Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Ο Γέροντας Παΐσιος διηγείται...........

Η «αμαρτία» του γερο-Αυγουστίνου.

Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο-Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.
Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός.
Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για να τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.
Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας:
Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;

Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ’ την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος.
Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή… χτύπησε το διάβολο !

Περίμενε με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάει στον πνευματικό του να εξομολογηθεί το “αμάρτημά” του.

Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.
Ο πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός, διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε να κοινωνήσω.

Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσκοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα.

Όταν ο παπάς έβαζε την αγία λαβίδα στο στόμα μου, είδα την αγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα και τη μασούσα για να την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, που δεν μπορούσα να την αντέξω.

Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα. Έφυγα γρήγορα για να μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη θεία μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου.

(Παϊσίου μοναχού Αγιορείτου, «Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα»)

Παρουσία Αγίου Νεκταρίου - «Ήλθε ένας Ευρωπαίος…»

Τήν ἱστορία πού τώρα θά διηγηθῶ μοῦ τήν εἶπε ἕνας δάσκαλος τοῦ Δημοτικοῦ μας σχολείου.
«Πέρασαν ἀρκετά χρόνια, χωρίς ν᾿ ἀποκτήσουμε παιδί μετά τόν γάμο μας μέ τήν σύζυγό μου Εἰρήνη. Ἐπί τέλους μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός καρπόν τεκνογονίας, τόν Ἄγγελο.

Ἔτσι τόν βαπτίσαμε. Κάποτε μᾶς ἀρρώστησε. Τόν μεταφέραμε στό νοσοκομεῖο τῆς ἐταιρείας Τζεκαμίν. Οἱ γιατροί τόν ἐθεράπευσαν καί ἐπιστρέψαμε στό σπίτι μας. Ἀλλά, μετά ἀπό λίγες ἡμέρες, ἐπανῆλθε ἡ ἴδια ἀρρώστεια μέ ἄσχημα συμπτώματα.

Ἐκεῖνο τό βράδυ, μετά τό Μικρό Ἀπόδειπνο, ἐψάλλαμε μέ τήν σύζυγό μου τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Κατόπιν «τραβήξαμε» κομποσχοίνι στό ὄνομά του γιά τόν μικρό μας Ἄγγελο. Τότε ἀκούσαμε τόν μικρό νά κλαίει καί νά φωνάζει δυνατά.

Τρέξαμε μέ τήν γυναῖκα μου στό κρεββατάκι του καί τό ρωτήσαμε τί συμβαίνει. Ἐκεῖνο τρομαγμένο καί ἐντυπωσιαμένο μᾶς εἶπε: «Ἦλθε ἕνας εὐρωπαῖος.Ἦλθε ἕνας εὐρωπαῖος». Ἐμεῖς καταλάβαμε ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἐπισκέφθηκε τόν Ἄγγελό μας.

Ἐκείνη τήν νύκτα κοιμήθηκε χωρίς νά ξυπνήσει. Ἐμεῖς σταθήκαμε πάνω ἀπό τό κεφάλι του νά τό κυττάζουμε, μήπως ἀνέβη ἡ θερμοκρασία καί ἀρχίσει νά κλαίη. Ὅμως μέχρι τό πρωΐ κοιμήθηκε εἰρηνικά καί χωρίς πυρετό.

Τό πρωΐ σηκώθηκε χαρούμενο κι ἔτρεξε νά παίξει μέ τά ἄλλα παιδιά.

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος μέ τήν παρουσία του εὐλόγησε καί ἐθεράπευσε τό παιδί μας.


Από τα αρχεία του πατρός Δαμασκηνού Γρηγοριάτο

Συγκλονιστική διήγησις περί κατακρίσεως



Ὁ μακαρίτης πνευματικὸς ἀπὸ τὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων, παπα-Νικόδημος, μοῦ διηγήθηκε τὴν ἀκόλουθη ἱστορία, παρμένη ἀπὸ πατερικὰ Ἁγιορείτικα χειρόγραφα.

Ἕνας πιστὸς χριστιανός, πήγαινε ἐπὶ δεκαπέντε χρόνια στὸν πνευματικό του καὶ ἐξομολογοῦνταν τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες του. Μιὰ μέρα ὅμως, ὅπως συνήθιζε, πῆγε στὸν πνευματικό του νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ ἀνοίγοντας τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του βρῆκε τὸν πνευματικὸ νὰ πορνεύει μὲ μία γυναῖκα. Ἀμέσως βγῆκε ἔξω καὶ φεύγοντας εἶπε στὸν ἑαυτό του: «ἄχ, τί ἔπαθα ἀλοίμονο σὲ μένα, ἐγὼ ἔχω τόσα χρόνια ποὺ ἐξομολογοῦμαι σ᾿ αὐτόν, καὶ τώρα τί θὰ κάνω; Θὰ κολασθῶ; διότι ὅσα ἁμαρτήματα καὶ ἂν μοῦ συγχώρησε, ἐφόσον εἶναι τόσον ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, εἶναι, τί εἶναι; εἶναι ὅλα ἀσυγχώρητα», ἔλεγε καὶ χτυπιόταν ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸ κακὸ ποὺ τὸν βρῆκε καὶ δὲν ἤξερε τί πρέπει νὰ κάνει.

Στὸ δρόμο ποὺ ἔφευγε, δίψασε. Προχώρησε λίγο καὶ μπροστά του βρέθηκε ἕνα μικρὸ ῥεματάκι, στὸ ὁποῖο ἔτρεχε γάργαρο καὶ πεντακάθαρο νερό. Ἔσκυψε καὶ ἤπιε. Ἤπιε τόσο ποὺ χόρτασε καὶ δὲν τοῦ ῾κανε καρδιὰ νὰ φύγει, ἀλλὰ ἤθελε νὰ πιεῖ καὶ ἄλλο ἀπὸ κεῖνο τὸ νεράκι. Σὲ μία στιγμὴ σκέφτηκε μὲ τὸ λογισμό του καὶ εἶπε: «ἂν ἐδῶ χαμηλὰ στὸ ῥέμα εἶναι τόσο καλό, τότε ὅσο πιὸ κοντὰ στὴν πηγή του, ἀπὸ ῾κεῖ ποὺ βγαίνει, τόσο καλύτερο θὰ εἶναι» καὶ μὲ τὴ σκέψη αὐτὴ ξεκίνησε νὰ βρεῖ τὴ πηγὴ τοῦ νεροῦ. Ὅταν ἔφτασε ὅμως ἐκεῖ, τί νὰ δεῖ;! βλέπει, τί βλέπει;! βλέπει τὸ νερὸ νὰ βγαίνει ἀπὸ ἕνα ψόφιο καὶ βρώμικο κουφάρι σκύλου, μέσα ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ σκυλιοῦ νὰ βγαίνει τὸ νερό! Τότε βαθιὰ ἀναστέναξε καὶ εἶπε: «Ἀλλοίμονο σὲ μένα τὸν ἄθλιο, μαγαρίστηκα ὁ ταλαίπωρος καὶ ἤπια ἀπὸ τὸ μολυσμένο αὐτὸ νερό, φαίνεται ὅτι εἶμαι πολὺ ἁμαρτωλὸς καὶ ἀκάθαρτος γιὰ νὰ μοῦ συμβοῦν αὐτὰ τὰ πράγματα».

Στὴν μεγάλη αὐτὴ στενοχώρια ποὺ βρισκόταν, τοῦ παρουσιάστηκε ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ εἶπε: «Γιατί ἄνθρωπέ μου στενοχωριέσαι καὶ λυπῆσαι γιὰ τὰ πράγματα ποῦ σοῦ συμβαίνουν; Ὅταν ἤπιες τὸ νερὸ ἀπὸ τὸ ρεματάκι δὲν εὐχαριστήθηκες ποὺ βρῆκες πολὺ καθαρὸ καὶ δὲν τὸ χόρταινες νὰ πίνεις καὶ τώρα, ποὺ εἶδες τοῦτο ὅτι βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο στόμα τοῦ σκυλιοῦ, λὲς ὅτι μολύνθηκες; Ἂν ἀγαπητέ μου, ὁ σκύλος εἶναι ψόφιος καὶ ἀκάθαρτος, μὴ λυπῆσαι γι᾿ αὐτὸ ἐσύ, διότι τὸ νερὸ ποὺ ἤπιες ἐσὺ κι ὁ κόσμος ὅλος ποὺ πίνει, μπορεῖ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο στόμα τοῦ σκύλου, ἀλλὰ τὸ νερὸ ποὺ βγαίνει δὲν εἶναι δικό του, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, εἶναι τοῦ Θεοῦ τὸ νερό.

Ἔτσι καὶ ὁ πνευματικός σου ποὺ σὲ ἐξομολογοῦσε, ἡ συγχώρηση ποὺ σοῦ ἔδινε δὲν ἦταν δική του, ἀλλὰ ἡ συγχώρηση εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τὴν δίνει, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα τὴν χορηγεῖ σ᾿ αὐτὸν ποὺ καθαρὰ καὶ εἰλικρινὰ ἐξομολογεῖται τὶς ἁμαρτίες του καὶ τὶς ἀδυναμίες του. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, οἱ δωρεὲς καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους δίδονται μέσῳ τῆς ἱεροσύνης ἀπὸ τοὺς κανονικὰ χειροτονημένους καὶ ἔχοντας τὴν ἄδεια τῆς ἐξομολογήσεως καὶ τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, ὅπως εἶπε ὁ Ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστὸς στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους καὶ μαθητάς Του: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον. Ἄν τινων ἀφίεντε τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν, ἀφίενται αὐτοῖς. Ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ἔτσι λοιπὸν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἔδωκαν τὴν ἐξουσίαν αὐτὴν στοὺς ἐπισκόπους καὶ διαδόχους αὐτῶν καὶ ἐκεῖνοι στοὺς κανονικὰ χειροτονηθέντας ἱερεῖς καὶ πνευματικούς. Ἐκ τοῦ λόγου τούτου καὶ διότι τελοῦν τὰ ἅγια Μυστήρια τοῦ Θεοῦ οἱ ἱερεῖς εἶναι ἀνώτεροι κατὰ τὸ ἀξίωμα καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν βασιλέα καὶ ἀνώτατον ἄρχοντα τοῦ λαοῦ. Ἀνώτεροι εἶναι οἱ ἱερεῖς ἀπὸ ὅλους, διότι ὁτιδήποτε κι ἂν εἶναι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στὸν κόσμο, τὰ κοσμικὰ ἀξιώματα, ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ τὸν πνευματικὸ θὰ λάβει τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν του, διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος· αὐτὴ εἶναι ἡ Ἱερὰ Παράδοσις τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας».

Καὶ τώρα, λέγει ὁ ἄγγελος: «Πήγαινε νὰ βάλεις μετάνοια καὶ νὰ ζητήσεις συγχώρηση ἀπὸ τὸν πνευματικό σου ποὺ τὸν εἶδες νὰ ἁμαρτάνει καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σὲ συγχωρήσει γιὰ τὴν κατάκριση ποὺ σὲ βάρος του ἔκαμες. Ὅσο δὲ γιὰ τὴν ἁμαρτία ποὺ ἐκεῖνος ἔκανε, ὁ Θεὸς θὰ τὸν ἐξετάσει καὶ αὐτὸς μόνο θὰ τὸν κρίνει, διότι ἐσὺ εἶδες αὐτὸν νὰ κάνει τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς ὅμως νὰ γνωρίζεις ἂν αὐτὸς μετανόησε, ἢ τὸν τρόπο τῆς μετανοίας του. Ἔτσι ἐσὺ δὲν ἔχεις, ἐσὺ μὲν ἔχεις τὴν ἁμαρτία τῆς κατακρίσεως, ἐκεῖνος δέ, ἂν μετανοήσει θὰ τρυγήσει τοὺς καρποὺς τῆς μετανοίας καὶ τῆς διορθώσεώς του. Δὲν μποροῦμε λοιπὸν νὰ κρίνουμε κανέναν ἄνθρωπο».

Ὅταν ὁ ἄγγελος λοιπὸν τὰ εἶπε αὐτά, στὸν πιστὸ ἐκεῖνο χριστιανό, ἔγινε ἄφαντος. Ὁ δὲ χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀγγέλου, γύρισε πίσω· πῆγε στὸν πνευματικό του, στὸν ὁποῖο διηγήθηκε ὅλα ὅσα εἶδε καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἄγγελο Κυρίου καὶ ἔβαλε μετάνοια καὶ ὅταν εἶπε τὰ διατρέξαντα στὸν πνευματικό, ὅπως τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, ὁ πνευματικὸς μὲ δάκρυα στὰ ματιὰ μετανόησε, ἔκλαψε πικρὰ καὶ ζήτησε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Πολυέλεο, Πολυεύσπλαχνο καὶ Πανάγαθο Θεὸ καὶ διόρθωσε τὰ κακῶς διαπραττόμενα πρὸς δόξα Θεοῦ καὶ ψυχῆς σωτηρία αὐτοῦ.

Ὅταν μοῦ διηγήθηκε αὐτὰ ὁ πνευματικός μου, παπα-Νικόδημος, συνέχισε τὸν λόγο του καὶ μὲ ἀγάπη μου εἶπε: «γι᾿ αὐτὸ ἀδελφέ μου, Χαράλαμπε, (αὐτὸ ἔλαβε χώρα τὸ 1934, ποὺ δὲν ἤμουνα ἀκόμη μοναχός, καὶ μ᾿ ἔλεγε μὲ τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά μου), δὲν ἔχουμε δικαίωμα ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐξετάζουμε τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων, ἀλλότριον ἱκέτην;» (πρὸς Ρωμαίους ἀναφέρεται αὐτό). Πολὺ δὲ περισσότερο νὰ κρίνουμε τοὺς κληρικούς, τοὺς ἱερωμένους, τοὺς πνευματικούς, καὶ γενικὰ τοὺς ῥασοφόρους, τοὺς ὁποίους σκληρότατα δοκιμάζει ὁ Θεὸς καὶ μὲ μεγάλη πονηρία καὶ μαεστρία πολεμεῖ ὁ διάβολος, ὅπως λέει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε, καὶ ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε κριθήσετε, καὶ ἐν ᾧ μέτρω μετρεῖτε μετρηθήσετε ὑμῖν! Ἐμεῖς ὀφείλομε νὰ συγχωροῦμε τὰ σφάλματα τῶν ἄλλων καὶ νὰ μετανοοῦμε, νὰ κρίνουμε καὶ νὰ τιμωροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ μόνον. Ἂν θέλουμε νὰ σωθοῦμε νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλλους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέει: ἐὰν ἀφήνετε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Θεὸς τὰ παραπτώματα ὑμῶν, κατὰ τὸ ἄφετε καὶ ἀφεθήσεται ὑμῖν.

Ναί, ἀδελφοί μου, ἡ κατάκρισις εἶναι μεγάλη ἁμαρτία καὶ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ ἀσχολούμεθα μὲ τὰ ἐλαττώματα καὶ μὲ τὶς παραβάσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων! Δὲν ἔχουμε καμιὰ δουλειὰ ἐμεῖς. Ὁ καθένας ὅ,τι κάνει τὸ κάνει γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐμεῖς ὀφείλομε μόνο ὅ,τι βλέπουμε, ὅ,τι ἀκοῦμε νὰ συγχωροῦμε καὶ νὰ ἀγαποῦμε καὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ τοὺς βοηθοῦμε ὅσο εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τὴ δική μας τὴν πλευρά.

Γέρων Πανάρετος Φιλοθεΐτης

Αυτοκυριαρχία - Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς





Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να κυριαρχούν στην καρδιά τους, ακόμα λιγότερο μπορούν να κυριαρχούν στη γλώσσα τους.

Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να βάλουν τάξη στην ζωή τους, ακόμα λιγότερο μπορούν να βάλουν τάξη στο κράτος.

Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν αν δουν κόσμο μέσα τους, ακόμα λιγότερο μπορούν να δουν τον εαυτό τους στον κόσμο.

Οι άνθρωποι, που δεν μπορούν να συμμετέχουν στον πόνο του άλλου, ακόμα λιγότερο μπορούν να συμμετέχουν στη χαρά του άλλου.

Κράτα όλα τα πράγματα στην κατάλληλη απόσταση, μόνο την ψυχή σου πλησίασε όσο περισσότερο στον Θεό.

Εάν χύσεις νερό στην φωτιά, δεν θα έχεις ούτε νερό ούτε φωτιά.

Εάν επιθυμήσεις το ξένο, θα μισήσεις το δικό σου και θα χάσεις και τα δυο.

Εάν πλησιάσεις την υπηρέτρια όσο και την γυναίκα σου, δεν θα έχεις ούτε υπηρέτρια ούτε γυναίκα.

Εάν πίνεις συχνά στην υγεία του άλλου, θα χάσεις τη δική σου.

Εάν ασταμάτητα μετράς χρήματα του άλλου, όλο και λιγότερο θα έχεις δικά σου.

Εάν ασταμάτητα μετράς τις αμαρτίας του άλλου, οι δικές σου θα αυξάνονται!

Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς

Τα δύο είδη ταπεινώσεως: Η άκτιστη-Θεία και η κτιστή-ασκητική


gerontas-sophronios-essex-02
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να ταπεινωθούμε, για να ομοιάσουμε προς Αυτόν. Η ταπείνωση, σε αντίθεση με την υπερηφάνεια, ανοίγει την καρδιά με κίνηση αγάπης προς όλη την κτίση· κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ευτυχής βλέποντας τους άλλους σε δόξα. Καθιστά τον άνθρωπο αληθινά θεοειδή. Ελκύει σε αυτόν το Άκτιστο Φως του Θεού. Εμπνέει τη δίψα να ομοιωθεί με Αυτόν σε όλα τα επίπεδα. Κάποια χροιά της ταπεινώσεως της Θείας αγάπης έχει η αγάπη της μητέρας προς το παιδί της. Αυτή υπηρετεί το βρέφος, υποδουλώνει τον εαυτό της, χωρίς να αισθάνεται καμία εξουδένωση. Έτσι και στην αγάπη του Χριστού δεν υπήρξε εξουδένωση, όταν Αυτός, δίνοντάς μας υπόδειγμα, ένιψε τα πόδια των Αποστόλων κατά τον Μυστικό Δείπνο. Η αγάπη του Χριστού θέλει να υπηρετήσει τους «μικρούς» και αδυνάτους του αιώνος αυτού.
Δεν θα μας έδινε ο Κύριος την εντολή, «μη καταφρονήσητε ενός των μικρών τούτων» (Ματθ. 18,10), αν ο Ίδιος δεν ενεργούσε με αυτό τον τρόπο. Η γνήσια πνευματική αγάπη ασπάζεται τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια του Χριστού, που μας χάρισε την ουράνια αυτή κατάσταση. Η αγάπη του Χριστού, ως φορέας της αιωνιότητος που δεν γνωρίζει θάνατο, παραδίδεται στην υπηρεσία ή ακόμη και στην καταδαπάνησή της για τους άλλους.
Αυτό το Φως της αιωνιότητος είναι βεβαίως καθαρή δωρεά. Εμείς τίποτε δεν έχουμε «ως μη λαβόντες» (βλ. Α’ Κορ. 4,7). Ωστόσο το καθαρό αυτό δώρο αφομοιώνεται από μας με δύσκολο αγώνα, με τη σταύρωση μας. Και αυτό, για να μπορέσει ο Κύριος κατά την έσχατη κρίση να μας αποδώσει εκείνο που ο Ίδιος πραγματοποίησε μέσα μας με τον ερχομό Του.
Από την άλλη πλευρά δεν μπορώ να συναισθανθώ τον εαυτό μου ελεύθερο στην πράξη της αγάπης, αν η αγάπη ήταν μόνο ευχαρίστηση. Όταν είμαι «σταυρωμένος», τότε έχω την τόλμη να πω στον Πατέρα: «Σε αγαπώ», και η καρδιά γνωρίζει ότι η αγάπη αυτή είναι αληθινή και αγία. Έτσι ο Θεός ζητά αφορμή να καταγράψει σε μας κάθε καλή μας ενέργεια· εμείς όμως όλα τα αποδίδουμε σε Εκείνον. Επειδή δεν βρίσκουμε μέσα μας τίποτε άξιο της αιώνιας Βασιλείας, γινόμαστε κληρονόμοι και κάτοχοι της στην πληρότητα.
Ο Γέροντας Σιλουανός πριν από τη μακαρία λήξη του είπε: «Δεν ταπεινώθηκα ακόμη». Στις γραφές του Γέροντα χωρίς κόπο βρίσκουμε δύο είδη ταπεινώσεως: την ασκητική και τη θεία. Από ασκητική άποψη η ταπείνωση εκδηλώνεται με τη συναίσθηση του εαυτού μας ως «χειρίστου πάντων». Η Θεία όμως ταπείνωση δεν επιδέχεται σύγκριση. Είναι οντολογικό κατηγόρημα της Θείας Αγάπης. Η Αγάπη αυτή είναι απλή, χωρίς ίχνος υπερηφάνειας ή έπαρσης. Ο Θεός είναι ταπεινός· αντίθετος στην υπερηφάνεια. «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάν. 4,8), ενώ η υπερηφάνεια αντιτάσσεται στην αληθινή αγάπη. Η ταπείνωση του Θεού έγκειται στο ότι Αυτός παραδίδει τον Εαυτό Του χωρίς όρια, σε όλη την πληρότητά Του. Αναφέρεται στη Γραφή: «Ο Θεός υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν» (Ιωάν. 4,6· Α’ Πέτρ. 5,5). «Αντιτάσσεται» σημαίνει δεν δέχεται αιώνια ένωση με τους υπερηφάνους· τους αφήνει να βασανίζονται στην υπερήφανη απομόνωσή τους, στην χωρίς αγάπη αποκοπή τους από τον Θεό και τα άλλα λογικά κτίσματα.
Λέγοντας ότι «ακόμη δεν ταπεινώθηκα» ο Γέροντας είχε υπ’ όψιν του τη Θεία «απερίγραπτη ταπείνωση», που γνώρισε κατά την εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν. «Ακόμη δεν ταπεινώθηκα» σημαίνει, γνώρισα την ταπείνωση «Πνεύματι Αγίω», αλλά δεν μπόρεσα να την αποκτήσω στην πληρότητα.
Η αυτοεξουδένωση του Γέροντα δεν πρέπει να μας αποκρύπτει εκείνο που ο ίδιος έλεγε: «Αν κρατούσε ακόμη μία στιγμή η όραση (του Ζώντος Χριστού), θα πέθαινα». Συνεπώς, δεν μπορεί ο άνθρωπος «να αποκτήσει την ταπείνωση αυτή» και να παραμείνει ζωντανός. Θυμάμαι ότι κάποτε ο Γέροντας μου είπε: «Η γήινη φύση μας δεν αντέχει την τέλεια χάρη … Είναι ευκολότερο να κρατήσει κάποιος με γυμνά χέρια αναμμένα κάρβουνα, παρά να βαστάξει το ουράνιο αυτό πυρ». Το πυρ αυτό καταβροχθίζει όλα εκείνα, που ούτως ή άλλως υπόκεινται στη φθορά: «Σαρξ και αίμα Βασιλείαν Θεού κληρονομήσαι ου δύνανται, ουδέ η φθορά την αφθαρσίαν κληρονομεί» (Α’ Κορ. 15,50). Είναι απαραίτητη η μεταποίησή της σε άλλο, σε πνευματικό σώμα, όμοιο με το Σώμα του αναστάντος Χριστού, όπου «θάνατος ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9).
Η χριστιανική ασκητική πράξη έχει κενωτικό χαρακτήρα. Η δική μας «κένωση» (αυτοελάττωση) στη δεδομένη κατάσταση είναι απαραίτητη εξαιτίας της πτώσεως μας στην υπερηφάνεια. Για τη δική μας όμως σωτηρία ο Θεός προχωρεί ασυγκρίτως μακρύτερα· εμείς ποτέ δεν Τον φτάνουμε στην αυτοσμίκρυνσή Του. Σε Αυτόν ως Απόλυτο είναι χαρακτηριστικό σε όλα να προχωρεί στο άπειρο, όπου εμείς δεν τολμάμε να πάμε. Η Λειτουργία μας συνδέεται με τις κοσμοσωτήριες πράξεις του Χριστού. Με το αγιότατο αυτό μυστήριο μαθαίνουμε να ζούμε τον αιώνιο χαρακτήρα της «κενώσεως» του Λόγου του Πατρός. Την κένωση του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού είναι δυνατόν να συλλογιστούμε θεολογικά, παραμένοντας στα όρια της Προς Φιλιππησίους Επιστολής (2,4-11)· επιτρέπεται όμως επίσης να προχωρήσουμε πέρα από τα όρια αυτά στη θεωρία μας για τον Ίδιο τον Θεό, δηλαδή στο άναρχο Είναι Του.
Κένωση επίσης διαπιστώνουμε στο ότι ο Δημιουργός όλης της κτίσεως προσέλαβε το «ομοίωμα» του κτιστού και τη «μορφήν δούλου»: σάρκωση-Θεανθρώπινη. Τον γνωρίζουμε ως πραγματικό άνθρωπο, αν και δεν έπαυσε να είναι Θεός. Απορρίπτουμε την επικίνδυνη ιδέα του «δοκητισμού». Είναι αληθινά Θεάνθρωπος. Κατά την Ανάληψή Του δεν παρατηρήθηκε φαινόμενο «αποσαρκώσεως».
Συνεπώς, η κένωση δεν τελείωσε στον Σταυρό, ούτε στον Τάφο και την Κάθοδο στον άδη, ούτε στην Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Δεν πρέπει να Τον εννοήσουμε μόνο στα όρια αυτά, αλλά να δούμε την «κένωση» και στο ότι Αυτός, ως Φορέας του ιδίου Είναι με το Είναι που έχει ο Πατέρας, δηλαδή ίσος προς τον Πατέρα, Αυτός παραδίδει τα πάντα στον Πατέρα Του. Από αυτό παρατηρούμε ότι και ο Πατέρας στην προαιώνια Γέννηση του Υιού εξέχεε όλο το πλήρωμά Του, εναποθέτοντάς το στον Γεννώμενο: Πατρική Κένωση. Στον Θεό λοιπόν της Αγάπης είναι χαρακτηριστική η απολυτότητά της. Με ακατάληπτο για μας τρόπο συνδυάζονται στον Θεό δύο ακρότητες: από τη μία η πληρότητα του Είναι και από την άλλη η πληρότητα της αυτοσμικρύνσεως-ταπεινώσεως. Ο Θεός μας είναι απόλυτος σε όλες τις κινήσεις Του: απόλυτος στο «μεγάλο», αλλά και άπειρος στο «μικρό».
Μας αποκαλύφθηκε η άπειρη Αγάπη στην ενότητά της με την εξίσου άπειρη Ταπείνωση. Στην ταπείνωση υπάρχει το μεγαλείο. Επειδή ο Χριστός ταπείνωσε τον Εαυτό Του, Του δόθηκε όνομα, επάνω από κάθε άλλο όνομα: «Πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται» (Λουκ. 14,11). Και οι πατέρες μας πίστευαν ότι, αν μόνη η υπερηφάνεια αρκούσε για την πτώση, τότε δεν αρκεί άραγε για τη σωτηρία και μόνη η ταπείνωση;
(Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Το μυστήριο της Χριστιανικής ζωής, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 2010 σ. 399- 403).

Οι Γέροντες Ευλόγιος († 11 Απριλίου 1948) και Παχώμιος († 22 Απριλίου 1974) και η πνευματική τους σχέση με τον Χατζή–Γεώργη



askites3Ο Γερο–Ευλόγιος ο υποτακτικός του Χατζή – Γεώργη
Πάνω από τις Καρυές, προς το Βατοπέδι, είναι το Κελλί του Αγίου Γεωργίου «Φανερωμένου». Εκεί ασκήτευαν έξι «Χατζή–Γεωργιάτες» με Γέροντα τον μεγαλύτερο παραδελφό τους, Γερο–Ευλόγιο. Αργότερα δε, είχαν προστεθή άλλοι δύο αδελφοί στην Συνοδία τους, ο Πατήρ Παχώμιος και ο Πατήρ Γεώργιος, και έγιναν εγγόνια του Χατζή – Γεώργη.
Χαίρεται κανείς, όταν βλέπη αυτή την αγία Πατερική συνέχεια και θεία μετάδοση της Καλογερικής, από τους Όσιους Παππούδες στον Όσιο Πατέρα Χατζή – Γεώργη, και από τον Πατέρα στα παιδιά και στα εγγόνια! Αξίζει, φυσικά, να γράψη πολλά γι’ αυτούς, όπως και για τον Γερο–Εύλόγιο. Επειδή όμως έγραψε και ένας Πατέρας από την Σιμωνόμετρα, πατριώτης του, γι’ αυτό εγώ θα περιοριστώ μόνο σ’ ένα περιστατικό από το τέλος της ζωής του, πως πάλευε με τους δαίμονες μέχρι τα βαθιά του γεράματα ο αθλητής του Χριστού Γερο–Ευλόγιος!
Όταν είχε γεράσει πιά ο Γέροντας, αφού είχε περάσει τα εκατό του χρόνια, καθόταν σ’ έναν καναπέ και έλεγε συνέχεια την ευχή. Μια μέρα λοιπόν οι δύο υποτακτικοί του, ο Πατήρ Παχώμιος και ο Πατήρ Γεώργιος, είχαν πάει να μάσουν ελιές, και ο Γέροντας έκλεισε την πόρτα και ακουμπισμένος στον καναπέ έλεγε την ευχή. Για μια στιγμή άκουσε πολύ θόρυβο μέσα στο κελλί του και διέκοψε την ευχή, Όρμησαν τότε επάνω του τριάντα δαίμονες, τον πέταξαν κάτω στο πάτωμα και τον έδειραν γερά. Φυσικά, δεν μπορούσε να σηκωθή πιά το Γεροντάκι μετά από τόσο πολύ ξύλο! Όταν έγινε μεσημέρι, γύρισαν οι Πατέρες από την δουλειά και φώναζαν τον Γέροντα να τους άνοιξη την πόρτα. Αλλά που να ακούση το καϋμένο Γεροντάκι και πως να σηκωθή στην κατάσταση που βρισκόταν; Ο Πατήρ Γεώργιος, ανήσυχος, πέρασε από ένα παραθυράκι, άνοιξε την πόρτα, και προχώρησαν και oι δύο Πατέρες με αγωνία στο κελλί του Γέροντα. Αλλά τι να ιδούν; Τον Γερο–Ευλόγιο πεσμένο στο πάτωμα, χτυπημένο και να τους λέη ψύχραιμα:
—Ακούς! τριάντα δαίμονες μαζεύτηκαν, για να με δείρουν! δεν ήταν ένας και δύο!
Στο κελλί του είχε έναν ξύλινο Σταυρό κρεμασμένο και μπροστά του συνήθως προσευχόταν. Κάποτε, την ώρα που προσευχόταν, ήρθε ένας διάβολος από το παράθυρο, για να πειράξη τον Γέροντα.
Βλέπει ξαφνικά ο Γερο–Ευλόγιος τον Σταυρό να ξεκρεμιέται μόνος του, να πλησιάζη τον διάβολο, και να εξαφανίζεται αμέσως ο έξω από εδώ. Μετά είδε πάλι τον Σταυρό μόνο του να ξανακρεμιέται στην θέση του.
Έτσι αγωνιζόταν ο Γερο–Ευλόγιος μέχρι τα εκατόν οκτώ του χρόνια. Και αφού ωρίμασε πιά πνευματικά και έπρεπε να αναχώρηση απ’ αυτή την ζωή για την αιώνια με τον πνευματικό του πλούτο, έλαβε πληροφορία από τον Θεό να ετοιμασθή και να ετοιμάση και τα Καλογέρια του, δίνοντας τις τελευταίες του συμβουλές μαζί με την ευχή του:
— Εγώ, Καλογέρια μου, φεύγω πιά, πηγαίνω κοντά στον Άγιο Αντώνιο. Αργότερα θα έρθετε κι εσείς εκεί κοντά, στον Παράδεισο. Εσύ, Πάτερ Γεώργιε, θα ζήσης ογδόντα χρόνια.
Ζήτησε μετά και κοινώνησε και ανεπαύθη εν Κυρίω ο ευλογημένος του Θεού Ευλόγιος, στις 11-4-1948.
Ο Πατήρ Γεώργιος λοιπόν, όταν έκλεισε τα ογδόντα, έλεγε:
— Εφέτος θα πεθάνω∙ έτσι μου είπε ο Γέροντας.
Ο γιατρός βλέποντας την δυνατή κράση του, του έλεγε:
— Εσύ θα ζήσης άλλα τριάντα χρόνια.
Μόλις έκλεισε τα ογδόντα ο Πατήρ Γεώργιος, έκλεισε και τα μάτια του, και όλοι θαύμασαν!
Ο Γερο–Παχώμιος· ο υποτακτικός του Γερο–Ευλόγιου και εγγονός του Χατζή–Γεώργη
Όπως και για τον Γερο–Ευλόγιο, έτσι και για τον ευλογημένο υποτακτικό του, τον Πατέρα Παχώμιο, θα αναφέρω και γι’ αυτόν κάτι από το τέλος της ζωής του, και οι ευλαβείς αγωνιστές, που έχουν αγνούς λογισμούς, θα καταλάβουν την εξαγνισμένη ψυχή του Γερο-Παχώμιου!
Τρεις μέρες λοιπόν πριν από τον θάνατο του, ημέρα Πέμπτη, ο Γερο–Παχώμιος κάλεσε τον Πατέρα Γεώργιο και του λέει:
— Κάνε αγάπη, Πάτερ Γεώργιε, και πήγαινε στην Κολετσού να αγοράσης ψάρια για την Πανήγυρη του Αγίου Γεωργίου, που έχουμε την Δευτέρα. Να αγοράσης όμως αυτή την φορά πολλά ψάρια, γιατί θα έχετε δυο Πανηγύρια εσείς. Εγώ θα γιορτάσω στον Ουρανό με τον Άγιο Γεώργιο∙ δεν θα είμαι μαζί σας.
Πηγαίνει αμέσως στην Κολετσού ο Πατήρ Γεώργιος, φέρνει τα ψάρια και τα ετοιμάζει, για να μή χαλάσουν.
Την Παρασκευή ο Γερο–Παχώμιος στέλνει πάλι τον Πατέρα Γεώργιο να καλέση τους Πατέρες για την Πανήγυρη και του λέει:
— Να πής στους Πατέρες να κανονίσουν και τις δουλειές τους, γιατί θα έχουν δυο Πανηγύρια: την κηδεία μου με το μνημόσυνο και την επομένη την μνήμη του Αγίου Γεωργίου.
Ο Πατήρ Γεώργιος το ανήγγειλε στους Πατέρες, όπως του είπε ο Γερο–Παχώμιος. Το Σάββατο το πρωί τον έστειλε να ειδοποιήση τον Παπα – Δημήτρη να έλθη να τον κοινωνήση. Μόλις είδε τον Ιερέα, άρχισε να ψέλνη χαρούμενος Του Δείπνου σου του μυστικού και μόλις κοινώνησε είπε «Δόξα τω Θεώ!» Ασπάσθηκε μετά τους Πατέρες, που βρίσκονταν κοντά του, και έφυγε για τους Ουρανούς η αγιασμένη του ψυχή το έτος 1974, στις 22 Απριλίου.
Την Κυριακή έγινε η κηδεία και το μνημόσυνο με την τράπεζα της μιας Πανήγυρης, και την Δευτέρα γιόρτασαν τον Άγιο Γεώργιο, κι έγινε το δεύτερο Πανηγύρι. Ο Πατήρ Παχώμιος όμως γιόρτασε με τον Άγιο Γεώργιο στον Ουρανό, όπως είπε, και χόρτασε από τα κάλλη του Παραδείσου και μέθυσε από το πνευματικό κρασί της αγάπης του Θεού μαζί με τον Άγιο Γεώργιο.
Ο Καλός Θεός να αξιώση και εμάς να γευθούμε λίγο απ’ αυτό. Αμήν.
Πηγή: Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα

Συνομιλία με τον τυφλό π. Διονύσιο της Κολιτσού


kolitsou



Γέροντα, η καθημερινή ζωή εδώ στο κελλί σας είναι όπως ήταν και παλιά;
Ναί. Εμείς, επειδή κάναμε και λίγα χρόνια στη Σκήτη Μάγκουρα στην πατρίδα μας, γνωρίζαμε το τυπικό. Από τότε δεν αλλάξαμε. Την ημέρα κουραζόμασταν πολύ· δουλεύαμε σαν εργάτες.
Αλλά τη νύκτα, λέγαμε· «Στην πατρίδα μας κάναμε τον κανόνα μας και την Ακολουθία. Εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας να κοιμόμαστε;».
Και παρότι δουλεύαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, σηκωνόμασταν τη νύκτα και κάναμε το καθήκον μας. Κρατούμε, όπως το Μοναστήρι, κι εμείς.
Για να γίνεις καλόγερος άλλο δρόμο δεν έχει. Αυτό είναι το τυπικό. Να κάνεις τον κανόνα σου και την Ακολουθία. Έτσι έχουμε μία ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει η θεία Χάρις να κερδίσουμε το σκοπό μας.
Ο σκοπός μας δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι όσο αν εμείς είμαστε αδύνατοι, η Παναγία που σκεπάζει όλη την οικουμένη με την αγάπη της θα μας βοηθάει και θα μας επισκέπτεται και ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από εμάς. Όταν εμείς είμαστε κοντά στην Παναγία, πώς είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει; Θέλει όμως προσπάθεια και αγώνα.
Και σήμερα πώς είναι η  καθημερινή ζωή στο κελλί;
Τώρα και με τη συνοδεία που μας χάρισε ο Θεός, κρατάμε έτσι όπως από την αρχή, όπως παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. 1:30 π.μ. με 2:00 π.μ. τη νύχτα πρέπει να ’χουμε σηκωθεί. Πρώτα στο κελλί κάνουμε τον κανόνα μας.
Μετά, στις 3:00 π.μ., έχουμε έναν αδελφό που χτυπάει το σήμαντρο και κατεβαίνουμε στην Εκκλησία. Σάββατο, Κυριακή, εορτές, μας βοήθησε το Μοναστήρι κι έχουμε παπά, έχουμε διάκο, έχουμε κι άλλους πατέρες, πέντε νέοι και τέσσερις γέροι, όλη η συνοδεία. Δόξα τω Θεώ. Καλά, καλά είμαστε.
Είμαστε τυχεροί που οι πατέρες από τη Μονή Βατοπαιδίου μας αγαπάνε πάρα πολύ. Είναι καλοί και σωστοί. Εμείς δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον Θεό, την Παναγία και το Μοναστήρι.
Ό,τι ανάγκη έχουμε, αυτοί είναι οι πνευματικοί μας πατέρες. Και ό,τι έχουμε ανάγκη μας βοηθάνε. Πού να πάμε; Όταν έχουμε μία ανάγκη, πού να τρέξουμε; Στο Μοναστήρι. Πατέρες μας είναι. Και μας βοηθάνε. Να την λέμε την αλήθεια.
Ό,τι ανάγκη έχουμε, μας βοηθάνε. Ο Θεός, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με δοκιμάζει με τα μάτια μου. Δε βλέπω καθόλου, τυφλώθηκα από το γλαύκωμα. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και χειρότερα σωματικά. Δόξα τω Θεώ. Δόξα να ’χει ο Κύριος.
Τώρα που είσθε σε τέτοια ηλικία και τυφλός τα βγάζετε πέρα με τα πνευματικά σας καθήκοντα, τον κανόνα σας;
Πολύ καλά, μέχρι σήμερα. Δόξα τω Θεώ.
Γέροντα, κατεβαίνετε στην εκκλησία για τις Ακολουθίες;
Βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έλειπα.Με δυνάμωσε ο Θεός και μέχρι σήμερα δεν έλειπα από την εκκλησία. Δόξα τω Θεώ.
Όλα αυτά τα χρόνια εδώ μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ζήσατε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Πνευματικός αγώνας, αλλά και αγώνας για την επιβίωση.
Πώς βλέπετε την ζωή σας μέχρι σήμερα;
Πνευματικά περάσαμε καλά, ευχάριστα. Είχαμε παλαιούς Γεροντάδες, πνευματικούς. Και μας συμβούλευαν πάντοτε τον αληθινό δρόμο. Και εμείς, όπως μας έλεγε ο Γέροντας, νομίζαμε ότι ο Κύριος μιλάει με το στόμα του. Υπακούαμε αδιάκριτα και περνάγαμε καλά.
Ως προς τα άλλα είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Πότε με τους αντάρτες, πότε με τους Γερμανούς· τότε δυστυχούσαμε, δεν είχαμε ψωμί να φάμε.
Θυμάμαι, μας έδωσε ένας γέρος δύο λίρες. Κι επειδή δεν είχαμε ψωμί καθόλου, πήγαμε σ’ ένα κελλί Ιβηρίτικο και πήραμε δέκα οκάδες καλαμπόκι με μία λίρα χρυσή. Τόσο δύσκολα ήταν.
Έξω πέθανε πολύς κόσμος από πείνα. Έτυχε να περάσω από τη Θεσσαλονίκη επί κατοχής Γερμανών. Και ήταν ένα παιδάκι εκεί που ζητούσε ψωμί.
Ο κόσμος έριχνε κοντά του γερμανικά μάρκα, ήθελε να το βοηθήσει. Όμως ψωμί δεν υπήρχε. Μέχρι να το φέρουνε οι βάρκες, πέθανε ο φουκαράς.
Πόσο, πόσο λυπήθηκα!  Και πέθανε πολύς κόσμος, όπως λένε. Αλλά στο Άγιον Όρος φύλαξε η Παναγία. Μια φορά χορταράκια, άλλη φορά κάτι άλλο, δεν πέθανε κανένας από πείνα. Αλλά, δύσκολα ήταν, πολύ δύσκολα. Αλλά η Παναγία μας βοήθησε και πάλι μας βοηθάει.
Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια που περάσατε αναπολήσατε σε κάποιες στιγμές την πατρίδα σας;
Βλέπεις, τόσα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές τα θυμάμαι· πώς ήρθαμε, πώς κάναμε. Και ευχαριστιόμασταν πάντοτε. Και εκείνες οι ώρες που δυσκολευτήκαμε, που δεν είχαμε, πάλι είμασταν ευχαριστημένοι και δοξάζαμε τον Θεό, καμμιά φορά δεν είπαμε· «άχ, τί κάναμε που φύγαμε από την πατρίδα».
Διότι εκείνα τα χρόνια η Ρουμανία ήταν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Τώρα είναι χειρότερα από κάθε χρόνο. Δεν έχουν ούτε να φάνε, φεύγει ο κόσμος στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στη χώρα. Έ, τί να κάνουμε…
Υπάρχουν πολλοί προσκυνητές που επισκέπτονται το Άγιον Όρος αλλά και εσάς εδώ. Τί νομίζετε ότι τους έλκει στην απομακρυσμένη αυτή Σκήτη; Ποιές οι ανησυχίες τους και τί μηνύματα σας μεταφέρουν από τον κόσμο;
Βλέπεις, επειδή ζούμε στους εσχάτους καιρούς, ο κόσμος ανησυχεί και διψάει, διψάει για την αλήθεια, την αλήθεια του Χριστού. Βλέπει κάποιος ότι η ανθρωπότητα δεν πάει καλά. Η ανθρωπότητα πήρε ένα δρόμο προς τον κατήφορο.
Οι κρατούντες τη γή, ενώ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα κατά Θεόν ζωής, κάνουν παρανομίες στο μεγαλύτερο βαθμό. Και επειδή κάθε ένας που είναι Χριστιανός έχει μέσα του τη θεία Χάρη από το Βάπτισμα, έχει μέσα του Σώμα και Αίμα Χριστού, με το να έχει μεταλάβει ή τώρα ή παλιότερα, δεν τον αφήνει ήσυχο η συνείδησή του όταν βλέπει ότι η ανθρωπότητα πάει αριστερά. Και διψάει.
Γι’ αυτό έρχονται στο Άγιον Όρος, για να ακούσουν μια κουβέντα. Τί να κάνουν; Καταλαβαίνουν ότι θα πεθάνουμε και το μέλλον είναι αιώνιο ή θα κολασθούμε ή θα σωθούμε. Και ρωτάνε: «Πώς να σωθούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε;».
Γέροντα, πώς βλέπετε την πορεία και την παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο με δεδομένο ότι σήμερα βάλλεται ποικιλοτρόπως και πληθαίνουν οι φανεροί και αφανείς εχθροί της. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ζούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στην τρίτη χιλιετία και με ποιά πνευματικά όπλα και εφόδια;
Όπως αναφέρει και η Αγία Γραφή, οι εχθροί της Ορθοδοξίας πλήθυναν· ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Οι «απόστολοι» του Αντιχρίστου θέλουν να κάνουν το δρόμο του «καθαρό», όπως θέλουν αυτοί. Αλλά, όπως μας έχουν πεί οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο καιρό η Ορθοδοξία θα είναι ψηλά, δε θα μπορέσουν να μας νικήσουν.
Αυτοί θέλουν να γονατίσει η Ορθοδοξία, ώστε να προετοιμάσουν τη βασιλεία του «βδελύγματος της ερημώσεως» (Ματθ. 24,15). Όσο καιρό η Ορθοδοξία θα δίνει τη μαρτυρία της, με κανένα τρόπο δε θα μπορέσουν να υπερισχύσουν οι ενάντιες δυνάμεις, οι εχθροί του Χριστού.
Γι’ αυτό οι εχθροί της Ορθοδοξίας κάνουν διάφορα πράγματα για να μας διασπάσουν, να μας διαλύσουν. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, αφού μας αξίωσε ο Θεός και γνωρίζουμε τον αληθινό δρόμο για τη σωτηρία μας, για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού, να μή δεχθούμε τις εντολές τους, γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι για την ωφέλειά μας, αλλά είναι για την καταστροφή.
Μας χρειάζεται, όμως, υπομονή και σύνεση. Να μή λέμε· δε βαριέσαι το ένα, δε βαριέσαι το άλλο. Τότε δεν είμαστε Χριστιανοί, αλλά κάλπικοι Χριστιανοί.
Να παρακαλούμε τον Κύριο να μας φωτίζει και να δείχνουμε σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτήν την πορεία που ευλόγησαν οι άγιοι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες, ελπίζουμε να ακολουθήσουμε και εμείς και να φθάσομε στο τέλος.
Όμως θέλει υπομονή. Εφόσον χιλιάδες ήρωες της πίστεως μαρτύρησαν τον αληθινό δρόμο του Θεού παραδειγματιζόμαστε κι εμείς ώστε να κάνουμε υπομονή.
Όταν γονατίζουμε και κάνουμε μετάνοιες και δε σταματούμε τις προσευχές μας προς τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να μή μας βοηθήσει.
Ο Κύριος έχει φροντίδα για κάθε έναν από εμάς. Περισσότερο φροντίζει Εκείνος για τη σωτηρία μας παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε κατά το πλείστον σκοτισμένοι. Μας πλάνεσε το ακάθαρτο πνεύμα κι έχουμε κακές παθήσεις μέσα μας. Έτσι πολλές φορές ξεχνάμε να βαδίζουμε προς τον Κύριο ο οποίος κάθε ώρα και στιγμή μας καλεί.
Και μας λέει· «Ελάτε, ελάτε προς εμέ· όσο κουρασμένοι και αν είσθε, όσο και αν απομακρύνεσθε από εμένα, πάλι εδώ θα βρείτε τη σωτηρία και την ανάπαυση». Να προσπαθήσουμε για τη σωτηρία μας και ο Θεός να είναι βοηθός μας.
Μπορείτε να μας πείτε κάποιες εμπειρίες που ζήσατε εδώ στο Άγιον Όρος που να δείχνουν την ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας και τη θεία βοήθεια;
Εδώ στο περιβόλι της Παναγίας πάντοτε έχουμε τη βοήθειά της κάθε στιγμή της ζωής μας.
Εγώ έχω πέσει τέσσερις φορές. Μια φορά ο γιατρός όταν ήρθε είπε: «Ζεί ακόμα; πώς είναι δυνατόν;».Μια άλλη φορά μεταφέραμε πράγματα με πέντε γαιδουράκια από την Καψάλα σε μια μεγάλη ανηφόρα. Κάποια στιγμή έπεσα σε μια παγίδα. Δεν ήξερα τί ήταν. Ευτυχώς που φόραγα παπούτσια.
Αλλά ο Θεός ευλόγησε και η παγίδα δεν άνοιξε, δε λειτούργησε. Εάν άνοιγε θα μου έκοβε το πόδι. Αυτό δεν ήταν βοήθεια του Θεού;
Ήταν θαύμα της Παναγίας και του αγίου Γεωργίου. Κι άλλα πολλά θαύματα είδα, που μόνο η Παναγία μπορεί να τα ενεργήσει.

Οι πνευματικές ρίζες



π. Βασίλειος I. ΚαλλιακμάνηςΓράφει ο π. Βασίλειος I. Καλλιακμάνης

α) Όταν γίνεται λόγος για τον Μέγα Βασίλειο, αναδεικνύονται οι σπουδές του στην Αθήνα, η άσκησή του στον Πόντο, η ακτημοσύνη, η κοινωνική προσφορά και το συγγραφικό του έργο. Και όντως ο συντάκτης του υπέροχου θεολογικού κειμένου, δηλαδή της Θείας Λειτουργίας, διακρίθηκε ως συνεπής φοιτητής, χαρισματικός ασκητής, ανιδιοτελής κοινωνικός εργάτης και σοφός συγγραφέας.
β) Ίσως δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι σημαντικό ρόλο στην αγωγή του κορυφαίου οικουμενικού διδασκάλου εκτός από τους γονείς του έπαιξε και η γιαγιά του.
Ο Μ. Βασίλειος μνημονεύοντας τη γιαγιά του γράφει: “Μακρίναν λέγω την περιβόητον παρ’ ης εδιδάχθημεν τα του μακαριωτάτου Γρηγορίου ρήματα”. Η γιαγιά Μακρίνα μετάγγισε πνεύμα ζωής στα εγγόνια της. Μετέδωσε την εμπειρία, που άντλησε από τον Άγιο Γρηγόριο Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό.
γ) Είναι γνωστό ότι τα φωτεινά παραδείγματα ζωής της ευρύτερης οικογένειας Καθορίζουν τόσο τη διάπλαση ενός χαρακτήρα όσο και την ανάδειξη ενός αγίου. Λ.χ. ο Απόστολος Παύλος μνημονεύει τους προγόνους του, που λάτρευαν τον αληθινό Θεό, και ευχαριστεί γι’ αυτό. Επίσης, θυμάται την ανυπόκριτη αγάπη της γιαγιάς του Τιμοθέου, Λωίδας, και της μητέρας του,  Ευνίκης (βλ. Β’ Τιμ. 1,3-5), χάρη στις οποίες γνώριζε “από βρέφους τα ιερά γράμματα” (Β’ Τιμ. 3, 15).
δ) Κάτι ανάλογο συνέβη και στη ζωή του Μ. Βασιλείου. Ο μακαριστός καθηγητής Στυλιανός Παπαδόπουλος αποδίδει άριστα και με γλαφυρό τρόπο τη σχέση της γιαγιάς με τα εγγόνια της. “Η Μακρίνα, η γιαγιά δηλαδή του Μ. Βασιλείου ήταν η μεγάλη μορφή που επηρέασε και κυριολεκτικά διαμόρφωσε τρεις γενεές στην οικογένεια… Από τα τρυφερά παιδικά τους χρόνια δύο πανέξυπνα εγγονάκια, η Μακρίνα και ο Βασίλειος, στριμώχνονται κοντά της. Η ρυτιδιασμένη γερόντισσα ήταν το ίδιο το κάλλος της πνευματικής ζωής. Το ένιωθαν τα παιδάκια στο καθαρό μέτωπό της, κι ας ήταν αυλακωμένο από τον χρόνο και την κακοπάθηση”,
ε) “Οι παιδικές ψυχές ήταν καθαρές, ευρύχωρες και είχαν λαχτάρα να δεχθούν. Η γιαγιά ήταν το βαρύ σύννεφο. Τα παιδιά η διψασμένη γη. Και το θαύμα γινόταν κάθε μέρα. Η βροχή έπεφτε πότε ήρεμα, πότε άγρια. Η γη δεχόταν το νερό, το αποθήκευε στην αρχή – έπειτα θα άρχιζε η επεξεργασία, η μεταστοιχείωση, η κατανόησή του. Η διδασκαλία και η θεολογία της γερόντισσας Μακρίνας ήταν οι μνήμες: ιστορίες της πρώτης Εκκλησίας του Πόντου, αγώνες και κακουχίες για την πίστη, τα κρυφά και τραχιά μονοπάτια της αρετής. Αν όλα μπορούσαν να σαλέψουν στην πιο άγρια ψυχική τρικυμία (του Βασιλείου και της αδελφής του), η διδαχή της γερόντισσας θα έμενε ασάλευτη, κάτι σαν πυξίδα, κάτι σαν δείκτης αλήθειας, κάτι σαν αίτιο ισορροπίας”,
στ) Αυτή η ισορροπία και το μέτρο φαίνεται ότι χάθηκαν στον τόπο μας εσχάτως. Με την επικράτηση της λεγάμενης πυρηνικής οικογένειας και την αυτονόμηση των νέων ζευγαριών από την πατρική εστία, έχει σχεδόν ακυρωθεί η συμβολή της “ευρύτερης οικογένειας” στην αγωγή των παιδιών. Έτσι υποτιμήθηκε ο ρόλος του παππού, της γιαγιάς αλλά και των θείων καθώς και των αναδοχών στη χριστιανική ανατροφή των παιδιών,
ζ) Μήπως όμως χρειάζεται να επαναπροσδιοριστεί ο ρόλος τους; Μήπως αντί της τηλεόρασης και του ίντερνετ, που έχουν γίνει “κατ’ οίκον διδάσκαλοι”, θα ήταν καλό να επανασυνδεθούν τα παιδιά με τις πνευματικές μας ρίζες, για να βρουν την ισορροπία και το μέτρο; Να συνδεθούν όχι μόνο με τους κατά σάρκα προγόνους, αλλά και τους πνευματικούς προγόνους; Ο Μέγας Βασίλειος, ως σοφός και έμπειρος δάσκαλος, έχει να διηγηθεί πολλά στους νέους: Δηλαδή, πώς να αποφεύγουν τις κακοτοπιές των καιρών και να αντλούν φως από τη ζωογόνο πηγή του Πνεύματος.
Φωτογραφία:blogs.auth.gr 
Πηγή: Από το συναξάρι της Εκκλησίας, Κυριακή 30.12.2012, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ-makthes.gr 

Δευτέρα 8 Απριλίου 2013

Είναι απαραίτητο να νηστεύουμε…;


Πρώτα θα κάνω λόγο για την εγκράτεια στα φαγητά, η οποία είναι αντίθετη της γαστριμαργίας, και για τον τρόπο των νηστειών και την ποσότητα των φαγητών. Και αυτά, όχι από τον εαυτό μου, αλλά καθώς παραλάβαμε από τους αγίους Πατέρες. Εκείνοι λοιπόν, δεν έχουν παραδώσει έναν κανόνα νηστείας, ούτε έναν τρόπο της διατροφής, ούτε το ίδιο μέτρο, γιατί δεν έχουν όλοι την ίδια δύναμη, είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθενείας, είτε καλύτερης συνήθειας του σώματος…

Έχουν όμως παραδώσει σε όλους έναν σκοπό, να αποφεύγουμε την αφθονία και να αποστρεφόμαστε το χορτασμό της κοιλιάς. Έχουν δει στην πράξη ότι είναι ωφελιμότερο και βοηθά στην καθαρότητα το να τρώει κανείς μια φορά την ημέρα από το να τρώει κάθε τρείς ή τέσσερις ή εφτά ώρες. Γιατί λένε, εκείνος που επεκτείνεται υπέρμετρα στην νηστεία, υπέρμετρα κατόπιν τρώει. Και από αυτό, άλλοτε εξαιτίας της υπερβολής της αποχής από την τροφή ατονεί το σώμα και γίνεται πιο απρόθυμο για τις πνευματικές εργασίες, και άλλοτε όταν γεμίσει από το βάρος των τροφών προκαλεί αμέλεια και εξασθένηση της ψυχής.

Και πάλι οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν και είδαν ότι δεν είναι για όλους κατάλληλη η διατροφή με χόρτα, ούτε με όσπρια, ούτε όλοι μπορούν να τρέφονται μόνο με ξερό ψωμί. Και άλλος, καθώς είπαν, ενώ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινά ακόμη, ενώ άλλος τρώει μία λίτρα ή έξ ουγγιές και χορταίνει. Σε όλους λοιπόν, όπως είπα, ένα κανόνα εγκράτειας έχουν παραδώσει, το να μην ξεγελιούνται με το χορτασμό της κοιλίας, ούτε να παρασύρονται από την ηδονή του λάρυγγα. Γιατί δεν είναι μόνο η διαφορά της ποιότητας των τροφών, αλλά και η ποσότητα που ανάβει τα πυρωμένα βέλη της πορνείας. Γιατί με οποιαδήποτε τροφή όταν γεμίσει η κοιλιά, γεννά το σπόρο της διαφθοράς. Και πάλι δεν είναι μόνο η κραιπάλη του κρασιού που φέρνει μέθη στη διάνοια, αλλά και η αφθονία του νερού και κάθε τροφής η υπερβολική χρήση, τη ζαλίζει και φέρνει νύστα σ’ αυτήν. Αιτία της καταστροφής των Σοδομιτών δεν ήταν η κραιπάλη του κρασιού και των διαφόρων φαγητών, αλλά η αφθονία του άρτου, κατά τον προφήτη.

Τις τροφές τις χρησιμοποιούμε τόσο ώστε να ζήσουμε, όχι για να σκλαβωθούμε στις ορμές της επιθυμίας. Η μετρημένη και μέσα σε λογικά όρια τροφή βοηθά στην υγεία του σώματος, δεν αφαιρεί την αγιότητα. Ακριβής κανόνας εγκράτειας όπως παρέδωσαν οι Πατέρες είναι να σταματούμε να τρώμε πρίν χορτάσουμε. Και ο Απόστολος που είπε: «Μη φροντίζετε για τη σάρκα, πώς να ικανοποιήσετε τις επιθυμίες της», δεν εμπόδισε την αναγκαία κυβέρνηση της ζωής, αλλά απαγόρευσε την φιλήδονη φροντίδα.

Άλλωστε, για την τέλεια καθαρότητα της ψυχής, δεν αρκεί μόνη η εγκράτεια στα φαγητά αν δεν συντρέχουν και οι υπόλοιπες αρετές. Τη μερική καθαρότητα της ψυχής, μέσω της σωφροσύνης, ιδιαίτερα κατορθώνουν η νηστεία και η εγκράτεια. Γιατί είναι αδύνατον εκείνος που έχει γεμάτη την κοιλιά του, να κάνει νοερό πόλεμο εναντίον του πνεύματος της πορνείας.

Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου
Απόσπασμα από τη «Φιλοκαλία»
xfd.gr

Η νηστεία που μας κρατά

greatfast



Του. Π. Στεφάνου Φρήμαν
Η Corrie Ten Boom, μιά Ολλανδέζα Χριστιανή που βασανίστηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Χίτλερ, το Ravensbruck, γιατί προσπαθούσε να σώσει τους Εβραίους, μοιράστηκε μαζί μου μερικές ιστορίες από τη ζωή της στα στρατόπεδα του θανάτου. Θυμάμαι κάτι που είπε:
«Δεν κρατούσαμε εμείς το Σάββατο (σημ. μεταφραστή: Ιουδαική γιορτή αργίας), το Σάββατο κρατούσε εμάς».

Λίγα χρόνια αργότερα κινηματογραφούσα ένα ντοκυμαντέρ με τον Ραββίνο της περιοχής με κάποιο μέλος του ποιμνίου μου που είχε επιζήσει από τα στρατόπεδα του Ολοκαυτώματος.
Σε μιά συζήτηση μοιράστηκα αυτό που μου είχε πεί τότε η Corrie. Τότε η  επιζήσασα βγαίνοντας από τη σιωπή της ψιθύρισε: «Αυτό ήταν αλήθεια!»
Αυτή η ιστορία έχει πολύ βάθος τόσο γιατί αποτελεί μιά περίτρανη απόδειξη τέτοιων φρικτών συνθηκών όσο και γιατί αποδεικνύει το μυστήριο για το πώς εργάζεται ο Θεός.

Ο π. Δημήτριος Staniloae ( ο οποίος υπέστει και αυτός βασανιστήρια για τη Χριστιανική του πίστη) αναφέρει:

«Ο Κύριος μάς προσφέρεται μέσω των εντολών Του….Από την ημέρα της βάπτισής μας ο Κύριος κρύβεται στο εσώτερο του καταπετάσματος του είναι μας και μας προκαλεί να υπακούσουμε τις εντολές Του αποτυπώνοντας τα χαρακτηριστικά Του στο πνευματικό μας πρόσωπο. Ετσι σταδιακά οι εντολές γίνονται πιό ξεκάθαρες κάτω από την ώθηση της δύναμής  Του, η οποία εργάζεται από τα μέσα προς τα έξω, και δεν είναι καμιά άλλη από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό, ο οποίος κατοικεί βαθειά μέσα μας, χωρίς αρχικά να Τον πάρουμε είδηση».

Δεν είμαστε εμείς που υπακούμε τις εντολές του Χριστού. Ο Χριστός που είναι μέσα μας τηρεί τις εντολές Του και εφόσον ενωνόμαστε μαζί Του, η τήρηση των εντολών μετατρέπεται στις όποιες αρετές αποκτούμε στη ζωή μας, δηλαδή σύμφωνα με την εικόνα του Χριστού ο οποίος είναι ο Ίδιος η αληθινή αρετή. Ο απ. Παύλος περιγράφει αυτό το γεγονός ως ένα μυστήριο: «ὅ ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης» ( Κολ. 1, 27)·

Η Ορθόδοξη πνευματική ζωή θεωρεί τον ασκητισμό ( νηστεία, προσευχή, αγρυπνία και τα παρόμοια) ως κανόνα για τη Χριστιανική ζωή. Ωστόσο, οι εκτός Ορθοδοξίας θεωρούν τους πνευματικούς αγώνες ως ‘νομικίστικους’. Νηστεύουμε Τετάρτες και Παρασκευές καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου ( απέχοντας από το κρέας, το ψάρι, το κρασί, τα γαλακτοκομικά και το λάδι). Δεν τρώμε τίποτε μετά τα μεσάνυκτα όταν ετοιμαζόμαστε να κοινωνήσουμε. Υπάρχουν τέσσερεις γενικές περίοδοι νηστείας ( Η Μεγάλη Σαρακοστή, η νηστεία των Χριστουγέννων, η νηστεία των Αποστόλων και η νηστεία του Δεκαπενταυγούστου). Κατά τη διάρκειά τους νηστεύουμε όπως και την Τετάρτη και την Παρασκευή.
Επιπροσθετες προσευχές προσφέρονται κατά περιόδους, όπως η προσευχή του Αγίου Εφραίμ του Σύρου. Οι ακολουθίες της Εκκλησίας αυξάνονται ενώ γίνονται πιό μακροσκελείς κατα τη διάρκεια των περιόδων νηστείας και συνοδέυονται από μετάνοιες.

Η Μεγάλη Σαρακοστή, αρχίζει με όλο το εκκλησίασμα, περιλαμβανομένου και του ιερέα, να ζητούν συγνώμι ο ένας από τον άλλο. Οι εξομολογήσεις επίσης γίνονται συχνότερα αυτήν την περίοδο.
Ωστόσο, δεν κερδίζουμε τίποτε από αυτές τις ενέργειες αλλά ούτε και αν δεν τις ακολουθούμε κάνουμε αμαρτία. Απλώς αποτελούν τους κανόνες νηστείας τους οποίους η Εκκλησία έχει διατηρήσει από τους πρώτους αίωνες. ( Για παράδειγμα η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής αναφέρεται σ’ ένα έγγραφο του πρώτου μΧ αιώνα με τίτλο ‘Διδαχαί’)

Δεν κερδίζουμε τίποτε από καμιά απ’ αυτές τις ενέργειες γιατί δεν σωζόμαστε απ’ αυτές. Αλλά ούτε και η Θεία Χάρη που ενεργεί μέσα μας έχει νομικό χαρακτήρα.  Η Θεία Χαρη είναι η ίδια η Ζωή του Κυρίου που ενοικεί μέσα μας και μας μεταμορφώνει από δόξα σε δόξα.  Είναι «ο Κύριος κρυμμένος στο εσώτερο του καταπετάσματος του είναι μας, που μάς προτρέπει να τηρούμε τις εντολές Του…»
Δεν είμαστε εμείς που τηρούμε τη νηστεία αλλά η νηστεία τηρεί εμάς.
Τέλος
Μετάφραση από το Αγγλικό: Φιλοθέη Πηγήglory2godforallthings.com

Οι Άγιες Ιρμίνα και Ατέλα της Γερμανίας (24 Δεκεμβρίου)

st-irminast-adela1


Σύμφωνα με την παράδοση, η πριγκίπισσα Ιρμίνα, θυγατέρα του Νταγκοπέρτ του 2ου  επρόκειτο να νυμφευθεί τον κόμη Χέρμαν. Όλα πήγαιναν καλά με τις προετοιμασίες του γάμου μέχρι που ένας αξιωματικός που αγαπούσε πολύ την αγία, έπεισε τον Χέρμαν να ανεβούν μαζί σ’ ένα λόφο. Από εκεί έπεσαν και οι δύο στο γκρεμό. Υστερα απ’ αυτό η Ιρμίνα ζήτησε άδεια να γίνει μοναχή. Ο πατέρας της επιδιόρθωσε ένα μοναστήρι στη Τριέρ για χάρη της.
Η Ιρμίνα καθοδηγείτο από τον Αγιο Γουίλλιμπρορντ  στον οποίο είχε παραχωρήσει το αρχοντικό πάνω στο οποίο ιδρύθηκε το μοναστήρι Εχτερναχ  το 698μΧ. Το δώρο δόθηκε όταν ο Αγιος λύτρωσε το μοναστήρι της Αγίας Ιρμίνας από μιά θανατηφόρα επιδημία. Δυστυχώς μόνο αυτές οι πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή της Αγίας. Η ίδια φαίνεται να κοιμήθηκε το 710μΧ.

Η Άγία Ατέλα ήταν αδελφή της Αγίας Ιρμίνας και έγινε και αυτή μοναχή όταν πέθανε ο συζυγός της, Άλμπερικ. Φαίνεται ότι προκειται για την ίδια αγία που φέρεται να μεγάλωνε το γιό της κατα την περίοδο 691-2, ο οποίος είναι ο πατέρας του Αγίου Γρηγορίου της Ουτρέχτης.
Ιδρύσε ένα μοναστήρι στο Πφαλζέλ, κοντά στη Τριέρ στο οποίο διετέλεσε ηγουμένη για πολλά χρόνια.
Η Ατέλα λέγεται ότι ήταν μαθήτρια του Αγίου Βονιφάτιου όπως φαίνεται από μια επιστολή του που απευθυνόταν σ’ αυτήν και βρέθηκε στα χέρια της ηγουμένης Αελφλέντ.
Η Αγία Ατέλα κοιμήθηκε το 734μΧ.
Σκέψεις:
Για να μπορούμε να τιμούμε και να γιορτάζουμε τους μάρτυρες πρέπει να μάθουμε για το πνεύμα που τους καθοδηγούσε και να τους μιμηθούμε όπως μπορούμε σύμφωνα με τις δικές μας περιστάσεις. Πρέπει όπως και αυτοί, να αντισταθούμε στο κακό μέχρι θανάτου, να εξαλείψουμε τα πάθη μας, να υποφέρουμε με υπομονή τις θλίψεις και να συμπαραστεκόμαστε στους άλλους χωρίς γκρίνια και παράπονα. Κάποιοι αγωνίζονται σε διάφορα αγωνίσματα με ευχαρίστηση μόνο και μόνο επειδή είναι δική τους επιλογή. Αλλά η αληθινή υπομονή επιβάλλει πρώτα απ΄όλα να αντέχουμε όλες τις θλίψιες και τις αντιξοότητες απ’ όπου και αν προέρχονται. Μόνο αυτό είναι  αληθινή αρετή. Παρόλο που προσευχόμαστε για να επιτύχουμε τον Παράδεισο, οι προσευχές μας δεν θα έχουν αποτέλεσμα εκτός και αν εκμεταλλευτούμε τα μέσα που παραχωρεί ο Θεός για να μάς ωθήσει προς τα εκεί. Ο σταυρός είναι η κλίμακα από την οποία πρεπει να ανέλθουμε.
Αναφορά από την Βίβλι:
«γῆ ἐσείσθη καὶ γὰρ οἱ οὐρανοὶ ἔσταξαν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ τοῦτο σινα ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ ισραηλ
βροχὴν ἑκούσιον ἀφοριεῖς ὁ θεός τῇ κληρονομίᾳ σου καὶ ἠσθένησεν σὺ δὲ κατηρτίσω αὐτήν»( Ψαλ.67, 8-9)
ΤΕΛΟΣ
Μετάφραση από το Αγγλικό: Φιλοθέη

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο!



Η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο και όχι δικαστήριο των ψυχών. Δεν καταδικάζει για τα αμαρτήματα, αλλά παρέχει συγχώρηση των αμαρτημάτων.
Τίποτα δεν κάνει τόσο χαρούμενη τη ζωή μας, όσο η ευχαρίστηση που νιώθουμε στην Εκκλησία. Στην Εκκλησία συντηρούν τη χαρά τους οι χαρούμενοι, στην Εκκλησία αποκτούν την ευθυμία οι στεναχωρημένοι και την ευφροσύνη οι λυπημένοι, στην Εκκλησία βρίσκουν την ανακούφιση οι ταλαιπωρημένοι και την ανάπαυση οι κουρασμένοι. 

«Ελάτε» λέει ο Κύριος, «κοντά μου όλοι, όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι (με θλίψεις και αμαρτίες), κι εγώ θα σας ξεκουράσω» (Ματθ. 11:28).
Τι πιο ποθητό θα μπορούσε να υπάρξει απ’ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό απ’ αυτή τη πρόσκληση; Ο Κύριος σε προσκαλεί στην Εκκλησία για πλούσιο γεύμα. Σε μεταφέρει από τους κόπους στην ανάπαυση κι από τα βάσανα στην ανακούφιση. Σε απαλλάσσει από το βάρος των αμαρτημάτων σου. Γιατρεύει τη στεναχώρια με την ευχαρίστηση και τη λύπη με τη χαρά.
Κανένας δεν είναι πραγματικά ελεύθερος και χαρούμενος, παρά μόνο εκείνος που ζει για τον Χριστό. Αυτός ξεπέρασε όλα τα κακά και δεν φοβάται τίποτα!

από το βιβλίο: Θέματα Ζωής Β' 
Ιερά Μονή Παρακλήτου

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Ψυχή έχουμε μόνο μία!





Αν χάσεις χρήματα, μπορείς να αποκτήσεις πάλι, το ίδιο, αν χάσεις το σπίτι σου, το ζώο σου, οτιδήποτε από τα υπάρχοντά σου. Αν όμως, χάσεις την ψυχή σου, άλλη ψυχή δεν θα μπορέσεις  ν’ αποκτήσεις. Κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός σου, κι αν κυριαρχείς στην οικουμένη, δεν θα μπορέσεις, δίνοντας όσα έχεις και την οικουμένη ολόκληρη, ν’ αγοράσεις μια ψυχή.

Φοράς όχι ένα άλλα χίλια βασιλικά στέμματα; Αν το σώμα σου προσβληθεί από αγιάτρευτη αρρώστια, δεν θα μπορέσεις να αποκαταστήσεις την υγεία του, δίνοντας ακόμα και το βασίλειό σου ολόκληρο. Κι ας εξουσιάζεις τόσα και τόσα υγιή σώματα, τα σώματα των υπηκόων σου.
Αυτό λοιπόν που δεν μπορείς να κάνεις για το σώμα σου, πολύ περισσότερο δεν μπορείς να το κάνεις για την ψυχή σου.
Ο Θεός μας έδωσε δύο χέρια, δύο πόδια, δύο μάτια, δύο αυτιά. Έτσι, αν το ένα απ’ αυτά πάθει κάποια βλάβη, μπορούμε να εξυπηρετηθούμε με το άλλο. Ψυχή, όμως μας έδωσε μόνο μία. Αν τη χάσουμε, που θα βρούμε άλλη;
Ας φροντίσουμε λοιπόν, την αθάνατη ψυχή μας, ας προτιμήσουμε τα ουράνια από τα γήινα και τα άφθαρτα από τα φθαρτά αγαθά, τα οποία εύχομαι ν’ απολαύσουμε όλοι, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Από το βιβλίο: Θέματα Ζωής Β’
Ιερά Μονή Παρακλήτου

Ο ιερέας, ο άγγελος και η παρατυπία!




Κάποιος γέροντας, καθαρός και άγιος, κάθε φορά πού λειτουργούσε, έβλεπε αγγέλους δεξιά κι αριστερά του.

Αυτός είχε παραλάβει την τάξη της λειτουργίας από τούς αιρετικούς, κι επειδή ήταν άπειρος στα θεία δόγματα, έλεγε τις ευχές της αναφοράς με απλότητα και ακακία, χωρίς να ξέρει ότι τις λέει εσφαλμένα.

Κάποτε όμως, από οικονομία Θεού, τον επισκέφθηκε ένας αδελφός πού γνώριζε καλά τα θεία δόγματα.

Ο αδελφός ήταν διάκονος, κι έτυχε να παρευρεθεί την ώρα πού ο γέροντας λειτουργούσε.

Διαπίστωσε λοιπόν το λάθος και του είπε: «Αυτά πού λες, πάτερ, στη λειτουργία δεν είναι της ορθοδόξου πίστεως».

Ο γέροντας όμως, επειδή έβλεπε την ώρα εκείνη αγγέλους, δεν έδωσε προσοχή στα λόγια του. Μα ο διάκονος επέμενε να ελέγχει την κακοδοξία: «Σφάλλεις, καλόγερε. Η Εκκλησία δεν τα παραδέχεται αυτά».

Τότε ο γέροντας, βλέποντας την επιμονή του διακόνου, ρώτησε σε κάποια λειτουργία τούς αγγέλους πού τον παράστεκαν: «Τι είναι αυτά πού μου λέει ο διάκονος;»

Καλά σου λέει, απάντησαν εκείνοι, να τα παραδεχθείς και γιατί τόσον καιρό δεν μου το λέγατε εσείς;

- Γιατί ο Θεός έτσι οικονόμησε: ο άνθρωπος να διορθώνεται από ανθρώπους.

Από τότε ο γέροντας διορθώθηκε, ευχαριστώντας το Θεό και το διάκονο.

Περί μετανοίας († Γέροντας Άνθιμος Αγιαννανίτης)


anthimos_agiannanitis
Η μετάνοια είναι ανακαίνιση του Βαπτίσματος.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος, όπως στο Βάπτισμα δίνει υποσχέσεις ο ίδιος ή ο ανάδοχός του, έτσι και στην μετάνοια, αφού ομολογεί τα σφάλματά του, δίνει και υπόσχεση να μην τα πράξει πάλι.
Η άπειρη ευσπλαχνία του Θεού μας έδωσε το μυστήριο αυτό της μετανοίας και της διαγραφής των πονηρών σφαλμάτων μας, για να σωθούμε και να κοινωνήσουμε της ατελεύτητης μακαριότητος.
Η μετάνοια μας καθαρίζει και μας κάνει πάλι αναμάρτητους. Λευκαίνει τον ρυπωμένο χιτώνα της ψυχής μας και μας ενδύει χιτώνα αφθαρσίας.
Είναι νέα συνθήκη με τον Θεό και γι’ αυτό λέει: «Ο βαπτισθείς και πιστεύσας σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ’, 16). Μετά, αυτός που σφάλλει σε κάτι και μετανοήσει καθαρίζεται από τον ρύπο του, συγχωρούνται τα σφάλματά του και σώζεται. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα από την όσια Μαρία την Αιγυπτία.
Αυτή πολλά έσφαλε, η σάρκα της γίνηκε δοχείο ηδονής, οδήγησε στην απώλεια πλήθος φιλήδονων ανδρών, αλλά με τη μετάνοια ανέβηκε όλη την κλίμακα των αρετών. Υπερέβη σε αρετή και αυτούς τους Αγγέλους.
Η οσία Μαρία πετούσε με σώμα σαν άϋλη πάνω από τον Ιορδάνη ποταμό. Έφθασε σε μέτρα αγιότητος, που έφριξαν οι Άγγελοι, τρόμαξαν οι δαίμονες και θαύμασαν και θαυμάζουν οι άνθρωποι. Γι’ αυτό την έχουμε παράδειγμα πρακτικής μετάνοιας.
Όσο και να σφάλλουμε, μετανοούμε και δικαιωνόμαστε με την χάρη του Θεού. Εμείς βάζουμε την μετάνοια, ο Θεός την χάρη. Μας ανακαινίζει, μας καθαρίζει, μας σώζει, σύμφωνα με το άπειρο έλεός Του. Αυτός άλλωστε ήταν και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως Του. Μας το είπε: «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’. 13).
Η μετάνοια είναι πολύ εύκολη. Επαφίεται στην προαίρεση του άνθρωπου.Η οσία Μαρία στα Ιεροσόλυμα δεν μπορούσε να μπεί μέσα στον ναό, Κάποια δύναμη την απωθούσε. Αμέσως κατάλαβε τα σφάλματά της, ήλθε σε επίγνωση, μεταμελήθηκε, έπεσε στα γόνατα, έκλαυσε και έβαλε και μεσίτρια και εγγυήτρια για την μετάνοιά της την Κυρία Θεοτόκο. Σηκώθηκε τότε, εισήλθε στο ναό, προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και μετά πορεύθηκε στην ζωή της μετανοίας, της αδιάλειπτης ασκήσεως. Εμείς οι άνθρωποι πρέπει να συνέλθουμε, να έλθουμε σε επίγνωση και να σκεφθούμε ότι είμαστεγή και σποδός. Έρχεται στιγμή, που η ψυχή χωρίζεται από το υλικό σώμα και ο φόβος αύτού του εννοουμένου θανάτου τρομάζει τους ανθρώπους και τους οδηγεί σε μετάνοια. Μετά από αυτήν ακολουθεί η εξομολόγηση. Ο Πανάγαθος Θεός δεν έβαλε Αγγέλους να δέχονται τα σφάλματα των ανθρώπων. Έβαλε ομοιπαθείς ανθρώπους κατά διαδοχή, τους επισκόπους και τους ιερείς, οι οποίοι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Οι Απόστολοι του Χριστού έλαβαν όλη την εξουσία, καθώς τους είπε: «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, κάγώ πέμπω υμάς»(Ιω. κ’ 21) και, αφού τους εμφύσησε, συνέχισε: «Λάβετε Πνεύμα άγιον. Αν τίνων αφήτε τάς αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ’. 21-23). Την εξουσίαν αυτήν της αφέσεως των αμαρτιών οι άγιοι Απόστολοι παρέδωσαν στους διαδόχους τους και αυτοί στην συνέχεια την παραδίδουν στους Ορθοδόξους εξομολόγους ιερείς και θα την παραδίδουν μέχρι την συντέλεια των αιώνων.
Η προαίρεση του ανθρώπου που αναφέραμε είναι δύναμη και της ψυχής που δεσπόζει του σώματος και του σώματος που ακολουθεί την ψυχή. Γι’ αυτό και η ψυχή και το σώμα άμα σφάλλουν, θα καταδικασθούν στην αιώνια κόλαση. Στο σύμβολο της πίστεώς μας λέμε ότι προσδοκούμε ανάσταση νεκρών, όπου οι αμαρτωλοί θα πορευθούν στο πύρ το αιώνιο, το «ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού»(Ματθ. κε’, 42) και οι δίκαιοι θα κληρονομήσουν την «ητοιμασμένην βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε’, 34). Δεν χωρούν, λοιπόν, προφάσεις· όπου θέλουμε πηγαίνουμε. Είτε στην ατελεύτητη χαρά και ζωή, είτε στην αιώνια θλίψη και κόλαση. Η προαίρεση συναρτάται με την κρίση που διαθέτει ο άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι είναι όντα λογικά. Η λογική γεννά κρίση και η κρίση γέννα το συμφέρον του καθενός, Προαίρεση έχουν όλοι· και αυτά τα νήπια έχουν προαίρεση. Γι’ αυτό, όταν βλέπουν τους γονείς τους, τρέχουν με χαρά κοντά του, ενώ όταν βλέπουν άγνωστους, φεύγουν και κλαίουν.
Πηγή: Διμηνιαίο περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 49, Ιερά Μονής Αγίου Νεκταρίου, Τρίκορφο Δωρίδος, Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2012.

π. Διονύσιος της Κολιτσού, o τυφλός Γέροντας [1]



Ο τυφλός πολιός Γέροντας και ο φωτεινός λόγος του
Ο Ρουμανικής καταγωγής Γέροντας Διονύσιος ήρθε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, το 1926, ενώ εδώ και οκτώ χρόνια είναι τυφλός. Στην συνέντευξη που παρεχώρησε μιλά για τις δυσκολίες των πρώτων ετών, για την επίπονη σωματική εργασία, αλλά και τους καρπούς της πνευματικής ζωής. Ο λόγος του άμεσος, καθάριος και εμπειρικός δίδει απαντήσεις για την παρουσία της Ορθοδοξίας σήμερα, για τα προβλήματα της σύγχρονης οικογένειας, την κελλιώτικη ζωή στο Άγιον Όρος, τις ανησυχίες των προσκυνητών του Αγίου Όρους. Σε όλα αυτά τα χρόνια που ζει ο Γέροντας στο περιβόλι της Παναγίας δεν παύει να ευχαριστεί και να ευγνωμονεί την Θεοτόκο και τον Χριστό για τις ευλογίες και τις θείες παρεμβάσεις τους στη ζωή του.
monaxos
Γέροντα, τι σας ώθησε να έρθετε από τη Ρουμανία στον ευλογημένο τούτο τόπο; Γνωρίζατε για το Άγιον Όρος; Είχατε ακούσει κάτι σχετικό ή ήταν μία τυχαία απόφαση αναζήτησης; 
Το Άγιον Όρος έχει την υπερχιλιόχρονη ιστορία του. Δεν υπάρχει άλλο Άγιον Όρος στον κόσμο, στον πλανήτη μας. Ένα είναι. Και ακούσαμε ότι το Άγιον Όρος λέγεται και περιβόλι της Παναγίας. Και όλοι οι πατέρες που έρχονται εδώ, όλοι οι Ορθόδοξοι που έρχονται να γίνουν μοναχοί, δεν έρχονται με άλλον σκοπό, παρά μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βαδίζουν με ασφάλεια το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό και εμείς όταν ακούσαμε αυτή την ιστορία για αυτόν εδώ τον τόπο, προσπαθήσαμε μία παρέα να έρθουμε στο Άγιον Όρος. Εκείνα τα χρόνια ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα, διαφορετικά.
Και ποια χρονιά ήρθατε στο Άγιον Όρος; Ήρθατε μόνος;
Ήρθαμε το 1926. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερις νέους. Ο ένας ήταν διάκος από τη Σκήτη Μάγκουρα της Μολδαβίας, (Ρουμανία), από όπου ξεκινήσαμε. Οι άλλοι δύο ήταν αδέλφια. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός, στην ηλικία των 17 ετών. Και ήρθαμε στο Άγιον Όρος. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, νιώσαμε σαν να πατήσαμε στον Παράδεισο. Ησυχία· όλοι οι πατέρες καλοί· όλοι έδειχναν αγάπη. Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ πολλοί Ρουμάνοι. Και υπήρχαν καλύβες και κελλιά ρουμάνικα. Εμείς θέλαμε να μας πάρουν συνοδεία σε κάποιο κελλί. Αλλά οι περισσότεροι είχαν συνοδεία και ήταν δύσκολο. Για να βγάλεις ένα κομμάτι ψωμί έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μας έλεγαν ότι είμαστε καλοί και νέοι –γιατί και εμείς γνωρίζαμε μερικά πράγματα για τη μοναχική ζωή από τη Σκήτη στη Ρουμανία– «αλλά, δυστυχώς», όπως μας έλεγαν, «έχουμε συνοδεία».
Γέροντα Διονύσιε, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Άγιον Όρος; Πού εγκατασταθήκατε όταν φτάσατε και ποιες οι μνήμες σας από την εποχή εκείνη η οποία θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη για εσάς.
Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε: «Ποιός είναι ο εξομολόγος σας;». Του λέμε: «Ο πατήρ Αντύπας». Και απαντά: « Αν εγγυάται αυτός για εσάς, τότε σας δίνω τα χρήματα· αλλιώς δε σας δίνω». Και δεν μας έδινε μέχρι να σιγουρευτεί κι εμείς περιμέναμε το γέρο-Αντύπα. Τελικά, αυτός τον παρακάλεσε και μας έδωσε ο έμπορος τα χρήματα. Δέκα χιλιάδες δραχμές ήταν τότε πολλά χρήματα. Πώς θα εξοφλούσαμε; Είμασταν πέντε πατέρες εκεί στο κελλί. Δύο πήγαμε στη Μονή Ιβήρων να δουλέψουμε ως εργάτες. Δεν είμασταν βέβαια μόνο εμείς. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, και ήταν πολύς κόσμος. Πήγαμε στον προϊστάμενο της Μονής και μας είπε· «Καλά, καθήστε». Μέχρι τότε πλήρωναν 18 δραχμές την ημέρα. Αλλά εκείνη την ημέρα που πήγαμε εμείς αποφάσισε το Μοναστήρι να πληρώνει τους εργάτες 20 δραχμές την ημέρα. 20 δραχμές και το φαγητό και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μόλις έβγαινε ο ήλιος έπρεπε να είσαι κοντά στην πύλη της Μονής και ο οικονόμος να σου δώσει τη δουλειά που έπρεπε να κάνεις. Και δούλευες όλη τη ημέρα. Δεν υπήρχαν «οκτώ ώρες» για την εργασία εκείνα τα χρόνια.
Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;
Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.
Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;
 Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε: «Μήν παιδεύεστε εδώ πέρα». Αυτός είχε μία άλλη καλύβη τον «Άγιο Τύχωνα», πιο ψηλά, στις Καρυές. Πήγαμε και καθήσαμε εκεί άλλα πέντε χρόνια. Και το 1937 κατεβήκαμε στην Κολιτσού. Το κελλί εδώ του Αγίου Γεωργίου είχε τότε μόνο την εκκλησία. Αυτό το σπίτι δεν υπήρχε. Η εκκλησία ήταν χωριστά. Κι εκεί που είναι τώρα το μαγειρείο εκεί μαγείρευαν και οι παλιοί κι ήταν και σαν τράπεζα. Εδώ που είναι το σπίτι ήταν βουνό. Εμείς είμασταν έξι – επτά νέοι. Καθώς, λοιπόν, είμασταν νέοι εργασθήκαμε με ζήλο, ισιώσαμε το μέρος. Πρώτα κάναμε αυτά τα πεζούλια που είναι εδώ. Και σιγά-σιγά κάναμε το σπίτι. Αλλά δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.
Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…
Οι Γερμανοί έφθασαν έως εδώ, έφθασαν στην Κολιτσού; Ή μόνο μέχρι τη μονή Βατοπαιδίου;
Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.
Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.
Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος. Ο μοναχός για να βάλει θεμέλιο πρέπει να κάνει υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Κι έτσι, ή λίγο ή πιο πολύ, κάνοντας υπακοή και κόβωντας το θέλημά μας, μας βλέπει ο Θεός και η χάρις Του μας σκεπάζει με ταπεινοφροσύνη. Κι αν έχουμε αυτά τα τρία –δηλ. υπακοή, εκκοπή θελήματος, ταπεινοφροσύνη– μπορούμε εύκολα να πολεμήσουμε με τα ακάθαρτα πνεύματα. Διότι εμείς δεν έχουμε πόλεμο σωματικό, αλλά έχουμε πόλεμο –και όλος ο κόσμος βέβαια, προπαντός εμείς οι μοναχοί– με τα ακάθαρτα πνεύματα. Ο σατανάς είναι πνεύμα, δεν κουράζεται. Και συνέχεια ρίχνει μέσα μας διάφορα, χιλιάδες κακές παθήσεις. Όπως σπέρνει ο άνθρωπος σπόρο, ρίχνει στην καρδιά μας και στο μυαλό μας τις κακίες του. Κι αν εκείνα τα σπόρια του τα δεχόμαστε, τότε φυτρώνουν. Κι αν φυτρώσουν και αρχίσουν να κάνουν ρίζες, αλλοίμονό μας τότε. Δύσκολα κόβονται. Κι αυτό ισχύει για όλες τις παθήσεις. Βλέπετε και να μην είναι κάποιος κακός, όταν μάθει να καπνίζει και περάσει καιρός, λέει· «δεν μπορώ, δεν κόβεται». Δηλαδή, όλες τις παθήσεις που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αν δεν τις κόψει από την αρχή, ύστερα γίνονται σαν τοίχος. Πού; Κόβεται αυτό; Γι’ αυτό πρέπει και ο καλόγερος να έχει εξομολόγο καλό, και να λέει στον πνευματικό πατέρα όλες τις σκέψεις που ρίχνει στο μυαλό του ο πονηρός. Και τότε εύκολα προκόβει στο μοναχικό βίο.