Ἂς μὴ νομίσει κανείς, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, πῶς μόνο οἳ ἱερωμένοι καὶ οἳ μοναχοὶ ἔχουν χρέος νὰ προσεύχονται ἀκατάπαυστα καὶ .παντοτινὰ καὶ ὄχι οἳ κοσμικοί. Ὄχι, ὄχι. Ὅλοι γενικὰ οἳ Χριστιανοὶ ἔχομε χρέος πάντοτε νὰ βρισκόμαστε σὲ προσευχή. Ὃ ἁγιότατος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος γράφει σχετικὰ τὰ ἑξῆς στὸ Βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (τοῦ Παλαμᾶ).
Ὃ θεῖος Γρηγόριος εἶχε ἕνα φίλο ἀγαπημένο ὀνομαζόμενο Ἰώβ, ἄνθρωπο ἁπλούστατο καὶ πολὺ ἐνάρετο, μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλώντας μία φορὰ τοῦ εἶπε καὶ περὶ προσευχῆς καὶ πῶς κάθε Χριστιανὸς γενικὰ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται πάντοτε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ προσεύχεται ἀκατάπαυστα, καθὼς παραγγέλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σὲ ὅλους τους Χριστιανούς: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε», καὶ καθὼς λέει καὶ ὁ προφήτης Δαβίδ, μὲ ὅλο ποῦ ἦταν βασιλιὰς κι εἶχε ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ βασιλείου του: «Βλέπω πάντοτε τὸν Κύριο μπροστά μου» (μέσω τῆς προσευχῆς)· καὶ καθὼς διδάσκει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος ὅλους τους Χριστιανοὺς λέγοντας ὅτι πρέπει νὰ μνημονεύουμε μὲ τὴν προσευχὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ περισσότερο ἀπὸ ὅσο ἀναπνέομε. Καὶ λέγοντας αὐτὰ ὁ Ἅγιος στὸν φίλο του Ἰὼβ κι ἀλλὰ περισσότερα, τοῦ ἔλεγε ἀκόμη πῶς...
πρέπει κι ἐμεῖς νὰ κάνομε ὑπακοὴ στὶς παραγγελίες τῶν Ἁγίων, καὶ ὄχι μόνο νὰ προσευχόμαστε ἐμεῖς παντοτινά, ἄλλα νὰ διδάσκομε κι ὅλους τους ἄλλους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, σοφοὺς καὶ ἀμόρφωτους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ νὰ τοὺς παρακινοῦμε νὰ προσεύχονται ἀκατάπαυστα.
πρέπει κι ἐμεῖς νὰ κάνομε ὑπακοὴ στὶς παραγγελίες τῶν Ἁγίων, καὶ ὄχι μόνο νὰ προσευχόμαστε ἐμεῖς παντοτινά, ἄλλα νὰ διδάσκομε κι ὅλους τους ἄλλους, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς, σοφοὺς καὶ ἀμόρφωτους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά, καὶ νὰ τοὺς παρακινοῦμε νὰ προσεύχονται ἀκατάπαυστα.
Ἀκούγοντας αὐτὰ ὁ γέροντας ἐκεῖνος Ἰώβ, τὰ θεώρησε καινοτομία κι ἄρχισε νὰ ἀντιλέγει τοῦ Ἁγίου πῶς ἢ ἀδιάλειπτη προσευχὴ εἶναι μονάχα γιὰ τοὺς ἀσκητὲς καὶ τοὺς μοναχοὺς ποῦ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ τοὺς περισπασμούς, κι ὄχι γιὰ τοὺς κοσμικοὺς ποῦ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ δουλειές. Καὶ ὁ Ἅγιος πάλι τοῦ ἔλεγε κι ἄλλες μαρτυρίες καὶ ἀναντίρρητες ἀποδείξεις, ὅμως ὁ γέρων Ἰὼβ δὲν ἐπείθετο, καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος. ἀποφεύγοντας τὴν πολυλογία καὶ τὴ φιλονικία σώπασε καὶ πῆγε ὁ καθένας στὸ κελί του.
Κι ὑστέρα ποῦ ὁ Ἰὼβ προσευχόταν καταμόνας στὸ κελί του, φαίνεται μπροστά του Ἄγγελος Κυρίου σταλμένος ἀπὸ τὸ θεὸ ποῦ θέλει ὅλων τῶν ἀνθρώπων τὴ σωτηρία, κι ἀφοῦ τὸν ἔλεγξε αὐστηρὰ ποῦ φιλονικοῦσε μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο κι ἀντιστεκόταν σὲ πράγματα φανερά, ἀπὸ τὰ ὅποια προξενεῖτε ἢ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν, τοῦ παρήγγειλε ἐκ μέρους τοῦ Ἁγίου Θεοῦ νὰ προσέχει καλὰ στὸ ἑξῆς καὶ νὰ φυλαχτεῖ πλέον νὰ μὴν πεῖ τίποτε ἐνάντιο σὲ αὐτὸ τὸ ψυχωφελέστατο ἔργο, γιατί ἀντιστέκεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ μήτε μὲ τὸ νοῦ τοῦ πλέον νὰ τολμήσει νὰ δεχτεῖ ἐνάντιο λογισμὸ καὶ νὰ φρονεῖ διαφορετικὰ ἀπὸ ὅτι τοῦ εἶπε ὁ θεῖος Γρηγόριος. Τότε ὁ ἁπλούστατος ἐκεῖνος γέρων Ἰὼβ πῆγε ἀμέσως στὸν Ἅγιο κι ἔπεσε στὰ πόδια του, ζητώντας συγχώρηση γιὰ τὴν ἀντίσταση καὶ φιλονικία καὶ τοῦ φανέρωσε καὶ ὅσα τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου.
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, πῶς ὅλοι οἳ Χριστιανοί, ἀπὸ τὸ μικρὸ ὡς τὸ μεγάλο, ὀφείλουν νὰ προσεύχονται παντοτινὰ μὲ τὴ νοερὰ προσευχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησαν μέ»; Καὶ πάντοτε νὰ τὸ συνηθίσει νὰ τὸ λέει ὁ νοῦς τους κι ἢ καρδιά τους; Καὶ στοχαστεῖτε, πόσο εὐαρεστεῖται ὁ Θεὸς μὲ αὐτὸ καὶ πόση ὠφέλεια προέρχεται ἀπὸ αὐτό, ὥστε ἀπὸ τὴν ἄκρα Τοῦ φιλανθρωπία ἔστειλε καὶ οὐράνιο Ἄγγελο γιὰ νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψει, Ἔτσι ποῦ νὰ μὴν ἔχομε πλέον καμία ἀμφιβολία γι' αὐτό.
Μὰ τί λένε οἱ κοσμικοί; «Ἐμεῖς εἴμαστε μέσα σὲ τόσες ὑποθέσεις καὶ φροντίδες τοῦ κόσμου· πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ προσευχόμαστε ἀκατάπαυστα;»
Κι ἐγὼ τοὺς ἀποκρίνομαι, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν παρήγγειλε σ' ἐμᾶς κάτι τὸ ἀδύνατο, παρὰ μᾶς παρήγγειλε ὅλα ἐκεῖνα ποῦ μποροῦμε νὰ κάνομε. Ἑπομένως καὶ αὐτὸ εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ κατορθώσει καθένας ποῦ ζητᾶ ἐπιμόνως τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Γιατί ἂν ἦταν ἀδύνατο, θὰ ἦταν γιὰ ὅλους γενικά τους κοσμικοὺς καὶ δὲ θὰ εἶχαν βρεθεῖ τόσοι καὶ τόσοι μέσα στὸν κόσμο νὰ τὸ κατορθώσουν ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἂς εἶναι ὡς παράδειγμα ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, ὁ θαυμάσιος ἐκεῖνος Κωνσταντῖνος, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο ὁ πατριάρχης Φιλόθεος ἀτὸ Βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τοῦ γιοῦ του.
Αὐτὸς λοιπόν, μὲ ὅλο ποῦ ἦταν μέσα στὰ ἀνάκτορα καὶ ὀνομαζόταν πατέρας καὶ διδάσκαλος τοῦ βασιλιᾶ Ἀνδρόνικου καὶ καταγινόταν καθημερινὰ μὲ τὶς βασιλικὲς ὑποθέσεις, χώρια ποῦ εἶχε καὶ τὶς ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ του, γιατί ἦταν πολὺ πλούσιος κι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ὑπηρέτες καὶ παιδιὰ καὶ γυναίκα, μ' ὅλα ταῦτα τόσο ἦταν ἀχώριστος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τόσο ἦταν δοσμένος στὴ νοερὰ καὶ ἀκατάπαυστη προσευχή, ποῦ τὶς περισσότερες φορὲς λησμονοῦσε ἐκεῖνα ποῦ συζητοῦσαν μαζί του ὁ βασιλιὰς καὶ οἳ ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ γιὰ ὑποθέσεις βασιλικὲς κι ἐρωτοῦσε πάλι γι' αὐτὲς μία καὶ δύο φορές. Γι' αὐτὸ πολλὲς φορὲς οἳ ἄλλοι ἄρχοντες, μὴν ξέροντας τὴν αἰτία, συγχύζονταν καὶ τὸν ὀνείδιζαν ποῦ λησμονεῖ ἔτσι γρήγορα καὶ ἐνοχλεῖ μὲ τὶς δεύτερες ἐρωτήσεις τοῦ τὸ βασιλιᾶ· ἀλλὰ ὁ βασιλιάς, ποῦ ἤξερε τὴν αἰτία, τὸν ὑπερασπιζόταν λέγοντας: «Ὃ Κωνσταντῖνος ἔχει δικές του ἔγνοιες ὁ μακάριος κι ἐκεῖνες δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ προσέχει στὰ λόγια τὰ δικά μας ποῦ εἶναι γιὰ ὑποθέσεις προσωρινὲς καὶ μάταιες· ὁ νοῦς τοῦ εὐλογημένου εἶναι προσηλωμένος στὰ ἀληθινὰ καὶ οὐράνια καὶ γιὰ τοῦτο λησμονεῖ τὰ ἐπίγεια, ἐπειδὴ ὅλη του ἢ προσοχὴ εἶναι στὴν προσευχὴ καὶ στὸ Θεό». Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν σεβάσμιος καὶ ἀξιαγάπητος καὶ στὸ βασιλιὰ καὶ σὲ ὅλους τους μεγιστάνες καὶ ἄρχοντες τῆς βασιλείας, καθὼς ἦταν ἀγαπημένος καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀξιώθηκε ὁ ἀοίδιμος νὰ κάνει καὶ θαύματα.
Μία φορὰ δηλαδή, μπῆκε σ' ἕνα πλοιάριο μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια γιὰ νὰ πάει ἐπάνω ἀπὸ τὸν Γαλατὰ σ' ἕνα ἀναχωρητή, ποῦ ἡσύχαζε ἐκεῖ, καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του. Καθὼς πήγαιναν, ρώτησε τοὺς ὑπηρέτες τοῦ ἂν πῆραν κανένα προσφάγι νὰ πᾶνε στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνο γιὰ νὰ τοὺς φιλέψει. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν πῶς λησμόνησαν ἀπὸ τὴ βία καὶ δὲν πῆραν τίποτε. Λυπήθηκε λίγο ὁ εὐλογημένος, πλὴν δὲν εἶπε τίποτε, μόνο πηγαίνοντας ἐμπρὸς στὸ καΐκι, ἔβαλε τὸ χέρι τοῦ μέσα στὴ θάλασσα καὶ μὲ σιωπηλὴ καὶ νοερὰ προσευχὴ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, τὸν Κύριό της θάλασσας, νὰ τοῦ δώσει κανένα κυνήγι· κι ὑστέρα ἀπὸ λίγη ὥρα —τί θαυμαστὰ εἶναι τὰ ἔργα, Χριστὲ Βασιλεῦ, μὲ τὰ ὅποια δοξάζεις παράδοξά τους δούλους Σου!— βγάζει τὸ χέρι του ἀπὸ τὴ θάλασσα κρατώντας ἕνα πολὺ μεγάλο λαβράκι, τὸ ὅποιο ἔριξε μέσα στὸ πλοιάριο μπροστὰ στοὺς ὑπηρέτες του καὶ εἶπε: «Νὰ ποῦ ὁ Θεὸς νοιάστηκε καὶ γιὰ τὸν ἄββα τὸν δοῦλο Του καὶ τοῦ ἔστειλε προσφάγι».
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, πῶς δοξάζει ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τοὺς δούλους Τοῦ ἐκείνους ποῦ εἶναι πάντοτε μαζί Του καὶ ἐπικαλοῦνται συνεχῶς τὸ πανάγιο καὶ γλυκύτατο ὄνομά Του;
Ἀκόμη καὶ ὁ δίκαιος ἐκεῖνος καὶ ἅγιος Εὐδόκιμος, δὲν ἦταν κι αὐτὸς μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ μέσα στὰ ἀνάκτορα καὶ τὶς βασιλικὲς ὑποθέσεις; Δὲ συναναστρεφόταν μὲ τὸ βασιλιὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες τοῦ παλατιοῦ, μὲ τόσες φροντίδες καὶ περισπασμούς; Μ' ὅλα ταῦτα εἶχε πάντοτε ἀχώριστη τὴ νοερὰ προσευχή, καθὼς διηγεῖται στὸ Βίο τοῦ ὁ Συμεὼν ὁ Μεταφραστής, γι' αὐτὸ κι εὐρισκόμενος μέσα στὸν κόσμο καὶ στὰ κοσμικὰ ὁ τρισμακάριος, ἔζησε ἀληθινὰ μία ζωὴ ἀγγελικὴ καὶ ὑπερκόσμια καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Θεὸ νὰ λάβει καὶ τέλος μακαριστὸ καὶ θεῖο. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ καὶ ἀναρίθμητοι ποῦ ἦταν μέσα στὸν κόσμο, ἦταν ὁλωσδιόλου δοσμένοι στὴ νοερὰ καὶ σωτήρια αὐτὴ προσευχή, καθὼς ἀναφέρονται σὲ διάφορες ἱστορίες.
Λοιπόν, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, σᾶς παρακαλῶ κι ἐγὼ μαζὶ μὲ τὸν θεῖο Χρυσόστομο, γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, μὴν ἀμελήσετε αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς προσευχῆς. Μιμηθεῖτε αὐτοὺς ποῦ εἴπαμε καὶ ὅσο τὸ δυνατὸν ἀκολουθῆστε τους. Κι ἂν σᾶς φαίνεται δύσκολο τὸ πράγμα στὶς ἀρχές, ἂς εἶστε βέβαιοι καὶ πληροφορημένοι, ὡς ἐκ προσώπου τοῦ παντοκράτορα Θεοῦ, ὅτι αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐπικαλούμενο καθημερινὰ καὶ ἀκατάπαυστα ἀπό μας, θὰ εὐκολύνει ὅλες τὶς δυσκολίες. Καὶ μὲ τὴν πολυκαιρία, ἀφοῦ τὸ συνηθίσαμε καὶ γλυκαθοῦμε μ' αὐτό, θὰ γνωρίσαμε μὲ τὴ δοκιμὴ πῶς δὲν εἶναι ἀδύνατο οὔτε δύσκολο, ἀλλὰ δυνατὸ καὶ εὔκολο. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος, ποῦ ἤξερε καλύτερα ἀπὸ μᾶς τὴ μεγάλη ὠφέλεια τῆς προσευχῆς, μᾶς παρήγγειλε νὰ προσευχόμαστε ἀκατάπαυστα. Δὲ θὰ μᾶς συμβούλευε βέβαια ποτὲ κάτι τὸ δύσκολο καὶ ἀδύνατο, γιατί δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ κάνομε καὶ ἀκολούθως θὰ γινόμασταν ἀναγκαστικὰ παρήκοοι καὶ παραβάτες τῆς παραγγελίας του καὶ γιὰ τοῦτο ἄξιοι καταδίκης· ἀλλὰ ὅταν εἶπε νὰ προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα, ὁ σκοπὸς τοῦ ἦταν νὰ προσευχόμαστε μὲ τὸ νοῦ μας, ποῦ εἶναι δυνατὸ νὰ τὸ κάνομε πάντοτε. Γιατί καὶ ὅταν κάνομε ἐργόχειρο κι ὅταν περπατοῦμε κι ὅταν καθόμαστε κι ὅταν τρῶμε κι ὅταν πίνομε, πάντοτε μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε μὲ τὸ νοῦ μας καὶ νὰ κάνομε νοερὰ προσευχὴ εὐάρεστη στὸ Θεὸ καὶ ἀληθινή· μὲ τὸ σῶμα νὰ δουλεύομε καὶ μὲ τὴν ψυχὴ νὰ προσευχόμαστε· ὁ ἔξω ἄνθρωπος νὰ κάνει κάθε ὑπηρεσία σωματικὴ καὶ ὁ ἔσω ἄνθρωπος νὰ εἶναι ὁλότελα ἀφιερωμένος στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μὴ λείπει ποτὲ ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ἔργο τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Αὐτὸ μας παραγγέλλει καὶ ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς στὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, λέγοντας : «Σὺ δέ, ὅταν προσεύχεσαι, πήγαινε μέσα στὸ "ταμεῖον" σου, κλεῖσε τὴ θύρα σου καὶ προσευχήσου κρυφὰ στὸν Πατέρα σου». Ταμεῖο τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ σῶμα καὶ θύρες τοῦ ἑαυτοῦ μᾶς οἳ πέντε αἰσθήσεις. Ἢ ψυχὴ μπαίνει μέσα στὸ ταμεῖο της, ὅταν δὲν περιφέρεται ὁ νοῦς ἐδῶ κι ἐκεῖ στὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ἄλλα βρίσκεται μέσα στὴν καρδιά μας· κι οἳ αἰσθήσεις μᾶς κλείνουν καὶ μένουν σφαλισμένες, ὅταν δὲν τὶς ἀφήναμε νὰ προσηλώνονται στὰ αἰσθητὰ καὶ ὀρώμενα πράγματα. Καὶ μὲ τοῦτο τὸν τρόπο μένει ὁ νοῦς μᾶς ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ προσκόλληση στὰ κοσμικὰ καὶ μὲ τὴν κρυφὴ καὶ νοερὰ προσευχὴ ἑνώνεσαι μὲ τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα σου· καὶ τότε, λέει, ὁ Πατέρας σου ποῦ βλέπει τὰ κρυφὰ θὰ σοὺ ἀποδώσει στὰ φανερά. Βλέπει ὁ κρυφιογνώστης Θεὸς τὴ νοερὰ προσευχή σου καὶ τὴν ἀνταμείβει μὲ φανερὰ καὶ μεγάλα χαρίσματα· ἐπειδὴ αὐτὴ εἶναι ἢ ἀληθινὴ καὶ τέλεια προσευχὴ κι αὐτὴ γεμίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴ θεία χάρη καὶ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα. Ὅπως τὸ μύρο, ὅσο περισσότερο τὸ κλείνεις μέσα στὸ ἀγγεῖο, τόσο περισσότερο εὐωδιάζει τὸ ἀγγεῖο, ἔτσι καὶ ἢ προσευχή, ὅσο περισσότερο τὴν κλείνεις μέσα στὴν καρδιά σου, τόσο περισσότερο τὴ γεμίζει ἀπὸ τὴ θεία χάρη. Μακάριοι καὶ καλότυχοι εἶναι ἐκεῖνοι ποῦ θὰ συνηθίσουν σὲ τοῦτο τὸ οὐράνιο ἔργο, γιατί μὲ αὐτὸ νικοῦν κάθε πειρασμὸ τῶν πονηρῶν δαιμόνων, ὅπως ὁ Δαβὶδ νίκησε τὸν ὑπερήφανο Γολιὰθ · μὲ αὐτὸ σβήνουν τὶς ἄτακτες ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, ὅπως οἳ τρεῖς Παῖδες ἔσβησαν τὴ φλόγα τῆς καμίνου· μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς νοερᾶς προσευχῆς καταπραΰνουν τὰ πάθη, ὅπως ὁ Δανιὴλ ἡμέρωσε τὰ ἄγρια λιοντάρια· μὲ αὐτὸ κατεβάζουν τὴ δρόσο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καρδιά τους, ὅπως ὁ Ἠλίας κατέβασε τὴ βροχὴ στὸ Καρμήλιο.
Αὐτὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ εἶναι ποῦ ἀνεβαίνει ὡς τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάγεται μέσα στὶς χρυσὲς φιάλες γιὰ νὰ θυμιάζεται μὲ αὐτὴν ὁ Κύριος, καθὼς λέει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη: «Καὶ οἳ εἰκοσιτέσσερις πρεσβύτεροι ἔπεσαν ἐνώπιόν του Ἄρνιου, ἔχοντας ὅλοι κιθάρες καὶ φιάλες χρυσὲς γεμάτες θυμιάματα,, τὰ ὅποια εἶναι οἳ προσευχὲς τῶν Ἁγίων». Αὐτὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἕνα φῶς ποῦ φωτίζει πάντοτε τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πυρώνει τὴν καρδιά του μὲ τὶς φλόγες τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ- αὐτὴ εἶναι μία ἁλυσίδα ποῦ κρατεῖ ἑνωμένο τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. "Ώ, ἢ ἀσύγκριτη χάρη τῆς νοερᾶς προσευχῆς! Αὐτὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ συνομιλεῖ πάντοτε μὲ τὸ Θεό. "Ὢ πράγμα ἀληθινὰ θαυμάσιο καὶ ἐξαίρετο!
Νὰ εἶσαι μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους σωματικὰ καὶ νὰ βρίσκεσαι μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ νοερά! Οἳ Ἄγγελοι δὲν ἔχουν φωνὴ ὑλική, ἀλλὰ μὲ τὸ νοῦ τοὺς προσφέρουν στὸ Θεὸ ἀκατάπαυστη δοξολογία· αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τους, σ' αὐτὸ εἶναι ἀφιερωμένη ὅλη τους ἢ ζωή. Λοιπὸν καὶ σύ, ἀδελφέ, ὅταν εἰσέρχεσαι στὸ "ταμεῖον" σου καὶ κλείνεις τὴ θύρα, ὅταν δηλαδὴ ὁ νοῦς σου δὲ σκορπᾶ ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀλλὰ μπαίνει μέσα στὴν καρδιά σου κι οἳ αἰσθήσεις σου εἶναι σφαλισμένες καὶ δὲν εἶναι προσηλωμένες στὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου κι ἔτσι προσεύχεσαι πάντοτε μὲ τὸ νοῦ σου, τότε γίνεσαι παρόμοιος μὲ τοὺς ἁγίους Ἀγγέλους καὶ ὁ Πατέρας σου, ποῦ βλέπει τὴ μυστική σου προσευχὴ ποῦ τοῦ προσφέρεις κρυφὰ στὴν καρδιά σου, θὰ σοὺ ἀνταποδώσει μεγάλα πνευματικὰ χαρίσματα στὰ φανερά. Μὰ καὶ τί ἄλλο μεγαλύτερο καὶ περισσότερο θέλεις ἀπὸ τὸ νὰ βρίσκεσαι πάντοτε, ὅπως εἴπαμε, μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ νοερὰ καὶ νὰ συνομιλεῖς ἀκατάπαυστα μὲ Αὐτόν; Χωρὶς Αὐτὸν δὲν μπορεῖ ποτὲ κανένας ἄνθρωπος νὰ εἶναι μακάριος μήτε ἐδῶ μήτε στὴν ἄλλη ζωή.
Λοιπόν, ἀδελφέ, ὁποῖος κι ἂν εἶσαι, ὅταν πάρεις στὰ χέρια σου τὸ παρὸν βιβλίο καὶ διαβάζοντας τὸ δοκιμάσεις ὠφέλεια στὴν ψυχή σου, παρακαλῶ θερμά, θυμήσου νὰ κάνεις καὶ μία παράκληση στὸ Θεό, μὲ ἕνα «Κύριε ἐλέησον», γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχὴ ἐκείνου ποῦ κοπίασε σὲ τοῦτο τὸ βιβλίο κι ἐκείνου ποῦ ξόδεψε νὰ τὸ τυπώσει· οἳ ὅποιοι ἔχουν μεγάλη ἀνάγκη τῆς προσευχῆς σου, γιὰ νὰ βροῦν ἔλεος Θεοῦ στὶς ψυχές τους καὶ σὺ στὴ δική σου.
Γένοιτο, γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου