανόνα, είχε τόσο παραμελήσει τον εαυτό του, και είχε τόση απλυσιά, που έπιασε πλήθος πολύ από ψείρες στο σώμα του και άλλα ζωύφια, διότι έβαλε όρο και έκαμε όρκο στον εαυτό του και είπε: «Θεέ μου, όπως σκότωνα εγώ τους ανθρώπους έτσι να φάνε και το σώμα μου οι ψείρες και τα ακάθαρτα ζωύφια».
Πραγματικά, καθώς με πληροφόρησαν Πατέρες και Μοναχοί, που τον γνώρισαν από πολύ κοντά και τον έζησαν, έπιανε, μου είπαν, τόσες πολλές ψείρες που τις καθάριζαν από το δέρμα του οι Μοναχοί με το μαχαίρι, τόσο που κόβονταν και το δέρμα και πάλι ο οργανισμός του έβγανε άλλες πολύ περισσότερες από τις πρώτες.
Τελικά από το πλήθος αυτό των ζωυφίων, πού του απερρόφησαν τελείως το αίμα, παρέδωκε το πνεύμα του, με πραγματική μετάνοια, συντριβή και συχνή εξομολόγηση, στα χέρια του Πανάγαθου και Πολυεύσπλαχνου Θεού, ο οποίος δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού, αλλά ποθεί να έλθη σε επίγνωση αληθείας, να μετανοήσει και να σωθεί.
Ο Μοναχός Νικήτας τελείωσε τον παράξενο αυτόν αγώνα της ζωής του το 1941 έτος, με την μεγάλη πείνα της Γερμανικής Κατοχής. Αν και οι Πατέρες του προσφέρανε τα απαραίτητα για την συντήρησή του τρόφιμα, αλλά αυτός είχε φτάσει σε τέτοια μέτρα αρετής, από την επίγνωση του εαυτού του, και από την συνεχή και αδιάλειπτη προσευχή, που είχε αποκτήσει βαθειά ταπείνωση.
Εργόχειρο δεν γνώριζε κανένα, επειδή μεγάλος πήγε στην Καλογερική, όπως είπαμε από ληστής, γι’ αυτό ζοϋσε από τις ελεημοσύνες των άλλων ερημιτών και συνασκητών του. Επειδή όμως ήταν πολύ χεροδύναμος έκανε διάφορες εργασίες και μεταφορές των άλλων Πατέρων, τους οποίους εξυπηρετούσε δωρεάν όλους εκείνους πού ζητούσαν την βοήθειά του.
Και όπως έλεγε, για να μην τρώει τον αρτον που του πρόσφεραν δωρεάν, έκανε σ’ όλους υπακοή και ήθελε να λέει με τον Απόστολο Παϋλο: «Αυτοί γινώσκετε ότι ταις χρείαις μου και τοις ούσι μετ’ εμού υπηρέτησαν αι χείρες αυταί» (Πράξ. Κ’ 34).

Μ’ αυτό έδινε ένα καλό μάθημα σ’ όλους μας, για να μη ζούμε σε βάρος των άλλων ανθρώπων, αλλά όσο μπορούμε να εργαζόμαστε και πρόθυμα να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας.

«Χριστός ενηνθρώπησε, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»


Jesus-Christ-was-born-christmas-16924704-1600-1200

του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Η περίοδος μέχρι τα Χριστούγεννα  είναι ιδιαίτερα ευλογημένη από τov Θεό, γιατί μας οδηγεί λειτουργικά και εορταστικά προς την κυρία ημέρα, όπου η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει το γεγονός της γεννήσεως του Χριστού. Όπως όλες οι γιορτές της Εκκλησίας μας έτσι και τα Χριστούγεννα δεν έχουν ένα χαρακτήρα μόνο αναμνηστικό, αλλά κύριος σκοπός είναι να μετάσχει ο άνθρωπος μέσα σ’αυτή τη χάρη, που δίνει ο Θεός διά των εορτών της Εκκλησίας μας. Είναι παρατηρημένο μέσα από την πείρα των Αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας μας ότι αυτές οι μέρες διακρίνονται για την υπερβάλλουσα χάρη η οποία διαχέεται από τον Θεό και το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς και είναι σταθμοί μέσα στη ζωή μας από τους οποίους μπορούμε να αντλήσουμε αυτή τη χάρη και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Βέβαια, καθημερινά εορτάζουμε το μυστήριο της γεννήσεως του Θεού Λόγου και μετέχουμε σε όλη τη ζωή του Κυρίου με την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Η Εκκλησία μας μας παρέδωσε κάποια πράγματα τα οποία τηρώντάς τα βοηθούμαστε να προχωρήσουμε πνευματικά. Πρώτα μας ετοιμάζει με την περίοδο της νηστείας. Η νηστεία βοηθά τον άνθρωπο να ξεκολλήσει το μυαλό του από τα γήινα πράγματα, βοηθά τον νου του στην προσευχή, σπρώχνει την καρδία στην αναζήτηση της Θείας Χάριτος, κινεί την καρδία εις προσευχή και ένωση μετά του νοός, καθαρίζει το σώμα από τις ροπές προς τα πάθη και την αμαρτία. Γενικά ως μέσο το οποίο ο ίδιος ο Χριστός μας παρέδωσε θεωρείται από τους Πατέρες ότι είναι από τα πρώτα και βασικά όπλα στον πνευματικό αγώνα. Βέβαια, νηστεία δεν είναι μόνο των φαγητών. Είναι η νηστεία από όλες μας τις επιθυμίες, στα έξοδα, ενδύματα, εκδηλώσεις, στο τι ακούμε και στο τι βλέπουμε.
Εφόσον είναι καιρός νηστείας είναι και καιρός ελεημοσύνης. Οι πρώτοι χριστιανοί κατά τη νηστεία διέθεταν το υπόλοιπο των χρημάτων που τους περίσσευε από τα καθημερινά πράγματα για ελεημοσύνη. Αλλο πνευματικό όπλο είναι, η εξομολόγηση. Προσερχόμαστε στο μυστήριο της Εξομολογήσεως, για να καθαρίσουμε την ψυχή μας από όλα όσα ως άνθρωποι έχουμε προσλάβει μέσα στα καθημερινά μας γεγονότα και τις περιπέτειες της καθημερινής μας ζωής. Ο Θεός δεν απαιτεί να γίνουμε αναμάρτητοι, γιατί αυτό είναι έξω από τη φύση μας. Μέσα στην αδυναμία μας βρισκόμαστε αντιμέτωποι με πάθη, αμαρτίες, αδυναμίες και τις ελλείψεις μας. Γιατί αμαρτία δεν είναι μόνο η παράβαση του νόμου του Θεού, αλλά είναι και η έλλειψη της αγάπης μας προς τον Θεό, η βίωση της στροφής της ψυχής μας προς τον Θεό. Το ότι δηλαδή καλούμεθα να αγαπήσουμε απόλυτα τον Θεό και όμως δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε είναι η ουσία της αμαρτίας μας.
Πέραν της νηστείας, ελεημοσύνης και εξομολόγησης ένα άλλο πνευματικό όπλο είναι η προσευχή. Αυτό το διάστημα αν ο χριστιανός γεμίσει τον χρόνο του με προσευχή , κυρίως με τη μονολόγηση της νοεράς προσευχής και την επίκληση του ονόματος του Χριστού, θα έχει συνεχή κοινωνία με τον Θεό, η οποία ετοιμάζει την καρδία προς την κοινωνία με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Ένας χριστιανός δεν περιμένει να έρθουν οι 25 Δεκεμβρίου, για να γιορτάσει τη γέννηση του Χριστού. Ωστόσο είναι από την πείρα των Αγίων ότι αυτές οι μέρες είναι σημαδεμένες από την αγάπη του Θεού για μας και υπάρχει περίσσια χάριτος. Επομένως προετοιμαζόμαστε έτσι και αντιμετωπίζουμε την εορτή των Χριστουγέννων όσο μπορούμε πιο πνευματικά χωρίς να καταργήσουμε και όλες τις κοινωνικές και οικογενειακές υποχρεώσεις, αφού ο άνθρωπος δέν είναι μόνο ψυχή αλλά και σώμα. Έτσι συμμετέχει στη χαρά της γεννήσεως του Κυρίου μας ψυχή τέ και σώματι και αυτό είναι πολύ σπουδαίο, γιατί η Εκκλησία μας διακρίνεται για την πνευματική της ισορροπία. Το ότι τα λειτουργικά βιβλία γράφουν οτι την ημέρα των Χριστουγέννων γίνεται κατάλυση εις πάντα, είναι γιατί οι Πατέρες ήθελαν να δείξουν οτι η γιορτή των Χριστουγέννων είναι γιορτή που αγκαλιάζει όλον τον άνθρωπο, ο οποίος φαιδρύνεται και στην ψυχή η οποία αγάλλεται μέσα στην προσευχή και στις πνευματικές θεωρίες αλλά και στο σώμα, το οποίο προσλαμβάνει την υλική τροφή λύοντας τη νηστεία και μετέχοντας σε κοινωνία αγάπης με τους αδελφούς του. Ο Χριστός δεν καλεί τον άνθρωπο μόνο σε πνευματικές εξάρσεις, αλλά καλεί όλον τον άνθρωπο.
Γι’αυτό στην Ορθόδοξη παράδοση τις ημέρες των Χριστουγέννων οι χριστιανοί εόρταζαν και στην Εκκλησία και στις οικογενειακές και κοινωνικές τους επαφές. Όλος ο κόσμος συνεορτάζει και όλη η κτίση και τα πάντα γιορτάζουν αυτό το γεγονός. Την ημέρα των Χριστουγέννων οι Άγγελοι δοξολογούσαν και αινούσαν τον Θεό, διότι υπάρχει μία συγκεκριμένη εισβολή του Θεού Λόγου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Χριστός γεννήθηκε σαν άνθρωπος τη συγκεκριμένη ημέρα και αυτό είναι σπουδαίο για τη θεολογία της Εκκλησίας μας και τη ζωή μας, γιατί εμείς δεν είμαστε χριστιανοί που πιστεύουμε σε μία θεωρία που έφερε ο Χριστός στον κόσμο, αλλά είμαστε χριστιανοί, γιατί πιστεύουμε στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Χριστός είναι για μας το παν, δεν είναι η διδασκαλία του το παν αλλά ο Ίδιος. Και αν ακόμη κάποτε χαθούν τα κείμενα της Αγίας Γραφής, δεν θα μειωθεί σε τίποτα το έργο του Χριστού, διότι και η Γραφή και η Διδασκαλία μας οδηγούν στον Χριστό. Γι’αυτό ο Χριστός ήρθε στον κόσμο, για να μας δώσει τον εαυτό Του όχι για να μας πει μία διδασκαλία. Ο ίδιος ήταν ανάγκη να γίνει άνθρωπος, γιατί ο Λόγος του Θεού έπλασε τον Αδάμ και έπρεπε να τον αναπλάσει και να γίνει Αυτός ο νέος Αδάμ, ώστε γενόμενος ο Ίδιος άνθρωπος, να μας δώσει τη δυνατότητα να εγκεντριστούμε σ’Αυτόν να μπολιαστούμε στο δικό Του σώμα και να γίνουμε κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού. Γι’αυτό ήταν μέσα στην πάνσοφο πρόνοια του Θεού η σάρκωση του Θεού Λόγου, για να μας δοθεί η δυνατότητα να κοινωνήσουμε με τον ίδιο τον Θεό. Ο Λόγος έγινε τέλειος άνθρωπος άνευ αμαρτίας, ταπείνωσε τον Εαυτό Του και πορεύθηκε αυτό τον δρόμο της ενσαρκώσεώς Του, για να μας διδάξει αυτή την ταπείνωση. Να μας δείξει ότι έγινε άνθρωπος για μας και οτι δεν βδελύχθηκε τη φύση μας, την πτωχεία μας και γεννήθηκε όπως ένα μικρό παιδί. Αύξανε όπως ένας κανονικός άνθρωπος, ήταν απόλυτα τέλειος άνθρωπος και απόλυτα τέλειος Θεός, ώστε με το παράδειγμα της παναρέτου ζωής Του και με την ίδια την υπόστασή Του να μας δείξει ποιό δρόμο να βαδίσουμε. Ο Απ. Παύλος λέει ότι έγινε κατά πάντα όμοιος με μας και ανέλαβε την ανθρώπινη φύση και έτσι έγινε σύμφυτος με τη δική μας φύση, για να δώσει σε μας την ελπίδα και τη δυνατότητα να πορευθούμε μέσα από την ανθρώπινή μας αδυναμία, τα προβλήματα και τον πόνο μας έχοντες πάντοτε μπροστά μας αιώνιο πρότυπο τον ίδιο τον Χριστό μας, που αυτός είναι η παρηγοριά μας, ο αρχηγός μας και ο τελειωτής της πίστεώς μας.
Αυτές τις μέρες ψάλλουμε: «Χριστός γεννάται, δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε, Χριστός επί γης, υψώθητε». Ο Χριστός ήρθε όχι κατά φαντασία αλλά κατά πραγματικότητα σ’αυτόν τον κόσμο, μ’αυτά τα προβλήματα, τις δυσκολίες. Ήρθε για να υψώσει τους ανθρώπους πάνω από τον κόσμο αυτό και να μας δώσει ως μόνιμη κιβωτό την Αγία Του Εκκλησία. Όταν μπούμε μέσα στην Εκκλησία και εναποθέσουμε στον Χριστό την τραγωδία της υπάρξεώς μας και εκεί ταπεινά παρακαλέσουμε τον Χριστό να μας υψώσει εκ των πραγμάτων του κόσμου τούτου και να έρθει στην καρδιά μας να κατοικήσει, τότε είναι αδύνατο ο Χριστός να μην επισκεφθεί την καρδιά μας. Ο Χριστός εγεννήθη στον πιο ευτελή τόπο, σε μία σπηλιά που ήταν στάβλος, για να μας δείξει οτι κατέρχεται μές στη σπηλιά της καρδιάς μας, η οποία είναι γεμάτη με τα άλογα πάθη μας. Φτάνει εμείς να το ζητήσουμε. Περιγράφεται ένα όραμα του Αγίου Ιερωνύμου, που ασκήτευε στη Βηθλεέμ, όταν είδε τον Χριστό ως βρέφος στη φάτνη προσευχόμενος η καρδιά του σκίρτησε από αγάπη και είπε: «Χριστέ μου, τι δώρο να σου προσφέρω; Οι μάγοι Σου πρόσφεραν τα δώρα, οι ποιμένες την προσκύνηση, οι άγγελοι τον ύμνο». Τότε ο Χριστός του είπε: «Ιερώνυμε, το δώρο που θέλω να μου κάνεις είναι οι αμαρτίες σου, θέλω να μου προσφέρεις τον εαυτό σου».
Αυτός είναι και ο λόγος που ήρθε στη γή ο Χριστός. Όχι για να καλέσει τους δικαίους αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια. Έτσι για τον σημερινό άνθρωπο τον ταλαιπωρημένο, τον κουρασμένο, τον θλιμμένο, ο οποίος συνθλίβεται και πολιορκείται μέσα από τα ποικίλα ρεύματα που υπάρχουν εναντίον του, ο Χριστός είναι η μόνη ελπίδα, είναι ο μόνος χώρος που ο άνθρωπος μπορεί να ξεκουραστεί. Ο Χριστός είναι ο πατέρας μας ο οποίος μας περιμένει.
Έτσι σ’εμάς απομένει να ζητήσουμε τον Θεό, να τον παρακαλέσουμε να έρθει, μέσα μας και ο Χριστός από την άπειρη αγάπη που έχει, αμέσως θα βρεθεί μέσα μας. Όπως λέει στη Γραφή «έτι λαλούντος σου ερώ, ιδού πάρειμι», ενώ ακόμη μιλάς, θα σου πώ οτι είμαι ήδη παρών.
Επομένως είναι χαρμόσυνο το μήνυμα της ημέρας των Χριστουγέννων. Ο Χριστός κατέρχεται κοντά μας και κατερχόμενος μας ανεβάζει. Αυτός κατήλθε πρώτος στη γή για να μας ανυψώσει. Ειδικά στην εποχή μας βρισκόμαστε σε μία αλματώδη πρόοδο της επιστήμης. Ο χριστιανός ο οποίος βιώνει την πραγματικότητα του Χριστού σαν του μόνου γεγονότος το οποίο είναι το μόνο καινό υπό τον ήλιο, δεν πρέπει να διακατέχεται από φόβο μπροστά στην καθημερινότητα, μπροστά στις σύγχρονες εξελίξεις και τα προσφερόμενα πράγματα. Αλλά σαν ελεύθερα παιδιά του Θεού, άνθρωποι οι οποίοι έχουμε μέσα μας τη βεβαία ελπίδα της παρουσίας του Χριστού, μπορούμε, από μόνοι μας να κρίνουμε ανάλογα με την πνευματική μας κατάσταση και ανάλογα με τις εντολές του Θεού και με ό,τι μας παρέδωσαν οι Άγιοι Πατέρες μας, τι άπ’όλα όσα μας προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος και πολιτισμός θα προσλάβουμε ή όχι. Είναι όμως απαραίτητο να μην κολλούμε φανατικά σε τύπους και να χάνουμε την ουσία. Η ουσία είναι η σάρκωση του Θεού Λόγου στον κόσμο. Έτσι αν ο χριστιανός είναι άτομο που αγωνίζεται και προσεύχεται, έχει τη συνείδηση που τον προφυλάσσει και του δείχνει μέχρι ποιού σημείου μπορει να μετάσχει των αγαθών των ημερών, για να μή χαθεί η ουσία του γεγονότος των Χριστουγέννων.

Πηγή: Περιοδικό « ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ», Έκδοση Ιεράς Μητρόπολης Λέμεσού, τεύχος 69ο.

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

ΓΕΔΕΩΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ



(Μαξίμου ἱερομονάχου Καυσοκαλυβίτου: Ἀσκητικὲς Μορφές, καὶ Διηγήσεις ἀπὸ τὸν Ἄθω, Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Ἀντωνίου, Κρύα Νερά, Ἅγιον Ὄρος, 20064 )

 

Ὁ πατὴρ Γεδεών, ἐγεννήθη τὸ ἔτος 1781 στὴν Ζαγορὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατὰ τὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Γεώργιος καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του θέλησε νὰ πάῃ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ τὸ ἔμαθαν οἱ ἀδελφοί του καὶ παρακάλεσαν ἕναν Τοῦρκο νὰ τὸν δείρῃ, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸν φοβίσουν. Ὁ Τοῦρκος μὲ πολλὴ προθυμία ἐκπλήρωσε τὴν παραγγελία καὶ οἱ ἀδελφοὶ εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Γεώργιος δὲν σκέπτεται πλέον τὸν μοναχισμό. Αὐτὸς ὅμως περίμενε τὴν κατάλληλη στιγμή, καὶ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὸ βιβλίο: Βίοι Ἀθωνιτῶν τοῦ ιθ΄ αἰῶνος· τοῦ ἱερομονάχου Ἀντωνίου, ἀναφέρονται ἀρκετὲς λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν ζωή του, πῶς ἦλθε στὴν Ἁγία Ἄννα, στὴν Μεγίστη Λαύρα, στὴν Μονὴ Παντελεήμονος καὶ κατέληξε στὰ Καυσοκαλύβια μὲ τοὺς δύο μαθητάς του, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανό.

Ὁ γέρο Γεδεών, σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του στὴν ἔρημο, ἀναπαυόταν λιγότερο ἀπὸ δύο ὥρες καθημερινῶς καὶ μάλιστα μισοκοιμόταν, χωρὶς νὰ διακόπτῃ ποτὲ τὴν νοερὰ προσευχή, καὶ τηροῦσε αὐστηρῶς τὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἀναπαύσεως, τοποθετοῦσε στὰ γόνατα ἕνα μαξιλάρι, ἔγερνε στὸ κεφάλι καὶ ἀποκοιμόταν, ἀλλὰ οὐδέποτε ξάπλωσε στὸ πλευρό, ἕως ὅτου ἡ ἀσθένεια τὸν ἀνάγκασε νὰ κατακλιθῇ. Τὰ τελευταῖα χρόνια ὁ Δαμιανός, προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσῃ νὰ ἐγκαταλείψῃ αὐτὸν τὸν ἀγώνα λέγοντάς του: Πάτερ, εἶσαι ἤδη ἡλικιωμένος καὶ ἄῤῥωστος. Σοῦ εἶναι ἀπαραίτητη λίγη ἀνάπαυση. Ξάπλωσε, τουλάχιστον, ὅταν εἶναι ἀνάγκη νὰ κοιμηθῇς. –Μὰ ἀκριβῶς τώρα πρέπει νὰ ἀγωνιστῶ, ἐπειδὴ εἶμαι ἡλικιωμένος καὶ βρίσκεται κοντὰ ὁ θάνατος· ἀπαντοῦσε ὁ γέροντας. Γνωρίζεις τί εἶπε ὁ Ἀββάς; Ἂν πείσῃς Ἄγγελο νὰ ξαπλώσῃ, τότε θὰ πείσῃς κι ἐμένα. Κι ἐγὼ νὰ κοιμᾶμαι σὰν ζῶο;

Ἂν καὶ τηροῦσε αὐστηρῶς τὴν νηστεία, ὡστόσο ἔπινε κρασί, καὶ ἔτρωγε φαγητὸ μὲ λάδι, ὅταν ὑπῆρχαν. Τὰ τελευταῖα ὅμως 17 ἔτη, μὴ ἐπιθυμώντας καμία παρηγορία γιὰ τὸ σῶμα καὶ μὴ ὑπολογίζοντας τὴν ἀσθένεια, οὔτε ἔδεσμα μὲ λάδι ἔφαγε, οὔτε ἤπιε κρασί. Συνήθως τρεφόταν μὲ τὸ ἑξῆς μίγμα: Ἔβραζε νερὸ σὲ μικρὸ μπρίκι, ἀνακάτευε σὲ αὐτὸ ἀλεύρι, καὶ χωρὶς νὰ προσθέτῃ τίποτε ἄλλο, τὸ ἔτρωγε. Τὸ σῶμά του τόσο ἀδυνάτισε, ὥστε πρὶν τὸν θάνατο εἶχαν ἀπομείνει μόνο τὰ ὀστὰ καὶ τὸ δέρμα. Στὴν μορφή, ἦταν ἴδιος μὲ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, γέρων ἀσπρομάλλης, στεγνός, ψηλός, κυρτωμένος. Ὅμως τὸ πρόσωπό του, παρ’ ὅλα τὰ φρικτὰ μαρτύρια, ἦταν ἀγγελικό.

Ὁ μαθητής του Δαμιανός, κάποτε ἀῤῥώστησε καὶ ὑπέφερε ἑνάμιση χρόνο. Μὴ μπορώντας νὰ ἀντέξῃ, ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ προσευχηθῇ γιὰ τὴν θεραπεία του. Κάνε ὑπομονὴ παιδί μου, ἀπήντησε ὁ γέροντας, αὐτὴ ἡ ἀσθένεια εἶναι πρὸς ὄφελός σου. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος πάσχει σωματικῶς, τόσο ἡ ψυχή του καθαρίζεται. Ὀ Δαμιανὸς τότε τὸν ῥώτησε πῶς νὰ προσεύχεται. Πρὸς τὸ παρόν, εἶναι ἀρκετὴ ἡ ὑπομονή σου, ἀπήντησε ὁ γέροντας, ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια προετοιμάζει γιὰ τὴν προσευχή, ὁπότε θὰ ἀσχοληθῇς καὶ μὲ τὴν προσευχή. –Μὰ πῶς θὰ γίνει αὐτό; ῥώτησε ὁ Δαμιανός. –Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βιάζῃ τὸν ἑαυτό του, τοῦ εἶπε ὁ γέροντας, ἀλλὰ ποτὲ χωρὶς πνευματικὸ καθοδηγητή. Διότι μόλις ἀρχίσῃ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ὁ διάβολος τὸν κεντρίζει καὶ ἡ φαντασία ἐξαπατᾷ τοὺς ἀπείρους. Τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεομήτορος, δὲν θὰ πρέπει νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴν καρδιά σου. Σὲ αὐτὸ θὰ σὲ βοηθήσῃ ἡ ἐγκράτεια. Ὅ,τι κι ἂν κάνῃς, νηστεία, προσευχή, ἠ κάποιον ἄλλον ἀγώνα, σκέψου ταπεινά, ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐπιτυγχάνῃ σὲ ὅλες τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν πιὸ βασική, δηλαδὴ τὴν ταπείνωση, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα δὲν ἔχουν σημασία. Ἐγὼ πλέον δὲν ἀνήκω σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο. Καὶ ἐσὺ νὰ ἔχεις πάντοτε στὸν νοῦ σου τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ μὴν κοιτάζῃς στὰ πρόσκαιρα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος, δόξα, πλοῦτο καὶ ἄλλα παρόμοια. Νὰ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ φροντίζῃς γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή. Ἐγὼ εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία καὶ ζῆλο νὰ ἐκπληρώσω ὅλες τὶς ἀρετές. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς μοῦ ἔβαλε πολλὰ ἐμπόδια. Γιὰ νὰ ἀποκτηθοῦν οἱ ἀρετές, πρέπει νὰ νικήσῃς ὅλους τοὺς πειρασμούς. Ὅποιος δὲν ὑπομένει τοὺς πειρασμούς, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχῃ οὔτε στὶς ἀρετές. Ὅποτε ἔπρεπε νὰ νηστεύσω ἢ νὰ προσευχηθῶ, ὁ διάβολος πάντοτε μοῦ ἐναντιωνόταν, βάζοντας πειρασμούς, γιὰ νὰ καταστρέψῃ ὅ,τι ἄρχιζα.

Ὅ γέροντας, κάποια Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὥρισε στὸν ἑαυτό του ὡς κανόνα νὰ παίρνῃ καθημερινῶς μόνο μικρὴ ποσότητα ψωμιοῦ καὶ νεροῦ. Ἀρχικῶς ἀπὸ ἑκατὸ γραμμάρια τὴν ἡμέρα καὶ κατόπιν ὅλο καὶ λιγότερα, ὥσπου ἔφθασε στὸ ἐλάχιστο. Καὶ νὰ τὶ συνέβη. Τότε ἔτυχε νὰ γκρεμιστῇ ὁ τοῖχος κοντὰ στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης. Ἀμέσως ἐκάλεσαν ὅλους τοὺς μοναχούς, γιὰ νὰ τὸν ἐπιδιορθώσουν, ὥστε οἱ φθινοπωρινὲς βροχές, νὰ μὴν εἰσχωρήσουν καὶ καταστρέψουν τὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐργασία ἦταν δύσκολη. Οἱ πέτρες μεταφέρονταν ἀπὸ τὸ λατομεῖο σὲ ἀπότομη πλαγιά. Ὁ πατὴρ Γεδεών, δὲν ἤθελε νὰ παραβῇ τὸν κανόνα του καὶ νὰ ἐγκαταλειφθῇ ἔτσι στὸν διάβολο, διακόπτοντας τὴν νηστεία του. Σύντομα οἱ ὑπόλοιποι παρετήρησαν τὶ τρώει καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κατηγοροῦν. Τὸν ὀνόμαζαν ὑποκριτή, ἐπειδὴ δῆθεν ἔκανε ἐγκράτεια χάριν ἐπιδείξεως καὶ φιλοδοξίας καὶ ἐπίσης γιὰ νὰ τοὺς ντροπιάσῃ. Ὁ γέροντας ἀπήντησε ταπεινά: Ἐγὼ δὲν ἔβαλα στὸν ἑαυτό μου, κανενὸς εἴδους κανόνα. Ἀλλὰ δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ φαγητὸ καὶ ποτό, καὶ γιὰ αὐτὸ δὲν τρώω καὶ δὲν πίνω.

Τὸ ἔτος 1869 πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, οἱ μαθηταί του ῥώτησαν τὸν γέροντα: Νὰ πᾶμε στὴν ἀγρυπνία; Τοὺς κράτησε, ὅπως ἔκανε συχνά, ὁπότε ἔμειναν κοντά του καὶ ἔκαναν τὴν ἀγρυπνία μὲ τὸ κομποσχοίνι. Περίπου τὰ μεσάνυχτα τὸν ξαναρώτησαν: Θὰ συνεχίσουμε; -Ἂς πάει ὁ Κοσμᾶς στὴν ἐκκλησία. Ἐσὺ Δαμιανέ, μεῖνε μαζί μου. Μπορεῖ σὲ λίγο νὰ πεθάνω. Ζήτησε νὰ ἀνάψουν κερί, καὶ νὰ θυμιάσουν τὸ δωμάτιο. Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς ὥρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς του. Ἦταν φανερό, ὅτι πρὶν ἀκριβῶς ἀπὸ τὸν θάνατο, ὁ διάβολος ἤθελε νὰ συγχύσῃ καὶ νὰ ἀναστατώσῃ τὸν γέροντα μὲ τὴν ἐπιμονὴ τῶν ὑποτακτικῶν του νὰ πᾶνε νὰ συνεορτάσουν μὲ ὅλους τοὺς πατέρες, ἀλλὰ ἀνεχώρησε ντροπιασμένος, διότι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, γαλήνια, εἰρηνικὰ καὶ χαρούμενα, παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο· ἁπλὰ κλείνοντας τὰ μάτια, σὰν νὰ κοιμήθηκε.

Καὶ ἦταν Χριστούγεννα, τὴν ὥρα ποὺ στὴν ἐκκλησία ἔψαλλαν τὸν Χερουβικὸ Ὕμνο...

Ο τρακοσάρης



trakosaris.jpg
— Σαν πάρη να σαπίζη το κορμί τα σκουλήκια βγαίνουν να το φάνε.
Είπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, κουνώντας το κεφάλι του, στον καφενέ, και δείχνοντας με το χέρι του κάτω στο γιαλό. Οι άλλοι σήκωσαν τα μάτια να ιδούν. Σκυφτός, με τη χοντρή του μαγκούρα περασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι από το άλλο, με το μακρύ σταχτερό σάλι ριγμένο στον ώμο, περνούσε ο Γερο-Τρακοσάρης. Ένα σάψαλο εκεί, με το ένα πόδι στο λάκκο!
— … Τα σκουλήκια μαθές βγαίνουν να το φάνε, ξαναείπε δυνατώτερα ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ανθρώπινα σκουλήκια. Αχόρταγα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι’ όλο πεινάνε.
Του είχε ανεβή το αίμα να τον πνίξη. Δεν μπορούσε να βαστάξη. Κάθε φορά που περνούσε ο Γερο — Τρακοσάρης από τον καφενέ, του άναβαν τα αίματα. Το ήξεραν όλοι και δε μιλούσαν. «Ας βγάλη το άχτι του ο άνθρωπος. Με το δίκηο του…»
— Σκουλήκια, σκουλήκια! Σκουλήκια ‘πά στο ψοφήμι. Πέθανε το νησί μας· πέθανε, πάει! και βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Πέθανε μαθές, του βγήκε η ψυχή. Για ψέμματα λέω; Πού είνε τα καράβια μας, δε μου λες; Μπάρκα, μπομπάρδες, γολέττες, μπρίκια, τέτοια μέρα, ανήμερα τα Φώτα! γεμάτο το λιμάνι τα παληά τα χρόνια… Πού είνε τώρα, δε μου λες; Βλέπεις πανί απλωμένο στο λιμάνι; Πάνε, ρήμαξαν. Κ’ οι καπετανέοι μας, πού είν’ οι καπετανέοι μας με τις χρυσές καδένες και τα μεταξωτά μαντήλια; Κάθονται στον καφενέ κι’ αγναντεύουν το πέλαγο. Άλλοι γένηκαν μπακάληδες κι’ άλλοι μπαλωματήδες να βγάλουν το ψωμί τους. Ψωμί, ψωμάκι! Κ’ οι καπετάνισσες, πούνε οι καπετάνισσες, με τα μεταξωτά και τα χρυσάφια; Φουστάνι δεν έχουνε να παν στην εκκλησιά. Πούνε τα μπερικέτια τα παληά; Πάει, πέθανε το νησί μας, ξεψύχησε. Βγήκαν τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια. Όλο τρώνε κι’ όλο πεινάνε…
Ο Γερο-Τρακοσάρης πέρασε από κάτω απ’ το γιαλό, πήρε τον απάνω δρόμο και χάθηκε πίσω από τα μαγαζιά, δίχως να γυρίση να κυττάξη από τους καφενέδες. Ήξερε πως μ’ όλα τα καλοπιάσματα τούψαλαν από πίσω όσα παίρνει η σκούπα. «Δεν πάνε να λένε! έλεγε. Από πίσω και το βασιληά τονέ βρίζουν». Πεντάρα δεν έδινε.
— Έτσι που λες, κύριε έφορα! είπε σε λίγο ο Μπάρμπα Νικόλας, γυρίζοντας κατά τον οικονομικόν έφορο, ένα νεόφερτον υπάλληλο, που καθότανε στο διπλανό τραπέζι. Τούτο εδώ, κύριε έφορα, τον ξέρουν τον τόπο μας και μου παίρνουν το δίκηο. Γνωριζόμαστε, βλέπεις, από πού βαστάει η σκούφια του καθενός· συντοπίτες όλοι. Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθης να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένεια του Γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώση ο Γερο-Τρακοσάρης να φάμε… Αυτού καταντήσαμε…
Ο έφορος, ξένος άνθρωπος, νεοφερμένος στον τόπο, δεν καταλάβαινε καλά-καλά τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Στην αρχή μάλιστα, σαν έμπηξε τις φωνές και χτυπούσε τα χέρια του στο τραπέζι και γούρλωνε τα μάτια του, τον πήρε για τρελλό. Γύρισε μια και κύτταξε ολοτρόγυρα τους άλλους. Καμμιά δεκαριά νομάτοι απ’ έξω από τον καφενέ, άλλοι τραβώντας τον ναργιλέ τους κι’ άλλοι σκυμμένοι στα τάβλια και στα χαρτιά, κουνούσαν το κεφάλι τους, σαν νάλεγαν: «Σωστά τα λέει ο Μπαρμπα-Νικόλας, μα τι βγαίνει; Έτσι τάφερε η τύχη» Ο Μπαρμπα-Νικόλας δεν τα σήκωνε τα παράξενα. «Μωρέ θα σκούζω όσο που να πεθάνω», έλεγε. Ύστερα και με το δίκηο του. Ήταν καμένος και ζεματισμένος. Και κάθε φορά που τύχαινε κάποιος ξένος, νεοφερμένος, που δεν ήξερε τον τόπο, εύρισκε αφορμή να βγάλη το άχτι του, ξαναλέγοντας τα βάσανά του.
— Έτσι που λες, κύριε έφορα. Κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη. Ένας τόπος αλάκερος, ανθρώποι νοικοκυραίοι, που δε γύριζαν να φτύσουν, με το συμπάθειο, απάνω του, καπετανέοι που κουβαλούσαν το χρυσάφι με τα τσουβάλια, καπετάνισσες, που δε σήκωναν τα μάτια να τον κυττάξουν στις καλές τις μέρες, ένας τόπος αλάκερος, κύριε έφορα, κρεμαστήκαμε μαθές από τα γένεια του Τρακοσάρη.
Ο νεόφερτος υπάλληλος δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβη τι ήθελε να πη ο Μπαρμπα-Νικόλας. Εκαταλάβαινε πως τα είχε με το γέρο που πέρασε πρωτήτερα από τον καφενέ, μα πάλι δεν μπορούσε να χωρέση ο νους του τι είχε να κάμη με τον τόπο το γεροντάκι αυτό, ένα σάψαλο εκεί με το ένα ποδάρι στο λάκκο. Ο Μπαρμπα-Νικόλας μπήκε στο μυαλό του ξένου.
— Θα με παίρνης πως είμαι παλαβός, για αχμάκης, κύριε έφορα, είπε πάλι Και με το δίκηο σου. Πώς δεν παλάβωσα κ’ εγώ είμαι να το απορήσω. Μα σα μ’ ακούσης θα πης: «Δίκηο έχει ο Μπαρμπα-Νικόλας». Ο Μπαρμπα-Νικόλας, το λέει ο λόγος! Τι είνε ο Μπάρμπα-Νικόλας; Τίποτα! Ο Μπαρμπα-Νικόλας αύριο θα πεθάνη. Σήμερα είνε και αύριο δεν είνε. Μπαρμπα-Νικόλας θα πη εσύ, ο άλλος, ο παράλλος, όλο το νησί πέρα-πέρα. Σα βασανίζομαι εγώ, βασανίζεσαι και συ. Δεν το καταλαβαίνεις; «Τι σούκανε πάλε ο Τρακοσάρης;» μου λένε κάμποσοι. «Πάλε τα βάσανά σου λες;» μου λένε άλλοι. Βρε εμένα τι μούκανε; Εμένα τα βάσανά μου; Τι είμαι εγώ; Τίποτα! Σήμερα είμαι και αύριο δεν είμαι. Μα δεν είν’ έτσι. Εγώ είμαι ο δείνας και ο τάδες, εγώ είμαι αυτός που κάθεται και ψωμοζητάει και φοβάται ν’ ανοίξη και το στόμα του να φωνάξη το δίκηο του· εγώ είμαι η χήρα που κλαίει και δέρνεται κλεισμένη μες στο σπίτι της… (ο Μπαρμπα-Νικόλας είχε σηκωθή τώρα από το σκαμνί του σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλάβη, και η φωνή του έβγαινε βαρειά και τρεμουλιαστή)· εγώ είμαι τορφανό, ο καραβοτσακισμένος, ο σακάτης, ο αρχοντοξεπεσμένος… (η φωνή του τώρα έτρεμε από κάποιο παράπονο, μα καμπάνιζε άγρια και βαρειά σα φοβέρα)· εγώ είμαι ο… Τόπος. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια τα αμέτρητα πώς κατάντησες!
Κ’ έπιασε τα γένεια του, κουνώντας λυπητερά το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, φωτιά. Ο ξένος είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό και τον άκουγε, με τον ναργιλέ σβυσμένο, με το μαρκούτσι πεσμένο από τα χέρια του. Οι άλλοι μουρμούριζαν από μέσα τους: «Καλά τα λες, Μπαρμπα-Νικόλα, μα ποιος σακούει!»
— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε ο Μπαρμπα-Νικόλας, άμα συνέφερε λιγάκι. Αυτός είνε ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ο Μπαρμπα-Νικόλας είνε το ψοφήμι. Πάει, τούφυγε η ψυχή, το πήρε η βρώμα και βγήκανε τα σκουλήκια να το φάνε. Ανθρώπινα σκουλήκια! Όλο τρώνε κι’ όλο πεινάνε. Του λόγου του, καλή του ώρα, το καλό το γεροντάκι που πέρασε πολληώρα από το γιαλό, ο Γερο-Τρακοσάρης. Τον ξέρεις, κύριε έφορα; Πού να τον ξέρης! Να σου τον μάθω εγώ. Είχε όνομα και τώχασε. Τρακοσάρη τον ξέρουν όλοι τώρα. Άρχισε από μπακάλης κ’ έγινε τοκιστής. Η οκά του τρακόσια δράμια· ούτε δράμι παραπάνω. Από τότε τούμεινε τόνομα: Τρακοσάρης. Τρακόσια δράμια η οκά του. Τι να κάνη ο κόσμος; Τρακόσια; Τρακόσια! Είχε και την ανάγκη του, βλέπεις. Οι ναυτικοί γυρίζανε να βγάλουν το ψωμί των παιδιών τους. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους πεινούσανε. Ο Τρακοσάρης έκανε και κρέντιτο. Μα τρακόσια; Τρακόσια τι να γίνη; Ψωμί, ψωμάκι! Ύστερα να λογαριασμούς ο Τρακοσάρης! Πενήντα δραχμές, εκατό δραχμές, διακόσιες δραχμές. Πλέρωσε τώρα, καπετάνιο, τα διάφορα, πλέρωσε και τα ξύγκικα και καλώς ώρισες στην πατρίδα! Πού να πλερώση ο ναύτης ο άμοιρος! Να πουληθή και πάλε. Θαλασσοπνίγεται για το καρβέλι. Ο Τρακοσάρης εδώ είνε. Δε βαρειέσαι; Αυτό στενοχωρεύεσαι; Έχει ο Θεός! Αύριο θαλλάξουν τα πράμματα. Κανέν’ αμανάτι και ο Τρακοσάρης δεν αφίνει κανένα να χαθή. Κανένα δαχτυλίδι, κανένα σκουλαρίκι, βραχιόλι, κάτι θα βρίσκεται στο σπίτι. Νησιώτικο σπίτι Σα σωθούν και τα χρυσαφικά και τα πετράδια, ο Τρακοσάρης δε σου χαλάει το χατήρι. Κανένα ταψί, καμμιά κατσαρόλα, κάθε γάνωμα με το ζύγι του. Ύστερα στο τέλος δεν έχεις να μαγερέψης, να ντυθής; Πάλε ο Τρακοσάρης. Μια υποθήκη να σου βάλη στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσης όσα πρέπει. Σαν ευκολυθής, πάλε με το κολάι δικά σου είνε. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρης! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιος στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπης, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καή η καρδιά σου. Κατακαϋμένη πατρίδα, με τα καράβια ταμέτρητα, ποιος να σου τώλεγε! Να ρημάζης εσύ να θεριεύη ο Τρακοσάρης
— Έτσι που λες, κύριε έφορα, ξαναείπε σε λίγο ο Μπαρμπα-Νικόλας. Ίσως και να με παίρνης για παλαβό, για αχμάκη, που κάθομαι εδώ και φωνάζω στους καφενέδες. Στους καφενέδες! Όλοι οι καπετανέοι στους καφενέδες καταντήσαμε. Τόσα χρόνια πάλεψα με τη θάλασσα, το Χάρο με τα μάτια μου τον είδα· και η θάλασσα δε μ’ έφαγε. Μ’ έφαγε η στερηά και ο Γερο-Τρακοσάρης. Σαν ξέκανα το μπάρκο — τι να το κάνω; περισσότερη η ζημιά του παρά το καλό του — είπα νάρθω να τελειώσω τις μέρες μου στο νησί με τα λίγα που είχα. Είχα κ’ εγώ το δικό μου· το σπίτι, λίγες εληές, λίγα κλήματα. Φτωχικά θα περνούσαμε. Η στερηά δε με σήκωσε. Από αρρώστεια σε αρρώστεια. Γιατρούς και γιατρικά. Αρρώστησε και το κορίτσι μου το Σεραϊνώ, Θεός σχωρέσ’ την! Μας έπνιξαν τα έξοδα ενάμισυ χρόνο. Κάποιος μου είπε να σηκώσω από τον Γερο-Τρακοσάρη. Ο καλός ο Τρακοσάρης κάνει ευκολίες. Πήγα κ’ εγώ στον Γερο-Τρακοσάρη. «Παιδί μου Νικόλα, να σου κάνω την ευκολία σου, μου είπε, γιατί σε λυπούμαι Για σένα τα κάνω, γιατί είσαι φαμελιάρης. Δεν έχω κ’ εγώ. Δώσε δω και δώσε κει μου φάγανε το βιος μου. Στους δρόμους θα μείνω. Να σου δώσω διακόσιες δραχμές, να μου δώσης και συ ένα αμανάτι Δεν το ξέρεις, Νικόλα παιδί μου· ζωή και θάνατος είνε σ’ αυτόν τον κόσμο. Να μου φέρης το αμανάτι και να σου μετρήσω τις διακόσιες δραχμές να κάνης τη δουλειά σου. Διάφορο δε θέλω από σένα· τον καφέ μου και τον καπνό μου να μου πλερώνης κάθε μέρα. Μια δεκάρα για τον καφέ, μια δεκάρα για τον καπνό. Στον καφετζή τον Μπαρμπα-Δημητρό να τα δίνης, να πίνω τον καφέ στην υγειά σου». Ακούς, κύριε έφορα; Του πήγα το δαχτυλίδι της γυναίκας μου, μπριλαντένιο δαχτυλίδι, κ’ ένα ζευγάρι σκουλαρίκια με μαργαριτάρια. Πεντακόσιες δραχμές μες στο νερό! Τα κυττάει και μου λέει: «Ας έχης χάρι, Νικόλα παιδί μου, ούτε διακόσιες δραχμές δεν κάνουνε». Τι να κάνω; Πήρα τις διακόσιες δραχμές και του είπα και σπολλάτη. Και οι δεκάρες δεκάρες κάθε μέρα· έξη δραχμές το μήνα, εβδομηνταδυό δραχμές το χρόνο. Μια μέρα με φωνάζει και μου λέει: «Νικόλα παιδί μου, μου χρειάζονται τα λεφτά. Χρωστάω κ’ εγώ, θα με βάλουν φυλακή!» Βρε αμάν, βρε ζαμάν, είχα και το κορίτσι που μου πέθανε· να το θάψω δεν είχα. Τίποτα ο γέρος. Θα το πουλήσω το αμανάτι, Νικόλα παιδί μου, κι’ όσα πιάσω, ας ζημιωθώ κι’ όλα!» Είπε πως τα πούλησε, ο Θεός κ’ η ψυχή του. Μου πέθανε και το κορίτσι. Εκεί που το κλαίγαμε και δεν είχαμε και να το θάψωμε, να σου τον ο γέρος! Με τα δάκρυα στα μάτια. «Ζωή σε λόγου σας. Τι ήτανε πάλε το κακό που σ’ ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ’ η καρδιά μου!» Με πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονο!» Είπα κ’ εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε. Μούκανε την ευκολία να θάψω το κορίτσι, του πήγα κ’ εγώ αμανάτι μια χρυσή καδένα, κάτι γανώματα, ένα ταψί μεγάλο, πολίτικο. Έγδυσα το σπίτι, τι να κάνω; «Δεν πιάνουν τίποτα, Νικόλα παιδί μου, μούλεγε. Μισοτιμής να τα πουλήσης και πάλε. Ποιος έχει παράδες να δώση;» Πάνε κι’ αυτά μαζί με τάλλα. Να δουλέψω δεν μπορούσα^ από αρρώστεια σε αρρώστεια κ’ εγώ και το Μυγδαλιώ, η γυναίκα μου. Έδωκε ο Θεός και μεγάλωσε και το παιδί μου ο Μιχαληός. «Να φύγω, πατέρα, μούλεγε, να πάω στην Αμέρικα. Προκοπή δεν έχει ο τόπος μας. Να πάω στην Αμέρικα να σας στείλω λίρες με το τσουβάλι». Βρε παιδί μου Μιχαληό, τούλεγα, να μας φύγης και συ, τι θα γίνωμε; Άλλο παιδί δεν έχομε, η μάννα σου θα πεθάνη από τον καϋμό της!… Αυτός τίποτε. «Να φύγω, πατέρα· δεν μπορώ να σας βλέπω να πεινάτε. Να βρω το ναύλο μου και να φύγω…» Τώμαθε ο Γερο-Τρακοσάρης. Μια μέρα με βρίσκει κάτω στο γιαλό. Με αποπήρε. «Έχεις μυαλά, Νικόλα παιδί μου, ή δεν έχεις; Με τα μυαλά των γυναικών αρμενίζεις; Γιατί δεν αφίνεις το παιδί να πάη στην Αμέρικα, να ιδήτε και σεις Θεού πρόσωπο; Τι να τον κάνης εδώ που τον φυλάς; Δε βλέπεις την κατάντια του νησιού μας;» Να τον στείλω μαθές, είπα κ’ εγώ. Μα δεν έχομε τα έξοδα. «Τα έξοδα βρίσκονται, μου είπε. Σ’ ένα χρόνο μέσα θα τα βγάλης. Ας είνε καλά ο Μιχαληός! Να σου βρω εγώ, Νικόλα παιδί μου. Δεν έχω κ’ εγώ, μα γιατί σ’ αγαπώ και σε λυπάμαι, θα πάρω από το μπατζανάκη μου να σου δώσω…» Σήκωσα είκοσι λίρες κ’ έβαλα το σπίτι υποθήκη. Αυτό μούμενε. Έφυγε ο Μιχαληός με το καλό. Σε δυο μήνες λαβαίνω ένα γράμμα από το Κεϊπτάουν με τρεις λίρες. «Δουλειές δεν έχει, πατέρα, μούγραφε ο Μιχαληός. Κάνω εδώ ένα κουτσοεμπόριο στο πόδι, όσο για το ψωμί. Ο Θεός ξέρει πώς οικονόμησα αυτές τις τρεις λίρες. Κάνετε υπομονή και πάλι εδώ είμαι». Πέρασαν μήνες· τίποτε, ούτε γράμμα, ούτε να μάθωμε αν ζη για πέθανε ο Μιχαληός. Έδωκ’ ο Θεός κ’ ήρθε ένας πατριώτης τις προάλλες από τα μέρη αυτά. «Καλά είνε ο Μιχαληός, μας είπε. Στο Κεϊπτάουν δεν μπόρεσε να πιάση δουλειά. Μπαρκάρησε θερμαστής μ’ ένα εγγλέζικο βαπόρι». Μας έδωκε και τη σύστασί του, να του γράψουμε σ’ ένα &μπορτινχάους&, σα γυρίση να βρη το γράμμα. Τίποτε! Μήνες πέρασαν, γράμμα σε γράμμα τούστειλα. Τίποτε! Έρχονται κ’ οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι’ άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι’ άλλος πως παντρεύτηκε κι’ άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα. Η μάννα του πάει να τρελλαθή από το κακό της. «Να όψεσαι που τώστειλες το παιδί στα ξένα». Έχομε και τη γκρίνια στο σπίτι Εγώ να όψωμαι για ο Γερο- Τρακοσάρης; Τον πετυχαίνω τις προάλλες στο παζάρι. Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μου!» Γυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώ;» Άνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι’ άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει. Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί…»· Κ’ έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ’ έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι… Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε…
Το παράπονο τον έπνιγε. Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του.
— Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη.
Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα. Στο λιμάνι το έρημο δύο τρεχαντήρια στο μώλο αργοσάλευαν απάνω στα νερά. Αντίκρυ ο Άη-Παντελέημονας, με το μισό καμπαναριό, ασοβάντιστος, όπως έμεινε από τον καιρό που έπεσε η δυστυχία στο νησί, αλειτούργητος, ρημαγμένος, άπλωνε μια λυπητερή σκιά ολοτρόγυρα. Τα μεγάλα σπίτια, απάνω από το γιαλό, με τα σκοτεινά παράθυρα, έρημα από χρόνια, του φάνηκαν του ξένου πως του βάραιναν στο στήθος απάνω σα βουνά.
— Δυστυχισμένο νησί, είπε κουνώντας το κεφάλι του. Ρήμαξε και πάει!
Ο Μπαρμπα-Νικόλας σήκωσε τα μάτια του, κόκκινα φωτιά.
— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια! είπε.
Η φωνή του έτρεμε. Σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε πέρα, κατά το τρισέκι που είχε χαθή ο γέρος με τη μαγκούρα κρεμασμένη από το ένα χέρι, με το κόκκινο μαντήλι στο άλλο.
— Ανάθεμά τον που βασιλεύει μέσα στα ρημάδια!…
Ο ΤΡΑΚΟΣΑΡΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ’ ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα Χριστούγεννα ενός άθεου (Διήγημα του Δ. Σωτηρόπουλου)



3190747231_15d7777732_z
Τα όσα αναφέρονται παρακάτω βασίζονται σε πραγματικά περιστατικά, με τα ονόματα των πρωταγωνιστών αλλαγμένα για ευνόητους λόγους.
Ξύπνησε πάλι απότομα. Άγρια. Με τον συνεχόμενο ήχο του κουνουδιού, αντί για τον γνώριμο του κινητού του, που χτυπάει σαν ξυπνητήρι κάθε πρωί στις 8.
«Ούτε να κοιμηθεί κανείς δεν μπορεί», σκέφτηκε και άλλαξε πλευρό γκρινιάζοντας. Προσπάθησε να ξαναβυθιστεί στην αγκαλιά του Μορφέα. Μάταια όμως. Το κουδούνι χτύπαγε σαν τρελό, ξανά και ξανά.
«Τι συμβαίνει;», αναρωτήθηκε για λίγο. Γιατί αμέσως άκουσε χαρούμενα ξεφωνητά παιδιών που έλεγαν τα Κάλαντα. Τους είχαν ανοίξει στο κάτω πάτωμα.
Βλαστήμησε δυνατά. Είχε πάρει άδεια από τη δουλειά τις μέρες αυτές, επίτηδες για να ξεκουραστεί. Με ποιο δικαίωμα τον ενοχλούσαν αυτά τα μυξιάρικα;
Τι είναι σήμερα και τραγουδάνε; Μια συνηθισμένη μέρα. Μια ακόμα μουντή, γκρίζα και παγωμένη μέρα του Δεκεμβρίου.
Μετά θυμήθηκε πως είναι Παραμονή Χριστουγέννων. Έσκασε στα γέλια. «Ρε με τι αηδίες κάθονται και παραμυθιάζονται…», φώναξε με θριαμβευτικό, σαρκαστικό χαμόγελο.
Σηκώθηκε, έφτιαξε καφέ και κάθησε στον υπολογιστή. Είχε μήνυμα από τη Λένα στο Facebook, για να συναντηθούν για τα τελευταία ψώνια «πριν γεννηθεί ο Χριστός», όπως του έγραφε.
Όχι, δεν ήταν καμιά θρησκευόμενη η κοπέλα του. Απλά τον πείραζε, ειδικά αυτές τις μέρες, μιλώντας του συνεχώς γι’ αυτά που εκείνος όχι μόνο δεν πιστεύει, αλλά βρίζει κι από πάνω.
Έτσι έκανε και τώρα. Βλαστήμησε ξανά, με τον ίδιο τρόπο που κάνουν εκατομμύρια Έλληνες. Βαριέται να πάει για ψώνια, αλλά αυτό που τον εκνευρίζει περισσότερο είναι αυτή η «γέννηση».
gennisis_6
Χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι η μητέρα του, που μένει στον πάνω όροφο μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Τον προσκαλεί στο χριστουγεννιάτικο δείπνο, αλλά του βάζει και μια «αγγαρεία» να κάνει, να πεταχτεί δηλαδή μέχρι τον χασάπη της γειτονιάς και να πάρει μερικά μπριζολάκια.
Με τα χίλια ζόρια ντύνεται και βγαίνει έξω. Μια περίεργη γιορταστική ατμόσφαιρα αναδύεται στην πόλη, παρότι η κίνηση στα μαγαζιά είναι περιορισμένη.
Ανοίγει την πόρτα για να μπει στο κρεοπωλείο. Ταυτόχρονα – κατάρα! – βγαίνει ένας ιερέας. Κρατώντας μια τεράστια γαλοπούλα τυλιγμένη σε ζελατίνα.
Τον κοιτάζει με αηδία. Είναι χοντρός, με αυτά τα μούσια και τις μαύρες πλερέζες, που τον κάνουν ακόμα πιο αντιπαθητικό.
«Ρε τον πεινάλα! Κοίτα να δεις τι γαλοπούλα πήρε να φάει ο βούβαλος!», σκέφτεται. «Ε βέβαια, αφού τους πληρώνουμε τους χαραμοφάηδες…!»
κουνάει το κεφάλι περιπεκτικά. Ναι, φυσικά και είχε δίκιο! Κλασικός παπάς ήταν αυτός, από εκείνους που βλέπει και σιχαίνεται! Κοίτα τι πήρε να φάει, ενώ ο κοσμάκης πεινάει! ΝΤΡΟΠΗ ΤΟΥ!
Ξαφνικά, από την γωνία παραδίπλα, ένα χαρούμενο λεφούσι ξεπετάγεται. Πέντε – έξι παιδάκια τρέχουν κοντά στον παπά, με την μητέρα να προσπαθεί να τα φτάσει. Κάνουν χαρά, επειδή βλέπουν τη μεγάλη γαλοπούλα και το γελαστό πρόσωπο του πατέρα τους.
Ο Μηνάς αποστρέφει το βλέμμα του. «Τι τα θέλει τόσα παιδιά ο αργόσχολος», προσπαθεί να δικαιολογήσει τις προηγούμενες σκέψεις του.
Μ’ αυτά και μ΄αυτά, ούτε καταλαβαίνει πώς περνάει το πρωινό. Απορροφημένος στον υπολογιστή, ρίχνει τις τελευταίες ματιές στη δουλειά για το σπίτι που του έδωσε ο προϊστάμενος και σε κάτι άρθρα που του έστειλε ο Λευτέρης.
Μα ναι, είναι πολύ ενδιαφέροντα αυτά που του στέλνει ο κολλητός του! «Έτσι θα αντιμετωπίζεις τους χριστιανούληδες όποτε σου κολλάνε», του έχει πει. Και πράγματι! Αισθάνεται σε θέση ισχύος, ειδικά με αυτό το «zeitgeist» που του έστειλε πρόσφατα.
Αλλά και πόσες ακόμα ιστοσελίδες που ενισχύουν τις απόψεις του, δεν έχει καταχωρήσει στα «αγαπημένα»! Εδώ βρίσκεται τώρα, ανταλλάσοντας απόψεις για τα Χριστούγεννα, μαζί με άλλους λογικούς ανθρώπους, που δεν είναι πρόβατα όπως οι Χριστιανοί.
Το δηλητήριο που ξερνάει η οθόνη του υπολογιστή τον έχει εντελώς απορροφήσει. Ώσπου χτυπάει η πόρτα του.
Είναι η Λένα, που τον περίμενε για μια ώρα στο σημείο που είχαν δώσει ραντεβού. Βάζει τις φωνές. Μια τυπική φασαρία ζευγαριού αρχίζει. Και τελειώνει με βρισιές, απειλές και νέα χτυπήματα, πιο δυνατά αυτή τη φορά, στην πόρτα.
«Ωραία», σκέφτεται. «Πάει κι αυτή, να σε δω με ποιον θα πας το βράδυ στο κλαμπ που έχουμε κλείσει, κακομοίρη μου».
Δεν κάθεσαι σπίτι καλύτερα; Τι τις θες εσύ τις γιορτινές ατμόσφαιρες, γι’ αυτά τα παραμύθια; Τι γιορτάζεις;
Άσε που δεν έχουν μείνει και πολλά λεφτά. Πάνε τα παλιά μεγαλεία με τα μπουκάλια σε πανάκριβα κέντρα της παραλιακής. Φέτος έκλεισε με προσφορά, κι αυτή με το ζόρι.
Χέστα λοιπόν όλα! Παράτα τα! Καλύτερα να μην υπάρχουν Χριστούγεννα, για να μην ξοδεύουμε κιόλας!
Δεν πεινάει, ούτε έχει διάθεση να βγει έξω. Κλεισμένος στο δωμάτιό του, παρέα με τα νέα κείμενα του «atheism. net»,περνάει καλύτερα την ώρα του.
Με τα χίλια ζόρια ανεβαίνει πάνω, όταν το βραδάκι η μάνα του τον φωνάζει για φαγητό. Έχουν και ορισμένους καλεσμένους συγγενείς, που έχουν έρθει για «ρεβεγιόν».
Δεν τον ενοχλεί αυτό. Ευτυχώς, δεν υπάρχουν θεούσοι εδώ μέσα. Να φάμε, να πιούμε, να παίξουμε και κάνα χαρτάκι, να πούμε και καμιά βλακεία για να περάσει ανώδυνα η ώρα. Όπως κάθε χρόνο δηλαδή, παραμονή Χριστουγέννων. Βαρεμάρα…
Η ώρα περνάει και κατά τις 2 τα μεσάνυχτα, ένας – ένας οι καλεσμένοι φεύγουν. Για στάσου όμως! Υπάρχει ένας ακόμα, που τώρα έφτασε…!
Είναι ο Λευτέρης, ο φίλος του. Το πρότυπό του. Ο μέντοράς του. Έρχεται με αυτό το γνωστό ύφος γεμάτο αυτοπεποίθηση, σιγουριά και ίσως αλαζονεία.
Ωραία, σκέφτεται. Θα το ξενυχτήσουμε απόψε. Θα πούμε δυο κουβέντες σαν άνθρωποι, βρε αδερφέ! Ο Λευτέρης είναι κάτι σαν…γκουρού γι’ αυτόν.
Αναπόφευκτα η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τους «χριστιανούληδες» και τα Χριστούγεννα τους. Τους ειρωνεύονται και τους οικτίρουν, για τα «παραμύθια» που πιστεύουν. Εκεί κάπου, ο Λευτέρης του πετάει και κάτι «καινούρια».
«Αυτοί κατέστρεψαν την Ελλάδα, φίλε. Έσφαζαν τους Έλληνες, γκρέμιζαν τους ναούς. Η Ελλάδα τελείωσε στην αρχαιότητα, φίλε. Μαζί με τους θεούς μας».
Στέκεται αποσβολωμένος ο Μηνάς.
«Τους ποιους, είπες; Τους θεούς;»
«Ναι, φίλε. Αυτή είναι η θρησκεία μας και όχι ο εβραιοχριστιανισμός. Αυτήν πιστεύω κι εγώ».
Κρύος ιδρώτας λούζει τώρα τον Μηνά. Τον άθεο, που νόμιζε πως ο φίλος του έχει τις ίδιες απόψεις μ’ εκείνον.
«Μα καλά, εσύ δεν μου λες χρόνια τώρα πως δεν υπάρχει κανένας θεός;;; Τι μου λες για δώδεκα θεούς τώρα; Εγώ δεν πιστεύω ούτε σε Έναν!»
«Μη στενοχωριέσαι, Μηνά», του απαντά εκείνος με το γνώριμο, υπεροπτικό ύφος του. «Έλα να σου δείξω μερικά μπλογκ που γράφουν γι’ αυτά, να δεις πώς συνδυάζονται όλα».
Τον πιάνει από το χέρι. Ο Μηνάς το τραβάει. Μέσα του, αυτή τη στιγμή συμβαίνει μια τιτανομαχία. Γκρεμίζονται οι ιδέες, τα πιστεύω και τα…δεν πιστεύω του. Αισθάνεται προδομένος.
Όχι, δεν θα ακούσει τον “φίλο” του. Εκείνος είναι και παραμένει άθεος. Ορκισμένος κι αμετακίνητος.
«Λευτέρη, είμαι κουρασμένος», του λέει. «Θα πέσω για ύπνο, τα λέμε αύριο».
«Μα…», ίσα που προλαβαίνει να ψελλίσει εκείνος, πριν η πόρτα κλείσει με δύναμη σχεδόν μπροστά στο πρόσωπό του.
Είναι εκτός εαυτού ο Μηνάς. Αρχίζει να βλαστημά ξανά, με τον γνωστό του τρόπο. Βρίζει αυτά που δεν πιστεύει ότι υπάρχουν! Τα παραμύθια!
Όχι, δεν του φαίνεται κωμικό αυτό. Ίσα – ίσα, τον κάνει να αισθάνεται δυνατός.
Βγαίνει στο μπαλκόνι να καπνίσει τσιγάρο. Η ώρα πήγε 5 το πρωί. Κρύο και απόλυτο σκοτάδι, που διακόπτουν μονάχα κάποια – λίγα, είναι η αλήθεια – φωτάκια που αναβοσβήνουν στην απέναντι πολυκατοικία.
Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγή της νύχτας, μια καμπάνα ακούγεται να τη σπάζει. Θα είναι του Αγίου Αντρέα, της Ενορίας της γειτονιάς του.
Σκάει στα γέλια. «Κοίτα να δεις τρέλα που έχει ο κόσμος, αξημέρωτα να πηγαίνει στην Εκκλησία! Τι να κάνει εκεί; Αφού δεν υπαρχει τίποτα!”
«ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ! ΤΙΠΟΤΑ!»
Το λέει και το ξαναλέει. Με μίσος. Με οργή, σαν να θέλει να βρίσει όχι τα Θεία όπως κάνει πάντα, αλλά τον εαυτό του. Ναι, αυτόν υβρίζει με μανία αυτή τη φορά. Ξεσπά.
«Είμαι ένα τίποτα λοιπόν; Μαζί με όλα τα υπόλοιπα στον κόσμο είμαστε ένα τίποτα;»
Η σκέψη αυτή διαπερνά το μυαλό του σαν ηλεκτροσόκ. Αρνείται να δεχθεί ότι όλα είναι μάταια. Πως υπάρχει μόνο η ύλη, που φθείρεται κι εξαφανίζεται.
Εκείνη τη στιγμή, ακούει βιαστικά βήματα στην είσοδο της πολυκατοικίας του. Σκύβει και βλέπει τον Δήμο μαζί με τους δικούς του, να τρέχουν με τα καλά τους προς τη μεριά της Εκκλησίας.
Καλό παιδί ο Δήμος, αλλά λιγάκι «βαρεμένος». Συμμαθητές στο σχολείο, μα ο Μηνάς τον είχε απομακρύνει από κοντά του. Τον έλεγε «χριστιανοταλιμπάν», επειδή συνεχώς του μίλαγε για τον Θεό.
Παρατηρεί αυτές τις σιλουέτες που απομακρύνονται στο σκοτάδι, μέχρι να χαθούν. Κάθεται και σκέφτεται.
Σίγουρα τώρα θα βρίσκονται στην Εκκλησία. Τι μανία κι αυτή; Τι βρίσκουν πια εκεί πέρα;
«Και δεν πάς κι εσύ να δεις;», ακούγεται μια φωνή από μέσα του, που μοιάζει να ξυπνάει από το λήθαργο ετών.
«Εγώ;;; Είπες, εγώ; Να πάω στην Εκκλησία;;; Εγώ ρε;;; Ρε πας καλά; Με τους παπάδες και τις θεούσες; Τι να πάω να κάνω εκεί εγώ;»
«Πήγαινε, αλλά χωρίς το εγώ σου», ακούγεται και πάλι να αντιλαλεί αυτή η φωνή.
Κάθεται ακίνητος ο Μηνάς. Το σκέφτεται και χωρίς πολλά – πολλά, το αποφασίζει!
Σε λίγο, βρίσκεται καθ’ οδόν για την Εκκλησία. Έχει να πάει από το Γυμνάσιο, που τους πήγαιναν μια φορά το χρόνο. Κι αυτός πήγαινε, για να μην πάρει απουσίες.
Έφτασε κιόλας. Μέσα στο σκοτάδι, ο μικρός ναός μοιάζει με φωτεινό πλεούμενο. Με φάρο που σκορπά ελπίδα, ζεστασιά και γαλήνη.
Ανοίγει την πόρτα. Δεν κάνει το σταυρό του, ούτε ανάβει κερί. Κάθεται πίσω – πίσω όρθιος, για να μην τον βλέπουν.
Τα φώτα είναι μισοσβησμένα. Δεν καταλαβαίνει γιατί. Ώσπου ακούγεται ένας περίεργος ύμνος, που κάτι λέει για αγγέλους που δοξάζουν…τον Χριστό!!!
Ανάβουν τότε όλα τα φώτα. Η ατμόσφαιρα γίνεται γιορτινή και οι ψαλμωδίες πλημμυρίζουν τ’ αυτιά του.
Δεν τις ξέρει, αλλά θέλει να τις ψιθυρίσει. Ειδικά αυτό το «Χριστός γεννάται δοξάσατε», το μαθαίνει κάπως με τη συνεχή επανάληψη.
Δεν κάθεται λεπτό. Ούτε καν παρατηρεί τους γύρω του. Αδιαφορεί για τις «θεούσες». Δεν βλέπει τον παπά αν έχει κοιλιά, αν έχει «χρυσάφια» πάνω του κι αν ψέλνει καλά.
Είναι μόνος του, αυτός κι ο Χριστός.
Σε μια μικρή Εκκλησιά της μεγαλούπολης που λέγεται Αθήνα, μια χαραμάδα φωτός αχνοφέγγει.
Δεν είναι ούτε τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, ούτε οι φωτισμένοι πλέον ναοί που πανηγυρίζουν.
Αλλά η ψυχή του Μηνά, που επιτέλους έδιωξε το σκοτάδι και γέμισε με Θείο, Ουράνιο ΦΩΣ…!
Δημήτρης Σωτηρόπουλος
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...