Κυριακή 8 Ιουλίου 2012

Οι γυάλινοι άνθρωποι

Η Ελληνική φύση και οι γυάλινοι άνθρωποι


Κατεβαίνω στη Βαβυλώνα [=Αθήνα] όσο μπορώ πιο σπάνια, κι ὅποτε κατέβω στους μεγάλους δρόμους, κιντυνεύω να χάσω τον εαυτό μου. Συλλογίζομαι τη φωλιά μου, το κηπάκι μου, τα πουλάκια, τις πεταλούδες, τα μερμήγκια, τα μυγάκια, όλα αυτά τα ξεχασμένα πλάσματα που είνε σαν εμένα, τιποτένια και βιάζουμαι να γυρίσω πίσω. Στην πολιτεία σαν να είμαι ξένος και ξενητεμένος, σαν να ήρθα πρώτη φορά σε μεγαλούπολη. Οι φάτσες που έχουνε οι άνθρωποι είνε δίχως έκφραση. Μου φαίνουνται τόσο ξένοι, που λες και βρίσκουνται στην άλλη άκρη του κόσμου, κι ἀκόμα μακρύτερα. Μακρυά, πολύ μακρυά! Άλλης φυλής άνθρωποι, άλλα φερσίματα. Άλλα μυαλά, άλλα αισθήματα, απότομοι, ασυμπάθητοι, αδιάφοροι, πεθαμένοι!

Μαζεύουνται κοπάδια-κοπάδια στα σταυροδρόμια, και περιμένουνε ν ἀνάψῃ το πράσινο φανάρι για να περάσουνε αντίκρυ. Στριμώχνουμαι κ ἐγὼ ανάμεσά τους, σαν κανένα γίδι μέσα στα γίδια. Σαν να βρισκόμαστε στη δευτέρα Παρουσία!

Άλλα κοπάδια σπρώχνουνται μπροστά στις εκκλησιές της νέας θρησκείας, στους κινηματογράφους. Οι πόρτες, τα τζάμια κ οἱ τοίχοι είνε γεμάτοι από γυμνές γυναίκες ζωγραφισμένες. Ένα κορμί έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, και μ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Το γυρίζει από δω, το γυρίζει από κει, το μισογυμνώνει, το ξεγυμνώνει ολότελα, ξανά το μισοντύνει, κ ἔτσι βασανίζεται, δεν ξέρει τι να το κάνη. Ε, κακορρίζικε άνθρωπε, το ξεγύμνωσες, το γύρισες από δω κι ἀπὸ κει. Κ ἔπειτα, τι έκανες τάχα; Το βρώμισες, το μόλεψες, το κουρέλιασες, το ρεζίλεψες, κι ἀκόμα δεν ησύχασες! Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, εξαχρείωση, ζωή δίχως καμμιά ουσία. Δεν πας ν ἀπογευτῆς λίγη αληθινή ζωή. Παρά κλείνεσαι μέσα στα σκοτεινά μπουντρούμια και πασκίζεις να ψευτοζήσης με τους ίσκιους, με τις φωτογραφίες!

Τι καταδίκη έπαθες! Τι κατάντημα, και δεν το κατάλαβες! «Άνθρωπος, εν τιμή ων ου συνήκεν. Κατελογίσθη [το ορθό: «παρεσυνεβλήθη»] τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς». «Ο άνθρωπος, ενώ πλάστηκε τιμημένος δεν το κατάλαβε. Λογαριάσθηκε [ορθότερο: ανακατεύτηκε] μαζί με τα ζώα τα άλογα, κ ἔγινε ένα μ αὐτά».

Η Αθήνα δεν είνε πια μια πολιτεία ελληνική, κι ἂς λέμε ο,τι θέλουμε. Μήτε οι άνθρωποι, μήτε τα χτίρια. Ο ήλιος έλειψε. Ο αγέρας βρώμισε. Απορείς πως αλλάξανε όλα μέσα σε λίγα χρόνια, και δεν έμεινε τίποτα που να θυμίζη πως βρίσκεσαι στην Ελλάδα. Μα δεν μοιάζει μήτε με ανατολίτικη πολιτεία, όπως ήτανε τον καιρό που την είχανε οι Τούρκοι. Είνε ένα μάζεμα από χτίρια ξενόφερτα, που και στον τόπο τους είνε ολότελα άψυχα, παγωμένα, ανέκφραστα, όπως ανέκφραστοι γινήκανε κ οἱ άνθρωποι. Έτσι είνε οι «διεθνείς πόλεις και οι διεθνείς άνθρωποι», που είνε το καύχημα της «διεθνούς κοσμογονίας», π ἀνάθεμά την, που έχει κάνει τη ζωή ένα πράγμα άνοστο, αμύριστο, ανέκφραστο, κρύο κι ἀσυμπάθιστο. Είνε η ζωή αποστειρωμένη από κάθε αίσθημα, από κάθε πνευματικό σκίρτημα, από κάθε ζέστα της καρδιάς.

Κυττάζω τα διάφορα χτίρια που στέκουνται σαν τους κρατήρες του φεγγαριού, ασυγκίνητα, άπονα στον άνθρωπο που τάφτιαξε, αδιάφορα, χωρίς να τα γλυκαίνη η αγάπη. Έχουνε όλες τις ευκολίες και τις αναπαύσεις, είνε γεμάτα κουμπιά, μα είνε σαν αρχοντικοί τάφοι. Μέσα τους δεν υπάρχει κανενός είδους ποίηση, να ζεστάνη την καρδιά τ ἀνθρώπου. Είνε κάτι αδιάφορες κι ἀνέκφραστες μηχανές, έρημες από αγάπη. Είνε οι κατοικίες του σημερινού ανθρώπου, που ξεπλύθηκε και ξεγυμνώθηκε από κάθε αίσθημα. Είνε οι κατοικίες του γυάλινου ανθρώπου. Τέρατα κανωμένα με σίδερα και με τζάμια. Ψυγεία για να συντηρούνται μέσα σ αὐτὰ τα ψυχικά και πνευματικά πτώματα. Κι αὐτὴ τη δουλειά την κάνουνε οι μεγάλοι αρχιτέκτονες, και τη λένε αρχιτεκτονική: Σίδερα, τζάμια και πάγος! Από αυτά τα βουβά κουτιά λείπει κάθε ανθρώπινη πνοή. Μηχανές νεκρές και παγωμένες. Τι συγκέντρωση μπορεί νάχη ένας άνθρωπος στον εαυτό του, αφού κάθεται μέσα στα γυαλιά, και βλέπουνε απ ἔξω ακόμα και την τρίχα που θα πέση από τα μαλλιά του; Γυάλινοι άνθρωποι, γυάλινα σπίτια. Με τον καιρό, θα γίνουνε κι οἱ άνθρωποι διαφανείς σαν τα τζάμια, και θα βλέπη ο ένας τι γίνεται μέσα στον άλλον, τι συλλογίζεται, τι έφαγε, τι ήπιε, πως δουλεύουνε τα πνευμόνια και το στομάχι του, πως χτυπά η καρδιά του… Αλλά ξέχασα, πως δεν θάχη πια καρδιά, κι ούτε αίμα, μήτε αισθήματα. Αυτά θα είνε πράγματα που τα είχε η παλιά μάρκα του ανθρώπου, και που πάλιωσε πια σήμερα. (…)
Σήμερα, όπως φαίνεται, τελείωσε η ιστορία του ανθρώπου, κ ἐμεῖς δεν θέλουμε να τον αποχωριστούμε αυτόν τον αγαπημένον άνθρωπο. Θέλουμε να σώσουμε αυτό το είδος που πάγει να χαθή, όπως σβήσανε τα μαμούθ, οι πλειστόσαυροι κ οἱ πτεροδάκτυλοι. Ο σημερινός άνθρωπος, που είνε άνθρωπος λίγο-πολύ μοναχά στο εξωτερικό του, ας δώση στον εαυτό του όποιο όνομα θέλει, αφού δεν καταδέχεται να λέγεται άνθρωπος. Γιατί όπως λέγει, τον ξεπέρασε τον άνθρωπο.

Φ. Κόντογλου
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...