«Για τον Ιωάννη της μετάνοιας λες; Βρίσκεται εκεί όπου κι ο θρόνος ο δεσποτικός».
Για τον Αδέλφιο επίσκοπο Αραβισσού και τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Επισκεφτήκαμε τον αββά Αθανάσιο στη λαύρα του αγίου Πατέρα μας Σάββα
και μας διηγήθηκε ότι είχε ακούσει τον αββά Αθηνογένη τον επίσκοπο
Πέτρας, το γιό της αμμάς Δαμιανής, να διηγείται κάτι τέτοιο:
Είχε έναν αδελφό η γιαγιά μου Ιανία στό όνομα Αδέλφιο, επίσκοπο
Αραβισσού. Είχε επίσης κι αδελφή ηγουμένη της μονής των γυναικών. Μια
μέρα λοιπόν πήγε ο επίσκοπος στο μοναστήρι να επισκεφτεί την αδελφή του.
Και καθώς έμπαινε στην εσωτερική αυλή του μοναστηριού, βλέπει μια από
τις αδελφές ενοχλούμενη από το δαίμονα και ριγμένη στο χώμα. Κάλεσε
λοιπόν ο επίσκοπος την αδελφή του και της λέει: «Σου αρέσει πως
αδικείται η αδελφή αυτή από το δαίμονα και φέρεται άπρεπα; ή αγνοείς ότι
κουβαλάς τις αμαρτίες όλων των αδελφών σαν ηγουμένη;» Αυτή τότε του
λέει: «Κι εγώ τί μπορώ να κάνω εναντίον του δαίμονα;» Και ο επίσκοπος
της ξαναλέει: «Κι εδώ τί κάνεις τόσα χρόνια;» Τότε προσευχήθηκε ο
επίσκοπος και απάλλαξε την αδελφή από τον ακάθαρτο δαίμονα.
Ο ίδιος Αθανάσιος μας διηγήθηκε πάλι για τον ίδιο επίσκοπο Αδέλφιο
ότι είχε ακούσει την αμμά Ιανία, την αδελφή του, να λέει: «Όταν ο
επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης ο Χρυσόστομος εξορίστηκε στην
Κουκουσό, έμεινε στο σπίτι μας. Γι’ αυτό λοιπόν είχαμε πολλή παρρησία
και αγάπη προς το Θεό. Έλεγε λοιπόν ο Αδέλφιος, ο αδελφός μου: «Όταν
τελειώθηκε ο μακάριος επίσκοπος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην εξορία, είχα
αφόρητη λύπη, γιατί αυτός ο άνδρας, ο διδάσκαλος της οικουμένης, ο
οποίος εύφρανε την Εκκλησία του Θεού με τα λόγια του, κοιμήθηκε μακριά
από το θρόνο του. Παρακαλούσα τότε το Θεό με πολλά δάκρυα να μου τον
δείξει σε ποιά κατάσταση βρίσκεται κι αν κατετάγη μαζί με τους
πατριάρχες. Καθώς λοιπόν προσευχόμουν πολύ καιρό γι’ αυτό, μια μέρα
έρχομαι σε έκσταση και βλέπω έναν άνδρα πολύ όμορφο να μου κρατά το δεξί
χέρι με πήγε σ’ έναν τόπο λαμπρό και ένδοξο και μου έδειχνε τους
κήρυκες της ευσεβείας και τους διδάσκαλους της Εκκλησίας. Εγώ όμως»,
λέει, «γύριζα τα μάτια μου εδώ κι εκεί, για να δω αυτόν που είχα μέσα
στην καρδιά μου, το μέγα Ιωάννη, τον αγαπητό μου. Καθώς λοιπόν μου
τους έδειξε όλους και είπε το ιδιαίτερο όνομα καθενός, με πήρε πάλι
από το χέρι και με έβγαλε έξω. Εγώ τον ακολουθούσα περίλυπος, γιατί δεν
είχα δει μαζί με τους Πατέρες τον άγιο Ιωάννη. Μόλις λοιπόν έβγαινα, ο
φύλακας της θύρας μου λέει: «Κανένας απ’ όσους έρχονται εδώ δεν βγαίνει
λυπημένος». Του λέω: «Να, ποιά είναι η λύπη μου, το ότι δεν είδα τον
υπεραγαπητό μου Ιωάννη, τον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, με τους άλλους
διδασκάλους». Αυτός μου ξαναλέει: «Για τον Ιωάννη της μετάνοιας λες;
Κανένας άνθρωπος με σάρκα δεν μπορεί να δει εκείνον. Γιατί βρίσκεται
εκεί όπου κι ο θρόνος ο δεσποτικός».
πηγή (Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου