Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

Η ακτημοσύνη των μοναχών (Αγ. Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ)



1. Ο κάθε άνθρωπος, που μπήκε σε μοναστήρι και ανέλαβε τον ζυγόν του Χριστού, που είναι χρηστός, πρέπει οπωσδήποτε να ζήσει με ακτημοσύνη αρκούμενος στα πιο απαραίτητα και αποφεύγοντας κάθε τι περιττό σε ενδυμασία, σε είδη που χρειάζεται το κελλί του, σε χρήματα.
2. Περιουσία, πλούτος και θησαυρός του μοναχού πρέπει να είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να στρέφωνται τα βλέμματα του νου και της καρδιάς του·
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να συγκεντρώνωνται οι ελπίδες του·
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να αναθέτωμε την πάσαν ελπίδα μας·
  • Σ’ Αυτόν πρέπει να στηρίζωμε την πίστη μας.
Μα ο μοναχός πολύ δύσκολα μπορεί να κρατήσει τέτοια ψυχική διάθεση, όταν έχει πολλά αγαθά.
Λοιπόν;
1. Την εντολή μας την έδωσε ο ίδιος ο Κύριος. Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης – μας συνιστά- όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δε υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σης ούτε βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι.
       Και αφού πρώτα έδωσε την εντολή, μετά εξήγησε και την αιτία. Είπε: «Όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται» ( Ματθ. 6, 21). «Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά» ( Ματθ. 6, 24).
2. Αν ο μοναχός έχει χρήματα ή πολύτιμα ακριβά πράγματα, τότε και χωρίς να το θέλει, σύμφωνα με ένα απαράβατο νόμο και μια ανυπέρθετη αναγκαιότητα, η ελπίδα του θα μετατοπισθεί, από τον Θεό στα αγαθά του!
  • Στα αγαθά του αναθέτει την ελπίδα του.
  • Στα αγαθά του βλέπει τη δύναμή του.
  • Στα αγαθά του βλέπει μέσα, για να αποφύγει το κακό που μπορεί να συναντήσει στον αγώνα της ζωής.
  • Στα αγαθά του συγκεντρώνεται η αγάπη του, η καρδιά του, ο νους του, όλο το είναι του!
Έτσι η καρδιά του γίνεται φιλόϋλη και τόσο σκληρή και ξένη σε κάθε πνευματική αίσθηση, όσο σκληρή και αναίσθητη είναι η ύλη.
3. Η απόκτηση και διατήρηση χρημάτων ή άλλων αγαθών είναι -όπως λέει ο απόστολος-  ειδωλολατρεία ( Εφ. 5, 5).
       Αυτό ισχύει απόλυτα για τον μοναχό. Και η ειδωλολατρεία, οπωσδήποτε θα καταλήξει σε πλήρη χωρισμό από τον Θεό. Και τότε ο σκοτισμένος φιλόϋλος άνθρωπος δεν θα αργήσει, να δώσει τον καρπό της πλάνης του. Θα έλθει ο θάνατος , που μέσα στον σκοτισμό του και την στήριξη της ελπίδας του στα επίγεια αγαθά τον ξεχνάει εντελώς και θα τον αρπάξει από μέσα από τα πλούτη του! Τα κεφάλαια και τα γεμάτα αμπάρια, στα οποία είχε στηρίξει την ελπίδα του, θα περάσουν στα χέρια άλλων, χωρίς πια να μπορούν να προσφέρουν σ’ αυτόν καμιά απολύτως ωφέλεια, αφού πρώτα τον αποξενώσουν από τον Θεό (Λουκ. 12, 15-22).
4. Το Άγιο Πνεύμα ελεεινολογεί την κατάσταση του ανθρώπου, που γοητεύθηκε από την απάτη του επίγειου πλούτου και πηγαίνει στην αιωνιότητα με τη φοβερή και ολέθρια κατάσταση της πνευματικής φτώχειας. Λέγει: « Ιδού άνθρωπος, ος ουκ έθετο τον Θεόν βοηθόν αυτού, αλλ’ ήλπισεν επί τω πλήθει του πλούτου αυτού και ενεδυναμώθη εν τη ματαιότητι αυτού» (Ψαλμ. 51, 9). Δηλαδή. Να, άνθρωπος, που δεν εμπιστεύθηκε τον εαυτόν του στον Θεόν και στην βοήθειά του, αλλά στήριξε την ελπίδα του στα πολλά πλούτη· και εθεώρησε δύναμή του και εξασφάλισή του πράγματα μάταια, πράγματα απατηλά, πράγματα που τα εφαντάζετο δικά του!
Όποιος θέλει να συγκεντρώσει την ελπίδα του στον Θεό και στην αγαθότητά του, πρέπει να μη παύσει ποτέ να προσπαθεί να έχει ακτημοσύνη. Και όταν τυχαίνει και του δίνουν χρήματα ή πολύτιμα πράγματα, να τα χρησιμοποιεί, για να αποκτήσει θησαυρούς εν ουρανώ ( Λουκ. 16, 9).

( Προσφορά στον σύγχρονο Μοναχισμό, τ. Γ΄, Έκδοσις Ι.Μ. Νικοπόλεως σ. 43)

Μόνον ο Θεός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει!


Ανέβηκε ο αββάς Δανιήλ από τη Σκήτη, μαζί με τον μαθητή του, στην άνω Θηβαΐδα, όταν γιόρταζαν τη μνήμη του αββά Απολλώ. Εκεί έτρεξαν να τον συναντήσουν οι πατέρες που απείχαν μέχρι και εφτά μίλια και ήταν περίπου πέντε χιλιάδες. Και μπορούσε να τους δει κανείς να προσκυνούν πεσμένους πάνω στην άμμο, σαν να ήταν τάγματα αγγέλων, τα οποία με φόβο υποδέχονται τον Χριστό, γιατί άλλοι έστρωναν τα ρούχα τους μπροστά του, άλλοι τα κουκούλλια τους, και έβλεπες τα δάκρυά τους να τρέχουν σαν πηγές που ανάβλυζαν. Βγήκε ο προϊστάμενος του κοινοβίου και πριν πλησιάσει τον γέροντα τον προσκύνησε εφτά φορές και αφού ασπάστηκε ο ένας τον άλλο, κάθησαν. Τότε παρακάλεσε τον γέροντα να πει κάτι, γιατί δεν μιλούσε εύκολα στον καθένα. Καθώς λοιπόν κάθησαν έξω πάνω στην άμμο, γιατί δεν τους χωρούσε η εκκλησία, λέγει ο αββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Γράψε·  Αν θέλετε να σωθείτε, να επιδιώκετε την ακτημοσύνη και την σιωπή, γιατί απ’ αυτές τις δύο αρετές κρέμεται όλη η ζωή του μοναχού». Ο μαθητής του παρέδωσε αυτά που έγραψε σε κάποιον από τους αδελφούς, ο οποίος τα μετέφρασε στα αιγυπτιακά. Όταν διαβάστηκαν στους πατέρες, έκλαψαν όλοι και ξεπροβοδούσαν τον γέροντα. Κανένας δεν τολμούσε να του πει «Μείνε μαζί μας».
Όταν έφτασε στην Ερμόπολη λέγει στον μαθητή του· «Πήγαινε και χτύπα την πόρτα σ’ εκείνο το γυναικείο μοναστήρι». Υπήρχε εκεί ένα γυναικείο μοναστήρι, που ονομαζόταν του αββά Ιερεμία, και κατοικούσαν εκεί περίπου τριακόσιες μοναχές. Πήγε ο μαθητής του και χτύπησε την θύρα. Του λέγει η θυρωρός ευγενικά· «Καλώς ήλθες. Τί προστάζεις;». Απαντά· «Φώναξέ μου την μητέρα, την ηγουμένη, γιατί θέλω μ’ αυτή να μιλήσω». Αυτή απάντησε· «Δεν συναντά ποτέ κανέναν, όμως πες μου τι θέλεις και θα το διαβιβάσω». Αυτός είπε· «Πες της· “Κάποιος μοναχός θέλει να σου μιλήσει”. Η θυρωρός πήγε και το είπε αυτό και αφού ήλθε η ηγουμένη ευγενικά λέει στον αδελφό· «Η αμμάς μ’ έστειλε να σε ρωτήσω· “Τί ζητάς;”». Λέει ο αδελφός· «Να δείξετε αγάπη και να επιτρέψτε να κοιμηθούμε εδώ εγώ κι ένας γέροντας, γιατί είναι βράδυ και έξω θα μας φάνε τα θηρία». Του λέγει η αμμάς· «Ποτέ άνδρας δεν μπαίνει εδώ· συμφέρει να φαγωθείτε από τα έξω θηρία κι όχι από αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή». Της απαντά ο αδελφός· «Ο αββάς Δανιήλ είναι από τη Σκήτη». Αυτή μόλις τ’ άκουσε αυτό, άνοιξε και τις δύο θύρες και βγήκε τρέχοντας καθώς κι όλες οι άλλες μοναχές, και αφού έστρωναν τα μαφόριά τους από την είσοδο μέχρι το σημείο που βρισκόταν ο γέροντας έπεφταν στα πόδια του και φιλούσαν τα ίχνη των ποδιών του.
Όταν μπήκαμε μέσα στο μοναστήρι, έφερε η προϊσταμένη μια λεκάνη και τη γέμισε με χλιαρό νερό και βότανα και χώρισε σε δύο ομάδες τις αδελφές και έπλυναν τα πόδια του γέροντα και του μαθητή του. Αφού πήρε ένα ποτήρι έφερε τις αδελφές και έπαιρνε νερό από τη λεκάνη και το έριχνε πάνω από τα κεφάλια τους και ύστερα το έριχνε πάνω της και στο κεφάλι της. Όλες αυτές φαίνονταν σαν ακίνητες πέτρες, αμίλητες, και κάθε απάντησή τους δινόταν μ’ ένα χτύπημα κι αυτή η κίνησή τους ήταν αγγελική. Λέγει λοιπόν ο γέροντας στην ηγουμένη· «Εμάς σέβονται οι αδελφές ή έτσι είναι πάντοτε;». Αυτή είπε· «Πάντοτε έτσι είναι οι δούλες σου δέσποτα, όμως προσευχήσου γι’ αυτές». Λέει ο γέροντας· «Πες στο μαθητή μου ότι αυτή τη στιγμή αισθάνομαι άσχημα».
Μία απ’ αυτές κείτονταν κοιμισμένη στην εσωτερική αυλή, φορώντας σχισμένα παλαιά ρούχα. Λέει ο γέροντας· «Ποιά είναι αυτή που κοιμάται:». Του απαντά μία από τις αδελφές· «Είναι μέθυση και δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε. Να την πετάξουμε έξω από το μοναστήρι φοβόμαστε το κρίμα· αν την αφήσουμε όμως σκανδαλίζει τις αδελφές». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Πάρε τη λεκάνη και άδειασέ την πάνω της». Όταν τόκανε, αμέσως αυτή σηκώθηκε σαν από μεθύσι. Του λέει η αμμάς· «Δέσποτα έτσι είναι πάντοτε».
Αφού πήρε η ηγουμένη τον γέροντα τον έφερε στην τραπεζαρία, όπου παρέθεσε δείπνο στις αδελφές λέγοντας· «Ευλόγησε τις δούλες σου, ώστε μπροστά σου να γευματίσουν». Αυτός τις ευλόγησε και η ηγουμένη μαζί με τη δεύτερη μετά απ’ αυτήν κάθησαν μαζί του. Παρέθεσαν στον γέροντα ένα πιάτο με βρεγμένα και ωμά χορταρικά, χουρμάδες και νερό, στον μαθητή του πρόσφεραν βρασμένη φακή και λίγο ψωμί και εύκρατο, ενώ στις αδελφές παρέθεσαν πολλά φαγητά, ψάρια και κρασί άφθονο.    Έφαγαν πολύ καλά και κανείς δεν μίλησε. Όταν σηκώθηκαν λέει ο γέροντας στην ηγουμένη· «Τί είναι αυτό που έκανες; Εμείς έπρεπε να φάμε καλά, αλλά τελικά εσείς φάγατε τα καλά φαγητά». Του λέει η αμμάς· «Εσύ είσαι μοναχός, γι’ αυτό τροφή μοναχού σου πρόσφερα, ο μαθητής σου είναι μαθητής μοναχού και τροφή μαθητή του πρόσφερα. Εμείς είμαστε αρχάριες και τροφή αρχαρίων φάγαμε». Της λέει ο γέροντας· «Είναι αξιομνημόνευτη η αγάπη, πράγματι ωφεληθήκαμε».
Ενώ πήγαιναν να αναπαυθούν, λέει ο άββάς Δανιήλ στον μαθητή του· «Πήγαινε και δες πού κοιμάται η μέθυση· κάπου στην εσωτερική αυλή βρισκόταν». Αυτός πηγαίνει, βλέπει και του λέει·«Είναι κοντά στα αφοδευτήρια». Λέει ο γέροντας στον μαθητή του· «Μείνε άγρυπνος αυτή τη νύχτα μαζί μου». Όταν αναπαύθηκαν όλες οι αδελφές, παίρνει ο γέροντας τον μαθητή του και πηγαίνει πίσω από ένα χώρισμα. Τότε βλέπουν τη μέθυση να σηκώνεται και να υψώνει τα χέρια της στον ουρανό, και τα δάκρυά της να τρέχουν σαν ποτάμι, να κινούνται τα χείλη της, να κάνει μετάνοιες και όταν αντιλαμβανόταν καμμιά αδελφή να πηγαίνει στα αφοδευτήρια, έπεφτε στο έδαφος ροχαλίζοντας.
Έτσι περνούσε όλες τις μέρες της. Λέει λοιπόν ο γέροντας στον μαθητή του· «Φώναξέ μου την ηγουμένη διακριτικά». Πήγε και τη φώναξε καθώς και τη δεύτερη στη σειρά και ολόκληρη τη νύχτα έβλεπαν αυτά που έκανε. Η ηγουμένη άρχισε να λέει κλαίγοντας· «Αχ, για πόσα κακά δεν την κατηγόρησα». Κι όταν ακούστηκε το εγερτήριο, διαδόθηκε γι’ αυτήν στην αδελφότητα. Αυτή κατάλαβε τι έγινε και φεύγει κρυφά και πηγαίνει εκεί που κοιμόταν ο γέροντας και κλέβει το ραβδί του και την κάπα του και ανοίγει με προσοχή τη θύρα του μοναστηριού και γράφει ένα σημείωμα, το οποίο τοποθετεί στην κλειδαριά της θύρας, λέγοντας· «Να προσεύχεσθε για μένα και να μου συγχωρήσετε για όσα σας έφταιξα» και εξαφανίστηκε.
Όταν ξημέρωσε, την αναζήτησαν, αλλά δεν την βρήκαν. Πηγαίνουν στην πύλη και βρίσκουν ανοιχτή τη θύρα και το σημείωμα εκεί και γίνεται μεγάλος θρήνος στο μοναστήρι. Και λέει ο γέροντας· «Εγώ γι’ αυτήν ήλθα εδώ, γιατί τέτοιους μεθύστακες αγαπά ο Θεός». Όλες οι μοναχές εξομολογούνταν στον γέροντα τι είχαν κάνει σε βάρος της. Και αφού ευλόγησε ο γέροντας τις αδελφές, αναχώρησε μαζί με τον μαθητή του για το κελλί τους, δοξάζοντας και ευχαριστώντας τον Θεό, ο οποίος μόνον αυτός γνωρίζει πόσους κρυφούς δούλους έχει.

(Δημ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν», εκδ. Αδελφ. Η Αγία Μακρίνα, Θεσ/νίκη, σ. 55-61)

Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.



                Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος.
Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα – Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι’ αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
- Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι…
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησον, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα –Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό. Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση». Μετά από τον
συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν
μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ’ ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά
ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
- Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω’ πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής  καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
Γέρων  Παπα – Τυχών

Πῶς μᾶς ἐξαπατοῦν οἱ δαίμονες;Μέ τήν ἀναβολή!!!



Μια θαυμαστή αποκάλυψη από τη ζωή του Οσίου γέροντος Αρσενίου Μπόκα

ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΜΠΟΚΑ 1910-1989
Μια θαυμαστή αποκάλυψη
Στο μοναστήρι του μάρτυρος Κωνσταντίνου Μπρινκοβεάνου ο γέροντας Αρσένιος φωτίσθηκε από την χάρι του Αγίου Πνεύματος καί προικίσθηκε με το χάρισμα της προοράσεως. Μόνον εάν σε αντίκριζε, αισθανόσουν ότι έμπαινε στα βάθη της ψυχής σου σαν το ηλεκτρικό ρεύμα. Σε καθήλωνε καί σου απεκάλυπτε τους λογισμούς σου, τίς αμαρτίες καί τα έργα πού είχες κάνει. Δηλαδή γνώριζε όλη την ζωή σου καί σε καλούσε με το όνομά σου.
Και τώρα να εξιστορήσουμε μερικά από τα θαυμαστά έργα του (θα μπορούσα να τα ονομάσω θαύματα), δια των οποίων ο Θεός απεκάλυψε σε πολλούς ευλαβείς Χριστιανούς ότι ο π. Αρσένιος ήτο προφήτης των ημερών μας.
Αφ’ ότου χειροτονήθηκε Ιερεύς και έλαβε και την ευλογία να εξομολογεί, συχνά στην εξομολόγηση έλεγε στους ανθρώπους που έρχονταν τα ανεξομολόγητα αμαρτήματά τους (τα οποία αυτοί τα έκρυβαν ή τα ξεχνούσαν) και μόνο σε μερικούς έδινε την ευλογία να κοινωνήσουν των Αχραντων Μυστηρίων.
Είχε το χάρισμα από τον Θεό ο π. Αρσένιος και έβλεπε την εσωτερική κατάσταση των ανθρώπων κι αυτά που είχαν κάνει στη ζωή τους και αυτά που θα τους συμβούν.
Βλέποντας όμως ο Πατήρ ότι πολλοί απ’ αυτούς, που εξομολογούντο δεν άλλαζαν τον τρόπο της ζωής τους, αλλά συνέχιζαν με τις κακές επιθυμίες τους και τα αμαρτήματά τους και γνωρίζοντας ότι θα είναι εγγυητής για τη σωτηρία των ψυχών τους στη Μέλλουσα Κρίση, παρεκάλεσε τον Θεό να του αποκαλύψει για ποια αιτία οι άνθρωποι δεν αφήνουν τις αμαρτίες τους.
Και μία ήμερα, καθήμενος σ’ ένα κάθισμα στον κήπο του μοναστηριού καί κοιτάζοντας προς το βουνό, βλέπει ότι εμφανίσθηκε στην κορυφή του βουνού ένα μεγάλο σύννεφο, μαύρο καί σκοτεινό καί μέσα σ’ αυτό ακουγόταν φασαρία καί πολύς θόρυβος. Αντικρίζοντας με περισσότερη προσοχή, παρατήρησε ότι ξαφνικά το σύννεφο χωρίσθηκε σε δύο μέρη καί στο μέσον του σύννεφου φάνηκε η κορυφή του βουνού, όπου υπήρχε βασιλικός θρόνος περικυκλωμένος από φωτιά καί ο σατανάς να κάθεται εκεί έχοντας γύρω του πολλούς δαίμονες. Άκουσε τότε ο π. Αρσένιος τον Εωσφόρο να λέγει στους δαίμονες:


-Ποιος από εσάς είναι επιτήδειος να εύρει ένα πονηρό λογισμό τον όποιον να ψιθυρίσουμε στον νου των ανθρώπων για να τους ελκύσουμε προς το μέρος μας κι έτσι να κερδίσουμε πολλές ψυχές, να κάνουμε μία βασιλεία μεγαλύτερη από εκείνη του Θεού, διότι λίγος καιρός ακόμη μας έμεινε;



Τότε εμφανίζεται ένας διάβολος. Προσκύνησε τον αρχηγό του μέχρι του εδάφους καί του είπε:

-Έξοχε του σκότους αρχηγέ βρήκα κατάλληλο να ψιθυρίσω στους ανθρώπους τον λογισμό ότι δεν υπάρχει Θεός.


Τότε ο αρχισατανάς του είπε: Δεν είναι πολύ καλή αυτή η πονηριά σου, διότι μπορούμε να κερδίσουμε περισσότερους με άλλο τρόπο. “Ας έλθει κάποιος άλλος.



Ήλθε ό δεύτερος καί του είπε:


-Έξοχε του σκότους αρχηγέ, εγώ προτείνω, να τους αφήσουμε να πιστεύουν στον Θεό, αλλά να τους ψιθυρίσουμε ότι δεν υπάρχει ούτε παράδεισος ούτε κόλασης καί ότι η ζωή αυτή υπάρχει μόνο μέχρι του τάφου.



Ο αρχισατανάς, μετά από αρκετή περίσκεψη του είπε:



Ούτε μ’ αυτή την πονηρή σκέψη θα ημπορέσουμε να κερδίσουμε πάρα πολλούς, διότι ο Χριστός, όταν ανυψώθηκε στους ουρανούς, είπε στους μαθητές Του: «Εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλοί εισι… καί εάν πορευθώ καί ετοιμάσω υμίν τόπον, πάλιν έρχομαι καί παραλήψομαι υμάς προς εμαυτόν…» (Ίωάν. ιδ’ 2-3). Ακόμη είναι αρκετά φυτεμένη αυτή η πίστης στο νου των ανθρώπων ότι υπάρχει Θεός και Αυτός θα τους ανταμείψει κατά τα έργα τους. Λοιπόν, ας έλθει άλλος.



Έρχεται ό τρίτος καί λέγει, αφού πρώτα τον προσκύνησε μέχρι του εδάφους:


- Έξοχε του σκότους αρχηγέ, εγώ προτείνω καλύτερα να επαινούμε τους ανθρώπους για την πίστη τους στον Θεό, στην ύπαρξη του παραδείσου καί της κολάσεως, στην τελική Κρίση, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς διακοπές να τους ψιθυρίζουμε: «Μη βιάζεστε να μετανοήσετε. Άφετε αυτό το έργο στα γεράματα σας, διότι ο θάνατος θ’ αργήσει. Τώρα να χαίρεσθε τις απολαύσεις της ζωής, να ικανοποιείτε όλες τις σαρκικές σας επιθυμίες, διότι έχετε αρκετό χρόνο μπροστά σας»! Καί κάνοντας εμείς τα δελεαστικά μαγικά μας έργα, δεν θα καταλαβαίνουν αυτοί πότε περνάει ο καιρός και έρχεται το τέλος τους. Ο θάνατος θα έρχεται ξαφνικά καί θα τους ευρίσκει απροετοίμαστους καί τότε αυτοί θα είναι για πάντα δικοί μας.



Τότε ο αρχισατανάς κούνησε το κεφάλι του ικανοποιητικά. Γρύλισε από μια διαβολική χαρά καί με μία βιαστική λαχτάρα τους είπε:


- Πηγαίνετε καί κάνετε, όπως ακούσατε από τον συνάδελφο σας!


Έτσι, μόνο τυπικά καί για τα μάτια του κόσμου εκπληρώνουν οί άνθρωποι τα χριστιανικά τους καθήκοντα, εφ’ όσον σε κάθε στιγμή οι πονηροί δαίμονες τους ψιθυρίζουν δελεαστικά για τίς απολαύσεις αυτού του κόσμου καί οι άνθρωποι υπακούουν. Δεν αλλάζουν την τακτική τους και συνεχίζουν να ικανοποιούν τίς επιθυμίες τους καί τίς αμαρτίες τους, περιφρονώντας τις πατρικές συμβουλές και την αληθινή μετάνοια, έστω και στα γεράματά τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΣ ΔΟΜΕΤΙΟΣ

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Το σκοινί





Ένας ορειβάτης θέλησε να ανεβεί το ψηλότερο βουνό. Ξεκίνησε, λοιπόν, την περιπέτεια του μετά από πολλά χρόνια προετοιμασίας. Όμως, επειδή ήθελε τη δόξα μόνο για τον εαυτό του αποφάσισε να σκαρφαλώσει το βουνό μόνος. Η νύχτα, λοιπόν, έπεσε βαριά και ο άνδρας δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν μαύρα. Μηδενική ορατότητα. Το φεγγάρι και τα άστρα είχαν καλυφθεί από σύννεφα. Καθώς ο άνδρας ανέβαινε και απείχε λίγα μόνο μέτρα από την κορυφή του βουνού, γλίστρησε και έπεσε στο κενό με μεγάλη ταχύτητα. Ο ορειβάτης πού το μόνο πού έβλεπε καθώς έπεφτε ήταν μαύρες κουκίδες, είχε την τρομερή αίσθηση της βαρύτητας να τον τραβά. Συνέχισε να πέφτει… και σε εκείνες τις στιγμές του μεγάλου φόβου ήρθαν στο μυαλό του όλα τα καλά και τα άσχημα επεισόδια της ζωής του. Σκεφτόταν, τώρα, το πόσο κοντά στο θάνατο ήταν, όταν ξαφνικά ένιωσε το σκοινί πού ήταν δεμένο στη μέση του να τον τραβά δυνατά. Το σώμα του ορειβάτη κρεμόταν πλέον στον αέρα. Μόνο το σκοινί τον κρατούσε ζωντανό. Εκείνη τη στιγμή της αμηχανίας και καμιάς άλλης επιλογής, φώναξε:
- Θεέ μου, βοήθησε με!

Ξαφνικά, μια βαθειά φωνή προερχόμενη από τον ουρανό απάντησε:
- Τί θέλεις να κάνω;
- Σώσε με, Θεέ μου!
- Αληθινά, νομίζεις ότι μπορώ να σε σώσω;
- Βέβαια, πιστεύω ότι Εσύ μπορείς!
- Τότε κόψε, το σκοινί που είναι δεμένο στη μέση σου…».

Στο σημείο αυτό σταμάτησα να διαβάζω και απορημένη σκέφτηκα: «Θεέ μου, τί ζητάς από αυτόν τον άνθρωπο; Είναι δυνατόν να του ζητάς να κόψει το σκοινί, το μόνο πράγμα πού τον κρατάει ζωντανό;» Αλλά, άφησα γρήγορα αυτές τις σκέψεις και έβαλα τον εαυτό μου στη θέση του ορειβάτη.

Αλήθεια, Εσύ, τί θα έκανες;

Με ανάμεικτα συναισθήματα και σχεδόν βέβαιη για την απάντηση μου, συνεχίζω να διαβάζω:
«Η ομάδα διάσωσης, την άλλη μέρα, είπε ότι ένας ορειβάτης βρέθηκε πεθαμένος, παγωμένος και το σώμα του κρεμόταν από ένα σκοινί. Τα χέρια του κρατούσαν σφιχτά το σκοινί μόνο 3 μέτρα μακριά από τη γη…».

Και εσύ; Πόσο κολλημένος είσαι στο σκοινί σου; Ποτέ μην αμφισβητήσεις όσα είναι από το Θεό. Ποτέ δεν θα πρέπει να λες ότι σε έχει ξεχάσει ή σε έχει εγκαταλείψει. Ποτέ μη νομίζεις ότι δεν σε φροντίζει. Θυμήσου ότι σε κρατάει πάντα με το δεξί Του χέρι και η επιλογή να απλώσεις το δικό σου χέρι ανήκει σε εσένα.

Διδαχές Οσίου Μάρκου του Ασκητού





Όστις μηχανεύεται πονηρίας και κακοποιεί τον πλησίον του χωρίς να φαίνεται, αυτός είναι όφις, όπως λέγει η Γραφή, «εγκαθήμενος έν οδώ και δάκνων πτέρναν ίππου»
(Γεν. μθ΄, 17).

Εκείνος πού εις τον αυτόν χρόνον εις ωρισμένα μέν σημεία επαινεί, εις άλλα δέ κατηγορεί τον πλησίον, αυτός είναι δούλος της κενοδοξίας και του φθόνου. Και διά μέν των
επαίνων προσπαθεί να κρύψη τον φθόνον. Διά δέ των κατηγοριών, παρουσιάζει τον εαυτόν του σοφώτερον εκείνου.


Όπως είναι φυσικώς ασυμβίβαστον να ποιμαίνη κανείς πρόβατα μετά λύκων, ούτως είναι αδύνατον να τύχη θείου ελέους, εκείνος που δολιεύεται τον πλησίον του.

Ο εν υποταγή μοναχός, που αναμιγνύει την εντολήν του Γέροντός του με το θέλημά του, αυτός είναι μοιχός, καθώς φαίνεται εις την Σοφίαν (Παροιμ. ς΄, 32), και εξ αφορμής
της πτωχείας των φρενών του, υποφέρει αυτοβασανιζόμενος από λύπας της ψυχής του.


Όπως εναντιούται η κίνησις της φωτιάς πρός ένωσιν με το νερό, ούτως είναι εναντία η προσπάθεια δικαιολογίας με τον ταπεινόν άνθρωπον. Ο ταπεινός δέχεται αναπολογήτως
όλας τα συκοφαντίας.

Εκείνος που επιθυμεί την άφεσιν των αμαρτιών του, αγαπά να ταπεινούται. Εκείνος δέ που κατακρίνει τον πλησίον του, μόνος του μονιμοποιεί τας κακίας του.

Μή αφήσης καμμίαν αμαρτίαν ανεξάλειπτον, όσον και εάν είναι μικρή, διά να μή σε παρασύρη αργότερα σε μεγαλύτερα κακά.

Εάν θέλης να σωθής, αγάπησε τους αληθινούς λόγους και να μή αποστραφής, εξ ακρισίας, τους οιουσδήποτε ελέγχους.

Ο λόγος της αληθείας του Βαπτιστού Ιωάννου, τόσον δυνατός ήτο, ώστε μετέβαλε «γεννήματα εχιδνών» και τους υπέδειξε να αποφύγουν την μέλλουσαν οργήν (Ματθ. γ΄, 7).

Εκείνος που δέχεται ευχαρίστως τους λόγους της αληθείας, αυτός υποδέχεται τον Λόγον του Θεού, τον Ιησούν Χριστόν. Διότι είπεν· «ο δεχόμενος υμάς, εμέ δέχεται»
(Ματθ. ι΄, 40).

Η εν Χριστώ ζωή κατά τον Άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (*)



Ο άγιος Φιλόθεος έχει πολλή χάρι γιατί έχει πολλή ταπείνωσι. Κρύβει τον εαυτό του για να φανέρωση τους αγίους του Θεού. Όχι μόνο τους παλαιούς και γνωστούς (άγιο Δημήτριο τον μεγαλομάρτυρα και μυροβλύτη, αγία οσιοπαρθενομάρτυρα Ανυσία) αλλά και τους συγχρόνους και φίλους του, όπως τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και τον άγιο Σάββα τον Βατοπεδινό, τον οποίον εθαύμαζε. Προικισμένος ο ίδιος με πολλά χαρίσματα, φυσικά και επίκτητα, θεολόγος από τους ολίγους, (γι’ αυτό ετιμήθη και με τον τίτλο του θεολόγου) καθόλου δεν προβάλλει τον εαυτό του. Κάνει αυτό που έκανε ο Τίμιος Πρόδρομος: Εκείνον δει αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι».
Ανήκει και ο άγιος Φιλόθεος, όπως και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, στον κύκλο των ησυχαστών. Υπήρχαν εκείνη την εποχή δύο ισχυρά ρεύματα στον ελληνορθόδοξο Βυζαντινό χώρο. Οι ησυχασταί ήταν το ένα ρεύμα και οι ουμανισταί το άλλο. Οι ησυχασταί εξέφραζαν την ορθόδοξο παράδοσι και μάλιστα την παράδοσι όπως την ζούσε το Αγιώνυμον Όρος του Άθω. Ο άνθρωπος, κατά τους ησυχαστάς και την ορθόδοξο παράδοσι, ερμηνεύεται, ολοκληρώνεται, αξιοποιείται διά του Θεανθρώπου Χριστού. Η ησυχαστική ζωή και προσευχή (το αντίθετο της εξωστρεφίας και ανθρωποκεντρικής δράσεως) δεν είναι αδράνεια αλλά νήψις, στροφή προς τον έσω άνθρωπο, επιστροφή του νου στην καρδιά, ενοίκησις του Χριστού στην καρδιά, δηλαδή ζωή θεανθρωποκεντρική, συνέργεια ανθρώπου και Θεού.
Οι ουμανισταί αντίθετα ευρίσκοντο υπό την επίδρασι της «Αναγεννήσεως», που ερχόταν από την Δύσι και ήταν κίνημα ανθρωποκεντρικό. Κατ’ αυτούς (δεν το έλεγαν φανερά αλλά στο βάθος εκεί οδηγεί ο ουμανισμός) ο άνθρωπος αυτοερμηνεύεται, αυτοθεώνεται, αυτοολοκληρώνεται. Κύριο μέσο η δράσις, η εξωστρέφια, η ανθρωπίνη σοφία, όχι ό,τι κάνει η Χάρις του Θεού στον άνθρωπο, αλλ΄ό,τι κάνει ο άνθρωπος με τις ιδικές του δυνάμεις. Η προσέγγισις του Θεού, που έκαναν οι ουμανισταί, ήταν διανοητική. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε δυνατότης εμπειρίας του Θεού, εφ’ όσον ηρνούντο την άκτιστο Χάρι του Θεού. Έτσι ο Θεός γίνεται ιδέα και όχι πρόσωπο. Τον δυτικό ουμανισμό έφεραν στον ορθόδοξο χώρο οι Βαρλαάμ, Ακίνδυνος, Γρηγοράς, Κυδώνης και άλλοι, οι οποίοι είναι γνωστοί από την ιστορία. Αρκετοί τότε ελληνορθόδοξοι άνθρωποι εγοητεύθησαν από τον δυτικό ουμανισμό και παρεσύρθησαν.
Αλλά η Χάρις του Θεού ανέδειξε μεγάλους προμάχους της ορθοδόξου θεανθρωποκεντρικής παραδόσεώς μας με κορυφαίους τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον άγιο Φιλόθεο, τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα και άλλους. Αυτοί κατάλαβαν ότι ο ουμανισμός κατά βάσιν είναι άρνησις του Χριστού. Είναι η επανάληψις της αμαρτίας του Αδάμ, ο οποίος ήθελε να ολοκληρωθή, να θεωθή, αλλά χωρίς την Χάρι του Θεού, βασιζόμενος μόνο στις δικές του ανθρώπινες δυνάμεις. Γι’ αυτό λοιπόν οι άγιοι αυτοί Πατέρες μας κατεδίκασαν τον ουμανισμό αυτόν, αλλά και συγχρόνως επρόβαλαν τον ορθόδοξο ουμανισμό, την ορθόδοξο ανθρωπολογία. Δεν περιωρίστηκαν αρνητικά μόνο να πουν ότι ο ουμανισμός αυτός είναι ένα λάθος, είναι μία παραποίησις, μία αίρεσις, μία κακοδοξία αλλά και θετικώς έδειξαν ποιος είναι ο ορθόδοξος ουμανισμός, ο ορθόδοξος ανθρωπισμός, ο εν Χριστώ ανθρωπισμός, ο θεανθρωποκεντρικός ανθρωπισμός. Έδειξαν πως ο άνθρωπος εν Χριστώ θεραπεύεται, φωτίζεται, αγιάζεται, ολοκληρώνεται, θεώνεται και έτσι αξιοποιείται στο έπακρο και δοξάζεται με την πιο μεγάλη και αληθινή δόξα.
Η ανθρωπολογία του ησυχασμού όχι μόνο δεν περιορίζει τον άνθρωπο αλλά και τον αποκαλύπτει σε όλη την λαμπρότητά του ως κατ’ εικόνα Θεού πλασθέντα. Αντίθετα ο ουμανισμός αδικεί τον άνθρωπο, γιατί τον περιορίζει στο ανθρώπινο. Δεν τον υψώνει στο θεανθρώπινο.
Η συμβολή του αγίου Φιλοθέου έγκειται στα εξής κυρίως σημεία: α) Προσέφερε την συμπαράστασί του στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αντιληφθείς την αγιότητα του αγίου Γρηγορίου και την ορθόδοξο τοποθέτησί του. β) Με την συγγραφή βίων αγίων προέβαλε τον ορθόδοξο ανθρωπισμό. Περιγράφοντας και διηγούμενος τον θαυμαστό βίο των αγίων και την δόξα που εκέρδισαν εν Χριστώ έδειχνε ποιος είναι ο ορθόδοξος άνθρωπος και πόσο υψηλά ημπορεί να φθάση ο εν Χριστώ άνθρωπος, γ) Με το όλο ποιμαντικό, κηρυκτικό και συγγραφικό του έργο επίσης ωδηγούσε το πλήρωμα της Εκκλησίας προς τον αληθινό, ορθόδοξο ανθρωπισμό. Θα παρακολουθήσουμε εν συνεχεία την διδασκαλία του αγίου Φιλοθέου για την εν Χριστώ ζωή του ανθρώπου.
Α. Αρχή της εν Χριστώ ζωής, η μετάνοια.
Ο άγιος Φιλόθεος, όπως και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αρχίζουν από το γεγονός της πτώσεως του ανθρώπου, της αμαρτίας. Εάν δεν λάβουμε σοβαρά υπ΄ όψιν τι είναι η πτώσις του ανθρώπου, τι είναι η αμαρτία, δεν ημπορούμε να δούμε σωστά και την απελευθέρωσι του ανθρώπου από την αμαρτία και την θεραπεία του. Η αμαρτία, κατά τον άγιο Φιλόθεο, είναι ένα γεγονός το οποίο αναστατώνει εσωτερικά τον άνθρωπο. Τον διχάζει, σαλεύει τα θεμέλια της υπάρξεώς του, τον συγκλονίζει. Ερημώνει την ψυχή, χωρίζει από τον Θεό, χωρίζει από τους αγγέλους, τους φίλους του Θεού, φυγαδεύει τους αγαθούς λογισμούς, παραδίδει τον άνθρωπο στην αγριότητα των δαιμόνων. Θα αναφέρω μερικά σχετικά χωρία από τον άγιο Φιλόθεο.
Σε ένα από αυτά ομιλεί για την κατάστασι του προφητάνακτος Δαυίδ μετά το γνωστό μας διπλούν αμάρτημα που διέπραξε: «Η καρδία μου, φησίν (ο Δαυίδ), εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ΄εμού». Ωσανεί έλεγεν· η των ένδον ειρηνοποιός τε και ισχυροποιός και φωτιστική δύναμις, αυτός ο Θεός, «εγκατέλιπέ με» διά το βδελυρόν του πτώματος αίσχος, αποστάς απ΄εμού. Των γαρ θεμελίων σαλευθέντων και διαδονηθέντων των στύλων και μηκέτι της οροφής υπερκειμένης, μηδέ κατά χώραν ως το πρόσθεν μενούσης, έρημον του πριν ενοικούντος Θεού κατέστη μοι το οίκημα της ψυχής».[1]
Έτσι ακολουθεί και η σωματική του ανθρώπου ταλαιπωρία. Όταν η ψυχή ταλαιπωρηθή, διαδονηθή και συγκλονισθή, και το σώμα «τω υπερβάλλοντι της ψυχικής αθυμίας τε και παρέσεως ο τε της σωματικής αυτώ δυνάμεως τόνος συνδιελύθη και το των οφθαλμών ημαυρώθη φως»[2].  Ο τόνος του σώματος παρέλυσε και το φως των οφθαλμών σκοτίσθηκε. Ο μετανοών άνθρωπος πονάει από την αμαρτία και όχι απλώς κραυγάζει αλλά, όπως λέγει ο Δαυίδ, «ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου. Ουδέ γαρ ανθρώπινον εκ της καρδίας ανέπεμπε στεναγμόν… αλλά καθαπερεί τις άγριος θήρ -σαν ένα άγριο θηρίο ωρύεται από τον πόνο της αμαρτίας- πέρα της ανθρωπίνης φύσεως στενάζων»[3].  Στενάζων πιο πολύ απ΄όσο ο άνθρωπος ημπορεί να στενάξη. Πάσχει από μια υπερβολή οδύνης, από ένα πολύ δυνατό πόνο.
Οι άγγελοι του Θεού δεν ημπορούν πια να συμπαραστέκονται στον άνθρωπο που λυπεί τον Θεό. Γι΄αυτό ερμηνεύων τον λζ’ ψαλμό ο άγιος Φιλόθεος λέγει: «Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν… φίλους μεν αυτού και πλησίον υποληπτέον τας ιεράς των αγγέλων τάξεις… έγγιστα δε τους της σωφροσύνης και της καθαρότητος αγαθούς λογισμούς»[4].  Όχι μόνο οι άγγελοι φεύγουν από τον άνθρωπο που αμάρτησε και εμόλυνε το κατ’ εικόνα αλλά και οι καλοί λογισμοί, οι περί αγάπης του Θεού, οι περί σωτηρίας ψυχής, οι περί της Αγίας Τριάδος, οι περί δημιουργίας του κόσμου, οι περί μελλούσης ζωής. Όλοι αυτοί οι λογισμοί δεν ημπορούν να παραμένουν στον άνθρωπο που αμαρτάνει συνειδητά και εναντιούται στην αγιότητα και στο άγιο θέλημα του Θεού.
Και μετά «και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου». Ποιοί είναι αυτοί οι οποίοι εκβιάζουν την ψυχή του ανθρώπου, άμα την βρουν έρημη από την Χάρι του Θεού, αφύλακτη από τους αγγέλους, κενή από καλούς λογισμούς; Φυσικά οι δαίμονες, οι οποίοι παίρνουν εξουσία και αρχίζουν να ταλαιπωρούν, να κακοποιούν και να εκβιάζουν την ψυχή του ανθρώπου.
Η μετάνοια, της οποίας τύπος είναι ο προφητάναξ Δαυίδ -διότι κατά τον άγιο Φιλόθεο ναι μεν έπεσε πολύ ο Δαυίδ αλλά και πολύ μετενόησε και πολύ έκλαυσε και γι’ αυτό, λόγω της πραγματικής και ειλικρινούς μετανοίας του, ο Κύριος του εχάρισε πάλι τα πρότερα χαρίσματα, όπως το χάρισμα της προφητείας- η μετάνοια λοιπόν είναι μία πράξις ολοκληρωτικής αναφοράς στον Θεό. Δεν είναι κάτι που γίνεται μία στιγμή στην ζωή μας. Μετάνοια γίνεται όλη μας η ζωή. Μετάνοια είναι η ύψωσις όλης της ζωής μας προς τον Θεό. Είναι δηλαδή κατάστασις δυναμικής και συνεχούς επιστροφής προς τον Θεό και Πατέρα μας. Αυτή την κατάστασι της μετανοίας δείχνει και η προσευχή, την οποίαν έγραψε ο άγιος Φιλόθεος και αποδίδει στον προφητάνακτα Δαυίδ μετά την μετάνοιά του:
«Άπαν μοι το επιθυμητικόν, πάσα η της ψυχής έφεσις προς σε το των εφετών ακρότατον μόνον και τους σους ιερούς θησαυρούς και τον πλούτον ορά, Δέσποτα. Εφίεμαι και γαρ ισχυρώς της προτέρας αγνείας (αγνότητος) και καθαρότητος· εφίεμαι του της ψυχής και του σώματος αγιασμού· επιθυμώ της ειρήνης της καρδίας, της ειρήνης των ψυχικών μου δυνάμεων, της ειρήνης των λογισμών. Επί πάσιν επιθυμώ, Δέσποτα, του φωτισμού και της επισκοπής της προτέρας σου χάριτος. Εκείνης και γαρ αποστάσης μου, διά την των αισχίστων μοχθηράν εργασίαν, «εταράχθη η καρδία μου, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου και το φως των οφθαλμών μου και αυτό ουκ έστι μετ’ εμού». Και διά ταύτα νυν επιστρέφων πασάν μου την της ψυχής επιθυμίαν του παντεφόρου σου προτίθημι όμματος «Κύριε», βοών, «εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη»[5].
Αυτή την αληθινή μετάνοια διευκολύνει και βοηθεί η μνήμη του θανάτου και ο φόβος του Θεού. Ο άγιος φόβος του Θεού, που δεν είναι φόβος αρρωστημένος, αλλά ευλάβεια και συναίσθησις της αμαρτωλότητός μας ενώπιον της αγιότητος του Θεού, αυτός ο άγιος φόβος, ο οποίος είναι και «αρχή σοφίας», βοηθεί τον άνθρωπο στην μετάνοιά του και στην επιστροφή του προς τον Θεό.
Στον βίο του αγίου Σάββα του Βατοπεδινού, ο οποίος ανήκει στην κατηγορία των λεγομένων σαλών διά Χριστόν, εκείνων δηλαδή των αγίων, οι οποίοι υπεκρίνοντο τον τρελλό χωρίς να είναι τρελλοί, για να κερδίσουν σε ταπείνωσι, σε εξευτελισμό κι έτσι να μιμηθούν την άκρα ταπείνωσι του Κυρίου μας, λέει τα εξής ο άγιος Φιλόθεος:
«Ο φόβος του Θεού, γέννημα της ασφαλούς πίστεως, λέγουν πως είναι αρχή και θεμέλιο κάθε σωματικής και ψυχικής αρετής. Έχοντας εξασφαλίσει την πίστι ότι υπάρχει Θεός του παντός, μισθαποδότης και κριτής καθενός κατά την αξία του, προκύπτει ως αποτέλεσμα ο φόβος του Θεού, αρχή κάθε αρετής, σύμφωνα με την θεία Γραφή, το προοίμιο της εργασίας των του Θεού εντολών. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» λέει στις παροιμίες. Και όπου φόβος, εντολών τήρησις.
Σαν παιδαγωγός άριστος, ο φόβος του Θεού, παίρνει από το χέρι την ψυχή, και πρώτα σταματά την ενέργεια της αμαρτίας στην πράξι. Έπειτα, όταν η ψυχή επιζητή πολύ πρόθυμα τρόπους, με τους οποίους θα ημπορέση να αποβάλη εύκολα το πρότερο φορτίο των αμαρτημάτων, και να βαδίση στο μέλλον εύκολα προς τον Θεό, αμέσως και ευκαίρως, ο φόβος του Θεού εισάγει την εργασία των θείων εντολών. ΄Οταν κατορθωθή και αυτή διά φροντίδος και νήψεως με τον ανάλογο νόμο, εις τρόπον ώστε να απολεπτυνθή το παχύτερο και γήινο της σαρκός, και να υποκύψη το παθητικό και άλογο της ψυχής τέλεια και έλλογα στο λόγο, τότε έρχεται ευχερώς της καρδίας η καθαρότης. Αυτήν και λογισμών ειρήνη και μακαρία απλότητα, απάθεια και τελειότητα και τέλος αγάπης ονομάζουν οι θεοφόροι πατέρες που έπαθαν και φιλοσόφησαν αυτά.
΄Οσοι ασκήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο κάθε οδό ευσεβείας, διατηρώντας αλώβητο το κατ’ εικόνα, όπως αρμόζει, και ανέλθουν από εκεί στο καθ’ ομοίωσιν διά της καθαρότητος, όσο είναι δυνατόν, αυτοί συναντώνται πλέον με τον Θεό. Ο Θεός τους προσεγγίζει ως οικείους του πλέον, Θεός που ενώνεται με θεούς και γνωρίζεται από θεούς, αν δεν είναι τολμηρό». Δηλαδή ο άνθρωπος γίνεται θεός κατά χάριν.
«Ο ίδιος άλλωστε λέει πως «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», όχι μόνο στο μέλλον, όπως θα νόμιζε κάποιος, αλλά και στο παρόν». Δηλαδή η θέωσις, η ένωσις με τον Θεό αρχίζει από το παρόν. «Αυτά έπαθαν και μας εδίδαξαν οι θεολόγοι, με τα οποία είναι πλήρη τα ιερά βιβλία και τα ιερά διηγήματα»[6].
Οι θεολόγοι, κατά τον άγιο Φιλόθεο, είναι αυτοί που έπαθαν την θέωσι και γι’ αυτό ημπορούν και την διδάσκουν. Σ’ αυτούς τους θεολόγους, που έπαθαν την θέωσι και την διδάσκουν, ανήκει και ο ίδιος.
Β. Το στάδιο της πράξεως και οι αρετές των μακαρισμών.
΄Οταν ο άνθρωπος μετανοήση και αποφασίση να επιστρέψη προς τον Θεό, έχει να επιτελέση ένα αγώνα πνευματικό προς την εν Χριστώ ολοκλήρωσί του. Ο αγών αυτός, κατά τους ησυχαστάς και τον άγιο Φιλόθεο, ακολουθεί τα γνωστά δύο στάδια˙ την πράξι και την θεωρία.
Η πράξις είναι το πρώτο στάδιο της εν Χριστώ ζωής. Είναι ο αγών που κάνει ο Χριστιανός να καθαρισθή από τα πάθη, τα οποία εμφωλεύουν στην καρδιά, που είναι το κέντρο της υπάρξεώς μας. Εάν η καρδιά δεν καθαρισθή από τα πάθη, ο Χριστιανός δεν ημπορεί πραγματικά να χαριτωθή από τον Θεό, ούτε ο Χριστός ημπορεί να έλθη να κατοικήση μέσα σε εμπαθή καρδιά. Είναι ακόμη αγών για την τήρησι των εντολών του Θεού˙ όχι με πνεύμα νομικιστικό, αλλά από αγάπη προς τον Θεό. Επειδή αγαπώ τον Θεό, θέλω να τηρώ τις εντολές Του.
Ακόμη η πράξις περιλαμβάνει και τον στολισμό της ψυχής με τις αρετές. Λέγει ο άγιος Φιλόθεος ποιες είναι αυτές οι αρετές σε τρεις πολύ ωραίες ομιλίες του, που ερμηνεύει τους Μακαρισμούς του Κυρίου και τις οποίες εξεφώνησε στα ανάκτορα της Κωνσταντινουπόλεως ενώπιον της βασιλίσσης. Τότε οι άρχοντες και οι βασιλείς είχαν πνευματικά ενδιαφέροντα και ήθελαν να ακούουν τούς λόγους των αγίων Πατέρων και την ερμηνεία του Ευαγγελίου του Χριστού μας.
Η πρώτη αρετή είναι η πνευματική πτωχεία. Ο Κύριος μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι. Ποιοί είναι οι πτωχοί τω πνεύματι κατά τον άγιο Φιλόθεο; «Οι ταπεινόφρονες και συνεσταλμένοι και πάσιν εκ του μετρίου προσφερόμενοι και το ουτιδανόν συνορώντες και ωκύμορον (βραχύβιον) της ιδίας φύσεως και ότι γην και πηλόν έχομεν πάντες του γένους προπάτορα, καντεύθεν πάσαν μεν υπερηφανίαν και οίησιν ως του πρώτου δράκοντος αποστρεφόμενοι γέννημα, την δε του Χριστού ταπείνωσιν εκμιμούμενοι, «ος λοιδορούμενος ουκ αντελοιδόρει, πάσχων ουκ ηπείλει», «ος εταπείνωσεν εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού»[7]. Δηλαδή η ταπείνωσις για τον Χριστιανό δεν είναι εξωτερική ταπεινοσχημία, αλλά είναι εσωτερική κατάστασις συναισθήσεως της αδυναμίας της ανθρωπίνης φύσεως, ταπείνωσις ουσιαστική του ανθρώπου και μίμησις της ταπεινώσεως του Χριστού.
Άλλη αρετή είναι το πένθος, «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται». Αυτό το πένθος το ονομάζει ο άγιος Φιλόθεος «αγαθήν λύπην, σωτήριον πένθος, ευκατάνυκτον ζωήν». Είναι αυτή η κατάνυξις, την οποίαν «ο μέγας ημών νομοθέτης του μακαρισμού νυν αξιοί»[8]. Αυτό το πένθος κατά τον άγιο Φιλόθεο είναι πρώτα πένθος για τις αμαρτίες που έχουμε εμείς κάνει στην ζωή μας. Αλλά υπάρχει και άλλη αφορμή πένθους: Τα παθήματα, η οδύνη, ο πόνος που έχει ο κόσμος. Εδώ βλέπουμε ότι ο άγιος Φιλόθεος δίνει εκκλησιολογικό χαρακτήρα στο πένθος. Βασιζόμενος στον Απόστολο Παύλο «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» λέγει πως μπορεί ο Χριστιανός να μη πονάη, να μη πενθή, όταν σκέπτεται πόσα κακά γίνονται στον κόσμο! Πόσα πάνδημα κακά! Σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, ναυάγια, όλα αυτά είναι αφορμή πένθους για τον άνθρωπο του Θεού. «Ο δε τούτων τε και του τοιούτου πένθους ελεύθερος, αλλ’ υπέρ των αλλοτρίων γε πάντως πενθήσει, τας του πλησίον συμφοράς ιδίας ποιούμενος κατά την «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» κελεύουσαν εντολήν. Ο δη και αυτός ο σοφός Παύλος εποίει τας ετέρων αμαρτίας τε και τα πτώματα δακρύων αφορμάς εαυτώ ποιούμενος, ως αυτός φησι, και τον θαυμαστόν εκείνον άνδρα τον γενναίον Ιώβ εκμιμούμενος «εγώ δε επί παντί αδυνάτω έκλαυσα, λέγοντα, εστέναξα δε ιδών άνδρα εν ανάγκαις». Προς δε τας βαρείας ταύτας και πολυπλόκους των ανθρώπων, τις ιδών, συμφοράς, πως ου πενθήσει τους πολέμους φημί και τας στάσεις, τας αιχμαλωσίας, τους ανδραποδισμούς, τους οδυνηρούς και βιαίους θανάτους, τας των πόλεων αναστάσεις, τας ερημώσεις, το την καθ’ ημάς οικουμένην έρημον ήδη και αοίκητον πάσαν σχεδόν καθοράσθαι, των καταλειφθέντων την απόνοιαν, την αναλγησίαν προς τα γεγενημένα, την αρπαγήν, την πλεονεξίαν, τον δόλον, το θράσος, το μίσος το κατ’ αλλήλων, τους πολέμους, τους κατά θάλατταν, τα ναυάγια, τους εξαίσιους θανάτους, τους αθρόους τε καταποντισμούς και τας συνεχείς πανωλεθρίας;»[9].
Αλλά υπάρχει και άλλο πένθος, για το οποίο πενθεί ο κατά Θεόν άνθρωπος. Το πένθος για την πτώσι της ανθρωπίνης φύσεως που από μεγάλη δόξα αρρώστησε τόσο βαρειά και έπεσε τόσο χαμηλά. «Έι μέντοι γε τούτων τις υπερκύψας τη διανοία και ταύτα πάντα τω λογισμώ διαβάς προς την καθόλου συμφοράν και το πάθος αποβλέψειε του κοινού γένους, όπως εικόνι και χειρί Θεού τιμηθείς ο πρώτος άνθρωπος άνωθεν και βασιλεύς των επί γής πάντων αναδειχθείς χάριτος τε μετεσχηκώς θείας κάν τω θαυμαστώ και ακηράτω χωρίω εκείνω, τω παραδείσω φημί, καθαπερεί τις επίγειος άγγελος την δίαιταν εσχηκώς, φθόνω διαβόλου και γυναικός απάτη πάντων εκείνων αθρόον αφαιρεθείς, Θεού τε προ πάντων και ζωής φευ αποστερηθείς, εις το της φθοράς απερρίφθη τούτο χωρίον, πάθους παντός και λύπης και οδύνης και στεναγμών και θανάτου το τελευταίον, αρχηγός εξ εκείνου τω γένει παντί γενόμενος»[10]. Βλέπουμε εδώ ότι ο άγιος Φιλόθεος δίδει στο πένθος και ανθρωπολογικό χαρακτήρα.
Θεμελιώδης για τον Χριστιανό αρετή είναι και η πραότης. «Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην». Πραότης, κατά τον άγιο Φιλόθεο, είναι εν πρώτοις η μερική πραότης, δηλαδή το να μην οργίζεται κανείς, το να μη θυμώνη, το να είναι ήμερος, επιεικής προς τους συνανθρώπους του, «ξυμπάσης αντιλογίας τε και αμύνης»[11] έξω. Αλλά είναι και η γενική πραότης, την οποίαν ο άγιος Φιλόθεος ταυτίζει με την απάθεια. «Η καθόλου μετριοπάθεια ή απάθεια, καθ’ ην ως εν έξει του αγαθού ή του σπουδαίου γενομένη ψυχή διά της χρονίου μελέτης τε και τριβής δυσκίνητος ή και καθάπαξ ακίνητος αναδείκνυται προς αμαρτίας πάσης και πάθους παντός προσβολήν»[12]. ΄Οταν η ψυχή του άνθρωπου που ασκεί την αρετή εθισθή σ’ αυτήν, τότε πλέον τα πάθη είναι ακίνητα και η ψυχή του ανθρώπου απολαμβάνει μία βαθειά ηρεμία, μια βαθειά ειρήνη, την οποίαν οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν απάθεια. Αυτή η απάθεια είναι η ευρυτέρα πραότης, κατά τον άγιο Φιλόθεο.
Στις αρετές των μακαρισμών συγκαταλέγεται η πείνα και η δίψα της δικαιοσύνης. Αυτοί οι οποίοι πεινούν και διψούν την δικαιοσύνη είναι οι Χριστιανοί που δεν θέλουν να αδικούν στην ζωή τους. Κι όχι μόνο δεν θέλουν να αδικούν, αλλά και όταν βλέπουν ότι επικρατεί αδικία στον κόσμο, αγωνίζονται να πάρουν την θέσι των αδικουμένων και να προστατεύσουν τους αδικουμένους. Μας κάνει εντύπωσι ότι ο άγιος Φιλόθεος επιμένει πολύ στο θέμα αυτό και μάλιστα υποστηρίζει ότι και με κίνδυνο της ζωής σου ακόμη πρέπει να υπερασπίζεσαι τους αδικουμένους ανθρώπους που δεν έχουν δύναμι να υπερασπίσουν αυτοί τον εαυτό τους, όταν αδικούνται καταφόρως ακόμη και από άρχοντας.
Αλλά για να γίνη αυτό, λέγει ο άγιος, πρέπει πρώτα να αποκαταστήσουμε την εσωτερική δικαιοσύνη. Στο σημείο αυτό κάνει μία πολύ ωραία και λεπτή τοποθέτησι. Μέσα μας έχουμε όλοι το σαρκικό φρόνημα, τα πάθη.
Αυτά που αποτελούν «το χείρον» (το χειρότερο στοιχείο) και θέλουν να αδικήσουν την ψυχή μας και να υποτάξουν «το κρείττον» (το καλλίτερο στοιχείο). ΄Οταν λοιπόν εμείς δίνουμε στα πάθη και στις κατώτερες ορέξεις του παλαιού μας ανθρώπου περισσότερο από εκείνο που τους ανήκει, και αυτά εργάζονται εις βάρος της ψυχής μας, τότε την αδικούμε. Αυτή η αδικία φέρει μέσα μας αναστάτωσι και καταστροφή πνευματική. Γι’ αυτό πρέπει να αρχίσουμε, λέγει ο άγιος, από τον εαυτό μας, την εσωτερική δικαιοσύνη, και μετά θα προχωρούμε στην εξωτερική[13].
«Μακάριοι οι ελεήμονες». Μεγάλη αρετή για τους χριστιανούς είναι η ελεημοσύνη. Την ελεημοσύνη ο χριστιανός πρέπει να ασκή εκ των ιδίων πόνων, από αυτά που ο ίδιος κουράζεται να κερδίση στην ζωή του. «Και λόγοις και έργοις»[14]. ΄Οχι μόνο με έργα, αλλά και με λόγους αγάπης, διότι οι άνθρωποι έχουν ανάγκη και από τον καλό λόγο, από την ηθική συμπαράστασι. Αυτοί που από αγάπη δέχονται να ακούσουν τον συνάνθρωπο τους στον πόνο του, στην δυστυχία του, στο βάσανό του το ψυχικό, προσφέρουν ουσιαστική ελεημοσύνη, που πολλές φορές είναι ανώτερη από το να δώσης τροφή ή χρήματα σε κάποιον που τα έχει ανάγκη. Λέγει μάλιστα ο άγιος Φιλόθεος ότι με την ελεημοσύνη μας δίνει ο Θεός ως δώρο εκείνο, το οποίο συνεχώς ευχόμεθα στην Εκκλησία με το «Κύριε ελέησον» και το «Κύριε Ιησού Χριστέ ε- λέησόν με». Το έλεος του Θεού. «Μακάριοι οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται». Αυτό λοιπόν που διά των αιώνων ζητάει η Εκκλησία, κερδίζει ο άνθρωπος όταν ελεή τους συνανθρώπους του[15].
Η επομένη αρετή είναι η κάθαρσις της καρδιάς, για την οποία ήδη μιλήσαμε και δεν θα επιμείνω εδώ. Μόνο οι κεκαθαρμένοι στην καρδιά μπορούν να δουν τον Θεό, όπως λέγει ο Κύριος «οι καθαροί τη καρδία… αυτοί τον Θεόν όψονται».
Ακολουθεί ο μακαρισμός των ειρηνοποιών. Η ειρήνη του Θεού, λέγει ο άγιος Φιλόθεος, είναι το σπουδαιότερο δώρο που μας έφερε ο Χριστός. Μας ειρήνευσε με τον Θεό και Πατέρα, μας ειρήνευσε με τον αγγελικό κόσμο, μας ειρηνεύει μεταξύ μας, όταν Τον δεχθούμε ως ειρηνοποιό στην ζωή μας. Αυτήν την ειρήνη του Χριστού, αφού πρώτα την κάνουν εσωτερική ειρήνη και αρθή ο εσωτερικός πόλεμος, οι του Θεού άνθρωποι την προσφέρουν και προς το περιβάλλον τους και αγωνίζονται να ειρηνοποιούν όχι μόνο τους ανθρώπους με τους ανθρώπους, αλλά και τους ανθρώπους με τον Θεό. Γιατί αν δεν ειρηνεύση ο άνθρωπος με τον Θεό, δεν βρήκε εκείνη την βαθειά ειρήνη, που τόσο πολύ έχει ανάγκη η ψυχή μας[16]. Θυμηθήτε τι είχε πη ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ τον περασμένο αιώνα: «Το σπουδαιότερο πράγμα είναι να ειρηνεύσης συ με τον Θεό, και άμα ειρηνεύσης συ με τον Θεό, χιλιάδες άνθρωποι θα έλθουν να ειρηνεύσουν κοντά σου».
«Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης». Δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης είναι όλοι οι δίκαιοι άνθρωποι του Θεού διά μέσου των αιώνων. Πρώτος ο Άβελ, ο Αβραάμ, ο Ιώβ, και τόσοι άλλοι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι οι άγιοι Απόστολοι, οι άγιοι Μάρτυρες, οι οποίοι για την αγάπη του Χριστού υπέμειναν τα πάνδεινα.
Είναι οι ασκηταί και μοναχοί, οι οποίοι αγωνίζονται για την υπέρ φύσιν ζωή, αλλά και οι εν τω κόσμω χριστιανοί, οι οποίοι αγωνιζόμενοι για τις εντολές του Θεού προκαλούν τον φθόνο και την πολεμική δαιμόνων και ανθρώπων. Αυτός ο πόλεμος είναι δεινός, κατά τον άγιο Φιλόθεο: «Ούτος δεινός ο πόλεμος και αύτη παράταξις μεγάλη και διωγμός κατά τούτους τους διδασκάλους και μέγα τρόπαιον και άθλησις και μαρτύριον, ο κρυπτός προς τους νοητούς πολεμίους αγών και το φανερώς τε και αφανώς υπέρ της θείας εντολής, ταυτό δ’ ειπείν, υπέρ Χριστού διώκεσθαί τε και μάχεσθαι»[17].
Έτσι με την τήρησι των εντολών του Θεού και μάλιστα της εντολής της αγάπης ο άνθρωπος ενώνεται με τον Θεό. «Μήτε τα εαυτών ζητώμεν, αλλά και τα του πλησίον έκαστος. Και προς τούτοις, το μεν κακόν λογιζώμεθα μηδαμώς, «προνοώμεθα δε καλά ενώπιον Θεού και ανθρώπων» και κοινά τα των αδελφών νομίζωμεν, ίνα την προς τους αδελφούς κατορθώσαντες αγάπην και της του Θεού τυχείν καταξιωθείημεν, ή μάλλον ειπείν εμφανέστερον, αυτού Θεού». «Ο γάρ Θεός, φησιν, αγάπη εστίν και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αύτω»[18] .
Βέβαια υπάρχει ένα ερώτημα, το οποίο συνήθως θέτουν οι Χριστιανοί που ζουν στον κόσμο: ΄Αραγε ημπορεί να κατορθώση αυτές τις αρετές ο Χριστιανός στον κόσμο; Ο άγιος Φιλόθεος, ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μας απαντούν καταφατικά. Ο Θεός δίδει την Χάρι του σε όλους τους Χριστιανούς ιδίως στον αγώνα της πράξεως και τηρήσεως των εντολών στην καθημερινή ζωή. Ας ιδούμε τι λέει ο άγιος Φιλόθεος για τους γονείς του αγίου Σάββα του Βατοπεδινού.
«Έχουμε όμως πολλά και πολλαχού τα υποδείγματα της ευγενείας και αρετής των πατέρων του. Οι γονείς του Σάββα, κι όταν ήσαν σύζυγοι, και όταν χώρισαν κατόπιν από έρωτα για θειότερη φιλοσοφία, έδωσαν άφθονα παραδείγματα ενάρετου ζωής. Γέμισε από αυτά η Θεσσαλία, η Μακεδονία, τα απώτερα μέρη, σε όσα έφτασε η φήμη τους. Η οσιότης προς το θείον, η ακριβής ευλάβεια μέχρι τελείας λεπτομερείας, η καθαρότης του βίου, εντελώς αμιγής από κάθε είδους αρπαγή και πλεονεξία, το έλεος εκ βάθους ψυχής προς την κοινή ανθρωπίνη φύσι, η επιμέλεια προς τους υπηρέτες, η παιδαγωγία του σώματος. Προ πάντων, λαμπροτέρα απ’ όλες η σωφροσύνη, που οι περισσότεροι την καλλιεργούν, μα οι τέλειοι μόνο την κατορθώνουν. Αλλά το καλλίτερο από όλα τα παραδείγματα, το υψηλότερο κι αυτό με το οποίο εκείνοι υπερίσχυαν των άλλων, η απλότης των τρόπων και η επιείκεια και η μετριότης προς όλους. Έτσι ήσαν συγχρόνως μέγιστοι και ταπεινότατοι. Μέγιστοι, διότι με την ευγένεια των τρόπων, την κατά κόσμον υπόληψι και τις άλλες αρετές υπερτερούσαν απ’ τους άλλους. Ταπεινότατοι, διότι ενώ με τέτοιες προϋποθέσεις ημπορούσαν να έχουν υψηλότερο φρόνημα και να θεωρούνται ανώτεροι των ομογενών, εν τούτοις με την απλότητα της γνώμης, την άκρα καθαρότητα και τη θεοσέβεια της ψυχής έλεγαν ότι ανήκουν στους εσχάτους και υπευθύνους δούλους. Θεόμορφοι, μιμηταί ακριβείς του Χριστού, ο οποίος πάντοτε τιμούσε την ταπείνωσι με τον λόγο και την πράξι. Τέλειοι μιμηταί του μεγάλου Παύλου, ο οποίος δέχθηκε την αποστολή «ουκ εξ ανθρώπων, ουδέ δι’ ανθρώπων», για να ονομασθή και σκεύος εκλογής απ’ τον Δεσπότη, να αρπαγή στον ούρανό, και να αξιωθή να δη απόρρητα και υπέρλογα μυστήρια. Και παρ’ όλα αυτά αποκαλούσε τον έαυτό του έσχατο των αποστόλων, και επί πλέον ανάξιο της επωνυμίας του αποστόλου.
Τέτοιοι γονείς ήσαν άξιοι της πατρίδος, αφού διέσωσαν τέλεια στους μεταγενεστέρους την αρχαία ευγένεια του γνησιωτάτου χρυσού γένους της, το οποίο στολιζόταν με φιλανθρωπία και απλότητα. Πιο πολύ όμως άξιοι, αφού αναδείχθηκαν γεννήτορες ενός τέτοιου παιδιού»[19].
΄Οταν διαβάζη κανείς τέτοια κείμενα, θαυμάζει σε τι υψηλό πνευματικό πολιτισμό είχαν φθάσει τότε οι Χριστιανοί και πόσο εμείς σήμερα υστερούμε εν σχέσει με το ύψος της πνευματικότητος των ανθρώπων αυτών.
Γ. Το στάδιο της θεώσεως
Ακολουθεί μετά την πράξι η θεωρία. ΄Οταν ο άνθρωπος καθαρισθή από τα πάθη, στολισθή με τις αρετές, πλέον αρχίζει να ζη το ανώτερο στάδιο της πνευματικής ζωής, που είναι το στάδιο της θεωρίας ή της θέας του Θεού ή θεώσεως. Το στάδιο αυτό προϋποθέτει και βασίζεται στην πράξι. Εάν δεν προηγηθή η πράξις, δεν ημπορεί να ακολουθήση η θεωρία, η θέα του Θεού.
Η θεωρία ως κατάστασις ενώσεως με τον Θεό τροφοδοτείται από τον θείο έρωτα και την καθαρά προσευχή. Πυρπολείται η ψυχή του ανθρώπου από τον έρωτα του Θεού. Δεν ζη πια καθόλου για τον εαυτό της. Ζη για τον Θεό.
Με τον θείο έρωτα έφλεγε την ψυχή της η αγία οσιοπαρθενομάρτυς Ανυσία, της οποίας τον βίο έγραψε ο άγιος Φιλόθεος: «Αφού λοιπόν έθεσε την πράξι ως επίβασι της θεωρίας (η αγία Ανυσία), με πνεύμα αληθινής φιλοσοφίας, έφθασε σε τέτοιο σημείο δόξης και αναβάσεως πνευματικής, ώστε να συνομιλή με τον Θεό με πηγή δακρύων και συνεχείς γονυκλισίες, ακουμπώντας το μέτωπο στην γη, να νομίζη ότι αγγίζει τους ίδιους τους πόδας του Δεσπότου και ότι τους αποπλύνει με το ρείθρο των δακρύων των οφθαλμών της, όπως ακριβώς πριν η Μαρία με το μύρο»[20].
Αλλού πάλι λέγει ο άγιος Φιλόθεος για την αγία Ανυσία: «Ω του υπερφυούς έρωτος προς τον Χριστό, που ξεπερνά κάθε λόγο… διότι αφού δέχθηκε και αυτή βαθειά μέσα στην καρδιά της εκείνο το θείο πυρ που ήλθε να ανάψη επί της γης ο Δεσπότης, και αφού άναψε πάμφωτο και λαμπρό τον πυρσό της αγάπης προς εκείνον, εμελετούσε μόνο το θεσπέσιο κάλλος του ποθητού Νυμφίου νύκτα και ημέρα, και προς αυτόν απέβλεπε με κάθε ζήλο και προθυμία, σπεύδοντας με τα παρόντα να ξεπεράση όσα ήδη είχε κατορθώσει. Και όπως λέγει ο θείος Παύλος, «των μεν όπισθεν επιλανθανομένη, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινομένη και σπεύδουσα μόνον επί το βραβείον της άνω κλήσεως». Όποτε δεν σταμάτησε να τρέχη στον δρόμο που οδηγεί σ’ εκείνον, ούτε άφησε τον καλό αγώνα, έως ότου έφθασε στην ουράνια ανάπαυσι, αφού τερμάτισε επιτυχώς κάθε αγώνα κι αφού ενώθηκε με τον ποθητό Νυμφίο της διά μαρτυρίου και αίματος»[21].
Διασώζει ο άγιος Φιλόθεος την προσευχή της αγίας Ανυσίας, κατά την οποία με θερμά δάκρυα προσηύχετο και παρακαλούσε τον Κύριο να την αξιώση μαρτυρικού τέλους, ώστε με το μαρτυρικό της τέλος να εκφράση τον έρωτα της ψυχής της προς τον Νυμφίο Χριστό.
Σε τέτοια κατάστασι θείου έρωτος και θείων εμπειριών έφθασε και ο άγιος Σάββας ο Βατοπεδινός: «Διαγρηγορήσας» λοιπόν και ο Σάββας, για να χρησιμοποιήσουμε τον ίδιο λόγο (με το Ευαγγέλιο), είδε υπερφυώς από μέρους το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος, καθώς λέγει ο μέγας Αθανάσιος. Είδε τον γλυκύτατο Ιησού να εκλάμπη με άρρητο κάλλος και με το γλυκύτατο φως της φυσικής θεϊκής του δόξης, που ξεπήγαζε μέσα από το εκ Μαρίας άγιο σώμα του, καθώς αναφέρει ο ίδιος θεολόγος. Είδε το μυστήριο με τους υπερφυείς εκείνους οφθαλμούς, τους οποίους η δημιουργική δύναμις του Πνεύματος μετασκευάζει στους άξιους, για να μετάσχουν στην ορατή θεοφάνεια του Λόγου. Με τέτοιους οφθαλμούς είδε όσα είναι άβατα και άθικτα στους φυσικούς οφθαλμούς και στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτά τα βλέπουν οι άξιοι, όχι μόνο στο μέλλον, αλλά και στο παρόν, κατά τον μέγα των μεγίστων μυστηρίων αυτόπτη και μυσταγωγό Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Ο ίδιος θεολόγος τονίζει: ΄Οταν γίνουμε άφθαρτοι και αθάνατοι, και φθάσουμε στο χριστοειδές και μακάριο τέλος, τότε «πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα», κατά το λόγιο. Τότε λοιπόν θα γίνουμε πλήρεις της ορατής θεοφανείας του με πάναγνες θεωρίες, και το φως του θα μας καταυγάζη με φωτεινότατες μαρμαρυγές, όπως συνέβη στους μαθητές σ’ εκείνη τη θειοτάτη μεταμόρφωσι. ΄Ομοια κι ο μέγας Στέφανος, όρθιος, ανάμεσα στο φονικό Ιουδαϊκό συνέδριο, ατένισε στον ουρανό και είδε τον Κύριο. ΄Ομοια εμφανίστηκε ο Χριστός αστραπόμορφος πάνω στο όρος στο Σκεύος της εκλογής, κατά τον θεοφόρο Δαμασκηνό, για να σκοτίση το σαρκικό του μάτι λόγω ατελείας, και να συνέτιση την ψυχή στη θεοσέβεια (εννοεί τον απόστολο Παύλο). ΄Ομοια και ο άγιος Αντώνιος μαζί με τον άγιο Μακάριο και με όλους τους ισοδυνάμους τους, κατά τους θείους χρησμούς, καθαρίστηκαν και είδαν τον Κύριο. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία», λέγει η Γραφή, «ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Εννοείται πως δεν θα δουν την φύσι του Θεού, όποια κι αν είναι. Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε». Και αλλού: «ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον μου και ζήσεται». Δεν βλέπουν λοιπόν οι θεόπτες την φύσι του Θεού, αλλά την φυσική του δόξα και θεότητα, την τρυφή των αγγελικών ταγμάτων και δυνάμεων, την μέλλουσα του Θεού βασιλεία. Και καθώς λέγει ο μέγας Βασίλειος, όσοι ανέβηκαν μαζί με τον Χριστό στο Θαβώρειο, αξιώθηκαν να δουν τα προοίμια της μελλούσης βασιλείας. ΄Ομοια την βλέπει κι όποιος αξιώνεται να απολαύση την ίδια μ’ εκείνους θεοπτία, όπως προανέφερα στο λόγο μου»[22].
Βλέπει δηλαδή ο θεούμενος και εν θεωρία ευρισκόμενος άνθρωπος την δόξα του Θεού, την ενέργεια της Αγίας Τριάδος, το άκτιστο φώς, και αυτά είναι τα προοίμια, δεν είναι η πλήρης δόξα. Είναι η πρόγευσις της μελλούσης δόξης, που θα αποκαλυφθή στον μέλλοντα αιώνα. Πάντως όμως από τώρα βλέπει ο θεωμένος άνθρωπος την Χάρι του Θεού.
Αυτή η θέωσις, η ένωσις, η ανάκρασις του ανθρώπου με τον Θεόν, δεν είναι απλώς μία ηθική τελειοποίησις του ανθρώπου, όπως λέγουν οι δυτικοί. Σκοπός της ζωής κατά τους δυτικούς είναι η ηθική τελειοποίησις, όχι η θέωσις. Οι δυτικοί δεν ημπορούν να ομιλήσουν περί θεώσεως, διότι δεν δέχονται την Χάρι του Θεού άκτιστο. Η Χάρις του Θεού κατ’ αυτούς είναι κτιστή και ως κτιστή, δεν ημπορεί να κάνη θεό τον άνθρωπο. Ο άγιος Γρηγό- ριος ο Παλαμάς διεξήγαγε μεγάλο αγώνα, για να υπερμαχήση της πίστεως της Εκκλησίας ότι η Χάρις είναι άκτιστος, και ως άκτιστος δωρεά και ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος, ημπορεί να κάνη τον άνθρωπο θεό κατά χάριν.
Αυτή η θέωσις λοιπόν είναι δώρο του Θεού. Την δίδει ο Κύριος από φιλανθρωπία στον άνθρωπο. ΄Οση αρετή και να έχη ο άνθρωπος, κατά τον άγιο Φιλόθεο, δεν ημπορεί να απολαύση την δωρεά της θεώσεως, εάν ο Θεός δεν του την δώση. Οι αρετές είναι μέσον, δεν είναι σκοπός. Με τις αρετές καθαρίζεται και προετοιμάζεται ο άνθρωπος, για να δεχθή την Χάρι του Θεού. Αλλά η Χάρις είναι πάντοτε δώρο του Τριαδικού Θεού.
Η θέωσις είναι και η βασιλεία των ουρανών. «΄Οπερ εστίν ως πολλάκις ειπόντες έφθημεν, η ισάγγελος δόξα και η κοινωνία του μακαρίου Θεού και η θέωσις και η Θεού βασιλεία, αυτή φημι η περιλάλητος βασιλεία των ούρανών»[23]. Αυτός λοιπόν ο οποίος ενώνεται με τον Θεό από αυτήν την ζωή, λαμβάνει την Χάρι του Θεού, αποκτά εμπειρία της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού, αυτός ήδη έχει και την βασιλεία των ουρανών.
Δ. Θεολογικές προϋποθέσεις της θεώσεως.
Συχνά ο άγιος Φιλόθεος αναφέρεται στις προϋποθέσεις της θεώσεως, χωρίς τις οποίες η θέωσις δεν θα ήταν κατορθωτή. Βασική θεολογική προϋπόθεσις είναι το «κατ’ εικόνα». Λέγει ο άγιος Φιλόθεος: «… άνθρωπον κατ’ εικόνα Θεού γενόμενον, ψυχήν έχοντα λογικήν και νοεράν και αθάνατον, δι’ ον ουρανός και γη και κόσμος όλος εγένετο, δι’ ον ο παράδεισος και ο μέλλων άπας αΐδιος κοσμος»[24]. Δηλαδή ο άνθρωπος πλασθείς κατ’ εικόνα Θεού, με νουν λογικόν, αυτεξούσιον και άλλα χαρίσματα είναι δεκτικός της θεώσεως. Επλάσθη από τον Θεό να ημπορή να γίνη θεός κατά χάριν, αξιοποιώντας το κατ’ εικόνα.
Ημπορεί ακόμη ο άνθρωπος να γίνη θεός κατά χάριν λόγω της σαρκώσεως του Χριστού: «και άνθρωπον μεν διά φιλανθρωπίαν τον Θεόν χρηματίσαι, θεόν δ’ αύθις υπερφυώς κατά χάριν τον άνθρωπον, υπέρ ου (ανθρώπου) φησί, «πάσα πράξις Χριστού και πας λόγος και άπαν μυστήριον»[25]. Για την θέωσι του ανθρώπου έγινε κάθε πράξις, κάθε λόγος και κάθε μυστήριο του Χριστού. Όλα αυτά, για να ημπορή να γίνη ο άνθρωπος θεός. Ημπορεί όμως να γίνη ο άνθρωπος θεός γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος.
Η σάρκωσις του Χριστού έχει την εξής θεολογική σημασία, κατά τον άγιο Φιλόθεο: Ο Κύριος προσέλαβε την ανθρωπίνη φύσι ως «μεγάλη απαρχή». Την θεωμένη ανθρωπίνη φύσι του Χριστού επλήρωσε το ΄Αγιο Πνεύμα με τα χαρίσματά Του σαν άλλη δεξαμενή. Ο θησαυρός αυτός των χαρισμάτων «αφθόνως πληροί τη φύσει τη ημετέρα θησαυρίζων εκείνα πάντα διά της μεγάλης και θείας ημών απαρχής»[26].
Και εδώ βοήθησε πολύ η Υπεραγία Θεοτόκος, η οποία, με την ολοκληρωτική προσφορά της ελευθερίας της προς τον Θεό, έδωσε την δυνατότητα στον Κύριό μας να σαρκωθή. Η σάρκωσις του Χριστού, κατά τον άγιο Φιλόθεο, οφείλεται και στο ότι η Παναγία έφθασε στην τελεία καθαρότητα. Ο ανθρώπινος παράγων δεν παραγνωρίζεται. Η Παναγία έγινε αξία της σαρκώσεως του Υιού και Λόγου του Θεού[27].
Εδώ φαίνεται ο ορθόδοξος ανθρωπισμός. Ο Θεός δεν καταργεί τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος προσφέρεται ολοκληρωτικά στον Θεό και ο Θεός προσφέρεται στον άνθρωπο. Έτσι η θέωσις του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της ελευθέρας προσφοράς του Θεού στον άνθρωπο και του ανθρώπου στον Θεό.
***
Ο άγιος Φιλόθεος, όπως και ο άγιος Γρηγόριος, είναι θεολόγος της πράξεως και της θεωρίας, του θείου φωτός.
Μόνο η πράξις δεν αποκαλύπτει την δόξα του ανθρώπου, την δυνατότητά του να φθάση πολύ υψηλά.
Μόνο η θεωρία χωρίς την πράξι είναι ακατόρθωτη. Η άσκησις – πράξις είναι απαραίτητη προϋπόθεσις για την θέωσι.
Σήμερα αναζητούνται θεωρίες, εμπειρίες ανώτερες και πνευματικές, εξωλογικές, αλλά χωρίς αγώνα. Υπάρχουν πολλές προσπάθειες, κυρίως μεταξύ των νέων ανθρώπων, να ξεφύγουν από αυτό το πλέγμα του υλιστικού κι ορθολογιστικού κόσμου, στον οποίο ζούμε, και να ζήσουν ανώτερες και υπερβατικές εμπειρίες, όχι όμως με τον τρόπο της ορθοδόξου παραδόσεως και του αγίου Φιλοθέου, αλλά με τρόπους μηχανικούς, με ασκήσεις ανθρωποκεντρικές, που δεν ανοίγουν τον άνθρωπο στην Χάρι του Θεού.
Οι νέοι, παραδείγματος χάριν, με τα ναρκωτικά ζητούν εμπειρίες. Θέλουν κάτι να ζήσουν έξω από αυτά τα καθημερινά και τα τετριμμένα. Τους πλανά ο διάβολος να νομίζουν ότι χρησιμοποιώντας ναρκωτικά, με τα οποία με εύκολο τεχνητό τρόπο μεταφέρονται σε άλλους κόσμους και τεχνητούς παραδείσους, ξεφεύγουν από αυτόν τον κόσμο και ζουν κάτι ανώτερο και δυνατώτερο από τα καθημερινά. Η χρήσις όμως των ναρκωτικών αποβαίνει για τους ναρκομανείς καταστρεπτική και ο επιδιωκόμενος παράδεισος γίνεται φρικτή κόλασις.
Κάποιες «θεωρίες» αναζητούνται ακόμη μέσω μυστικισμών ανατολικών θρησκειών όπως η κίνησις Γιόγκα. Είναι κι αυτή μία κίνησις, η οποία προσπαθεί με τρόπους τεχνητούς, με ωρισμένες ασκήσεις, οι οποίες όμως δεν προϋποθέτουν μετάνοια, ταπείνωσι, κατά Θεόν άσκησι, να δώση στον άνθρωπο υπερβατικές εμπειρίες. Κάθονται μερικές ώρες ακίνητοι, επαναλαμβάνουν ωρισμένα λόγια, τρίβουν τα μάτια τους για να ιδούν φως. Ωστόσο αυτοί οι τεχνητοί τροποί δεν βγάζουν τον άνθρωπο από τον εγωκεντρισμό του, δεν τον φέρουν σε κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό και τελικά στις ψυχές ανθρώπων, που επί πολλά χρόνια έκαναν τέτοιες προσπάθειες και ασκήσεις, μένει ένα κενό. Διότι δεν ημπόρεσε η θεόπλαστος ψυχή τους να συναντήση τον Πλάστη και Δημιουργό της και να ενωθή μαζί Του.
Η βασιλεία των ουρανών, μας λέγει ο Κύριος, βιάζεται. Ο βιασμός που θα κάνουμε στον εαυτό μας, για να καθαρισθούμε από τα πάθη, να νικήσουμε τον εγωισμό, είναι η πράξις. Αυτή η πράξις φέρει την θεωρία, φέρει την εμπειρία του Θεού. Και ναι μεν οι υψηλές εμπειρίες του Θεού, όπως είναι το άκτιστο φως, δίδονται στους τελείους, όμως ο Χριστιανός, ο οποίος αγωνίζεται μέσα στην αγία μας Εκκλησία με μετάνοια, με ταπείνωσι, με εξομολόγησι, με νηστεία, με άσκησι, με προσευχή, αξιώνεται, έστω κι αν δεν φθάση την τελειότητα, να λάβη εμπειρίες της θείας Χάριτος. Τα δάκρυα της μετανοίας, τα οποία αναπαύουν την ψυχή, είναι εμπειρία της Χάριτος του Θεού. Η ειρήνη της ψυχής και των λογισμών, που αισθανόμεθα μετά από μία κατανυκτική προσευχή ή μέσα στην εκκλησία, την ώρα της ακολουθίας, ή μετά την θεία Κοινωνία, είναι εμπειρία της Χάριτος του Θεού και δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Τα δάκρυα του θείου έρωτος και της χαράς, που είναι ανώτερα δάκρυα, κατά τους άγιους Πατέρας, είναι υψηλοτέρα εμπειρία της Χάριτος του Θεού και της δωρεάς του σε μάς.
Ο χώρος όπου ο Χριστιανός ημπορεί να ζήση την πράξι και την θεωρία (θέωσι) είναι η αγία μας ορθόδοξος Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία μαθαίνουμε την άσκησι με όλη την ευλογημένη ασκητική παράδοσι. Τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές. Μέσα στην Εκκλησία λαμβάνουμε την θέωσι με τα άγια Μυστήρια. Μέσα στην Εκκλησία διακρίνουμε και ιεραρχούμε τον κύριο και πρώτο σκοπό της ζωής μας από τους δευτερεύοντας. Να μη ειδωλοποιούμε τους δευτερεύοντας σκοπούς της ζωής μας, όπως είναι η μόρφωσις, το επάγγελμα, ο γάμος, η παιδεία, η κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτά να μη τα βάζουμε πρώτα και να λησμονούμε το πρώτο, που είναι η ένωσίς μας με τον Θεό, η θέωσις. Μέσα στην Εκκλησία ακούγεται ο λόγος του Κυρίου εναργής: «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν». Η Εκκλησία είναι ο ορθός δρόμος, έστω και εάν έχη ως μέλη της ανθρώπους που αποτυγχάνουν. Μπορεί εμείς μέσα στην Εκκλησία, άλλος λιγώτερο και άλλος περισσότερο, να αποτυγχάνουμε, αλλά ο δρόμος είναι ο σωστός. Κι αυτός που θα τον βαδίση με συνέπεια και ταπείνωσι, θα αξιωθή του δώρου της θεώσεως.
Αντιθέτως, έξω από την Εκκλησία στα διάφορα συστήματα και ιδεολογίες ο δρόμος είναι λανθασμένος, έστω κι αν υπάρχουν σε αυτά τα συστήματα άνθρωποι με ζήλο, ειλικρίνεια και κατά κόσμον αρετή. Μόνο η Εκκλησία είναι κοινωνία θεώσεως. Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλη κοινωνία, όπου ο άνθρωπος γίνεται θεός κατά χάριν. Γι’ αυτό και κανένας θεσμός και καμμία ιδεολογία δεν ημπορεί ποτέ να αντικαταστήση την αγία μας Εκκλησία, γιατί κανένας θεσμός δεν ημπορεί να κάνη τον άνθρωπο θεό.
Ο αυτόνομος ουμανισμός, ο οποίος, τότε στα χρόνια του αγίου Φιλοθέου, ήταν ένα ισχυρό ρεύμα και παρέσυρε πολλούς από τον ορθόδοξο χώρο, είναι και σήμερα ένα ρεύμα που αναβιώνει και με ιεραποστολικό πάθος αγωνίζεται να εξοστρακίση την ορθόδοξο παράδοσί μας. Ο αυτόνομος ουμανισμός, που σήμερα διαποτίζει σχεδόν όλα τα επικρατούντα και προσπαθούντα να ρυθμίσουν την ζωή μας κοινωνικο-πολιτικο-φιλοσοφικά συστήματα, κατά βάθος πιστεύει ότι ο άνθρωπος δεν ολοκληρώνεται στον Χριστό. Ο άνθρωπος αυτού του ουμανισμού αυτοορίζεται. Δηλαδή επιδιώκει από μόνος του να ολοκληρωθή. Νομίζει ότι δεν χρειάζεται τον Θεό για να φτιάξη μία καλλίτερη κοινωνία, να καλλιτερεύση και να αγιάση τον γάμο, την παιδεία, την ζωή του. Νομίζει ότι ημπορεί ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις να κάνη τον κόσμο καλλίτερο, χωρίς να χρειάζεται την Χάρι του Θεού, τον Χριστό, την Εκκλησία.
Μάλιστα σήμερα αυτός ο ανθρωποκεντρικός αυτόνομος ουμανισμός γίνεται θρασύς και μαχητικός. Χρησιμοποιεί την πολιτική, τα μέσα επικοινωνίας (ραδιόφωνο, τηλεόρασι, τύπο) προσπαθεί να εμπνεύση στον λαό μίσος και περιφρόνησι προς τους κληρικούς και την Εκκλησία με την διαβολή, την συκοφαντία και την διαστρέβλωσι της ιστορίας.
Όλα αυτά γιατί; Για να φτιάξουν ένα δήθεν καλλίτερο και δικαιότερο κόσμο, χωρίς όμως τον Θεό. Με κέντρο τον άνθρωπο και όχι τον Θεάνθρωπο. Έτσι ο ουμανιστής άνθρωπος την πολιτική, την δικαιοσύνη και την ειρήνη τα κάνει είδωλα. Ο άθεος ουμανισμός είναι μία νέα ειδωλολατρία, ενώπιον της οποίας και αυτή η παράδοσις του ελληνορθοδόξου λαού μας πρέπει να θυσιασθή και να αποβληθή, γιατί δεν επιτρέπει η παράδοσις αυτή να προσκυνούμε θεούς αλλοτρίους, αυτά όλα δηλαδή που ειδωλοποιούνται, εκτός από τον Ζώντα Θεό.
Στο ρεύμα αυτό που τροφοδοτείται τόσο από τον πρακτικό υλισμό, όσο και από τον θεωρητικό υλισμό και αθεϊσμό, η αγία μας Εκκλησία και εμείς ακολουθούντες την παράδοσι του λαού μας, τον μυροβλύτη και μεγαλομάρτυρα άγιο Δημήτριο, τον άγιο Γρηγόριο, τον άγιο Φιλόθεο και όλους τους Αγίους μας, απαντούμε με ένα ανένδοτο όχι.
Δεν φτάνει όμως αυτό. Χρειάζεται μαρτυρία ζωής. Ο άγιος Φιλόθεος απεκάλυψε με την ζωή του πρώτα και την θεολογία του έπειτα την Χάρι και την δόξα του κατά Θεόν ανθρώπου. Χρειάζεται μαρτυρία μετανοίας, ταπεινοφροσύνης, προσευχής, δικαιοσύνης, αγάπης. Έτσι ο Χριστός θα φανερώνεται στους αγιαζομένους Χριστιανούς και ο εκτός της Εκκλησίας κόσμος θα βλέπη τους καρπούς του ορθοδόξου ουμανισμού.
Με την εν Χριστώ ζωή ζούμε από τώρα τον Χριστό που είναι η αληθινή και αιώνιος ζωή.
Ευχηθήτε, να ζήσουμε αυτό που ο άγιος Φιλόθεος είπε σε κήρυγμά του στους Χριστιανούς της Βασιλευούσης:
Είτα και προς ζωήν την ατελεύτητον απελεύσεσθε τελευταίον, ως αυτός εκείνος αύθις φησί, συν γε τοις απ΄αιώνος πάσι δικαίοις, ήτις αυτός έστιν ο Χριστός, το των ορεκτών έσχατον, η υμνουμένη των εφετών ακρότης»[28].
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα του Αγίου Φιλοθέου που συνοψίζει όσα αναφέραμε στην ομιλία μας αυτή:
«Τοις δ’ ούτω καλώς προσαρώσασιν εαυτούς και προκαθηραμένοις, καθ΄όσον οίον τε, φως έστιν αυτός ο Θεός το ακρότατον, η των φωτισμών και των ελλάμψεων αίδιος πηγή, ου λόγοις τε και νοήμασιν, αλλά πράγμασιν αρρήτοις ακαταλήπτως επιδημών, και άλλους ηλίους, κατά την μακαρίαν εκείνην επαγγελίαν, ταις εκείθεν φυσικαίς αστραπαίς και προ του μέλλοντος αυτούς προκατασκευάζουν και προαπεργαζόμενος».
Σημειώσεις:
(*) Ομιλία τοΰ Καθηγουμένου της ‘Ιεράς ήμών Μονής λεχθεϊσα στόν ‘Ιερό Ναό τοϋ Άγιου Δημητρίου Θεσσαλονίκης, κατόπιν προσκλήσεως τοϋ Πανα- γιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμονος, τήν Ε’ Κυριακή τών Νηστειών τοΟ 1983, έπί τη εύκαιρία τοϋ έτους τοϋ άγίου Φιλοθέου. Η όμι- λία έπανελήφθη μέ μικρές αλλαγές σέ σύναξι τής Πανελληνίου ‘Ενώσεως Θεολόγων, στήν αίθουσα τής «’Εταιρείας τών φίλων τοϋ λαοϋ» ‘Αθηνών, τήν 22α ‘Οκτωβρίου 1983.
1. Βασ. Ψευτογκα, «Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγοι και όμιλίες», τόμος 3, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 43.
2.Ενθ΄ανωτ.
3.Ενθ’ ανωτ. σ. 35.
4. Ενθ’ ανωτ. σ. 46.
5. Ενθ΄ανωτ. σελ. 38-39.
6. Μετάφρασις από: Παπαδοπούλου – Κεραμέως, «ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΙΑΣ», Βρυξέλλες 1963, σ. 248-249
7. Βασ. Ψευτογκά, «Φιλοθέου Κοκκίνου, Λόγοι και ομιλίες», τόμος 3, Θεσ/νίκη 1979, σελ. 156.
8. Ενθ’ανωτ. σ. 157
9. Ενθ΄ανωτ. σ. 157-158.
10. Ενθ΄ανωτ. σ. 158.
11. Ενθ΄ανωτ. σ.160
12. Ενθ΄ανωτ. σ. 161.
13. Ενθ΄ ανωτ. σ. 164-168.
14. Ενθ΄ανωτ. σ.168
15. Ενθ΄ανωτ. σ.169
16. Ενθ΄ανωτ. σ. 180-182.
17. Ενθ΄ανωτ. σ.191
18. Ενθ΄ανωτ. σ.229
19. Μετάφρασις από: Παπαδοπούλου – Κεραμέως, «ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΙΕΡΟ- ΣΟΛΥΜΙΤΙΚΗΣ ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΊΑΣ», Βρυξέλλες 1963, σ. 195-196.
20. Μετάφρασις από Δημ.Τσάμη, «Φιλοθέου Κοκκίνου, λόγος στην αγία Ανυσία», Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 79
21. Ενθ΄ανωτ. σ.76-77
22. Παπαδοπούλου – Κεραμέως, «ΑΝΑΛΕΚΤΑ….» σελ. 254-255
23.Βασ. Ψευτογκά, «Λόγοι και ομιλίες…» σελ. 193.
24. Ενθ΄ανωτ. σελ. 224.
25. Ενθ΄ανωτ. σελ. 67.
26. Ενθ΄ανωτ. σ. 133.
27. Ενθ΄ανωτ. σ. 135.
27.  Ενθ΄ανωτ. σελ. 200.
28. Ενθ΄ανωτ. σελ. 42.
Πηγή: Περιοδικό «Ο Όσιος Γρηγόριος», Περίοδος Β΄, Αρ. 8, Έτος 1983, Ετήσια Έκδοσις Ιεράς Κοινοβιακής Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2012

Η αμφίεση των γυναικών μέσα στους Ιερούς Ναούς





Η ενδυμασία μας στο ναό να είναι καλή από κάθε πλευρά. Να είναι κόσμια και όχι εξεζητημένη. Γιατί το κόσμιο είναι σεμνό, ενώ το εξεζητημένο είναι άσεμνο.

Αυτό ακριβώς μας παραγγέλλει και ο απόστολος Παύλος, όταν λέει: «Θέλω να προσεύχονται οι άνδρες σε κάθε τόπο, σηκώνοντας προς τον ουρανό χέρια όσια, χωρίς οργή και
δισταγμό ολιγοπιστίας. Επίσης και οι γυναίκες να προσεύχονται με αμφίεση σεμνή, στολίζοντας τον εαυτό τους με σεμνότητα και σωφροσύνη, όχι με περίτεχνες κομμώσεις και
χρυσά κοσμήματα ή μαργαριτάρια ή ενδύματα πολυτελή, αλλά με ότι ταιριάζει στις γυναίκες που λένε ότι σέβονται το Θεό, δηλαδή με καλά έργα» (Α' Τιμ. 2:8-10). Αν, λοιπόν,
απαγορεύει στις γυναίκες εκείνα που είναι απόδειξη πλούτου, πολύ περισσότερο απαγορεύει όσα κινούν την περιέργεια, όπως τα φτιασίδια, το βάψιμο των ματιών, το κουνιστό
βάδισμα, τα παράξενα ρούχα και τα παρόμοια.

Τί λες, γυναίκα; Έρχεσαι στο ναό να προσευχηθείς, και στολίζεσαι με χρυσαφικά και χτενίζεσαι επιτηδευμένα; Μήπως ήρθες για να χορέψεις;

Μήπως για να λάβεις μέρος σε γαμήλια γιορτή; Εκεί έχουν θέση τα χρυσαφικά και οι πολυτέλειες. εδώ δεν χρειάζεται τίποτε απ' αυτά. Ήρθες να παρακαλέσεις το Θεό για τις
αμαρτίες σου. Τί στολίζεις, λοιπόν, τον εαυτό σου; Αυτή η εμφάνιση δεν είναι γυναίκας που ικετεύει. Πώς μπορείς να στενάξεις, πώς μπορείς να δακρύσεις, πώς μπορείς να
προσευχηθείς με θέρμη, έχοντας τέτοια αμφίεση;

Θέλεις να φαίνεσαι ευπρεπής; Φόρεσε το Χριστό και όχι το χρυσό. Ντύσου την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, τη σωφροσύνη, την ταπεινοφροσύνη. Αυτά αξίζουν περισσότερο απ'
όλο το χρυσάφι. Αυτά και την ωραία την κάνουν ωραιότερη και την άσχημη την ομορφαίνουν. Να ξέρεις, γυναίκα, πως, όταν στολιστείς πολύ, γίνεσαι πιο αισχρή κι από τη γυμνή,
γιατί έχεις αποβάλει πια την κοσμιότητα.

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Γέροντας Παΐσιος: Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται




«Παρατηρώ τα μυρμήγκια πόσο φιλότιμα εργάζονται, χωρίς να έχουν επιστάτη.
Εγώ δεν βρήκα σε κανέναν άνθρωπο την λεπτότητα που είδα στα μυρμήγκια.
Τα νέα μυρμηγκάκια πάνε και κουβαλούν στην φωλιά ξυλάκια και ένα σωρό άλλα άχρηστα πράγματα, επειδή ακόμη δεν ξέρουν τί πρέπει να φέρουν.
Τα παλιά μυρμήγκια τα αφήνουν να τα κουβαλήσουν, χωρίς να τους κόβουν την προθυμία, και μετά τα βγάζουν έξω από την φωλιά.
Ύστερα, σιγά-σιγά τα νέα βλέπουν τί κουβαλούν τα παλιά και μαθαίνουν τί πρέπει να φέρνουν.
Αν ήμασταν εμείς, θα λέγαμε: «Έλα εδώ εσύ, τί είναι αυτά που κουβαλάς; Πέταξέ τα γρήγορα έξω!».
Τα ζώα τα έκανε ο Θεός, για να εξυπηρετείται ο άνθρωπος, αλλά και για να παραδειγματίζεται.
Ο άνθρωπος, αν είναι άνθρωπος, από όλα ωφελείται.»

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Δημήτριος ο Μυροβλύτης




Ο Άγιος Δημήτριος ο Μεγαλομάρτυρας ο Μυροβλύτης εορτάζει στις 26 Οκτωβρίου

Νεανική ηλικία – Υπατικό αξίωμα
Ο Άγιος ήλθε στον κόσμο γύρω στο 280 μ.Χ. στην Μεγάλη Θεσσαλονίκη από γονείς επισήμους, οι οποίοι κατάγονταν από τις πιο επιφανείς οικογένειες των Μακεδόνων.
Η σημαντικότατη τότε πόλη της Θεσσαλονίκης βρισκόταν ακόμη στο σκότος της ειδωλολατρίας. Είχε δεχθεί στο εύφορο έδαφος της τον σπόρο του Ευαγγελικού Κηρύγματος από τον Απόστολο των Εθνών Παύλο, περίμενε όμως να στείλει ο Θεός την μεγαλειώδη μορφή του διδασκάλου και μάρτυρος Του Δημητρίου, για να καρποφορήσει όχι πλέον
«εν τριάκοντα», αλλά «εν εκατόν» (Μάρκ. δ' 8), και να ετοιμαστεί για να αναδειχθεί σε λίγο «η πρώτη μετά την πρώτη», την Κωνσταντινούπολη.
Οι γονείς του ήταν θαυμαστοί για την αρετή της ψυχής τους. Η δε παιδεία του συνταιριασμένη με την ψυχική ευγένεια, την ωραιότητα του σώματος και το άσπιλο της ψυχής, καθιστούσε τον Δημήτριο επάξιο κατοικητήριο του Θεού, ναό αγιασμένο του Υψίστου. Και στην μεν παιδική και την εφηβική ηλικία υπερίσχυσε από όλους τους συνομηλίκους του και δεν υπήρχε κανένα αληθινό αγαθό στο οποίο να μη διέφερε πολύ από τους άλλους.

Όταν δε έφθασε στην ανδρική ηλικία, έδειχνε την φυσική του δύναμη εξασκώντας την ανδρεία και την ρωμαλεότητα και μαθαίνοντας την τέχνη του πολέμου· είχε όμως και άριστο ήθος, ήταν ντροπαλός και γινόταν πιο συμπαθής με την σεμνότητά του.
Το πιο αξιοθαύμαστο και ανθρωπίνως ανέφικτο ήταν ότι η παρθενία του, την οποία ασπάστηκε από την νεότητά του, δεν περιοριζόταν στο σώμα, αλλά βασίλευε και στην ψυχή του.
Αυτά τον έκαναν περιβόητο σε όλους τόσο, πού και ο ίδιος ο βασιλέας εζήτησε να τον γνωρίσει. Καταλαβαίνοντας λοιπόν τον μεγαλοφυή χαρακτήρα του Δημητρίου ο βασιλέας,τον ανεβάζει από την αρχή σε μεγάλη δόξα αναγορεύοντας τον πρώτα συγκλητικό της Θεσσαλονίκης και μετά ανθύπατο και αυθέντη της Ελλάδος, φορώντας του την κατάλληλη
στρατιωτική στολή, το δακτυλίδι στο χέρι, καθώς και τον επίσημο ωρατίωνα (τήβεννο) του υπάτου. Όταν ο βασιλέας τον κόσμησε με όλα τα υπατικά διάσημα και του έδωσε στα χέρια τόσο μεγάλη εξουσία, φρόντιζε όλα τα κοινά και διοικούσε τα πάντα νομίμως.
Είναι χαρακτηριστική η πληροφορία πού μας έχει διασώσει η παράδοση σχετικά με την προσωπική του ζωή, ότι δηλαδή την εποχή της υπατείας του είχε ορίσει κάποιον από τους έμπιστους του ανθρώπους να τον ξυπνά συχνά τις νυκτερινές ώρες, ώστε να «προσκαρτερή τη προσευχή και τη δεήσει» (Πράξ. α΄ 14).

Ο Άγιος Δημήτριος διδάσκων
«Ως ωραίοι οι πόδες των Ευαγγελιζομένων...»
Ο θεόσταλτος αυτός προστάτης, σύντροφος και διδάσκαλος των Θεσσαλονικέων, γέμιζε την πόλη από ορθοδοξία και κατατρόπωνε όσους είχαν διαφορετικό φρόνημα. Έλεγαν οι παλαιοί, ότι εκείνοι πού εμβάθυναν στα θεια ζητούσαν να εξακριβώσουν ποιος είναι ο λόγος, για τον οποίο η φήμη του μάρτυρος αυτού, πού έστεψε ο Θεός φύλακα της
Θεσσαλονίκης, απλώθηκε τόσο πολύ• και βεβαιώθηκαν ότι αυτό συνέβη όχι τόσο εξαιτίας των σωματικών θεραπειών πού γίνονταν από την προσευχή του, όσο για την κάθαρση των ψυχών πού γινόταν με την διδαχή του.
Έτσι λοιπόν πολλοί απολαμβάνοντας την γλυκύτατη διδασκαλία του μάρτυρος απομακρύνθηκαν από το πικρό σκοτάδι της απάτης και ασπάσθηκαν τον Χριστιανισμό μπαίνοντας στον χώρο πού λάμπει το γλυκό φώς της αληθείας.
 
Μπροστά στον τύραννο
Επειδή ο Δημήτριος, δεν ζούσε κρυφά την χριστιανική ζωή ούτε ήταν νυκτερινός μαθητής του Χριστού, αλλά μάλλον διδάσκαλος της αληθείας, ο οποίος άφοβα και φανερά ομολογούσε την ευσέβεια, ανακαλύπτεται εύκολα απ' αυτούς, πρώτα αποκαλύπτουν τα σχετικά μ' αυτόν στον βασιλέα, ότι δηλαδή είναι Χριστιανός και καταφρονεί τους θεούς τους.
Ακούγοντάς τα λοιπόν αυτά ο βασιλέας κυριεύτηκε συγχρόνως από έκπληξη, ανία, δέος και οργή. Αλλά επειδή δεν ήθελε να το πιστέψει αυτό μόνο από την ακοή και δεν υπέφερε να χάση τέτοιον άνδρα, προτίμησε να το διαπίστωση με τα ίδια του τα μάτια. Διατάζει λοιπόν να φέρουν τον άνδρα μπροστά του.
Όταν αυτός παρουσιάστηκε μπροστά του, δεν έφριξε από το μέγεθος της εξουσίας ούτε δείλιασε μπροστά στις τιμωρίες πού τον περίμεναν ούτε και φοβήθηκε την αγριότητα του δικαστού. Αλλά βλέποντας αυτή την ωμότητα σαν αφορμή για να φανεί καλύτερα ο πόθος πού είχε προς τον Θεό, μπαίνει αμέσως σαν λιοντάρι στον αγώνα.
Ο Μαξιμιανός προσπάθησε με ήπιο ύφος να πείσει τον Άγιο να πιστέψει στα είδωλα όμως ο Άγιος του είπε τα εξής:
—Αύτη η πίστη μου στον αληθινό Θεό μού έχει χαρίσει και θα μού χαρίσει στο μέλλον αγαθά άφθαρτα, αναλλοίωτα, αιώνια. Τον Χριστό από μικρό παιδί λατρεύω και δέχομαι ως Προνοητή, Δεσπότη και Θεό μου. Αυτόν μού προτείνεις τώρα να αρνηθώ και να προτιμήσω τα φαύλα; Διότι τί άλλο είναι τα χάλκινα και χρυσά κατασκευάσματα, οι θεοί σου;
Και αν το κάνω αυτό, ποιος φρόνιμος άνθρωπος δεν θα με θεωρήσει ανόητο και απερίσκεπτο;
Ο Μαξιμιανός άρχισε τότε να εξοργίζεται και να τον απειλεί. Αλλά ο Άγιος έμεινε σταθερός στην πίστη ομολογώντας τον Κύριο Ιησού Χριστό.
Χολώθηκε ο Μαξιμιανός και σκέφθηκε ευθύς να επιβάλει την μεγαλύτερη τιμωρία στον Δημήτριο. Συγκράτησε όμως την ορμή του, επειδή δεν μπορούσε να υποφέρει την απώλεια τέτοιου ανδρός. Άκουσε όλα αυτά να τα λέγει ο Άγιος με φρόνημα σταθερό, γενναίο παράστημα και ελεύθερο στόμα, κι εκείνη την στιγμή ανέβαλε την τιμωρία, και τον έστειλε στην φυλακή.
 
Στην φυλακή με τον Άγιο Νέστορα
Στην φυλακή 
Και ενώ ο άγιος προσευχόταν χαρούμενος μέσα στο δεσμωτήριο, ο σατανάς σπεύδει να τον βγάλει από την καλή αυτή ασχολία• στήνει ενέδρα, ξεσηκώνεται δόλια εναντίον του. 
Βλέπει λοιπόν ο αθλητής του Χρίστου έναν σκορπιό να έρπει στην γη με το κεντρί σηκωμένο και έτοιμο να τον χτυπήσει στο πόδι• και σφραγίζοντάς τον με τον σταυρό επικαλέστηκε αυτόν πού έδωσε εξουσία στο πλάσμα του να πατά επάνω σε φίδια και σκορπιούς, και τον θανάτωσε αμέσως και αυτόν και τον νοητό σκορπιό πού κρυβόταν μέσα του. Εκείνη ακριβώς την στιγμή εμφανίζεται θειος άγγελος και του βάζει ένα στεφάνι στο κεφάλι λέγοντας «ειρήνη σοι, αθλητά του Χριστού, ίσχυε και ανδρίζου». Έτσι ο Κύριος πού γρήγορα παρηγορεί «τούς φοβουμένους αυτόν», από την πρώτη στιγμή πού κλείστηκε στην φυλακή, τον βοηθά με αυτό το θαυμάσιο σημείο να είναι ήρεμος και για το μέλλον τον γεμίζει με προθυμία.


Ο Άγιος Νέστορας κατατροπώνει τον φοβερό Λυαίο

Ο Άγιος παρέμεινε στον βρωμερό εκείνο τόπο, στερημένος από τη συναναστροφή ανθρώπων, παρηγορούμενος υπό του Θεού. Ο παράνομος βασιλιάς, χαίρονταν να βλέπει στις θυσίες των ειδώλων αιματοχυσίες και φόνους ανθρώπων. Πρόσταξε τότε να εκτελέσουν τον αγώνα του πεντάθλου, διότι οι βασιλείς των Ελλήνων είχαν αυτή τη συνήθεια. Σε όποια πόλη πήγαιναν για πρώτη φορά, έβαζαν τούς ανθρώπους και έτρεχαν, πάλευαν, έριχναν τον λίθο, πηδούσαν και σκόπευαν με τα δόρατα συγκεκριμένους στόχους. Αυτά τα πέντε αγωνίσματα τα ονόμαζαν πένταθλο και όποιος νικούσε σε ένα από αυτά, τον τιμούσαν οι βασιλείς και του πρόσφεραν δώρα. Ο βασιλιάς κάθισε σε τόπο υψηλό για να βλέπει τα αγωνίσματα. Ένας από αυτούς πού πάλευαν ήταν άνθρωπος του βασιλιά και ονομαζόταν Λυαίος και ήταν από την πόλη Ουάνδηλα της Σκυθίας.
Ήταν ψηλός και δυνατός και ο βασιλιάς τον είχε μαζί του για να του προξενεί τιμή και έπαινο. Επιπλέον δε, ο βασιλιάς για τις νίκες του, του χάριζε πλούσια δώρα. Κάποιος νέος από την Θεσσαλονίκη, ωραίος στην όψη, ο Άγιος Νέστορας, ο οποίος ήταν κρυφός χριστιανός και γνωστός του Αγίου Δημητρίου, βλέποντας τον Λυαίο να φονεύει τούς ανθρώπους και ο βασιλιάς να ευχαριστείται για τις νίκες του, αλλά και θέλοντας να δει τη δύναμη του αληθινού Χριστού του Θεού, πήγε στο λουτρό πού ήταν φυλακισμένος ο Άγιος Δημήτριος και του είπε: «Δούλε του Θεού, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και αύθέντα μου, ο μιαρός βασιλιάς χαίρεται με τις πράξεις του Λυαίου. Η ψυχή μου επιθυμεί να παλέψει μαζί του, μόνον ευλόγησόν με και ενδυνάμωσαν με να υπάγω να τον νικήσω». Τότε ο Άγιος Δημήτριος εποίησε το σημείο του σταυρού στο μέτωπο του Νέστορος και του είπε: «Ύπαγε και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χρίστου θα μαρτυρήσεις». Αναχώρησε λοιπόν ο Νέστορας και πήγε στον τόπο όπου γινόταν ο αγώνας τής πάλης και αμέσως φώναξε: «Ω Λυαίε, έλα να παλέψουμε οι δύο». Ο βασιλιάς, ο όποιος καθόταν σε ψηλότερο μέρος, μόλις είδε τον Νέστορα, νέο στην ηλικία, είκοσι περίπου ετών, μήνυσε σ’ αυτόν να πάει μπροστά του και του είπε: «Νεανία, δεν λυπήθηκες τη ζωή σου, αλλά ήλθες να παλέψεις με τον Λυαίο; Δεν βλέπεις πόσους νίκησε; Δεν βλέπεις πόσα αίματα έχυσε; Δεν λυπάσαι την ομορφιά και τα νιάτα σου; Μήπως αναγκάζεσαι από τη πτωχεία να επιθυμείς τον θάνατο σου; Δεν πρέπει όμως να συμπλακείς με τον Λυαίο για να μη θανατωθείς. Αν δε είσαι πτωχός, να σε πλουτίσω εγώ, μόνο να μην απολέσεις τη ζωή σου». Ο Νέστορας απάντησε στο βασιλιά: «Εγώ πτωχός δεν είμαι, ούτε καταφρονώ τη ζωή μου, αλλά και πλούτο έχω και τη ζωή μου αγαπώ. Θέλω όμως να παλέψω με τον Λυαίο για να λάβω τιμή, διότι αν και είμαι πλούσιος, τιμή όμως δεν έχω, επομένως τι θέλω τον άτιμον πλούτον; Αγαπώ λοιπόν να τιμηθώ και να φανώ καλύτερος από τον Λυαίο, διά τούτο αποφασίζω να κινδυνεύσω». Όταν ο βασιλιάς είδε ότι ο νέος δεν ακούει, τον άφησε. Ο Άγιος Νέστωρ, αμέσως πλησίασε τον Λυαίο, έρριψε το επανωφόριό του και φώναξε: «Ο Θεός του Δημητρίου βοήθεν μοι». Αμέσως με το σπαθί του χτύπησε τον Λυαίο στο κέντρο της καρδίας του, οπότε αυτός έπεσε νεκρός. Ο βασιλιάς ταράχθηκε. Κάλεσε τον Νέστορα και του είπε: «Νέε, με ποιες μαγείες νίκησες τον Λυαίο; Αυτός φόνευσε τόσους ανθρώπους δυνατότερους από εσένα και εσύ πώς τον θανάτωσες;». Ο Άγιος Νέστορας απεκρίθη: «Εγώ βασιλιά μου δεν ενίκησα τον Λυαίο με μαγείες, αλλά με τη δύναμη του Ιησού Χριστού, του αληθινού Θεού». Ο βασιλιάς εξοργίστηκε και διέταξε έναν από τούς άρχοντες, τον Μαρκιανό, να εκβάλει τον Νέστορα έξω από τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη και να τον αποκεφαλίσει με το σπαθί του. Και έτσι ετελειώθη ο Άγιος Νέστωρ κατά τον λόγο του Αγίου Δημητρίου.


Το μαρτύριο – Αρχή θαυμάτων
Από εδώ αρχίζουν να διαβάλλουν επίμονα τον Δημήτριο ψιθυρίζοντας ότι αυτός είναι ο αίτιος της σφαγής του Λυαίου. Διατάζει λοιπόν να θανατωθεί ο Άγιος με λόγχες μέσα στα καμίνια του λουτρού πού ήταν φυλακισμένος. Έτσι κι έγινε.Σπεύδουν οι στρατιώτες στην φυλακή, για να λογχεύσουν τον Άγιο και να υπερασπιστούν έτσι τον βασιλέα και την ειδωλολατρία. Και ο γνήσιος μαθητής του Χριστού ανοίγει τις αγκάλες του, για να τον κτυπήσουν στα καίρια μέρη. Σηκώνει το δεξί του χέρι για να τον λογχίσουν στην πλευρά σαν τον Χριστό. Δέχεται κατόπιν πολλές πληγές με τα κοντάρια,
πού πέρασαν τις σάρκες του τρυπώντας και τις απέναντι πλευρές από την εσωτερική μεριά και πολλαπλασιάζοντας έτσι το πάθος της ζωηφόρου πλευράς του Κυρίου του, πού λογχεύθηκε επάνω στον Σταυρό. Γέμισε το σώμα του πληγές και το στόμα του ύμνους στον Θεό.
Η σάρκα σου σπαράχθηκε για τον Θεό, και το αίμα σου χύθηκε σαν νερό στην γη αρδεύοντας μαζί με τον ιδρώτα σου την Θεσσαλονίκη και καθιστώντας την γη της εύφορη και εκλεκτή, ώστε να καρποφορήσει σωτήρια συγκομιδή.
Έτσι έγιναν όλα αυτά, στις 26 Οκτωβρίου του σωτηρίου έτους 304, και το νεκρό σώμα του μάρτυρος ο Μαξιμιανός διέταξε να το ρίξουν σε ένα πηγάδι πού υπήρχε εκεί. Αλλά δεν ήταν δυνατόν ο Θεός, για τον οποίο θυσιάστηκε εκείνο το σώμα, να το παραβλέψει. Αλλά κάποιοι από τους φιλοχρίστους με την προτροπή Εκείνου ήλθαν την νύκτα και βρίσκοντάς το ριγμένο εκεί χωρίς καμία τιμή, αυτό πού ήταν τόσο πολύτιμο, το έβγαλαν και το περιποιήθηκαν με ευλάβεια. Ύστερα οι φίλοι του Θεού τον θάπτουν και τον
σκεπάζουν με χώμα στο σημείο όπου μαρτύρησε.
Κάποιος δε από τους υπηρέτες του άγιου πού βρισκόταν εκεί μπροστά την ώρα του μακαρίου του τέλους, έβγαλε την ματωμένη χλαμύδα την ποτισμένη με το θειο εκείνο αίμα του μάρτυρος και βούτηξε το δακτυλίδι πού φορούσε στο μαρτυρικό αίμα, έκανε δε μ' αυτό πολυάριθμα θαύματα. Και δεν υπήρχε αρρώστια ούτε πονηρό πνεύμα πού δοκιμάζοντας την δύναμη του να μη νικήθηκαν αμέσως και να μην τράπηκαν σε φυγή, τόσο ώστε να γεμίσει από αυτή την φήμη των θαυμάτων όλη η πόλη της Θεσσαλονίκης.Και ήταν φυσικό να μην ξεφύγει αυτό από τον φθόνο του Μαξιμιανού. Γι' αυτό συλλαμβάνεται αμέσως και ο υπηρέτης πού προκάλεσε αυτό το αγαθό και αποκεφαλίζεται. Το όνομα της περιοχής πού έγινε η σφαγή του είναι «τριβουνάλιο», πού σημαίνει βήμα του στρατηγού, και το όνομα του καλού υπηρέτη Λούππος. Η μνήμη του εορτάζεται μαζί με του Αγίου Νέστορος στις 27 Οκτωβρίου.
Αλλά και η Θεσσαλονίκη συμφιλιώθηκε όλη με τον Θεό διά μέσου του θανάτου του Δημητρίου. Από τότε πολλοί μεγάλοι και περικαλλείς ναοί στόλισαν την Μεγαλόπολη αυτή της αυτοκρατορίας και αργότερα συμπρωτεύουσα του Βυζαντίου, όπως και του σημερινού Ελληνικού κράτους, πού και με την θέα τους μάς ενισχύουν στην πίστη. Όλη η πόλη διακηρύττει με παρρησία την ευσέβεια και καυχάται να ονομάζεται «πόλη του Άγιου Δημητρίου». Κι ενώ ο μάρτυρας ευρίσκεται στον ουρανό, διαμένει με το σώμα του και με τα θαύματά του στην πόλη όπου υπέστη τον βίαιο θάνατο, επιδεικνύοντας με πολλούς τρόπους την κηδεμονία του και ευεργετεί αυτήν και όλη την οικουμένη παντοειδώς με τις αδιάλειπτες προς τον Θεό πρεσβείες του.
Οι συγγραφείς εγκωμίων του Αγίου Δημητρίου, Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Γρηγόριος ο Παλαμάς και Δημήτριος Χρυσολωράς, αναφέρουν ότι το σώμα του Αγίου ετάφη στον τόπο του μαρτυρίου, ο δε τάφος μετεβλήθη σε βαθύ φρέαρ που ανέβλυζε μύρο, εξ ου και η προσωνυμία του Μυροβλήτου.
Στις βυζαντινές εικόνες αλλά και στη σύγχρονη αγιογραφία ο Άγιος Δημήτριος παρουσιάζεται αρκετές φορές ως καβαλάρης με κόκκινο άλογο (σε αντιδιαστολή του λευκού αλόγου του Αγίου Γεωργίου) να πατά τον άπιστο Λυαίο.
Σήμερα ο Άγιος Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης.



 

 Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Μέγαν εὕρατο ἐv τοῖς κιvδύvοις, σὲ ὑπέρμαχοv, ἡ οἰκουμένη, Ἀθλοφόρε τὰ ἔθνη τροπούμενον. Ὡς οὖν Λυαίου καθεῖλες τὴν ἔπαρσιν, ἐν τῷ σταδίῳ θαῤῥύvας τὸν Νέστορα,
οὕτως Ἅγιε, Μεγαλομάρτυς Δημήτριε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τοῖς τῶv ἰαμάτωv σου ῥείθροις Δημήτριε, τὴv Ἐκκλησίαν Θεὸς ἐπορφύρωσεv, ὁ δούς σοι τὸ κράτος ἀήττητοv, καὶ περιέπωv τὴν πόλιv σου ἄτρωτοv· αὐτῆς γὰρ ὑπάρχεις
τὸ στήριγμα.

Κάθισμα
Βασιλεῖ τῶν αἰώνων εὐαρεστῶν, βασιλέως ἀνόμου πᾶσαν βουλήν, ἐξέκλινας Ἔνδοξε, καὶ γλυπτοῖς οὐκ ἐπέθυσας· διὰ τοῦτο θῦμα, σαυτὸν προσενήνοχας, τῷ τυθέντι
Λόγῳ ἀθλήσας στερρότατα· ὅθεν καὶ τῇ λόγχῃ, τὴν πλευρὰν ἐξωρύχθης, τὰ πάθη ἰώμενος, τῶν πιστῶς προσιόντων σοι, Ἀθλοφόρε Δημήτριε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ,
τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον
Φύλαττε τοὺς δούλους σου ἀθλητά, μάρτυς μυροβλύτα τοὺς ὑμνοῦντάς σε εὐσεβῶς, καὶ ρῦσαι κινδύνων καὶ πάσης ἄλλης βλάβης, Δημήτριε τρισμάκαρ ταῖς ἱκεσίαις σου.