Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. Ο ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΣΑΛΟΣ ΝΙΚΟΛΚΑ.






Συνάντηση με την Αιωνιότητα


Προς το παρόν, πρέπει να διηγηθώ μια εκπληκτική ιστορία, την οποία βίωσα κατά το δεύτερο εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους, στις αρχές Ιουνίου του 1975. Έχω ήδη αναφέρει παραπάνω ότι η συνάντηση μου με το Βλαδίμηρο Βόλγκιν με οδήγησε στην κατανόηση κάποιων καταστάσεων και εμπειριών, που παρέμεναν μυστήριες για μένα τα προηγούμενα χρόνια. Η διήγηση του, σχετικά με την ύπαρξη του παλιού μοναστηριού Πσκόβο-Πετσέρσκυι και το θαυμάσιο γέροντα, πατέρα Ιωάννη Κρεστιάνκιν, που ζούσε εκεί, χαράχτηκε βαθιά μέσα μου. Μου δημιούργησε την επιθυμία κάποτε να το επισκεφθώ. Πράγματι, το καλοκαίρι του 1975, αυτή η επιθυμία μου πραγματοποιήθηκε. Η αγάπη μου για το μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλέξανδρο Σεργκέεβιτς Πούσκιν με ώθησε να πάω στα Άγια Όρη, τα λεγόμενα και Όρη του Πούσκιν, όπου κάθε χρόνο, στις 6 Ιουνίου, στο μοναστήρι εορτάζεται με λαμπρότητα η ημέρα των γενεθλίων του.

Ερχόμενος σε αυτή την υπέροχη επέτειο, βρέθηκα ανάμεσα σε πολλούς διάσημους ποιητές, συγγραφείς και διανοούμενους ανθρώπους που είχαν επίσης έρθει για να τιμήσουν τη μνήμη του μεγάλου ποιητή. Πολλοί απήγγειλαν ποιήματα του. Ήταν πράγματι εξαίσιο να αισθάνεσαι μέρος αυτής της μεγάλης γιορτής, του δοξασμένου κάποτε ρωσικού πνεύματος, όταν το εκλεκτότερο κομμάτι του έθνους αναπτύχθηκε πάνω στις αρχαίες, ευλογημένες ρίζες της αιώνιας, λαϊκής συνείδησης. Ακριβώς σε αυτήν τη γιορτή στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ, μου δημιουργήθηκε ξαφνικά η έντονη επιθυμία να προσπαθήσω να επισκεφθώ το παλιό μοναστήρι Πσκόβο-Πετσέρσκυι και να δω με τα μάτια μου τους φημισμένους Γέροντες.
Προς έκπληξη μου την επόμενη μέρα, 7 Ιουνίου, απρόσμενα έμαθα από κάποιο φιλικό πρόσωπο ότι ετοιμαζόταν μαζί με άλλους γνωστούς να μεταβεί στην Πέτσορα. Συμφώνησαν να με πάρουν μαζί τους και έτσι βρέθηκα σε αυτό το μοναστήρι. Ήταν ήδη βράδυ, ο ήλιος έδυε, καθώς περπατούσα πάνω στο παλιό, πέτρινο λιθόστρωτο προς τις ψηλές πύλες του παλιού μοναστηριού. Με εντυπωσίασε η παραμυθένια θέα και η θαυμάσια ομορφιά αυτού του ιερού τόπου. Μπαίνοντας στο εσωτερικό, έμεινα εμβρόντητος με την παλιά και μεγαλοπρεπή αρχιτεκτονική του χώρου. Δυο προσκυνητές μου έδειξαν το ναό, όπου τελείτο η ακολουθία. Όταν μπήκα μέσα, είδα πολλούς ανθρώπους να προσεύχονται. Στέκονταν στη σειρά και προσκυνούσαν τις εικόνες. Η χορωδία τελείωνε κάποιο ψαλμό, καθώς παρατηρούσα με ενδιαφέρον τους εξερχόμενους από το ιερό της εκκλησίας ιερείς και μοναχούς. Ήταν για μένα κάτι πρωτόγνωρο, σα να βρέθηκα στο ΙΖ' αιώνα, όταν στη Ρωσία επικρατούσε μία άλλη ζωή, με εντελώς διαφορετικά ήθη.


Βγήκα από το ναό και στάθηκα στο προαύλιο, θέλοντας να ρωτήσω κάποιον εάν υπήρχε η δυνατότητα να βρεθεί κατάλυμα σε αυτό το
μοναστήρι. Από την πόρτα έβγαιναν οι μοναχοί, μεταξύ των οποίων και ο πιο μεγάλος γέροντας, ο πατήρ Ιωάννης Κρεστιάνκιν. Ήταν τόσο ζωηρός και ευκίνητος, περπατούσε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβα να σκεφτώ πώς θα μπορούσα
να τον πλησιάσω. Ενώ πίσω του έτρεχε πλήθος κόσμου που ζητούσε τις ευχές του, προσπάθησα να τον σταματήσω στο στενό δρομάκι. Εν τω μεταξύ έβγαιναν και άλλοι μοναχοί, οι οποίοι με ευλάβεια έκαναν το σταυρό τους στην εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που δέσποζε στην είσοδο και μετά κατευθύνονταν προς μία φαρδιά, παλιά σκάλα, που οδηγούσε κάπου προς τα κάτω, σε κτίρια του
μοναστηριού αθέατα σε μένα.
Από δύο ηλικιωμένες γυναίκες που βγήκαν μετά τους μοναχούς προσπάθησα να μάθω εάν υπήρχε η δυνατότητα να διανυκτερεύσω εκεί. Μία από αυτές, ακούγοντας την επιθυμία μου, είπε ότι υπήρχε εκεί ο μακάριος (σαλός) Νικόλκα, στον οποίο με παρότρυνε να απευθυνθώ και αυτός θα μου εύρισκε κατάλυμα για να διανυκτερεύσω.
Εκείνη τη στιγμή η κυρία μίλησε σ' έναν ασυνήθιστα περίεργο νεαρό που έβγαινε κουτσαίνοντας από την εκκλησία και κατευθυνόταν προς εμάς. Ήταν ο μακάριος (σαλός) Νικόλκα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα έναν τόσο παράξενο άνθρωπο. Με χαιρέτησε και ξαφνικά με ουκρανική προφορά μου είπε:
-           Πάμε να προσευχηθούμε και θα σου δώσω ένα καλό δωμάτιο.
Κατευθύνθηκε προς την έξοδο, έχοντας πίσω του λίγο κόσμο. Βγήκαμε έξω τελευταίοι και ο φύλακας-μοναχός κλείδωσε πίσω μας τις ψηλές, παλιές πύλες του μοναστηριού, με αλυσίδες από μαύρο σίδερο. Φυσικά για μένα που ήμουν αβάπτιστος και χωρίς γνώση των εκκλησιαστικών και θρησκευτικών εννοιών, μου ήταν ακατανόητο γιατί αυτός τόσο επίμονα με τραβούσε μαζί του να προσευχηθώ.

Έμαθα ότι αυτός ο σαλός, κάθε βράδυ, περνούσε γύρω από τα τείχη του μοναστηριού, λέγοντας δυνατά μία ακατανόητη τότε για μένα προσευχή, το χαιρετισμό του Αρχαγγέλου:
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ό Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη σο εν γυναιξί και ευλογημένος ό καρπός της κοιλίας Σου. ότι Σωτήρα ετεκες. των ψυχών ημών.

Και να, όταν πήγαμε μαζί του τρεις ή τέσσερις προσκυνητές, ξαφνικά, απευθύνθηκε σε μένα:
-           Κι εσύ! Κι εσύ προσευχήσου!
Αισθάνθηκα άβολα και άσχημα, αφού δε γνώριζα καμία προσευχή και στη ζωή μου ποτέ άλλοτε δεν είχα προσευχηθεί. Αυτός προχωρώντας μπροστά, επέμενε να «προσευχηθώ». Με κυρίευσε μία φοβερή αμηχανία. Τι συμβαίνει; Πού πηγαίνω; Κάποιος παράξενος διά Χριστόν σαλός, κάποιοι άγνωστοι συνοδοιπόροι, κάποια άγνωστη για μένα προσευχή... Πού βρέθηκα; Τι τα χρειάζομαι όλα αυτά; Και το κυριότερο, δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής! Αυτός ο σαλός Νικόλκα προχωρούσε κουτσαίνοντας και προφέροντας δυνατά ευχές με ιδιαίτερη αφοσίωση. Τα μάτια του σα να φλέγονταν από ένα άγνωστο για μένα θρησκευτικό φως, καθώς ολόκληρος ήταν δοσμένος στη μυστική επικοινωνία με τον Ανώτερο Κόσμο. Ναι, αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος που βρισκόταν στα σύννεφα, αναμαλλιασμένος, με τα μαλλιά άπλυτα για πολλά χρόνια, τα οποία κυριολεκτικά έπεφταν περίεργα τούφες-τούφες. Η όλη του όψη σα να με καλούσε να απαρνηθώ τα  εγκόσμια, όμως εγώ ήμουν άνθρωπος αυτού του κόσμου.
Ακριβώς αυτή η ζωντανή και αληθινή πίστη στην κυριολεξία με αιχμαλώτισε, έλκυσε σα μαγνήτης και με προσκαλούσε να τον ακολουθήσω. Έτσι. περπατήσαμε αυτόν το μακρύ δρόμο γύρω από το μοναστήρι, προσευχόμενοι:
«Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ό Κύριος μετά Σου».
Ήδη σουρούπωνε. Όταν φτάσαμε στις πύλες απ' όπου άρχισε ο αγώνας δρόμου στην προσευχή, είχε ήδη νυχτώσει.
-Έλα σε εμένα, μου είπε ο μακάριος Νικόλκα.
Αμέσως μετά, αποχαιρετώντας τα αδέρφια του, με οδήγησε κατά μήκος του δρόμου του μοναστηριού προς τα νότια, στο σπίτι του. Σα φτάσαμε στον προορισμό μας. μπήκαμε σε μία μικρή αυλόπορτα. Περνώντας από διάφορες αυλές, μπήκε σε μία μικρή αποθήκη. Στο πάτωμα υπήρχε παντού σανό και μου είπε:
-           Προσευχήσου και ξάπλωσε!
Τέτοιο τράνταγμα δεν είχα ποτέ νιώσει στη ζωή μου! Πού με έφερε; Εμένα, το διανοούμενο φοιτητή! Με οδήγησε σε ένα στάβλο και μου είπε «προσευχήσου και ξάπλωσε». Στεκόμουν συγχυσμένος και δεν ήξερα τι να απαντήσω. Αυτός δείχνοντας τη γωνιά, επανέλαβε:
-           Ξάπλωσε! Κι ευθύς ο ίδιος, δίχως να βγάλει τα ρούχα, βιαστικά σωριάστηκε στο σωρό. Τι μου απέμενε να κάνω; Άβουλα ξάπλωσα στο κρεβάτι από σανό. Το ξημέρωμα με σήκωσε και τρέξαμε στο ναό. Μισοκοιμισμένος στεκόμουν μαζί του σε όλη τη θεία Λειτουργία. Στο τέλος της Λειτουργίας, τον αποχαιρέτησα βιαστικά και έτρεξα προς τη στάση να προλάβω το λεωφορείο, με το οποίο είχα έρθει την προηγούμενη μέρα. 0 οδηγός, όπως είχαμε συμφωνήσει, με περίμενε και στις 8 το πρωί με την υπόλοιπη ομάδα πήραμε το δρόμο της επιστροφής για τα Άγια Όρη, όπου συνεχίζονταν οι εκδηλώσεις για το διάσημο ποιητή. Εντυπωσιασμένος από ότι έζησα την προηγούμενη μέρα στο μοναστήρι με το μακάριο σαλό, ένιωθα σα να επέστρεφα κυριολεκτικά από άλλο κόσμο και δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει απόλυτα τι μου είχε συμβεί.
Την άλλη μέρα, επέστρεψα στη Μόσχα με κάποιο ιδιαίτερο φως να με συνοδεύει. Χρειάστηκαν δύο εβδομάδες, για να επανέλθω στη συνηθισμένη κατάσταση που ζούσα μέχρι τότε. Αυτή ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στο μοναστήρι Πσκόβο-Πετσέτσκυι. Η Χάρη, την οποία έλαβα και κατόπιν απώλεσα, άφησε ένα ανεπανάληπτα βαθύ σημάδι στην καρδιά μου.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ ΣΤΟ ΦΩΣ. ΑΡΧΙΜΑΝ. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΓΚΑΝ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου