Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα



Μιλάει η πείρα ενός Αγίου
Πολλοί λόγοι, αγαπητά μου παιδιά, με κάνουν να σας δώσω αυτές τις συμβουλές. Πιστεύω ότι είναι οι καλύτερες και θα σας ωφελήσουν, αν τις κάνετε κτήμα σας. Αν, λοιπόν, δεχθείτε με προθυμία τα λόγια μου, θα ανήκετε στη δεύτερη κατηγορία εκείνων που επαινεί ο αρχαίος ποιητής Ησίοδος, γράφοντας ότι είναι άριστος άνθρωπος όποιος μονάχος του ξεχωρίζει το σωστό κι είναι καλός άνθρωπος όποιος συμμορφώνεται με τις σωστές υποδείξεις. Ενώ όποιον δεν είναι ικανός να το κάνει αυτό, τον χαρακτηρίζει σαν άνθρωπο άχρηστο. Και μην απορήσετε που έρχομαι να προσθέσω κάτι δικό μου σε όσα διαβάζετε από τους αρχαίους στα σχολεία σας και μάλιστα να σας πω ότι αυτό το δικό μου είναι ωφελιμότερο από όσα εκείνοι σας διδάσκουν. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της συμβουλής μου: δεν πρέπει να παραδώσετε στους αρχαίους συγγράφεις το τιμόνι του νου σας, για να σας πάνε όπου αυτοί θέλουν. Δεν πρέπει να τους ακολουθείτε σε όλα. Πρέπει να πάρετε απ’ αυτούς ό,τι είναι χρήσιμο και να μη δώσετε προσοχή στα υπόλοιπα. Έρχομαι, λοιπόν, αμέσως να σας υποδείξω ποιά είναι τα άχρηστα μέσα στα συγγράμματά τους και πώς να ξεχωρίζετε τα πρώτα από τα δεύτερα.
Το νερό και ο ήλιος
Εμείς οι χριστιανοί θεωρούμε εντελώς ασήμαντο πράγμα την εδώ κάτω ανθρώπινη ζωή. Δεν λογαριάζουμε και δεν λέμε καλό ό,τι μάς εξυπηρετεί σ’ αυτή μονάχα τη ζωή. Την ένδοξη καταγωγή, την ευρωστία του κορμιού, τη σωματική καλλονή, το ωραίο ανάστημα, τις τιμές που δίνουν οι άνθρωποι, ακόμα και το βασιλικό αξίωμα κι οτιδήποτε άλλο προσφέρει ο παρών κόσμος, δεν θα τα θαρρούμε μεγάλα και ζηλευτά πράγματα. Δεν μας κάνουν εντύπωση όσοι τα έχουν. Οι δικές μας ελπίδες πάνε πολύ μακρύτερα. Οι πράξεις μας είναι μια προετοιμασία για κάποιαν άλλη ζωή. Ακριβώς, λοιπόν, όσα μας χρειάζονται γι’ αύτη την άλλη ζωή, αυτά αγαπάμε, αυτά λαχταράμε, περιφρονώντας όσα δεν φθάνουν ως εκεί. Ποιά είναι αυτή η άλλη ζωή; Πού και πώς θα τη ζήσουμε; Αυτό το θέμα είναι ανώτερο της τωρινής αφορμής, για να το περιγράψω. Και σεις, εξάλλου, δεν έχετε ακόμη όλη την ωριμότητα, για να αφομοιώσετε την περιγραφή του. Θα σας δώσω όμως ένα σκιαγράφημά του, που θα σας είναι αρκετό. Ας πάρουμε από τη μια μεριά όλη την ευτυχία, που σωρεύθηκε στον κόσμο αυτόν εδώ από την πρώτη ήμερα του. Όλη, λοιπόν, αυτή η γήινη ευτυχία δεν φθάνει ούτε το μικρότερο από τα αγαθά της άλλης ζωής. Όλα τα καλά του κόσμου τούτου είναι τόσο κατώτερα από το ελάχιστο ανάμεσα σ’ εκείνα τα αγαθά, όσο κατώτερα είναι η σκιά και το όνειρο από την πραγματικότητα. Ή, για να χρησιμοποιήσω ένα πιο συνηθισμένο παράδειγμα, η διαφορά ανάμεσα στις δυό ζωές, για τις οποίες μιλάμε, είναι όσο κι η διαφορά σε αξία ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα.
Οδηγός μας στην εδώ κάτω ζωή είναι η Αγία Γραφή, που η γλώσσα της έχει πολύ μυστήριο. Όσο ο άνθρωπος έχει ακόμα μικρή ηλικία, είναι φυσικό να μη καταλαβαίνει τη βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται με τα μάτια της ψυχής σε άλλα κείμενα, όχι εντελώς ξένα, που μοιάζουν με καθρέφτες και σκιές. Συμβαίνει δηλαδή ό,τι και στο στρατό. Οι στρατιώτες αποκτούν την πολεμική πείρα πρώτα με τις κινήσεις των γυμνασίων, που είναι ένα είδος παιχνίδι. Ύστερα, γνωρίζουν τον αληθινό πόλεμο. Έχουμε κι εμείς μπροστά μας μια μάχη. Τη μεγαλύτερη απ’ όλες. Για να ετοιμασθούμε, πρέπει να γυμνασθούμε, να κοπιάσουμε. Πώς θα γίνει αυτή η προγύμναση; Με το να γνωρίσουμε καλά τους ποιητές, τους πεζογράφους, τους ρήτορες κι όλους τους ανθρώπους, που θα μας προσφέρουν κάτι για να δυναμώσουμε την ψυχή μας. Θυμηθείτε τι κάνουν τα βαφεία. Πρώτα ετοιμάζουν με διάφορους τρόπους το ύφασμα που θα βάψουν. Και μονάχα αφού γίνει αυτή η προεργασία, τότε παίρνουν και μεταχειρίζονται το κόκκινο ή άλλο χρώμα για να κάνουν το βάψιμο. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και σε μας. Πρώτα θα ετοιμάσουμε τη συνείδησή μας με την κοσμική σοφία κι ύστερα θ’ ακούσουμε τα ιερά και βαθιά νοήματα της χριστιανικής διδασκαλίας. Πρώτα θα συνηθίσουμε να βλέπουμε τον ήλιο μέσα στο νερό κι ύστερα θ’ ατενίσουμε τον ίδιο τον ήλιο.
Agios-Vasileios-
Οι καρποί και το φύλλωμα
Αν οι δύο διδασκαλίες έχουν κάποια συγγένεια, θα ήταν ωφέλιμη η γνώση και των δύο. Αλλά έχουν και μεγάλη διαφορά. Γι’ αυτό, αν τις βάλουμε τη μια πλάι στην άλλη και τις συγκρίνουμε, θα δούμε καθαρά ότι η μια υπερέχει της άλλης. Με τί όμως να τις παρομοιάσουμε, ώστε να δώσουμε μια πετυχημένη εικόνα τους; Η κύρια αξία του φυτού είναι το ότι κάνει καρπούς. Αλλά και τα φύλλα του προσφέρουν ένα στόλισμα, καθώς παίζουν κάτω από την πνοή του αέρα γύρω στους κλάδους. Κάτι ανάλογο γίνεται και στην ψυχή. Ο καρπός της, η αξία της είναι η αλήθεια. Είναι όμως ωραίο πράγμα να την τριγυρίζει κι η κοσμική σοφία, σαν φυλλωσιά, που σκεπάζει όμορφα τους καρπούς. Αυτό συνέβη με τον μεγάλο Μωϋσή, τον περιβόητο για τη σοφία του, καθώς αναφέρει η παράδοση. Πρώτα -λένε- γύμνασε το νου του στις επιστήμες της αρχαίας Αιγύπτου κι ύστερα σίμωσε για να δει τον αληθινό Θεό. Παρόμοιο συνέβη και με τον σοφό Δανιήλ, αιώνες αργότερα. Πρώτα διδάχθηκε στη Βαβυλώνα τη σοφία των Χαλδαίων κι υστέρα έπεσε στη σπουδή της θείας διδασκαλίας.
Η πέτρα στο αλφάδι
Αρκετά σας εξήγησα το ότι αυτά τα κοσμικά μαθήματα δεν είναι ανώφελα για την ψυχή. Ας έλθουμε τώρα να δούμε και το πως πρέπει να τα αφομοιώνετε. Ας αρχίσουμε από τα πολύμορφα έργα των ποιητών. Δεν πρέπει να δίνετε σημασία σε όλα, χωρίς εξαίρεση, τα διδάγματά τους. Όταν σας εξιστορούν κατορθώματα ή σας εκθέτουν λόγια καλών ανθρώπων, να τα δέχεστε με αγάπη, να κοιτάτε να τους μιμηθείτε, να τους μοιάσετε, όσο μπορείτε. Όταν όμως φέρνουν στη μέση κακούς ανθρώπους, πρέπει να αποφεύγετε τις τέτοιες εικόνες, φράζοντας τ’ αυτιά σας όμως ο Οδυσσέας, που, καθώς διηγείται ο Όμηρος, ήθελε ν’ αποφύγει τη μελωδία των Σειρήνων. Γιατί; Διότι άμα συνηθίσει κανείς στα αμαρτωλά λόγια, περνά και στα αμαρτωλά έργα. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει με κάθε τρόπο να προφυλάσσουμε την ψυχή μας. Γιατί υπάρχει κίνδυνος, μαζί με τη γλύκα των λόγων να πάρουμε μέσα μας και κάτι θανάσιμο, χωρίς να το καταλάβουμε. Είναι μέλι, που έχει και δηλητήριο. Δεν θα επαινέσουμε, έτσι, τους ποιητές, όταν παριστάνουν ανθρώπους που ασεβούν, που εμπαίζουν, που παραδίνονται στην ακολασία, που παρασύρονται από το πιοτό, ούτε όταν περιορίζουν την ευτυχία σε πλούσια τραπέζια και σε άσεμνα τραγούδια. Και δεν θα δώσουμε καμιά σημασία, όταν κάνουν λόγο για θεούς και μας λένε ότι οι θεοί αυτοί είναι πολλοί κι αλληλομισούνται. Γιατί, καθώς ξέρετε, οι ψεύτικοι θεοί της ειδωλολατρίας πολεμάνε ο αδελφός τον αδελφό κι ο πατέρας τα παιδιά του κι εκείνα τους γονείς τους, με υπουλότητα. Θ’ αφήσουμε στους ανθρώπους του θεάτρου τις μοιχείες των θεών, τους έρωτές τους, τις ασύστολες σαρκικές τους σχέσεις και προ παντός του μεγαλύτερου απ’ όλους θεού Δία, όπως λέγουν αυτοί. Είναι πράγματα όλα αυτά, που και για τα ζώα αν τα έλεγε κανείς θα κοκκίνιζε. Τα ίδια έχω να πω και για τους πεζογράφους και μάλιστα όταν γράφουν για να διασκεδάσουν.
Επίσης δεν θα μιμηθούμε τους ρήτορες των δικαστηρίων, που η τέχνη τους είναι το ψέμα. Γιατί το ψέμα δεν είναι ωφέλιμο ούτε στα δικαστήρια ούτε πουθενά αλλού, μια και προτιμήσαμε, σαν χριστιανοί, το σωστό κι αληθινό δρόμο της ζωής και το Ευαγγέλιο μας προστάζει να μη καταφεύγουμε στα δικαστήρια. Απ’ όσα μας διδάσκουν οι παρά πάνω, θα διαλέγουμε και θα παίρνουμε μονάχα ό,τι είναι έπαινος της αρετής και κατάκριση της κακίας. Για τον άνθρωπο και τ’ άλλα ζώα, τα λουλούδια είναι καλά μονάχα για το άρωμά τους και το χρώμα τους. Για τις μέλισσες όμως, υπάρχει σ’ αυτά και κάτι άλλο: το μέλι. Έτσι κι εδώ. Όσοι στα συγγράμματα των αρχαίων Ελλήνων δεν αναζητούν μονάχα τη γλύκα και τη χάρη του λόγου, μπορούν ν’ αποκομίσουν και κάποια ωφέλεια για τη ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αυτά τα συγγράμματα να τα σπουδάζουμε ακολουθώντας το παράδειγμα των μελισσών. Οι μέλισσες δεν πετάνε σε όλα τα λουλούδια με τον ίδιο τρόπο. Κι όπου καθίσουν, δεν κοιτάνε να τα πάρουν όλα. Παίρνουν μονάχα όσο χρειάζεται στη δουλειά τους και το υπόλοιπο το παρατούν και φεύγουν. Έτσι κι εμείς, αν είμαστε φρόνιμοι. Θα πάρουμε απ’ αυτά τα κείμενα ό,τι συγγενεύει με την αλήθεια και μας χρειάζεται και τα υπόλοιπα θα τα αφήσουμε πίσω μας. Κι όπως, κόβοντας το τριαντάφυλλο, αποφεύγουμε τ’ αγκάθια της τριανταφυλλιάς, έτσι κι από τα κείμενα αυτά θα πάρουμε ό,τι είναι χρήσιμο και θα φυλάξουμε τον εαυτό μας απ’ ό,τι είναι επιζήμιο. Από την πρώτη, λοιπόν, στιγμή πρέπει να εξετάζουμε τα διδάγματα χωριστά και να τα προσαρμόσουμε στον σκοπό μας, φέρνοντας, κατά τη δωρική παροιμία τη σχετική με τους κτίστες, την πέτρα στο αλφάδι.
Ο Ηρακλής και οι δύο δρόμοι
Στην άλλη ζωή, θα φθάσουμε με την αρετή. Την αρετή, που εξύμνησαν κι οι ποιητές κι οι πεζογράφοι, αλλά πιο πολύ οι φιλόσοφοι. Έτσι, μεγαλύτερη προσοχή πρέπει να δώσουμε στα συγγράμματα αυτών των τελευταίων. Δεν είναι μικρό το κέρδος. όταν οι ψυχές των νέων συνηθίσουν και κάνουν δική τους την αρετή. Όσα ο άνθρωπος αφομοιώνει στην τρυφερή ηλικία του, μένουν ασάλευτα. Γιατί η ψυχή είναι ακόμα απλή τότε και ό,τι δέχεται, εντυπώνεται πολύ βαθιά μέσα της. Τί άλλο τάχα σκέφθηκε ο Ησίοδος από το να προτρέψει τους νέους στην αρετή, όταν φιλοτεχνούσε τους στίχους του, που όλοι τους τραγουδούν; Σκέφθηκε ότι ο δρόμος της αρετής είναι στην αρχή κακοτράχαλος και δυσκολοδιάβατος κι ανηφορικός. Ότι τον κάνει κανείς με πολύ ιδρώτα και πολύ κόπο. Ότι, γι’ αυτόν τον λόγο, δεν μπορεί ο καθένας να βάλει το πόδι του σ’ αυτόν το δρόμο, με την αποτομιά που δείχνει, κι ούτε, αν τον περπατήσει, θα φθάσει εύκολα στην κορφή. Ότι σαν φθάσει όμως εκεί πάνω, βλέπει πως στην πραγματικότητα ήταν ένας δρόμος ίσιος, όμορφος, εύκολος, καλοδιάβατος και πιο ευχάριστος από τον άλλο, που οδηγεί στην κακία και που ο ίδιος ποιητής είπε ότι μονομιάς μπορεί κανείς να τον διαβεί, γιατί βρίσκεται κοντά μας. Εγώ το πιστεύω: Ο Ησίοδος ιστόρησε όλα αυτά για να μας παροτρύνει στην αρετή, να σπρώξει τον καθένα στο καλό, να μας κάνει να μη το βάλουμε κάτω μπροστά στους κόπους και να μη σταματήσουμε πριν από το τέλος του δρόμου. Κι όποιος άλλος με τέτοιο τρόπο τραγούδησε την αρετή, ας γίνει ο λόγος του καλόδεχτος από μας, μια κι οδηγεί στον ίδιο σκοπό.
Άκουσα κάποτε να μιλά σχετικά μ’ αυτό το θέμα ένας άνθρωπος, που είχε τη δύναμη να εμβαθύνει στο νόημα των ποιητών. Έλεγε, λοιπόν, ότι όλη η ποίηση του Όμηρου δεν είναι άλλο παρά ένας ύμνος της αρετής. Όλα, στον Όμηρο, έκτος από ό,τι είναι περιθωριακό, αποβλέπουν σ’ αυτό. Έτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει με όσα γράφει για τον Οδυσσέα, που σώθηκε γυμνός από το ναυάγιο και, στην αρχή, με μόνη την εμφάνιση του, προκάλεσε τον σεβασμό της βασιλοκόρης Ναυσικάς. Η γύμνια του δεν ήταν ντροπή, γιατί αντί για ρούχα ήταν ντυμένος με την αρετή. Κι ύστερα προκάλεσε αγαθή εντύπωση και στους άλλους Φαίακες, σε σημείο που να παρατήσουν την τρυφηλή ζωή τους και να προσπαθούν, θαυμάζοντάς τον, να τον μιμηθούν. Και στο στόμα κάθε Φαίακος, τότε, άλλη ευχή δεν υπήρχε παρά να γίνει δεύτερος Οδυσσέας, έστω και θαλασσοδαρμένος. Γιατί -έλεγε ο ερμηνευτής εκείνος του ποιητικού νοήματος- με αυτά ο Όμηρος διδάσκει ξάστερα τα εξής: Άνθρωποι γυμνασθείτε στην αρετή, που κολυμπά μαζί σας στο ναυάγιο, κι όταν πατήσετε στη στεριά γυμνοί, θα σας παραστήσει πιο τιμημένους από τους αμέριμνους Φαίακες. Και, πραγματικά, αυτό είναι. Όλα τα άλλα, που τυχόν έχουμε, ανήκουν εξ ίσου στους ιδιοκτήτες τους και σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Πέφτουν πότε εδώ και πότε εκεί, όπως τα ζάρια. Η μόνη αναφαίρετη ιδιοκτησία είναι η αρετή. Την έχει δική του ο καθένας κι όσο ζει κι όταν φύγει απ’ αυτόν εδώ τον κόσμο. Γι’ αυτό κι ο Σόλων, θαρρώ, είπε στους πλουσίους το:
Δεν θ’ ανταλλάξουμε μαζί τους τον πλούτο
με την αρετή. Πάντα εκείνη μένει,
ενώ το χρήμα συχνά απ’ τον ένα στον άλλο περνά.
Παρόμοια είναι κι όσα λέγει ο Θέογνις. Ο κάθε θεός γέρνει προς τους ανθρώπους τον ζυγό με διαφορετικό πάντα τρόπο, ώστε: άλλοτε να πλουτούν κι άλλοτε να μην έχουν τίποτε.
Αλλά κι ο σοφιστής Πρόδικος, ο Κείος, εκφράζεται παρόμοια κάπου στα συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω από την αρετή και την κακία. Ας δώσουμε, λοιπόν, και σ’ αυτόν προσοχή, γιατί είναι αξιόλογος άνθρωπος. Διηγείται τα εξής, από όσο θυμάμαι, γιατί δεν έχω αποστηθισμένο τον λόγο του, που είναι πεζός κι όχι σε στίχους. Όταν ο Ηρακλής ήταν ακόμα πολύ νέος, σχεδόν της ηλικίας σας, σκεφτόταν ποιόν δρόμο να πάρει, τον κοπιαστικό της αρετής ή τον πολύ εύκολο. Τον σίμωσαν, λοιπόν, δυό γυναίκες, η Αρετή κι η Κακία. Η διαφορά τους φάνηκε ευθύς, με την εξωτερική τους εμφάνιση, πριν ακόμα αρθρώσουν λέξη. Η μια ήταν στολισμένη φανταχτερά από την κομμωτική τέχνη, σαν καλλονή, αλλά με πλαδαρές σάρκες εξ αιτίας της τρυφηλής ζωής, κι από πίσω της έρχονταν όλα τα πάθη της ηδονής. Τα έδειχνε όλα αυτά και τα συνόδευε με πολλές υποσχέσεις, προσπαθώντας να τραβήξει προς το μέρος της τον Ηρακλή. Η άλλη ήταν ισχνή, ατημέλητη, με σοβαρό βλέμμα κι έλεγε πράγματα εντελώς διαφορετικά. Δεν υποσχόταν τίποτε το αναπαυτικό και το ευχάριστο. Υποσχόταν μονάχα χίλιους δυό κόπους κι ιδρώτα και κινδύνους παντού, σε στεριές και θάλασσες. Και το βραβείο, για όλα αυτά, θα ήταν να γίνει ο Ηρακλής θεός – έλεγε ο Πρόδικος. Κι όπως ξέρετε, ο Ηρακλής, στο τέλος αυτήν ακολούθησε.
Λόγια και έργα
Όλοι, λοιπόν, σχεδόν οι αξιόλογοι για τη σοφία τους άνθρωποι, άλλος λιγότερο κι άλλος περισσότερο, κι ο καθένας με τον τρόπο του, έχουν εξυμνήσει, στα όσα έγραψαν, την αρετή. Αυτούς πρέπει να πιστεύουμε και να πασχίζουμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τα λόγια τους. Γιατί όποιος στηρίζει με πράξεις τη φιλοσοφία, που άλλοι την περιορίζουν στα λόγια αυτός μονάχα έχει νου, σαν σκιές οι άλλοι γυροφέρνουν.
Έχουμε, σ’ αυτή την περίπτωση, μια θαυμαστή σε ομορφιά προσωπογραφία και πλάι της το ίδιο πρόσωπο στην πραγματικότητα, εξίσου ωραίο με τήν απεικόνιση του. Υπάρχουν άνθρωποι που με φουσκωμένα λόγια εξυμνούν την αρετή μπροστά στους άλλους, αλλά στη δική τους ζωή προτιμούν την ακολασία από τη σωφροσύνη, την πλεονεξία από το δίκιο. Με τί μοιάζουν αυτοί; Μοιάζουν με τους ηθοποιούς που παίζουν δράματα και παρουσιάζονται στη σκηνή συχνά σαν βασιλιάδες και μεγάλοι άρχοντες, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο στην πραγματικότητα και, καμιά φορά, ούτε ελεύθεροι πολίτες, αλλά δούλοι. Ο μουσικός θα δεχόταν να μην είναι καλά κουρντισμένη η λύρα του; Ο κορυφαίος του χορού, στην τραγωδία, θα δεχόταν να μην είναι ο χορός εναρμονισμένος μαζί του; Όχι. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που θέλουν να διαφωνούν με τον εαυτό τους, κι η ζωή τους να έρχεται σε αντίθεση με τα λόγια τους, να συμβαίνει σ’ αυτούς αυτό που λέγει ο Ευριπίδης· η γλώσσα μου ορκίσθηκε αλλά όχι κι ο νους, και που να θέλουν να φαίνονται κι όχι να είναι στ’ αλήθεια καλοί; Αλλά κάτι παρόμοιο θα ήταν το άκρον άωτο της αδικίας, αν πρέπει να πιστέψουμε στον Πλάτωνα, το να δίνει κανείς την εντύπωση ότι είναι σωστός άνθρωπος και στην πραγματικότητα να μην είναι.
Περικλής, Ευκλείδης, Σωκράτης, Μέγας Αλέξανδρος
Όσα, λοιπόν, λόγια οδηγούν προς το καλό, πρέπει να τα αφομοιώνουμε, όπως είπαμε παραπάνω. Αλλά και σπουδαίες πράξεις των αρχαίων σώθηκαν στη μνήμη ως τις ημέρες μας ή καταγραμμένες στις σελίδες των ποιητών και των πεζογράφων. Ας μη παραμελήσουμε και τη δική τους ωφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ένας χυδαίος άνθρωπος έβριζε τον Περικλή, ενώ ο μεγάλος πολιτικός δεν έδινε καμιά σημασία. Όλη τη μέρα ο άνθρωπος εκείνος περιέλουζε με βρισιές τον Περικλή, αλλ’ αυτός έμενε αδιάφορος. Όταν, λοιπόν, έπεσε το βράδυ και σκοτείνιασε κι εκείνος αποκαμωμένος απομακρυνόταν, ο Περικλής, πιστός στην άσκηση της φιλοσοφίας, πρόσταξε να του φωτίσουν το δρόμο που περπατούσε. Μια άλλη φορά, πάλι, ένας άνθρωπος οργισμένος εναντίον του Ευκλείδη, του φιλοσόφου από τα Μέγαρα, τον απείλησε, και μάλιστα με όρκο, ότι θα τον σκότωνε. Αλλά κι ο Ευκλείδης του ορκίσθηκε ότι θα τον ικανοποιούσε και θα τον έβγαζε από την οργή του. Τί σπουδαίο θα ήταν αν όσοι παρασύρονται στο πάθος τού θυμού έφερναν στον νου τους τέτοια περιστατικά! Γιατί δεν πρέπει να πιστεύουμε στην τραγωδία, που διδάσκει ότι η οργή οπωσδήποτε αρματώνει το χέρι εναντίον του εχθρού μας και να ερεθιζόμαστε απ’ αυτή. Κι αν αυτό είναι δύσκολο, πρέπει να χρησιμοποιούμε τη λογική εναντίον της και να της κόβουμε τα φτερά.
Ας γυρίσουμε πάλι στα παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Όρμησε κάποιος εναντίον του φιλοσόφου Σωκράτη και τον χτυπούσε αλύπητα στο πρόσωπο. Αλλά εκείνος δεν έφερε αντίσταση. Άφησε τον μεθυσμένο να χορτάσει την οργή του, ως ότου η όψη του είχε μελανιάσει και πρησθεί από τα χτυπήματα. Όταν το ξύλο σταμάτησε καμιά φορά, ο Σωκράτης έκανε μονάχα αυτό: έγραψε στο μέτωπό του ο τάδε το ‘κανε, όπως επιγράφουν στους ανδριάντες το όνομα του γλύπτη. Ήταν η μόνη του εκδίκηση. Τα παραδείγματα αυτά έχουν σχεδόν την ίδια επιδίωξη με την Αγία Γραφή μας. Γι’ αυτό είπα ότι είναι για την ηλικία σας πολύ αξιομίμητα. Λόγου χάρη, το τελευταίο περιστατικό, εκείνο του Σωκράτη, μοιάζει με ό,τι παραγγέλλει ο Κύριος: αν σε χτυπήσει κανείς στο ένα μάγουλο, στρέψε του και το άλλο, αντί να υπερασπίσεις τον εαυτό σου. Όσο για τα περιστατικά του Περικλή ή του Ευκλείδη, θυμίζουν την εντολή να υπομένουμε όποιους μας κάνουν κακό και να βαστάμε με πραότητα την οργή τους, να μην καταριόμαστε αλλά να απαντάμε με ευχές στους εχθρούς μας.
Όποιος προγυμναστεί στα αρχαία εκείνα παραδείγματα, δεν θα δυσπιστήσει στις εντολές του Ευαγγελίου σαν ακατόρθωτες. Δεν θα λησμονήσω και την πράξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που αφού έπιασε αιχμάλωτες τις πανέμορφες, όπως λέγεται, κόρες του Δαρείου, δεν καταδέχθηκε ούτε να τις κοιτάξει, θαρρώντας ντροπή για τον νικητή ανδρών να νικηθεί από γυναίκες. Αυτό συμπίπτει με το ευαγγελικό: όποιος ρίξει βλέμμα επιθυμίας σε γυναίκα, έστω κι αν δεν κάνει μοιχεία στην πράξη, με το να δεχθεί όμως τη μοιχεία στη ψυχή του, είναι ένοχος. Όσο για το παράδειγμα του Κλεινία, μαθητή του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα, είναι δύσκολο να παραδεχθούμε ότι τυχαία συμπίπτει με αυτή του φιλοσόφου και μαθηματικού Πυθαγόρα. Τί έκανε ο Κλεινίας; Αν ορκιζόταν, θα γλίτωνε πρόστιμο τριών ταλάντων. Αλλά προτίμησε να πληρώσει αυτό το υπέρογκο ποσό για να μη πάρει όρκο, έστω κι αν ο όρκος θα ήταν αληθινός. Κι αυτό το έκανε, ίσως γιατί άκουσε την εντολή, πού απαγορεύει τον όρκο.
Το τιμόνι της ψυχής
Αλλά ας κάνουμε πάλι πίσω, σε ό,τι έλεγα στην αρχή. Στο ότι δηλαδή δεν πρέπει να τα αφομοιώνουμε όλα χωρίς διάκριση, αλλά μονάχα όσα ωφελούν. Γιατί είναι ντροπή, να απωθούμε τις βλαβερές τροφές, ενώ στα μαθήματα, που είναι η τροφή της ψυχής, να μη δίνουμε καμιά σημασία, αλλά να τα παίρνουμε και να τα καταπίνουμε σαν το ορμητικό ποτάμι. Ο καπετάνιος δεν παρατά το καράβι του όπως λάχει στους ανέμους, αλλά το κατευθύνει προς το λιμάνι. Ο τοξότης σκοπεύει τον στόχο του. Ο χαλκιάς κι ο χτίστης δουλεύουν σύμφωνα με τον προσανατολισμό της δουλειάς τους. Εμείς είμαστε τάχα κατώτεροι απ’ αυτούς τους επαγγελματίες τουλάχιστο στο να ξεχωρίζουμε το συμφέρον μας; Όπως ο επαγγελματίας έχει ένα στόχο στη δουλειά του, έτσι κι η ανθρώπινη ζωή έχει ένα δικό της στόχο. Και σ’ αυτόν έχουν τα μάτια τους όλοι όσοι δεν θέλουν να μοιάζουν με άλογα ζώα. Αλλιώς θα είμαστε το ίδιο πράγμα με πλοία, που δεν έχουν έρμα, το τιμόνι της ψυχής μας δεν θα το μεταχειρίζεται η λογική και θα γυροφέρνουμε μέσα στη ζωή άσκοπα. Στους γυμναστικούς αγώνες και στους μουσικούς επίσης διαγωνισμούς, όποιος λαβαίνει μέρος, έχει υπόψη του το αντίστοιχο στεφάνι. Όποιος αθλείται στην πάλη ή στο παγκράτιο, δεν χάνει τον καιρό του να παίζει κιθάρα ή αυλό.
Παράδειγμα ο χεροδύναμος αθλητής Πολυδάμας, που πριν κατεβεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αναχαίτιζε καταμεσής του δρόμου τα άρματα που έτρεχαν και μ’ αυτό τον τρόπο δυνάμωνε τους μυς του. Επίσης ο Μίλων ο Κροτωνιάτης δεν μετατοπιζόταν έξω από το αλειμμένο σκουτάρι κι αντιστεκόταν στο σπρώξιμο όπως τα κολλημένα με μολύβι αγάλματα. Μ’ ένα λόγο, γυμνάζονταν για να είναι έτοιμοι στα αγωνίσματά τους. Ας υποθέσουμε όμως ότι τους έτρωγε η περιέργεια κι άφηναν τον κουρνιαχτό των γυμναστηρίων για τις μελωδίες του Μαρσύα, του αυλητή από τη Φρυγία, και του μαθητή του, του Όλυμπου. Τί θα συνέβαινε τότε; Θα κέρδιζαν τον κότινο; Θα δοξάζονταν; Θα προκαλούσαν τον θαυμασμό με την σωματική τους αλκή; Αλλά ούτε κι ο Τιμόθεος, ο περίφημος αυλητής από τη Θήβα, παράτησε τη μουσική για να χάνει τον καιρό του στις παλαίστρες. Γιατί αν έκανε κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να τους ξεπεράσει όλους στην τέχνη των ήχων και να έχει τέτοια ικανότητα σ’ αυτήν, ώστε, ανάλογα με το κέφι του, άλλοτε οιστρηλατούσε τη ψυχή με τη σοβαρή κι αυστηρή αρμονία κι άλλοτε, γλυκαίνοντας τους τόνους, τη χαλάρωνε και την πράυνε. Χάρη στην τέχνη του, καθώς λένε, ακόμα και τον Μέγα Αλέξανδρο, παίζοντας ένα φρυγικό μέλος, τον έκανε να πεταχτεί από το τραπέζι σε πολεμικό συναγερμό κι ύστερα τον ξανάφερε ανάμεσα στους συνδαιτυμόνες του, απαλαίνοντας το μουσικό του παίξιμο. Τόση είναι η δύναμη και στη μουσική και στον αθλητισμό, που δίνει η προσαρμοσμένη στον σκοπό της άσκηση.
Και μια που ο λόγος για στεφάνια κι αθλητές. Τί τραβούν αυτοί οι άνθρωποι! Αυξάνουν τη δύναμή τους με πολύ ιδρώτα και κόπους στα γυμναστήρια. Ο προπονητής τους ακόμα και ξύλο τους δίνει. Η δίαιτά τους δεν είναι καθόλου ζηλευτή. Είναι η γνωστή των γυμναστών. Κι από κάθε άλλη άποψη -για να μη μακρηγορήσουμε- περνούν ζωή δύσκολη, που είναι προετοιμασία για τον αγώνα. Κι αφού έτσι ετοιμασθούν, τότε μπαίνουν γυμνοί στο στάδιο και περνούν όλους τους κόπους και τις λαχτάρες, για να κερδίσουν ένα στεφάνι από ταπεινό χορτάρι και να αναγορευθούν νικητές. Κι εμείς, τώρα, που περιμένουμε τόσο θαυμαστά στον αριθμό και στην αξία στεφάνια, απερίγραπτα με λέξεις, πώς είναι δυνατόν να πετύχουμε με ημίμετρα, με μαλθακή ζωή, με έλλειψη περιορισμών; Αν ήταν έτσι, η αμεριμνησία θα ήταν πολύτιμο πράγμα στη ζωή.
Ό Σαρδανάπαλος, ο Ασσύριος εκείνος βασιλιάς, που ήταν ονομαστός για την τρυφηλή ζωή του, θα έπρεπε να ήταν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος. Επίσης ο Μαργίτης, που καθώς αναφέρει ένα ποίημα αποδινόμενο στον Όμηρο, δεν ήταν ικανός ούτε να οργώνει ούτε να σκάβει ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο να κάνει. Αλλά ας κοιτάξουμε μήπως είναι μεγάλη αλήθεια αυτό που είπε ένας από τους εφτά σοφούς, ο Πιττακός, ότι το να γίνει κανείς καλός άνθρωπος είναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ’ αποκτήσουμε με πολλούς κόπους τα αγαθά, που, καθώς προείπαμε, τίποτε το ανθρώπινο δεν τους μοιάζει. Δεν πρέπει, λοιπόν, να είμαστε αμελείς και με λιγόχρονη ακηδία να χάσουμε τις ελπίδες πολύ ακριβών πραγμάτων. Έτσι, θα ήταν σαν να θέλουμε να τιμωρηθούμε και σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο, πράγμα πολύ βαρύ για κάθε συνετό άνθρωπο, άλλα και στα κριτήρια, που υπάρχουν είτε κάτω από τη γη είτε οπουδήποτε άλλου του σύμπαντος. Γιατί, όποιος χωρίς να θέλει δεν ξεπλήρωσε το καθήκον του, ίσως συγχωρηθεί κάπως από τον Θεό. Αλλά όποιος διάλεξε συνειδητά το κακό, είναι εντελώς αδικαιολόγητος και θα τιμωρηθεί απανωτά.
Ένας αξιοδάκρυτος ηνίοχος
Αλλά, θα πει κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε; Απλούστατα: τίποτε άλλο παρά να παραμερίσουμε το κάθε τι και να μεριμνήσουμε για τη ψυχή. Δεν πρέπει να είμαστε υποταγμένοι στο σώμα, χωρίς απόλυτη ανάγκη. Αλλά να παρέχουμε στη ψυχή ό,τι το πιο καλό, χρησιμοποιώντας τη σωστή σκέψη και λύνοντάς την έτσι από τα δεσμά των παθών του σώματος, που είναι κατά κάποιο τρόπο η φυλακή της. Και, παράλληλα κάνοντας το σώμα ανώτερο από τα πάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στο στομάχι ό,τι είναι αναγκαίο κι όχι ό,τι είναι ευχάριστο. Υπάρχουν άνθρωποι, που ψάχνουν σε στεριές και σε θάλασσα, για να βρουν σπουδαίους μαγείρους και τραπεζοποιούς, λες και τους πρόσταζε να το κάνουν κάποιος απαιτητικός ηγεμόνας, σαν φόρο στη βουλιμία του. Είναι άνθρωποι για κλάματα. Δεινοπαθούν όπως οι κολασμένοι στον άδη. Και για ποιό λόγο; Όπως λέγει η παροιμία, κουβαλούν νερό με κόσκινο σε τρύπιο πιθάρι κι οι κόποι τους τέλος δεν έχουν. Κι η περίσσια περιποίηση των μαλλιών και του ντυσίματος είναι, κατά τα λεγόμενα του Διογένη, απασχόληση ανθρώπων άδικων ή δυστυχισμένων. Το να είναι κανείς κομψευόμενος ή και το να λέγεται τέτοιος, είναι το ίδιο περίπου σαν να μιμείται τις εταίρες ή να επιβουλεύεται την οικογενειακή τιμή του πλησίον του.
Τί διαφορά, για τον φρόνιμο άνθρωπο, ανάμεσα στο πολυτελές και στο άπλα πρακτικό ρούχο, μια και το τελευταίο κάνει τη δουλειά του, προστατεύοντας το κορμί από το χειμωνιάτικο κρύο κι από τη ζέστη του καλοκαιριού; Και για όλα τα άλλα, πάλι, το ίδιο ισχύει: να μη ξεπερνούν το μέτρο της λογικής ανάγκης κι ούτε να κολακεύουν το σώμα σε βάρος του συμφέροντος της ψυχής. Ο άνθρωπος που αξίζει να λέγεται άνθρωπος, θεωρεί ίδια ντροπή το να είναι κομψευόμενος και υπηρέτης του κορμιού, όπως και το να είναι υποδουλωμένος σε οποιοδήποτε άλλο πάθος. Όποιος κάνει το παν για την εκζήτηση στη σωματική του εμφάνιση, αποδείχνει ότι δεν έχει συνείδηση της αληθινής ανθρώπινης αξίας. Δεν καταλαβαίνει το σοφό γνωμικό, που λέγει: άνθρωπος δεν είναι ό,τι φαίνεται απ’ έξω. Πρέπει, με υψηλότερη σκέψη, να καταλαβαίνουμε τί πραγματικά είμαστε ο καθένας.
Για να γίνει αυτό, χρειάζεται ψυχή καθαρή πιο πολύ απ’ ό,τι για να δει κανείς τον ήλιο με γερά μάτια. Και τί σημαίνει, με λίγα λόγια, καθαρή ψυχή; Περιφρόνηση των σωματικών απολαύσεων. Δηλαδή να μην τρέφουμε την όρασή μας με τα άτοπα θεάματα των θαυματοποιών. Να μην εκθέτουμε γυμνά τα σώματα, πράγμα που προκαλεί την ηδονή άμεσα. Να μην ακούμε μεθυστικά τραγούδια για τη ψυχή, με άσεμνο περιεχόμενο, μια και τέτοια μουσική δίνει ζωή σε πάθη που υποδουλώνουν κι εξευτελίζουν τον άνθρωπο. Άλλη είναι η μουσική που ταιριάζει σε μας. Μια μουσική που είναι καλύτερη κι υψώνει στο καλύτερο. Εκείνη που μεταχειριζόταν κι ο Δαβίδ, ο ποιητής των ψαλμών της Παλαιάς Διαθήκης, για να κατασιγάσει την εξαλλοσύνη του βασιλιά Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται και για τον φιλόσοφο και μαθηματικό Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, που βρίσκονταν σε ευθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τον αυλητή, που τους συνόδευε, ν’ αλλάξει σκοπό και να παίξει δωρική μελωδία. Τότε, κάτω από την επίδρασή της, ήρθαν στα συγκαλά τους, πέταξαν τα στεφάνια και τράβηξαν για τα σπίτια τους γεμάτοι ντροπή. Άλλοι πάλι, κάτω από τους ήχους του αυλού, μεταβάλλονται σε Κορύβαντες και Βάκχες. Τόσο διαφέρει στην επίδρασή της η καλή από την ανήθικη μουσική. Λοιπόν, το πρώτο που πρέπει να αποφεύγετε απ’ όσα καταφάνερα αισχρά πράγματα υπάρχουν, είναι η μάθηση της μουσικής που έχει σήμερα πέραση. Και το να ανακατεύετε την ατμόσφαιρα με λογιών-λογιών αναθυμιάσεις, που ηδονίζουν την όσφρηση, ή το να φοράτε αρώματα, ντρέπομαι ακόμα και να τα απαγορέψω. Όσο για τις ηδονές της επαφής και της γεύσεως, τί να πω άλλο από το ότι υποχρεώνουν όσους τους έχουν δοθεί να ζούνε σαν κτήνη, έχοντας ενδιαφέρον μονάχα για την κοιλιά κι ό, τι είναι κάτω από την κοιλιά;
Ας το πω, σύντομα: όποιος δεν θέλει να βουλιάξει στο βόρβορο των σωματικών ηδονών, πρέπει να περιφρονήσει όλο το σώμα ή να το φροντίζει τόσο μονάχα όσο του χρειάζεται για να το έχει βοηθό στη φιλοσοφία, όπως λέγει ο Πλάτων κι όπως λέγει ο Παύλος συμβουλεύοντας να μη φροντίζουμε για το σώμα κατά τρόπο που να δίνει λαβή σε επιθυμίες. Όσοι φροντίζουν για να είναι καλά το σώμα και τη ψυχή, που θα χρησιμοποιήσει το σώμα, την παραμελούν σαν ανάξια λόγου, είναι ίδιοι με όσους νοιάζονται πολύ για τα εργαλεία, αλλά δεν τους νοιάζει για την τέχνη, που τα χρησιμοποιεί. Το αντίθετο πρέπει να γίνεται. Να τιμωρούν το σώμα. Να καταπτοούν τις ορμές του σαν θηρία. Να παίρνουν την ορθή σκέψη σαν βούρδουλα και να μαστιγώνουν και να αποκοιμίζουν την τρικυμία της ψυχής, που προκαλείται από το σώμα. Κι όχι αμολώντας κάθε χαλινάρι για την ηδονή, ν’ αφήνουν τη ψυχή στο κατάντημα άτυχου ηνιόχου, που τον πάνε κατά κρημνών ατίθασα κι ορμητικά άλογα. Ας θυμούνται και το εξής από τη ζωή του Πυθαγόρα: κάποτε, σαν είδε ένα φίλο του, που με την καλοφαγία και τις σωματικές ασκήσεις, είχε κάνει κορμί εντυπωσιακό, του είπε: Δεν παύεις, φίλε μου να φτιάχνεις τη φυλακή σου πιο δύσκολη; Λένε και για τον Πλάτωνα: προβλέποντας τις ζημιές, που θα του προκαλούσε το κορμί, εγκαταστάθηκε εξεπίτηδες στην Ακαδημία, τόπο της Αττικής νοσηρό, για να κόψει έτσι την υπερβολική ευαισθησία του σώματος, όπως κόβουν το περίσσιο φύλλωμα του αμπελιού. Εγώ μάλιστα άκουσα τους γιατρούς να λένε ότι η πολλή υγεία είναι κάτι το επικίνδυνο.
Μια λοιπόν, που η περίσσια φροντίδα για το σώμα είναι και στο ίδιο άχρηστη και στη ψυχή εμπόδιο, είναι σωστή αφροσύνη το να εξαρτάμε όλα από το σώμα και να είμαστε σκλάβοι του. Κανένα άλλο ανθρώπινο πράγμα δεν αξίζει τόσο θαυμασμό όσο η άσκηση στην περιφρόνηση του σώματος. Δεν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τι θα τον χρειασθούμε τον πλούτο, όταν έχουμε καταπατήσει τις σωματικές ηδονές. Εκτός αν είναι ευχαρίστηση να αγρυπνεί κανείς πάνω από θαμμένους θησαυρούς, όπως οι μυθικοί δράκοντες, που αναφέρει ο ιστορικός Ηρόδοτος. Ο άνθρωπος που έχει καλλιεργηθεί κι απόκτησε ελεύθερο φρόνημα ως προς αυτά, δεν μπορεί να κάνει ή να πει ποτέ κάτι το ποταπό και το αισχρό. Ένας τέτοιος άνθρωπος προσέχει μονάχα το αναγκαίο. Τα υπόλοιπα, έστω κι αν είναι σαν το χρυσάφι του Πακτωλού ποταμού ή σαν το χρυσάφι που βγάζουν τα μερμήγκια, που αναφέρει ο Ηρόδοτος, τα κανονίζουν οι ανάγκες της φύσεως κι όχι η απληστία των ηδονών. Όσοι ξεπερνούν τα σύνορα της ανάγκης, μοιάζουν με ανθρώπους που γλιστρούν σε κατήφορο και μην έχοντας που να στηρίξουν τα πόδια τους εξακολουθούν αέναα να πέφτουν. Όσο πιο πολλά αποκτούν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, για να ικανοποιούν τις επιθυμίες όπως λέγει κι ο νομοθέτης Σόλων: Στον ανθρώπινο πλούτο τέρμα φανερό δεν υπάρχει.
Αλλά κι ο Θέογνις ας έρθει στη μέση για να μας διδάξει σ’ αυτό το ζήτημα:
Δεν ποθώ ούτε εύχομαι να γίνω πλούσιος. Άμποτε με λίγα να ζω, χωρίς δεινά.
Άξιος θαυμασμού είναι κι ο Διογένης, που περιφρονούσε όλα μαζί τα ανθρώπινα αγαθά κι έλεγε ότι είναι πλουσιότερος κι από τον βασιλιά της Περσίας, γιατί στη ζωή του είχε ανάγκη από λιγότερα πράγματα. Οι πολλοί όμως τίποτε δεν θαρρούν αρκετό και θα ήθελαν να έχουν τα τάλαντα του Πυθίου κι απέραντα χωράφια κι αναρίθμητα κοπάδια. Αλλά νομίζω ότι τον πλούτο, όταν δεν τον έχουμε, δεν πρέπει να τον ποθούμε. Κι όταν τον έχουμε, να μη καυχόμαστε για το ότι είναι δικός μας, αλλά για το ότι ξέρουμε να τον χρησιμοποιούμε. Σωστά μίλησε ο Σωκράτης σ’ ένα πλούσιο, που καυχιόταν για το βιός του, όταν του είπε ότι δεν θα τον θαύμαζε πριν διαπιστώσει αν ήξερε να τον χρησιμοποιήσει. Θα ήταν για γέλια ο Φειδίας κι ο Πολύκλειτος, αν καυχιόντουσαν για το χρυσάφι και το φίλντισι, με τα οποία ο ένας έφτιαξε το άγαλμα του Δία για τους κατοίκους της Ηλείας κι ο άλλος το άγαλμα της Ήρας για τους Αργείους. Γιατί θα είχαν καυχηθεί για πλούτο που δεν ήταν δικός τους και γιατί δεν θα λογάριαζαν την τέχνη τους που έδωσε νόημα κι ομορφιά στο χρυσάφι. Εμείς τώρα είμαστε λιγότερο καταγέλαστοι αν παραδεχθούμε ότι η αρετή δεν είναι αρκετό στολίδι του εαυτού της;
Ας πούμε, λοιπόν, ότι καταπατήσαμε τον πλούτο και περιφρονήσαμε τις ηδονές των αισθήσεων. Θα επιζητήσουμε όμως την κολακεία και τα χάδια και θα αντιγράψουμε τη φιλοκέρδεια και την ευστροφία της αλεπούς, που αναφέρει ο μύθος του λυρικού ποιητή Αρχιλόχου; Ο φρόνιμος άνθρωπος τίποτε άλλο δεν πρέπει να αποφεύγει περισσότερο από τη ζωή των επιδείξεων, από το να τον επηρεάζει το τί θα πει γι’ αυτόν ο κόσμος, από το να μην έχει πυξίδα της ζωής του τη λογική. Αν τα έχει αποφύγει αυτά, τότε δεν φοβάται να πάει αντίθετα προς τη γνώμη όλης της κοινωνίας, να τον κατηγορήσουν, να κινδυνέψει για χάρη του αγαθού, να σταθεί ακλόνητος στην ορθή απόφαση. Ένας που δεν ζει έτσι, δεν διαφέρει σε τίποτε από τον ομηρικό Πρωτέα, που όταν ήθελε γινόταν φυτό ή ζώο ή φωτιά ή νερό ή οτιδήποτε άλλο πράγμα. Γιατί ένας τέτοιας λογής άνθρωπος άλλοτε εξυμνεί το δίκιο σε όσους το τιμούν, άλλοτε θα πει τα αντίθετα, όταν δει ότι κυριαρχεί η αδικία, όπως ακριβώς κάνουν οι κόλακες. Κι όπως το χταπόδι αλλάζει χρώμα ανάλογα με τον βυθό, έτσι κι αυτός θ’ αλλάζει γνώμες ανάλογα μ’ εκείνες των γύρω του.
Ο Βίας, ο γιος του κι εμείς
Αυτά όλα θα τα διδαχθούμε τελειότερα στην Αγία Γραφή μας. Αλλά προς ώρας τα περιγράφουμε, σαν σκιαγράφημα της αρετής από την κοσμική σοφία. Όσοι μ’ επιμέλεια μαζεύουν την ωφέλεια από κάθε τι, μοιάζουν με ποτάμια που παίρνουν στο διάβα τους νερό από παραποτάμους κι ολοένα γίνονται μεγαλύτερα. Είναι σωστή η υπόμνηση του Ησιόδου για το λίγο που προστίθεται στο λίγο, όχι μονάχα σχετικά με το χρήμα, αλλά και με τη γνώση. Με τον τρόπο αυτόν κι η γνώση γίνεται περισσότερη και μεγάλη. Όταν ο φιλόσοφος Βίας αποχαιρετούσε τον γιο του, που έφευγε για την Αίγυπτο, και το παιδί τον ρώτησε με ποια πράξη του θα τον ευχαριστούσε περισσότερο, του αποκρίθηκε: Αποκτώντας εφόδιο για τα γηρατειά σου. Και με τη λέξη εφόδιο εννοούσε την αρετή, περιγράφοντάς τη σύντομα, μια και την ωφέλειά της την περιόριζε στο μήκος του ανθρώπινου βίου. Αλλά για μένα, έστω κι αν πρόκειται για τα γηρατειά του μυθικού Τιθωνού ή του μακρόβιου βασιλιά της Ταρτησσού, του Άργανθωνιου ή και του Μαθουσάλα, που αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη και λέγει ότι έζησε εννιακόσια εβδομήντα χρόνια, έστω ακόμα κι αν πρόκειται να υπολογίσουμε όλο τον χρόνο από τότε που πρωτοφανηκε ο άνθρωπος, βλέπω το διάστημα αυτό σαν παιδιάστικη, για γέλια έκταση. Γιατί ατενίζω τον μακρό κι αγέραστο αιώνα, που τέλος δεν έχει, την ηλικία της αθάνατης ψυχής.
Συμβουλεύω ν’ αποκτάμε εφόδιο για την ατελεύτητη αυτή ζωή, κινώντας, συμφωνά με τη γνωστή έκφραση, πάντα λίθον, ώστε να παίρνουμε από παντού ωφέλεια για μια τέτοια προοπτική. Βέβαια είναι ζήτημα που θέλει κόπο κι έχει δυσκολίες. Αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποθαρρυνθούμε και να το αμελήσουμε. Αλλά να θυμηθούμε το παράγγελμα των Πυθαγορείων, που λέγει ότι ο καθένας πρέπει να διαλέγει τον άριστο τρόπο ζωής και να βρίσκει χαρά μέσα του, συνηθίζοντάς τον. Έτσι, θα επιχειρήσουμε το καλύτερο απ’ όλα. Είναι ντροπή να αδιαφορήσουμε για την τωρινή ευκαιρία κι όταν περάσει ο καιρός να πασχίζουμε να φέρουμε μπροστά μας τα περασμένα, χωρίς να κατορθώσουμε τίποτε άλλο από θλίψη. Απ’ όσα, λοιπόν, θαρρώ ότι είναι τα καλύτερα, άλλα σας τα είπα τώρα κι άλλα όσο ζω θα σας τα συμβουλεύω. Και σεις, τώρα, ανάμεσα στα τρία είδη αρρώστιας, μη τοποθετηθείτε στο τελευταίο, το αθεράπευτο. Και μη δείξετε ότι η ψυχική σας ασθένεια μοιάζει μ’ εκείνες των σωματικά άρρωστων. Όσοι δηλαδή έχουν κάποια μικρή αρρώστια, πάνε οι ίδιοι στους γιατρούς. Όσοι έπαθαν κάποια μεγαλύτερη αρρώστια τους προσκαλούν στο σπίτι τους. Κι όσοι έπεσαν σε εντελώς ανίατη μανία, και που τους πλησιάζουν οι γιατροί, δεν τους δέχονται. Μη πάθετε κάτι τέτοιο, παιδιά μου, αποφεύγοντας τις ορθές σκέψεις.
Απόδοση στη Νεοελληνική: Βασίλειος Μουστάκης (+)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...