Τρίτη 14 Αυγούστου 2012

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ της Θεοτόκου


Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα
 Ὤ πόσο πρωτοφανῆ καί ὑπέροχα εἶναι τά μυστήρια τῆς Παρθένου. Ὤ πόσο θαυμαστή αὐτή ἡ δικαιοσύνη! Ὤ μεγαλεῖο ψυχῆς, πού μέ τέτοια ἁγνότητα στόλισε τό σῶμα της! Ὤ σῶμα πού ξεπερνώντας τή φύση του τόσο πολύ ὑψώθηκε μαζί μέ τήν ψυχή! Ὤ φῶς λαμπρό πού καταύγασε ἐκεῖνο τό νοῦ! «Τί νά πῶ καί τί νά διαλαλήσω»; ρωτάει ἔκ­πληκτος ὁ προφήτης (Δαν. 10,17). Τόν Θεό, πού κανένας ποτέ δέν περιέλαβε τόπος, πού ἡ κτίση ὅλη –κι ἄν ἀκόμα γίνει μύριες φορές μεγαλύτερη– δέν τόν χωρεῖ, Αὐτόν τόν περιέβαλε μέ τό αἷμα της ἡ Παρθένος. Κι ὄχι ἁπλῶς τόν περιέβαλε, ἀλλά τοῦ ὕφανε μέ τό αἷμα της τέτοιο χιτώνα, πού ἀπό κάθε ἄποψη νά ταιριάζει στό βασιλιά. Αὐτή ἡ ἕνωση οὔτε μπορεῖ νά γίνει παράδειγμα σέ τίποτε ἄλλο οὔτε ἀπό κανένα ἄλλο παράδειγμα μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ. Ἀλλά εἶναι μιά ἕνωση μοναδική, πρωτοφανής καί ἀνεπανάληπτη. Γιατί τό αἷμα τῆς μακαρίας ἔγινε αἷμα Θεοῦ –πῶς νά τό ἐκφράσω;– καί, συμμετέχοντας τόσο στενά σέ κάθετι πού Αὐτός εἶχε, ἀναδείχθηκε ὁμότιμο καί ὁμόθρονο καί ὁμόθεο μέ τή θεία φύση. Σέ τέτοιο ὕψος ἁγιότητος ἔ­φθασε ἡ Παρθένος, τόσο ἡ ἀρετή της ξεπερνᾶ κάθε ἀνθρώπινο νοῦ!
 Ἄνθρωπος ἦταν. Ἀπό τούς ἀνθρώπους ἐβλάστησε. Κι ἦταν μέτοχος σέ κάθε κοινό χαρακτηριστικό τοῦ ἀνθρώπινου γένους. Δέν κληρονόμησε ὅμως τήν ἴδια νοοτροπία οὔτε παρασύρθηκε ἀπό τήν τόσο μεγάλη κακία πού ἐπικρατεῖ σ' αὐτή τή ζωή. Ἀλλά νίκησε τήν ἁμαρτία κι ἀντιστάθηκε στή φθορά τῆς φύσεώς μας κι ἔδωσε τέλος στήν κακία. Ἔγινε ἔτσι αὐτή ἡ ἴδια ἁγία ἀπαρχή καί βάδισε πρώτη καί ὑπῆρξε ὁδηγός τῶν ἀνθρώπων στό δρόμο πρός τόν Θεό. Γιατί διατήρησε τή θέλησή της τόσο καθαρή, σάν νά ἦταν μόνη της σ' αὐ­τή τή ζωή, σάν νά μήν ὑπῆρχε κανείς ἄλλος ἄνθρωπος οὔτε κανένα ἄλλο πλάσμα νά εἶχε ποτέ δημιουργηθεῖ, σάν νά βρισκόταν μόνη μπροστά στόν μόνο Θεό. Δέν συγκέντρωσε τήν προσοχή της σέ κανένα ἀπό τά κτίσματα οὔτε προσηλώθηκε σέ τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅ,τι ὑπάρχει στόν κόσμο. Ἀλλά ἀπό τήν πρώτη κιόλας στιγμή πού ἦρθε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους τούς ἀποχωρίσθηκε κατά τό καλύτερο μέρος. Κι ἔτσι, ἔχοντας ξεπεράσει ὅλη τήν κτίση, τή γῆ, τόν οὐρανό, τόν ἥλιο, τά ἀστέρια, τόν ἴδιο τό χορό τῶν Ἀγγέλων, πού περιβάλλει τόν Θεό, δέν σταμάτησε παρά ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τόν καθαρό Θεό, ἡ καθαρή. Κι ἀναδείχθηκε ἱερώτερη ἀπό τίς θυσίες, τιμιώτερη ἀπό τά θυσιαστήρια γιά τόν Θεό, τόσο πιό ἅγια ἀπό τούς δικαίους καί τούς προφῆτες καί τούς ἱερεῖς, ὅσο ἁγιώτερος ἀπό αὐτούς πού ἁγιάζονται εἶναι ἐκεῖνος πού τούς ἁγιάζει. Γιατί βέβαια κανείς δέν ἦταν ἅγιος πρίν γεννηθεῖ ἡ μακαρία. Αὐτή πρώτη καί μοναδική, ἀπαλλαγμένη ἐντελῶς ἀπό τήν ἁμαρτία, παρουσιάσθηκε νά εἶναι πραγματικά ἁγία, καί ἁγία ἁγίων κι ὅ,τι ἀκόμη περισσότερο θά μπο­ροῦσε κανείς νά πεῖ. Κι ἄνοιξε καί στούς ἄλλους τήν πόρτα τῆς ἁγιο­σύνης μέ τό νά ἔχει προετοιμασθεῖ κατάλληλα γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Σωτήρα, ἀπό ὅπου ἦλθε ἡ ἁγιότητα καί στούς προφῆτες καί στούς ἱερεῖς καί σέ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀξιώθηκε νά συμμετάσχει στά θεῖα μυστήρια.
 Γιατί ὁ καρπός τῆς Παρθένου εἶναι ἐκεῖνος πού πρῶτος καί μόνος ἔφερε τήν ἁγιότητα στόν κόσμο. Αὐτό ἀκριβῶς σημαίνει ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ μακάριος Παῦλος: «πρόδρομος γιά χάρη μας εἰσῆλθε ὁ Ἰη­σοῦς εἰς τά ἅγια» (Ἑβρ. 6,20). Γιατί, ἄν συμβαίνει νά λέγεται ὅτι καί πρίν νά ἔρθει ὁ Σωτήρας πολλοί ἄνθρωποι ἀξιώθηκαν νά ἔχουν αὐ­τή τήν ἐπωνυμία, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι ἔλαβαν μέρος στά μυστήρια τῆς θείας οἰκονομίας, συμμετέχοντας στίς προτυπώσεις τους. Γι’ αὐτό τό λόγο λέγει ὁ Παῦλος ὅτι καί πρίν ἀκόμη «ὀνειδισθεῖ» ὁ Χριστός, ὁ Μωυσῆς προτίμησε «ἀπό τούς θησαυρούς τῆς Αἰγύπτου τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ» (11,26). Καί ἀκόμη, γιά νά μπορέσουν νά εἶναι καλά παρασκευασμένοι γιά τήν ἀληθινή ἁγιότητα κι ἕτοιμοι νά ὑπο­δεχθοῦν, τήν ἀκτίνα ἐκείνη ἀπό τήν ὁποία ἀνέτειλε ἡ σωτηρία. Μέ αὐτά συμφωνεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «ὑπέρ αὐτῶν ἐγώ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καί αὐτοί ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀλη­θείᾳ» (Ἰωάν. 17,19). Ἔτσι καταλαβαίνουμε πώς οἱ παλιοί ἐκεῖνοι ἅγιοι, μιά καί ὁ Σωτήρας δέν εἶχε ἀκόμη φανερωθεῖ, δέχθηκαν τόν ἁγια­σμό διαμέσου σκιῶν καί συμβόλων.
 Ἔπρεπε βέβαια νά λάβει μέρος σέ κάθετι πού ἔκανε ὁ Υἱός της γιά τή σωτηρία μας. Ὅπως τοῦ μετέδωκε τό αἷμα καί τή σάρκα της κι ἔλαβε ἀμοιβαῖα μέρος στίς δικές του χάριτες, κατά τόν ἴδιο τρόπο ἔλαβε μέρος καί σέ ὅλους τούς πόνους καί τήν ὀδύνη του. Κι αὐτός βέβαια καρφωμένος στό σταυρό δέχθηκε στήν πλευρά τήν λόγχη, ἐνῶ διαπέρασε τήν καρδιά τῆς Παρθένου ρομφαία, ὅπως ἀνήγγειλε ὁ ἁγιώτατος Συμεών. Μέ τόν ἴδιο τρόπο καί ὅλα τά ἄλλα μαρτύρια τά προξενοῦσαν οἱ «κύνες» ἐκεῖνοι ἀπό κοινοῦ στόν Υἱό καί στή μητέρα. Τό ἴδιο κι ὅταν χρησιμοποιώντας παλαιοτέρους λόγους του τόν κατηγοροῦσαν σάν ἀλαζόνα κι ὅταν τόν ὀνόμαζαν πλάνο κι ἀγω­νίζονταν ν' ἀποδείξουν τήν πλάνη του.
 Ἔτσι, χάρις σ' αὐτές τίς ὁμοιότητες αὐτή ἦταν ἡ πρώτη πού ἔγι­νε «σύμμορφος» μέ τό θάνατο τοῦ Σωτήρα καί γι’ αὐτό ἔλαβε πρίν ἀπό ὅλους μέρος καί στήν ἀνάστασή Του. Γιατί, ὅταν ὁ Υἱός της διέλυσε τήν τυραννία τοῦ Ἅδη κι ἀναστήθηκε, τόν εἶδε βέβαια καί τόν ἄκουσε καί τόν προέπεμψε, ὅσο ἦταν δυνατόν, καθώς ἔφευγε γιά τόν οὐρανό καί πῆρε, μετά τήν Ἀνάληψη, τή θέση του ἀνάμεσα στούς Ἀποστόλους καί τούς ἄλλους συντρόφους του, αὐξάνοντας ἔτσι τίς εὐεργεσίες μέ τίς ὅποιες Ἐκεῖνος εὐεργέτησε τήν ἀνθρώπινη φύση, «ἀναπληρώνοντας», δηλαδή, πιό ἄξια ἀπό ὅλους «τά ὑστερήματα τοῦ Χριστοῦ» (Κολ. 1,24). Γιατί σέ ποιόν ἄλλο μποροῦσε ὅλα αὐτά νά ταιριάζουν παρά στή μητέρα;
 Ἦταν ὅμως ἀνάγκη ἡ παναγία ἐκείνη ψυχή νά χωρισθεῖ ἀπό τό ὑπεράγιο ἐκεῖνο σῶμα. Καί χωρίζεται βέβαια καί ἑνώνεται μέ τήν ψυχή τοῦ Υἱοῦ της, μέ τό πρῶτο φῶς ἑνώνεται τό δεύτερο. Καί τό σῶ­μα, ἀφοῦ ἔμεινε γιά λίγο στή γῆ, ἀναχώρησε κι αὐτό μαζί μέ τήν ψυ­χή. Γιατί ἔπρεπε νά πέρασει ἀπό ὅλους τούς δρόμους ἀπό τούς ὁποίους πέρασε ὁ Σωτήρας, νά λάμψει καί στούς ζωντανούς καί στούς νεκρούς, νά ἁγιάσει διαμέσου ὅλων τήν ἀνθρώπινη φύση καί νά λάβει ἀμέσως μετά τόν ἁρμόζοντα τόπο. Τό δέχθηκε ἔτσι γιά λίγο ὁ τάφος, τό παρέλαβε δέ καί ὁ οὐρανός, αὐτό τό πνευματικό σῶ­μα, τήν καινή γῆ, τό θησαυρό τῆς δικῆς μας ζωῆς, τό τιμιώτερο ἀπό τούς Ἀγγέλους, τό ἁγιώτερο ἀπό τούς Ἀρχαγγέλους. Ξαναδόθηκε ἔτσι ὁ θρόνος στό βασιλιά, ὁ παράδεισος στό ξύλο τῆς ζωῆς, ὁ δίσκος στό φῶς, στόν καρπό τό δένδρο, ἡ μητέρα στόν Υἱό, ἀξία καθόλα ἀντιπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
 Ποιός λόγος εἶναι ἀρκετός γιά νά ὑμνήσει, ὤ μακαρία, τήν ἀρετή σου, τίς χάριτες πού σοῦ δώρισε ὁ Σωτήρας, αὐτές πού Σύ δώρισες στήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων; Κανείς, ἔστω κι ἄν «λαλεῖ τίς γλῶσ­σες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων», ὅπως θά ΄λεγε ὁ Παῦλος (Α΄ Κορ. 13,1). Προσωπικά μοῦ φαίνεται ὅτι τό νά καταλαβαίνει κανείς καί νά διακηρύσσει σωστά καί ὅπως πρέπει τά μεγαλεῖα Σου ἀποτελεῖ τμῆ­μα τῆς αἰώνιας μακαριότητας, πού ἀπόκειται στούς δικαίους. Τά δικά Σου μεγαλεῖα ἀνήκουν μόνο στό χῶρο ἐκεῖνο ὅπου ὁ οὐρανός εἶναι καινός καί ἡ γῆ καινή, τό χῶρο πού φωτίζεται ἀπό τόν Ἥλιο τῆς δι­καιοσύνης, ὁ ὁποῖος Ἥλιος οὔτε προηγεῖται οὔτε ἕπεται ἀπό τό σκο­τάδι, ἐκεῖ ὅπου ὑμνητής τῶν μεγαλείων Σου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας καί Ἄγγελοι αὐτοί πού χειροκροτοῦν. Σ' αὐτόν μόνο πράγματι τό χῶρο μπορεῖ νά Σοῦ προσφερθεῖ ἡ ὑμνωδία πού Σοῦ ἀξίζει. Οἱ ἄν­θρωποι εἶναι ἀδύνατον νά ὁλοκληρώσουμε τήν ὕμνησή Σου. Τόσο μόνο μποροῦμε νά Σέ ὑμνήσουμε, ὅσο χρειάζεται γιά νά ἁγιάσουμε τή γλώσσα καί τήν ψυχή μας. Γιατί καί μόνο ἕνας λόγος καί μιά ἀνάμνηση, πού ἀναφέρεται σέ κάποιο ἀπό τά δικά Σου μεγαλεῖα, ἀνυψώνει τήν ψυχή καί κάνει καλύτερο τό νοῦ καί μᾶς μετατρέπει ὅλους ἀπό σαρκικούς σέ πνευματικούς καί ἀπό βέβηλους σέ ἁγίους.
 Ἀλλ', ὦ Παρθένε, Σύ πού εἶσαι κάθε ἀγαθό, κάθετι πού ξέρουμε σ' αὐτή τή ζωή κι ὅ,τι θά μάθουμε, ὅταν ἀφήσουμε τόν κόσμο! Ὤ Σύ, πού ἀρχίζοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου ὁδήγησες καί τούς ἄλλους πρός τή μακαριότητα καί τήν ἁγιωσύνη ! Ὤ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί φῶς τοῦ κόσμου καί ὁδός πού ὁδηγεῖ στόν Σωτήρα καί θύρα καί ζωή, Σύ πού εἶσαι ἀξία νά ὀνομάζεσαι μέ ὅλα ἐκεῖνα τά ὀνόματα μέ τά ὅποια προσφωνήθηκε γιά τή σωτηρία πού μᾶς χάρισε ὁ Σωτήρας.
 Ὤ Σύ Παρθένε, πού εἶσαι ἀνώτερη ἀπό κάθε ἔπαινο κι ἀπό κάθε ὄνομα, πού θά μποροῦσε νά σέ χαρακτηρίσει, δῶσε νά μπορέσουμε νά κατανοήσουμε καί νά ψάλλουμε κάπως καλύτερα τά μεγαλεῖα Σου καί τώρα, σ' αὐτή τή ζωή, καί μετά ἀπό αὐτήν, στήν αἰωνία. Ἀμήν.
 [Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα, Λόγος εἰς τήν πάνσεπτον καί ὑπερένδοξον κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν καί παναχράντου Θεοτόκου. P.G. 19, 495-510. Ἡ Θεομήτωρ, τρεῖς θεομητορικές ὁμιλίες, 4η ἔκδ. (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 1995), 163-221. Ἀπόσπασμα]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου