Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Λόγος περί μοναδικού επαγγέλματος ή του Μοναχισμού



(Αγίου Θεολήπτου Φιλαδελφείας)
α΄. Όταν ο νους (και η φαντασία του ανθρώπου) απομακρύνεται από τις εικόνες και επιδράσεις του έξω κόσμου, και μαζεύεται προς τα μέσα, τότε επιστρέφει στον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή γίνεται ένα με τον δικό του, φυσικό τρόπο του σκέπτεσθαι (που είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον που αποκτούν όσοι εντρυφούν στα εξωτερικά πράγματα και που γι’ αυτό δεν είναι φυσικός αλλά παρά φύση). Και όταν γίνει αυτό, τότε αυτός ακριβώς ο πραγματικός και φυσικός τρόπος του σκέπτεσθαι που είναι ένα κομμάτι της ουσίας του, οδηγείται προς την προσευχή (και προσκολλάται σ’ αυτή). Με την προσευχή δε αυτή φθάνει να γνωρίσει (την ουσία) του Θεού με όλη την δύναμη της αγάπης και τη διάθεση της αγάπης που νιώθει γι’ Αυτόν. Όταν γίνει αυτό, τότε κάθε σαρκική (και αμαρτωλή) επιθυμία φεύγει μακρυά, και κάθε αίσθηση (απ’ εκείνες που οδηγούν στην αμαρτία και αντιστρατεύονται το νόμο του Πνεύματος με την υποδούλωσή της στην αμαρτωλή ηδονή) παύει πλέον να κινείται (και να ενοχλεί). Μάλιστα και αυτές ακόμη οι φυσικές ωραιότητες της γης, φαίνονται άνοστες και αηδιαστικές (χωρίς περιεχόμενο). Και τούτο συμβαίνει για τον εξής λόγο : γιατί αφού η ψυχή βάλει σε δευτερεύουσα μοίρα και στρέψει τα νώτα της προς τα σαρκικά πράγματα, όσα έχουν σχέση με το σώμα, τότε και αυτή (ελεύθερη από κάθε γήινη δέσμευση) τρέχει πίσω από του Χριστού την ωραιότητα (σαν να έχει απ’ αυτή σκλαβωθεί), και τον ακολουθεί κατά πόδας, προσφέροντας σ’ αυτόν (ως δώρο) τα έργα της αρετής και της σεμνότητας και της αγνότητας (όχι μόνο του σώματος, αλλά και) της διανοίας, και της σκέψεως δηλαδή, ενώ η ίδια μοιάζει σαν να ψάλλει και να λέει: πίσω από τον βασιλέα, σαν τιμητική συνοδεία, ακολουθούν και έρχονται υπάρξεις παρθενικές και αμόλυντες (όπως λέει ο ψαλμωδός). Τον Χριστό επίσης με τη δύναμη της φαντασίας βλέπει και φαντάζεται και λέει: (μαζί με τον Δαυίδ): τον Κύριο είχα πάντα δίπλα μου, και αυτόν, με τα μάτια της ψυχής μου έβλεπα να με παραστέκει, για να μη ταλαντευθώ και πέσω, γιατί πράγματι βρίσκεται στα δεξιά μου. Σ’ Αυτόν, ακόμη, τον Χριστό, έχει προσκολληθεί με την πολλή της αγάπη, και φανερώνει την λατρεία της με τούτα τα λόγια: Κύριε, κάθε επιθυμία μου βρίσκεται σύμφωνη με τη δική σου θέληση. Και στον Χριστό συνεχώς έχει στραμμένα τα βλέμματά της και λέγει σ’ Αυτόν: τα μάτια μου είναι συνεχώς, για πάντα στραμμένα προς τον Κύριο, (και προς κανέναν άλλο). Με τον Χριστό συνομιλεί με την γλώσσα της αγίας προσευχής, νιώθοντας ευχαρίστηση με τη γλυκύτητα που δοκιμάζει, όπως λέει ο ψαλμός, η σκέψη μου ευχαριστείται με την ανάμνηση του Θεού, και εγώ ο ίδιος νιώθω μιαν άρρητη ευφροσύνη όταν επαναπαύομαι στον Κύριο. Γιατί ο Θεός, αφού δεχθεί την συζήτηση που ο άνθρωπος ανοίγει μαζί του διά της προσευχής, είτε γιατί θέλει να του δείξει την αγάπη του, είτε μόνο και μόνο για να αναφέρει το όνομά του, είτε και για να ζητήσει τη βοήθειά του, προσφέρει ως δώρο στην ψυχή τη χαρά εκείνη που δεν λέγεται ούτε περιγράφεται. Και τούτο συμβαίνει για τον απλούστατο λόγο ότι η ψυχή με το να θυμάται το Θεό κατά την ώρα της συζητήσεως μαζί του την ώρα της προσευχής, δέχεται απ’ Αυτόν ως δώρο την ψυχική ευφροσύνη, όπως και ο ψαλμωδός λέει: θυμήθηκα το Θεό, κι αμέσως ένιωσα ψυχική ευφορία και, ανακούφιση.
β΄ Απόφευγε κάθε τι που έχει σχέση με τις αισθήσεις (που οδηγούν στην αμαρτία), και τότε αμέσως θα σταματήσει και θα αχρηστευθεί κάθε (εφάμαρτη) ηδονή που προέρχεται από τα υλικά και αισθητά πράγματα. Απόφευγε ακόμη και το να σκέφτεσαι απλώς όλα εκείνα που δημιουργούν μέσα σου μιαν αμαρτωλή γλυκύτητα, και τότε αμέσως θα γλυτώσεις από το μαρτύριο που ο νους υποφέρει από τους αισχρούς λογισμούς. Όταν λοιπόν ο νους μείνει χωρίς αμαρτωλές φαντασίες, αφού δεν θα καταδέχεται πια να χαρακτηρίζεται και να σφραγίζεται κατά κάποιο τρόπο, ούτε από ό,τι φέρει μαζί του την αμαρτωλή ηδονή, ούτε από τους κακούς λογισμούς που γεννούν μέσα στο μυαλό τις αμαρτωλές επιθυμίες, τότε παραμένει σε μια κατάσταση απλότητας (δηλαδή αντιπαρέρχεται χωρίς πολλές διαδικασίες τις προσβολές του εχθρού και μένει μακρυά από την αμαρτία). Αυτή δε τώρα η κατάστασή του που τον κάνει να ανεβαίνει πάρα πάνω από όλα όσα μπορούν να γίνουν αντικείμενο αισθήσεως ή νοήσεως, τον βοηθά πολύ στο να κατορθώσει να στρέψει όλη του τη σκέψη προς το Θεό. Προς τον Θεό και προς κανένα άλλο, αφού πλέον συνεχώς έχει μέσα στο μυαλό του το Όνομα του Κυρίου και σιωπηλά το προφέρει, όπως ακριβώς κάνει το μικρό παιδάκι για τον πατέρα του. Άλλωστε, για την περίπτωση τούτη έχει γραφεί στην Π. Διαθήκη ότι «θα ακούσεις να προφέρεται το όνομά μου «Κύριος είναι ενώπιον σου». Και όπως ακριβώς ο Αδάμ που πλάσθηκε από το χέρι του Θεού, με το φύσημα (της θεϊκής πνοής), από χωματένιος έγινε ψυχή ζωντανή, έτσι το ίδιο γίνεται και με τον νου του ανθρώπου. Γιατί και ο νους, αφού προηγουμένως διαπλασθεί καταλλήλως (πάρει δηλ. το σχήμα που η πνευματική καλλιέργεια θα του δώσει), με τις αρετές, και με συνεχείς επικλήσεις προς τον Κύριο που θα γίνονται με καθαρή καρδιά και διάνοια και με καλή διάθεση, παθαίνει κι’ αυτός μια θεία μεταμόρφωση, μιαν αλλαγή που είναι ουράνια και θεία, και που έχει ως εκδήλωση και αποτέλεσμα να παίρνει νέα (πνευματική) ζωή και να βαδίζει προς τη θέωση, λόγω του ότι γνωρίζει πια και αγαπά τον Θεό.
γ΄. Αν κατορθώσεις και αποτραβηχτείς από κάθε επιθυμία γήινων πραγμάτων, με την συνεχή σου απασχόληση στο (άγιο και ιερό) έργο της προσευχής, και κάνεις ώστε να κοιμηθεί μέσα σου (και να νεκρωθεί) και να πέσει σε ύπνο κάθε άλλη φροντίδα που δεν θα αποβλέπει προς τον Θεό, και στηριχθείς μοναδικά σε μόνη την ενθύμηση του Θεού, τότε θα σταθεί δίπλα σου ως συμπαραστάτης (όπως ακριβώς έγινε και με τον Αδάμ, που ενώ στην αρχή ήταν μόνος, έπειτα στάθηκε δίπλα του η Εύα ως βοηθός και συμπαραστάτης του) η αγάπη του Θεού. Γιατί εκείνη η βοή που βγαίνει από μέσα μας όταν προσευχόμαστε με καλή και άγια διάθεση, χαρίζει ως δώρο τη θεία αγάπη. Και αυτή πάλι η θεία αγάπη, με τη σειρά της, βγάζει τον νου από τον βαθύ του ύπνο προκειμένου να του φανερώσει τα σκοτεινά και απόκρυφα (που για τους πολλούς καλύπτονται από το σκιερό πέπλο της άγνοιας). Τότε ακριβώς είναι που ο νους, αφού γίνει ένα με την αγάπη του Θεού, παίρνει ως καρπό αυτής της συναρμογής, τη θεία σοφία (δηλ. την ικανότητα να καταλαβαίνει τα ουράνια μυστήρια). Και με τη βοήθεια αυτής της θείας σοφίας μαθαίνει και διαλαλεί τα μυστικά και απόρρητα θαυμάσια του ουρανού. Πώς τώρα εξηγείται αυτό; Εξηγείται αν σκεφθούμε τούτο: ότι ο Θεός – Λόγος μόλις ακούσει τον άνθρωπο που προσεύχεται με καθαρή την καρδιά του, να τον καλεί με λόγια που μόνο Αυτός μπορεί να καταλάβει, αφαιρεί από τον νου το περιεχόμενο που μέχρι τη στιγμή εκείνη είχε (και που ήταν το ίδιο, κοινό με όλους τους άλλους ανθρώπους) και αντί γι’ αυτό, χαρίζει σ’ αυτόν τη (μοναδική και θεία) γνώση, όπως πάνω -κάτω συνέβη και με τον Αδάμ, που ο Θεός του έβγαλε ένα μέρος από τον εαυτό του, δηλαδή μια πλευρά, και σ’ αντικατάστασή της του χάρισε την Εύα. Ακόμη δε, αναπληρώνοντας την καλή διάθεση που ο νους έφερε μαζί του, δίνει ως δώρο στον άνθρωπο την αρετή, και την αγάπη που είναι όλη φως και την βάζει δίπλα από το νου που έχει μείνει έκθαμβος, αφού πλέον γι’ αυτόν κάθε γήινη επιθυμία κοιμάται και αναπαύεται. Αυτή δε η αγάπη παρουσιάζεται και παίζει το ρόλο (σπουδαίου) βοηθού για τον νου που απαλλάχθηκε πια από κάθε αλόγιστη φροντίδα για τα υλικά πράγματα. Γι’ αυτό και κάνει ώστε ο νους να γρηγορεί με καθαρή τη σκέψη, ώστε να ακούει τα λόγια της σοφίας του Θεού. Αφού δε γίνει αυτό, τότε ο νους, στρέφοντας προς αυτή (την αγάπη) την προσοχή του και αισθανόμενος μεγάλη ψυχική ευφροσύνη και πνευματική ευχαρίστηση, αποκτά τη δυνατότητα να περιγράφει με λόγια στους άλλους ανθρώπους τις απόκρυφες και μυστικές έννοιες των αρετών και τις μη βλεπόμενες ενέργειες της θείας γνώσεως.
δ’. Στάσου μακρυά από όλα τα αισθητά και υλικά πράγματα και άφησε κατά μέρος τον νόμο της σαρκός, και τότε ο πνευματικός νόμος θα γραφεί μέσα στη διάνοιά σου. Γιατί, όπως εκείνος που ζει σύμφωνα με τις επιταγές του πνεύματος δεν υποκύπτει και δεν χαρίζεται σε καμμιά επιθυμία της σάρκας. Όπως το λέει και ο Θείος Απόστολος, έτσι ακριβώς και εκείνος που απομακρύνεται από τις αισθήσεις και τα αισθητά πράγματα, δηλαδή από τη σάρκα και τον κόσμο, αυτός σιγά – σιγά αρχίζει να ζει σύμφωνα με το πνεύμα (ζωή δηλαδή πνευματική) και να φρονεί τα του πνεύματος. Και αυτό πάλι το κατόρθωμα μπορείς να το βρεις και μέσα στην Αγ. Γραφή και να διδαχθείς απ’ αυτό, όταν φέρεις στη μνήμη σου τη ζωή που ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι μέσα στον Παράδεισο προτού αμαρτήσουν και εκδιωχθούν.
ε’. Ο Θεός, εκείνον που πασχίζει να τηρήσει στη ζωή του τις εντολές του, και διαθέτει και ξοδεύει πολύ χρόνο για να αναπνέει στην παραδεισιακή ατμόσφαιρα που δημιουργεί η προσευχή, και αισθάνεται συνεχώς τον Κύριο δίπλα του με το να τον θυμάται συνεχώς, (αυτόν ο Θεός) απαλλάσσει από όλες τις φιλήδονες ενέργειες της σαρκός και από κάθε κίνηση των αισθήσεων, (που αποβλέπει να καταστρατηγήσει τον θείο Νόμο) και από κάθε είδος φαντασίας και σκέψεως (αμαρτωλής και εμπαθούς) που τυραννεί τη διάνοια. Και έτσι με το να τον κάνει να γίνει νεκρός ως προς τα πάθη και την αμαρτία, τον καθιστά μέτοχο της θείας (και πραγματικής) ζωής. Γιατί, όπως εκείνος που κοιμάται ύπνο βαθύ, μοιάζει σαν νεκρός ενώ στην πραγματικότητα είναι ζωντανός, αφού και το σώμα του κινείται και η ψυχή μέσα του, και με τον δικό της τρόπο συνεργεί σ’ αυτό το έργο (της ζωής), έτσι και εκείνος που ζει τη ζωή του πνεύματος, γίνεται μεν νεκρός ως προς τη σάρκα και τον κόσμο, όμως ζει με το φρόνημα (όχι του κόσμου αλλά) του πνεύματος.
στ’. Άμα κατανοείς αυτά που ψάλλεις, τότε (μόνο) μπαίνεις στο νόημά τους. Μόλις μπεις στο νόημά τους τότε διδάσκεσαι, και τα διδάγματα που πήρες τα μεταφράζεις σε πράξεις. Με το να κάνεις τώρα αυτές τις πράξεις, αποκτάς την καλή πλέον συνήθεια, και αυτή η γνώση που σου την προσπορίζει η καλή συνήθεια, σε κατευθύνει προς τη γνώση της αληθινής θεωρίας (του Θεού). Απ’ αυτή πάλι προέρχεται η (πραγματική) σοφία που γεμίζει με τα φωτόλουστα λόγια της χάριτος τον αέρα της διανοίας και αποκαλύπτει και διασαφηνίζει τα απόκρυφα (μυστήρια του Θεού) σε όσους βρίσκονται έξω και μακρυά.
ζ’. Πρώτα – πρώτα, ο νους (του ανθρώπου) πρέπει να ζητήσει (τον Θεό) και τότε τον βρίσκει. Μόλις τον βρει, τότε ενώνεται και γίνεται ένα μ’ εκείνο που ζητούσε. (Η ένωση δε αυτή δεν στηρίζεται καθόλου στα λόγια, γι’ αυτό είναι στερεά και ακλόνητη). Με τα λόγια (απλώς) ζητεί ο νους αυτό που θέλει. Την ένωση όμως με αυτό την πετυχαίνει με την αγάπη. (Η διαφορά μεταξύ αυτών είναι ότι) η μεν αναζήτηση με τα λόγια γίνεται προς χάριν της αληθείας, ενώ η ένωση διά της αγάπης γίνεται για την αρετή αυτή καθ’ εαυτή.
η’. Εκείνος που έχει τη δύναμη να ανυψώνεται πιο πάνω από την υλική φύση των πραγμάτων του κόσμου αυτού, που σήμερα είναι και αύριο μεταβάλλεται, και να περιφρονεί την επιθυμία (που ο κακός του εαυτός τον εξωθεί να δοκιμάσει) τα μάταια αυτά πράγματα, αυτός δεν έχει τα μάτια του στραμμένα καταγής, ούτε λιμπίζεται τίποτε από εκείνα τα πράγματα της γης που είναι ωραία μπροστά στα μάτια του ανθρώπου (και που προκαλούν μιαν ευχαρίστηση σε όποιον τα απολαμβάνει), άλλα γι’ αυτόν ένα (άλλο) ουράνιο θέαμα ξανοίγεται μπροστά του (δηλαδή ουρανός αποκαλύπτεται σ’ αυτόν) κι’ αυτός (με τη σειρά του) με μεγάλη προσοχή παρατηρεί πλέον (όχι τις ωραιότητες της γης, αλλά) τις ωραιότητες του ουρανού, και από μακρυά (δηλαδή απ’ εδώ κάτω, από τη γη) σαν μακρυνός φίλος παρατηρεί (και κατά κάποιο τρόπο, απολαμβάνει) τη μακαριότητα που βασιλεύει εκεί επάνω, μεταξύ των μακαρίων και άφθαρτων και αιωνίων. Γιατί, όπως ακριβώς για κείνον που χάσκει (σαν ανόητος άνθρωπος) μπροστά στα υλικά πράγματα της γης και ασχολείται με πάθος γύρω από τις ηδονές της σαρκός, οι ουρανοί (κι’ όλα όσα αυτοί κλείνουν μέσα τους) είναι γι’ αυτούς κλεισμένοι (και απροσπέλαστοι), αφού τα πνευματικά τους μάτια δεν είναι φωτισμένα, αλλά σκοτεινιασμένα, (από το σκοτάδι της αμαρτίας), έτσι ακριβώς συμβαίνει και μ’ εκείνον που περιφρονεί τα γήινα και τα συχαίνεται. Αυτού  ο νους του πε­τάει ψηλά και φθάνει εκεί όπου μπορεί να βλέπει τη δόξα (όχι των φθαρτών αλλά) των αιωνίων. Καθώς επίσης μπαίνει στο νόημα της λαμπρότητας που ο Θεός επιφυλάσσει και χαρίζει στους αγίους Του. Αυτός επίσης ο ίδιος δέχεται πάνω του και την αγάπη του Θεού που (σαν ευεργετική ακτίνα) έρχεται και κατεβαίνει απ’ τον ουρανό, και τον κάνει να γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος (δηλαδή κατοικητήριο του θείου) και επίσης τον κάνει να επιθυμεί (να μάθει και να εφαρμόσει στη ζωή του) το θείο θέλημα και να πορεύεται στη στράτα της ζωής του σύμφωνα με τα όσα το Πνεύμα του Θεού τον διατάσσει και να γίνει υιός Θεού (αξιούμενος να υιοθετηθεί από τον Κύριο διά της θ. Χάριτος) και έτσι να εξασφαλίσει την εύνοια και συμπαράσταση του Θεού. Γιατί εκείνοι είναι παιδιά του Θεού, όσοι πολιτεύονται σύμφωνα με το πνεύμα του Θεού.
θ’. Μη παραλείψεις ούτε για μια μέρα, όσο θα ζεις, την (κανονική σου) προσευχή, εξ αιτίας κάποιας αρρώστειας, αλλά έχε πάντοτε στ’ αυτιά σου πρόχειρα τα λόγια (του θείου Αποστόλου): όταν είμαι άρρωστος, τότε ακριβώς νιώθω δύναμη. Όταν έτσι κάνεις θα ωφεληθείς περισσότερο, γιατί η προσευχή σύντομα θα σε κάνει καλά απ’ την αρρώστεια σου με τη βοήθεια της θ. Χάριτος. Γιατί (μη λησμονείς ότι) εκεί όπου υπάρχει δέηση και προσευχή που γίνεται με καρδιά καθαρή και καλή, εκεί ούτε αρρώστεια ούτε αμέλεια στέκεται (αλλά φεύγει και χάνεται).

Απόδοση : Αρχιμ. Χριστοδ. Παρασκευαΐδη

(«Χριστιανικό Συμπόσιον. Γ΄», εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Κολλάρου και Σία Α.Ε., σ.116-119)

Όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει



- Γέροντα, πού οφείλεται η γκρίνια και πώς μπορείς να την αποφύγης;
- Στην κακομοιριά οφείλεται και με την δοξολογία την κάνει κανείς πέρα. Η γκρίνια γεννά γκρίνια και η δοξολογία γεννά δοξολογία. Όταν δεν γκρινιάζη κανείς για μια δυσκολία που τον βρίσκει , αλλά δοξάζη τον Θεό, τότε σκάζει ο διάβολος και πάει σε άλλον που γκρινιάζει , για να του τα φέρη όλα ανάποδα. Γιατί, όσο γκρινιάζει κανείς, τόσο ρημάζει.
Μερικές φορές μας κλέβει το ταγκαλάκι και μας κάνει να μη μας ευχαριστή τίποτε, ενώ μπορεί κανείς όλα να τα γλεντάη πνευματικά με δοξολογία και να έχει την ευλογία του Θεού. Να, ξέρω κάποιον εκεί στο Όρος που, αν βρέξη και του πης « πάλι βρέχει », αρχίζει : « Ναι , όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία » . Αν μετά από λίγο σταματήση η βροχή και του πης « ε, δεν έβρεξε και πολύ », λέει: « Ναι, βροχή ήταν αυτή; Θα ξεραθή ο τόπος …; » . Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι καλά στο μυαλό, αλλά συνήθισε να γκρινιάζη. Να είναι λογικός και να σκέφτεται παράλογα!
Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του , οπότε μετά έρχεται η οργή του Θεού. Στην Ήπειρο γνώριζα δύο γεωργούς . Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα-δυό χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν όσο μπορούσε, χωρίς άγχος. « Θα κάνω ό,τι προλάβω » , έλεγε. Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή ,γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψη, άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας, και όμως για όλα έλεγε « δόξα Σοι ο Θεός » και όλα του πήγαιναν καλά. Ο άλλος είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κ.λ.π. ,δεν είχε και παιδιά. Αν τον ρωτούσες « πώς τα πας; » , « άστα, μην τα ρωτάς » , απαντούσε. Ποτέ δεν έλεγε « δόξα Σοι ο Θεός », όλο γκρίνια ήταν. Και να δήτε, άλλοτε του ψοφούσε η αγελάδα, άλλοτε του συνέβαινε το ένα, άλλοτε το άλλο. Όλα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε.
Για αυτό λέω, η δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Από μας εξαρτάται ,αν γευθούμε ή όχι τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός. Πώς όμως να τις γευθούμε, αφού ο Θεός μας δίνει λ.χ. μπανάνα και εμείς σκεφτόμαστε τι καλύτερο τρώει ο τάδε εφοπλιστής; Πόσοι άνθρωποι τρώνε μόνον ξερό παξιμάδι, αλλά μέρα-νύχτα δοξολογούν τον Θεό και τρέφονται με ουράνια γλυκύτητα ! Αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν μια πνευματική ευαισθησία και γνωρίζουν τα χάδια του Θεού. Εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε , γιατί η καρδιά μας έχει πιάσει γλίτσα και δεν ικανοποιούμαστε με τίποτε. Δεν καταλαβαίνουμε ότι η ευτυχία είναι στην αιωνιότητα και όχι στην ματαιότητα.
Από το βιβλίο «Οικογενειακή ζωή»

Ο Κύπριος Άγιος Φιλούμενος που κατακρεούργησαν οι σιωνιστές Εβραίοι στις 29 Νοεμβρίου 1979



Ο άγιος ιερομάρτυρας του 20ού αιώνος Φιλούμενος ο Κύπριος καταγόταν από το χωριό Ορούντα της επαρχίας Μόρφου. Από μικρός μαζί με τον αδελφό του Ελπίδιο μαθήτευε κοντά στη γιαγιά του Λωξάντρα τα ιερά γράμματα του Χριστού. Ήτοι βίους αγίων και ύμνους της Εκκλησίας. Ο άγιος κάποια στιγμή μαζί με τον αδελφό του πηγαίνουν στη Ιερά Μονή Σταυροβουνίου και εκεί μένουν πέντε χρόνια. Ακολούθως πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα. Ο άγιος Φιλούμενος έμεινε στα Ιεροσόλυμα 46 χρόνια. Ο άγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο από φανατικούς σιωνιστές Εβραίους οι οποίοι τον κατακρεούργησαν την ώρα του εσπερινού στο Φρέαρ του Ιακώβ στο οποίο διέμενε, πιστός φύλακας αγίων τόπων και τρόπων αιωνίων.
Η Εκκλησία της Κύπρου και ιδιαιτέρως η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου σήμερα εορτάζει τη μνήμη του αγίου ιερομάρτυρος Φιλουμένου του νέου, του Κυπρίου. Ο νεομάρτυς αυτός γεννήθηκε το 1913 και ήταν παιδί του Γεωργίου και της Μαγδαληνής Χασάπη ή Ουρουντιώτη, καθώς και ο δίδυμος αδελφός του αρχιμανδρίτη Ελπιδίου. Οι γονείς του αν και κατάγονταν από το χωριό Ορούντα της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, έμεναν στην ενορία του Αγίου Σάββα στη Λευκωσία, αφού ο πατέρας του αγίου είχε δικό του πανδοχείο και φούρνο. Μαζί με τον αδελφό του Ελπίδιο έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο για προσευχή και διάβαζαν Βίους Αγίων, από όπου ιδιαιτέρως τους συγκίνησε ο βίος του Οσίου Ιωάννου του Καλυβίτη, που κατά κάποιον τρόπο επέδρασε πάνω τους, ώστε να θέλουν να ακολουθήσουν τον μοναχικό βίο. Επίσης, εκτός από τη μητέρα τους, ιδιαίτερη επίδραση στο να αποκτήσουν εκκλησιαστική και ορθόδοξη συνείδηση είχε πάνω τους και η γιαγιά τους Λωξάντρα. Σε ηλικία 14 ετών τα δύο αδέλφια πηγαίνουν στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου και μετά στα Ιεροσόλυμα, όπου φοιτούν στο εκεί Γυμνάσιο. Αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο το 1939 ο μεν Ελπίδιος υπηρέτησε ως πρεσβύτερος σε διάφορους τόπους και εκοιμήθη στις 29 Νοεμβρίου 1983. Ο δε Φιλούμενος παρέμεινε στα Ιεροσόλυμα και το 1979 διορίστηκε υπεύθυνος στο Φρέαρ του Ιακώβ. Όπου, εκεί το Νοέμβριο του 1979 την ώρα που ο άγιος τελούσε τον Εσπερινό, τον δολοφόνησαν με τσεκούρι φανατικοί Εβραίοι.
Μια εβδομάδα πριν, μια ομάδα φανατικών σιωνιστών πήγε στο μοναστήρι του Φρέαρ του Ιακώβ, ισχυριζόμενοι ότι ήταν Εβραϊκός ιερός τόπος και απαιτώντας όπως όλοι οι Σταυροί και οι εικόνες να απομακρυνθούν. Βέβαια, ο άγιος επεσήμανε ότι το πάτωμα στο οποίο ήταν τώρα είχε κατασκευαστεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο πριν από το 331 μ.Χ. και ότι χρησιμοποιήθηκε ως Ορθόδοξος Χριστιανικός ιερός τόπος για δεκαέξι αιώνες πριν το ισραηλινό κράτος έχει δημιουργηθεί, και ότι ήταν στα χέρια των Σαμαρειτών οκτώ αιώνες πριν από αυτό, (το υπόλοιπο του αρχικού ναού είχε καταστραφεί κατά την εισβολή του Σάχη Χοσράν Παρνίς στον έβδομο αιώνα, κατά την οποία οι Εβραίοι είχαν σφαγιάσει όλους τους Χριστιανούς της Ιερουσαλήμ.) Η ομάδα έφυγε με απειλές, ύβρεις και αισχρότητες του είδους που οι ντόπιο χριστιανοί υποφέρουν τακτικά. Μετά από λίγες μέρες, στις 29 Νοεμβρίου, κατά τη διάρκεια μιας χειμαρρώδης νεροποντής, μια ομάδα σιωνιστών γύρισε στο μοναστήρι. Ο άγιος είχε ήδη βάλει το πετραχήλι του για τον Εσπερινό. Η αποσπασματική κοπή των τριών δακτύλων με το οποίο έκανε το σημείο του Σταυρού του έδειξε ότι είχε βασανιστεί σε μια προσπάθεια να τον κάνουν να αρνηθεί την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη.Το πρόσωπο του είχε χαραχθεί άγρια στη μορφή του Σταυρού. Η εκκλησία και ιερά σκεύη είχαν όλα καταστραφεί από την διάπραξη της ιεροσυλίας.
Το σκήνωμα του αγίου παραδόθηκε στους ορθοδόξους μετά από 6 μέρες, αλλά διατηρούσε την ευκαμψία του και ετάφη στο κοιμητήριο της Αγίας Σιών. Μετά από τέσσερα χρόνια στην ανακομιδή των ιερών του λειψάνων, το σώμα βρέθηκε άφθαρτο και ευωδίαζε. Τότε, έκλεισαν τον τάφο και τον ξανάνοιξαν τα Χριστούγεννα του 1984, οπότε το ιερό σκήνος διατηρούσε μερική αφθαρσία και το τοποθέτησαν σε υάλινη λειψανοθήκη στο βόρειο τμήμα του ιερού βήματος στο ναό της Αγίας Σιών.
O ιερομάρτυς Φιλούμενος συγκαταλέκθηκε μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων στις 30 Αυγούστου του 2008, οπότε και το άφθορο άγιο σκήνωμα του μεταφέρθηκε στο προσκύνημα του φρέατος του Ιακώβ όπου και μαρτύρησε για την αγάπη του Χριστού.
Η μνήμη του τιμάται την 29η Νοεμβρίου, εξαιρέτως Δε στην κοινότητα της Ορούντας με παννύχιο αγρυπνία.

Το κριτήριο της άσκησης είναι η αγάπη.




Η αγάπη οδηγεί τον ανθρωπο στο «καθ’ ομοίωσιν», στον προορισμό του, στη σωτηρία του. Αυτή είναι το κριτήριο της πνευματικής ζωής, της προσπάθειας την οποία καταβάλλουμε για να συναντήσουμε τον Αναστημένο Χριστό. Η αγάπη είναι το κριτήριο της ορθόδοξης ασκησης.
Η ορθόδοξη ασκηση με αλλα λόγια δεν είναι ατομικό γεγονός, αλλά εκκλησιαστικό γεγονός.

Πολλοί αδελφοί μας κάνουν ασκηση για αυτοπειθαρχία, για να νικήσουν τις ορμές τους, για να επιβληθούν στον εαυτό τους, για να αποκτήσουν δύναμη. Θέλουν κι αυτοί να γίνουν δυνατοί, να αποκτήσουν κάποια χαρίσματα των αγίων. Κίνητρο τους είναι ο εαυτός τους, η ατομικότητα τους και όχι το Πρόσωπο του θεού και τα πρόσωπα των αδελφών. Ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επαγγέλεται ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής, η ορθόδοξη ασκηση.
Η ορθόδοξη ασκηση, ακριβώς, θέλει να βγάλει τον ανθρωπο από την ατομικότητα, από την απομόνωση, από το κλείσιμο στον εαυτό του και να τον επαναφέρει στη σχέση, στη φύση του που είναι εκκλησιαστική, να τον κάνει μέλος της Εκκλησίας. Η ορθόδοξη ασκηση θέλει να βοηθήσει τον ανθρωπο να συναντήσει το Πρόσωπο του Θεού και τα πρόσωπα των αδελφών του.Γι’ αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση.
Ο ανθρωπος δημιουργήθηκε υγιής από το Θεό για να εχει και να διατηρεί μια σχέση, σχέση με το Θεό, σχέση με τους αλλους ανθρώπους και σχέση με ολόκληρη την κτίση. Αυτό το ειχαν επιτύχει οι πρωτόπλαστοι γιατί ειχαν την ζωοποιό σχέση με το Θεό, ειχαν τη Χάρη του Θεού.
Μετά την πτώση, όμως ο ανθρωπος αρρώστησε, εχασε τον προσανατολισμό του προς το Θεό, απώλεσε τη Θ. Χάρη με αποτέλεσμα να διαταραχθούν ολες οι σχέσεις του με το Θεό, τους ανθρώπους, την κτίση και τον ιδιο τον εαυτό του.
Επομένως η θεραπεία, όπως την βλέπει η Ορθόδοξη Παράδοση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αποκατάσταση των σχέσεων αυτών και η επαναφορά της ανθρώπινης υπαρξης στην προηγούμενη δόξα της.
Ο άνθρωπος την θεραπεία του, την πληρότητα του, την υγεία του μπορεί να την βρεί μόνο μέσα στον χώρο της εκκλησιαστικής κοινότητος, όπως εκφράζεται κυρίως στην Θ.Ευχαριστία, στον χώρο της φιλαδελφείας, στην οικογένεια=Εκκλησία οπου υπάρχει αληθινή θεραπεία μέσα από τις αγαπητικές σχέσεις που αναπτύσσονται.
Γι΄αυτό το σκοπό και μόνο χρειάζεται η ασκηση: Για να ανήκω στο Σώμα του Χριστού, που κοινωνούν τα πρόσωπα των αδελφών μεταξύ τους. Επειδή δεν μπορώ να ενωθώ με τους αδελφούς μου, επειδη είναι κάτι δύσκολο, γιατί εχω τον εγωισμό μου, θέλω την καλοπέραση μου, θέλω πάντα να βάζω τον εαυτό μου πάνω απ’ όλα, γι’ αυτό ασκούμαι.
Η ασκηση είναι το μέσον για να συναντήσω τον αδελφό μου. Δεν κάνω ασκηση ερήμην του Θεού και του αδελφού μου για να καταφέρω κάτι δικό μου.

Ας δούμε μερικά παραδείγματα από την καθημερινή μας ζωή:
Νηστεύουμε σκληρά, δεν τρώμε το λάδι πολλές φορές,
- αλλά δεν καταλαβαίνουμε τον σύντροφό μας, ζούμε στον κόσμο μας, δεν του δείχνουμε αγάπη και ενδιαφέρον, τον εχουμε στο περιθώριο.
- δεν καταλαβαίνουμε τα παιδιά μας, δεν ακούμε τι μας λένε, δεν μπαίνουμε στη θέση τους, δεν σεβόμαστε το πρόσωπο τους, φερόμαστε αψυχολόγητα. Και κατά τα αλλα θεωρούμε ότι είμαστε εντάξει απέναντι στο Θεό, γιατί κάνουμε ασκηση, κάνουμε νηστεία.
Ομως το κριτήριο της ασκησης είναι η αγάπη. Ασκούμαστε για να αγαπήσουμε, για να μπούμε πιο πολύ μέσα στην Εκκλησία.
Ξέρετε είναι σχετικά εύκολο να ασκείσαι σωματικά, π.χ. να νηστεύεις, αλλά είναι πιο δύσκολο να κάνεις ασκηση στον εγωισμό σου, για να αγαπήσεις τον συνάνθρωπό σου.
Όλες οι ασκήσεις είναι πιο εύκολες από την αγάπη. Η αγάπη όμως είναι η κατ’ εξοχήν άσκηση.
Στις άλλες ασκήσεις είναι μικρό το κόστος, το φαγητό, τα χρήματα, ο υπνος κ.λ.π. Στην αγάπη είναι μεγάλο το κόστος: Πρέπει να κάνεις την αποκεντρωση, να βγάλεις τον εαυτό σου από το κέντρο της καρδιάς σου, για να χωρέσει ο άλλος, ο συνάνθρωπος. Αυτή είναι η ασκηση, η αγάπη. Όλα τα αλλα μας βοηθούν στην αγάπη.
Υπακούω στην Εκκλησία και νηστεύω, σημαίνει μαθαίνω να αγαπάω περισσότερο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας λένε ότι αυτά που εξοικονομούμε από τη νηστεία, θα πρέπει να πηγαίνουν στους φτωχούς, όχι στη τράπεζα!
Νηστεύω, κάνω ασκηση δηλαδή, για να ενωθώ με τους αδελφούς μου περισσότερο.
Με αυτές τις σκέψεις αγαπητοί μου θέλησα να σας πω ότι είναι ανάγκη τώρα που είναι Σαρακοστή (αλλά και πάντοτε), να μελετήσουμε και να προσευχηθούμε πολύ, ώστε να αποφύγουμε τις παρανοήσεις και η άσκησή μας να είναι Ορθόδοξη, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, από ιδιωτικές θεολογίες, από την άγνοια.
 Διαφορετικά η ασκηση μας θα ειναι κουραστική, σκληρή, πικρή, αναποτελεσματική, αντιεκκλησιαστική, χωρίς χαρά, χωρίς ταπείνωση, χωρίς εμπνευση, χωρίς ελπίδα, χωρίς αγάπη...
Όμως δεν είναι αυτό η Εκκλησία μας, δεν είναι αυτό η πίστη μας, δεν είναι αυτό, η παράδοση μας, δεν είναι αυτό οι Πατέρες μας, δεν είναι αυτό η ορθοδοξία μας.
Αντίθετα οι Αγιοι μας, οσο πιο σκληρή ασκηση εκαναν, τόσο πιο πολύ αγάπη εδειχναν, τόσο πιο πολύ επιεικείς ησαν, τόσο πιο πολύ χαρά ειχαν,γιατί ειχαν συλλάβει το νόημά της :
Ότι είναι μια εξάσκηση, προπόνηση, για να συναντήσει κάποιος τον αδελφό του, τον συνάνθρωπό του.

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

Στην ουρά, στο ταμείο του Super Market


Αράδιαζε με σιγουριά πάνω στην μεταφορική ταινία τα ψώνια που είχε μαζέψει στο καροτσάκι. Ατέλειωτα τα εφόδια, γέμισε η ταινία. Γεμάτο και το καρότσι. Έριξε μια ματιά στην κυρία που ήταν μετά από αυτήν. Κρατούσε στα χέρια της ένα γάλα κι ένα γιαουρτάκι. Χαμογέλασε και της είπε ευγενικά. “Παρακαλώ περάστε, έχετε μόνο δύο πράγματα”. Εκείνη αρνήθηκε μ’ ένα ξερό “όχι, ευχαριστώ” και βάλθηκε να κοιτά τα ξένα ψώνια με αυστηρό ύφος.
Τα μάτια της χτενίζαν ένα προς ένα όλα τα προϊόντα. Το σκελετωμένο της πρόσωπο σκαμμένο απ’ τα χρόνια γινόταν ακόμη πιο άγριο από το συνοφρύωμα για την ξένη αφθονία. Φορούσε ένα φουστάνι φτηνιάρικο αγορασμένο μάλλον από λαϊκή και τα μαλλιά της ψαρά, άβαφα την έκαναν να φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική της ηλικία .
Μετρούσε τα πάντα επάνω στην ταινία. Την καλοτυλιγμένη φέτα, το σαλάμι, το κρέας … Σταμάτησε για λίγο ύστερα έβγαλε από μια θήκη τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και τα φόρεσε. Οι αριθμοί απ΄το κασέρι καθάρισαν, 12.65ευρώ! Καλά, πόσο έχει το κιλό, αναρωτήθηκε. Εγώ, αυτό που παίρνω είναι ημίσκληρο και κάνει μόνο 5.5ευρώ το κιλό. Και τα πέντε πακέτα μακαρόνια τι τα θέλει; Για πόλεμο πάμε; Μπουκάλια κρασί, μπύρας, αναψυκτικά. Πάρτι θα κάνουν;
Χμ, και φρούτα. Κοίταξε την νεαρή μάνα που τακτοποιούσε τα ψώνια της. Την έκοψε από πάνω μέχρι κάτω. “Δεν μου φαίνεται για φτωχή” σκέφτηκε. Τα σημερινά παιδιά δεν έχουν καμιά ντροπή. Έχει κι ένα ντεκολτέ. Κάθε φορά που σκύβει στο καρότσι βγαίνουν όλα στην φόρα” Πριν αποσώσει την σκέψη της ένιωσε τον φαλακρό πίσω της στην ουρά για το ταμείο να τεντώνεται για να πάρει καλύτερη θέση στο θέαμα. Σήκωσε το κεφάλι της και τόβαλε μπροστά στα μούτρα του αναγκάζοντάς τον να κάνει πίσω. “Πίσω μου σ’ έχω σατανά” παραλίγο να της ξεφύγει.
Είδε το παρθένο ελαιόλαδο και της έτρεξαν τα σάλια. Τα τελευταία δύο χρόνια στο σπίτι έτρωγαν απλό φτηνιάρικο ελαιόλαδο αγνώστου προέλευσης. Ώρες ώρες της μύριζε σαν το αυτοκίνητό τους. Κι εκείνο το χαρτί υγείας πολυτελείας ήταν πανάκριβο. Όχι σαν το δικό τους από επαναχρησιμοποιημένο χαρτί. Ήταν όμως πολύ φτηνότερο, σχεδόν στο μισό. Τόπαιρνε στην λαϊκή απ’ το κυρ-Στέλιο, νάναι καλά.
“Ήμαρτον θεέ μου” σκέφτηκε ”κονσέρβες!. Τι θα τις κάνουν; Μπά, αυτοί κάτι έμαθαν και ετοιμάζονται. Μας τόπε κι ο κουνιάδος μου. Αυτός έχει άκρες στο Άγιον Όρος. Έμαθε λέει από έναν πνευματικό ότι τώρα τον Δεκέμβριο όλα θα τελειώσουν. Μαζέψτε τρόφιμα” Έτσι τους είπε. Καλό αυτό αλλά χρειάζονται λεφτά για να τα αγοράσεις. Και τα ρημάδια έπαψαν να υπάρχουν. Ας είναι καλά αυτοί οι άχρηστοι πολιτικοί που μας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση και έχασαν δουλειά και ψωμί. Τώρα καθαρίζει καμιά πολυκατοικία για να μην πεθάνουν της πείνας. Έχει τον άντρα της με εγκεφαλικό. Τόπαθε μόλις του ανακοίνωσαν την απόλυση. Όλα της ήρθαν μαζεμένα. Ο μεγάλος της γιός φευγάτος στον Καναδά εδώ κι ένα χρόνο. Ο μικρός της φαντάρος. Η κατάσταση δραματική. Ευτυχώς στην εκκλησία του Άϊ-Χριστόφορου μοιράζουν μεσημεριανό και την βολεύει κάθε μέρα με λίγο φαγητό.
Κοιτάζει στην ταινία τα ψώνια να κάνουν παρέλαση και θαρρείς την έπιασε κακία και φθόνος για την κοπέλα που τα αγόραζε. “Εμείς δεν έχουμε να φάμε κι αυτή, για δες. Πρέπει να βγάζει πολλά λεφτά. Η κρίση δεν την άγγιξε. Δες και το μικρό της στο καρότσι, καλοντυμένο. Όχι σαν και μένα μ’ αυτό το τσίτι το ξεθωριασμένο. Όλοι κρατούν από ένα δυό πράγματα κι αυτή ένα καρότσι γεμάτο με τα όλα του.”
Γρννν, γρννν η μηχανή σαν πολυβόλο στα επιδέξια και γρήγορα χέρια της ταμία καταγράφει με το lazer gun πάνω στο bar code ότι περνάει από μπροστά της. Δύο απανωτά χτυπήματα και η απόδειξη/κορδέλα βγαίνει με θόρυβο. “εκατόν ογδόντα πέντε και εβδομήντα δύο, παρακαλώ”
Βλέπει τα τέσσερα πενηντάρικα που βγαίνουν από το πορτοφόλι της κοπέλας και γουρλώνει τα μάτια της με οργή. “Τόσα παίρνω εγώ τον μήνα!”
“Κυρία, κυρία ένα και ογδόντα”. Ξεκόλλησε από τις βασανιστικές σκέψεις, πλήρωσε και πήρε το γάλα και το γιαουρτάκι. Έφτασε στο σπίτι μαυρισμένη. Έκανε τον σταυρό της μπρος το εικόνισμα και ζήτησε συγχώρεση για τις κακές σκέψεις που έκανε. Δεν μπόρεσε όμως να κρατήσει μέσα της την αδικία. “Και συ Θεούλη μου αλλού δίνεις με το παραπάνω κι αλλού με το σταγονόμετρο, συγχώρα με.” Χάϊδεψε τον άντρα της και πήρε τον δρόμο για την εκκλησία. Να πάρει το μεσημεριανό τους φαγητό.
Κάτω από τον χώρο της εκκλησίας, εκεί που κάνουν τις δεξιώσεις για τα μνημόσυνα. Εκεί καμιά κατοστή ξόμαχοι της κρίσης τρώνε την συμπόνια κάποιων ψαγμένων. Εκεί στα πόδια του Θεού και κάτω από την εποπτεία του.
Χαιρέτησε τον Παπα-Γιώργη και την κυρά Βασιλική, μια από τις εθελόντριες, και άπλωσε το χέρι να πάρει τα πιάτα με το φαγητό που της πρόσφεραν. Και τότε, την είδε. Στην άκρη, εκεί στις σκάλες απ’ την πίσω μεριά της εκκλησίας μιλούσε με τον νεωκόρο. Νέα, ξανθιά, όμορφη με στητό στήθος και ντεκολτέ. Φορούσε το ίδιο φουστάνι που είχε και στο super market. Ναι, ήταν αυτή η κοπέλα με τα πολλά ψώνια.
Απόρησε για λίγο και ύστερα ρώτησε τον παπά. “Ποια είναι αυτή παπα-Γιώργη; Αν έβλεπες πόσα ξόδιασε για την κολοκοιλιά τους, συμπάθα με, θα τρελαθείς. Πρέπει να το φυσάει. Θάχει πολλά χρήματα έ; Τι θέλει αυτή εδώ;”
Ο ιερωμένος την κοίταξε μισοχαμογελώντας. Κούνησε το κεφάλι του και ύστερα αργά με κείνο τον ήρεμο τόνο της φωνής του της απάντησε. “Είναι μία από κείνες τις λίγες ψυχούλες του Θεού που ταΐζουν τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα Του. Ένα από αυτά είσαι και συ και ο άντρας σου. Και για να μην  κάνεις ανόητους συνειρμούς, αυτή η ψυχούλα καταθέτει κάθε φορά το ένα τρίτο του μηνιαίου μισθού της. Έτσι τόπε ο Χριστός. Η αξία βρίσκεται στο υστέρημά σας. Από αυτό να δίνετε”
Δεν είχε πολλά να σκεφτεί, μόνο ένα. Αυτό που της ήρθε αυθόρμητα. Γονάτισε μπρος της και πήρε το άσπρο λεπτό της χέρι και τόφερε στα χείλη της. Αυτά που βγήκαν από μέσα της ξεψυχισμένα μόνο αυτή κι ο Θεός τα άκουσε.”Να σ’ έχει καλά ο Θεός. Συγνώμη, για ότι σκέφτηκα”

Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

Χωρίς την ταπείνωση…



Χωρίς την ταπείνωση, έλεγε ο στάρετς Αμβρόσιος, δε σώζεται ο άνθρωπος. Αν πιστέψουμε πως από δική μας αξία σωζόμαστε, έχουμε απατηθεί. Θα σας αναφέρω ένα διδακτικό περιστατικό. Μια επιφανής αρχόντισσα, αρκετά ευσεβής αλλά όχι και αρκετά ταπεινή, καθώς κοιμόταν είδε ένα συγκλονιστικό όνειρο: Πάνω σε ένδοξο θρόνο ο δίκαιος Κριτής! Και απέναντί του πλήθη λαού, μεταξύ των οποίων και η ίδια. Ο Χριστός ετοιμαζόταν να καλέσει κοντά Του τους εκλεκτούς.
Εκείνη που βασιζόταν στις αρετές της και στις καλοσύνες της περίμενε μεγάλες τιμές, αλλά έπεσε έξω στην πρόβλεψή της. Κάποια ταπεινή χωριατοπούλα κρίθηκε άξια για την πρώτη θέση. Δεύτερος ήταν ένας φτωχός χωρικός που φορούσε μάλιστα και τσαρούχια. Ακολούθησαν στη σειρά πλήθη απλοϊκών ανθρώπων. Σε μια στιγμή ο Κύριος έπαυσε να προσκαλεί άλλους. Εκείνη πάνω στην απελπισία της αποφάσισε να τον πλησιάσει και να του υπενθυμίσει τα καλά που είχε κάνει.
Ο Χριστός όμως απέστρεψε εντελώς το πρόσωπό Του απ’ αυτήν. Εξουθενωμένη πλέον, έπεσε στο έδαφος, έκλαψε και αναγνώρισε ταπεινά πως πραγματικά δεν της άξιζε η ουράνια Βασιλεία. Να, αγαπητοί μου -εδώ δυνάμωσε τη φωνή του ο στάρετς- το ταπεινό φρόνημα! Έτσι έπρεπε να σκεφτόμαστε όλοι. Όταν ξύπνησε από το όνειρο η αρχόντισσα, δεν τόλμησε πια να φιλοξενήσει υπερήφανες ιδέες στην ψυχή της. Της έδωσε ο Θεός με το όνειρο αυτό ένα αξέχαστο όνειρο.
Πηγή: Από το βιβλίο «Το γεροντικό του Βορρά»

Γέροντας Ευσέβιος Γιαννακάκης - Περί προσευχής



Η νοερά προσευχή πρέπει να γίνεται ανά πάσαν στιγμή. Δεν έχει σημασία αν είναι εντατική η αδύνατη. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο που ξέρει ο καθένας τι κάνεις, αν είσαι προσηλωμένος στο Θεό; Νους, στόμα, καρδιά κύκλο η νοερά προσευχή. Χάνεται ο λογισμός. Απομονώνεται, εξαφανίζεται.

Η προσευχή να γίνεται. Έστω και τυπική, που σου ψιθυρίζει ο διάβολος ότι είναι ξηρή και τυπική.

«Είσελθε εις το ταμιείον σου, όταν προσεύχη, και… αποδώσει σοι εν τω φανερώ». (Ματθ. 6, 6). Να κλείσουμε όχι μόνο την πόρτα του δωματίου μας, όταν θέλουμε να προσευχηθούμε, αλλά να κλείσουμε και τα αυτιά μας και τη σκέψη και όλες τις αισθήσεις του εαυτού μας.

Να τα ξεχάσουμε όλα, να είναι νεκρά τη στιγμή εκείνη και μόνο με το Θεόν τον Άπειρο, τον Ένα, τον Πολυέλεο, τον Πολυεύσπλαγχνο Θεό να μιλούμε. Εκείνη τη στιγμή να ζούμε μόνο τον Θεό.
Κατά το σώμα να μη ζούμε. Αυτό ζητά, όταν λέει «κλείσας την θύραν σου» τη θύρα των αισθήσεών μας εννοεί.

Να προσευχώμεθα, να προσευχώμεθα, να προσευχώμεθα. Στην εργασία μας, στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, παντού. Το πρωί, όταν ξυπνήσουμε, πρώτα προσευχή, πάντα προσευχή. Την ευχή να λέμε πολλές φορές, στο δρόμο, στο σχολείο, στην εργασία μας. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με, τον αμαρτωλόν. Τότε νιώθουμε τον εαυτό μας γεμάτο και ο Θεός δίνει πλούσια τη Χάρη Του…

Η Χάρις του Θεού «η τα ασθενή θεραπεύουσα»

Όταν εμείς αγωνιζόμαστε για αγνή και καθαρή ζωή, με προσευχή, Εξομολόγηση, θεία Κοινωνία, τότε δίνει πλούσια τη Χάρη Του, που αρδεύει την ψυχή, όπως το νερό ζωογονεί τα πάντα. Ο αδύναμος άνθρωπος που πέφτει, τρεκλίζει, όσο κι αν τον πολιορκεί η αμαρτία, να αγωνίζεται. Να μην το βάζει κάτω. Να λέει: ο Θεός είναι κοντά μου, μαζί μου, δεν θα μ’ αφήσει…

«Πνεύμα… περιέργειας και αργολογίας μη μοι δως»

Βάλαμε ποτέ κανένα βράδυ τον εαυτό μας, αδελφοί μου, στο σκαμνί να τον εξετάσουμε γι’ αυτά τα δύο;

Περιέργεια: Προσπαθούμε να δούμε, ν’ ακούσουμε τι κάνει ο α, πως κινείται ο β, κ.λπ. Και ύστερα απ’ αυτό σχηματίζονται στο μυαλό μας τόσες άσχημες εικόνες, που δεν μπορούμε να προσευχηθούμε.

Αργολογία: «Παν ρήμα αργόν ο εάν λαλήσωσιν οι άνθρωποι, αποδώσουσι λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ. 12, 36). Η αργολογία συνορεύει με την κατάκριση, με τη συκοφαντία. Λέμε - λέμε, αραδιάζουμε, ψάχνουμε να βρούμε το κουσούρι του καθενός και είμαστε έτοιμοι να εξαπολύσουμε φαρμακερές, καυτές, δαγκωτές κουβέντες εναντίον του.

Από κάθε γωνιά της γης τόσες άσχημες αναθυμιάσεις ανεβαίνουν στο θρόνο Του… Κι όμως ο Θεός αγαπάει, ανέχεται, μακροθυμεί. Με τον πόνο, με τη δοκιμασία επισκέπτεται τους ανθρώπους, και όσοι έχουν καλή διάθεση ομολογούν τα σφάλματά τους ενώπιόν του Πνευματικού, χύνουν δάκρυα, γίνονται άλλοι άνθρωποι. αυτοί, που, αν τους γνωρίζαμε λίγα χρόνια πριν, θα τους βομβαρδίζαμε με τα λόγιά μας.

Στα Μοναστήρια αφιερώνουν τη μία ημέρα για τους αρρώστους, την άλλη για τη νεολαία, την άλλη για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα. Προσεύχονται και κάνουν κομποσχοίνια… Ας αφιερώσουμε κι εμείς μία ημέρα την εβδομάδα, την Τετάρτη η την Παρασκευή, να μη μιλάμε, αλλά να κάνουμε προσευχή για την κατάσταση τη σημερινή. Να μη μιλάμε καθόλου. μόνο τα αναγκαία, τα επαγγελματικά να λέμε. Να γονατίσουμε, να προσευχηθούμε, να κάνουμε κομποσχοίνι. να δείτε, θαύμα θα γίνει, αδελφοί μου…

Να σηκώνεται το πρωί ο πιστός, να γονατίζει και να λέει: «Κύριε φύλαξε με από την περιέργεια και την αργολογία. Θέλω να είμαι οικοδομητικός, και για τον εαυτόν μου και για τους άλλους. Να οικοδομούμαι και να οικοδομώ. Με την εμφάνισή μου, με τα λόγιά μου, με την προβολή μου, με τη γλώσσα μου να οικοδομούμαι και να οικοδομώ τους άλλους». Πόσο ωραίο θα ήταν! Τι κοινωνία θα είχαμε, τι Εκκλησία θα είχαμε!

Οι ιερείς είναι ταχυδρόμοι του ουρανού. Εμείς τι κάνουμε; Όταν ο ταχυδρόμος φέρνει το γράμμα, βλέπουμε τον ταχυδρόμο ή το γράμμα; Ο ιερέας είναι φωτιά που καίει.

«Εν όλη ψυχή σου ευλαβού τον Κύριον και τους ιερείς αυτού θαύμαζε» (Σοφ. Σειρ. ζ’, 29). Όποιος δεν ευλαβείται με όλην την δύναμιν του είναι του τον Κύριον και δεν είναι υποτεταγμένος στους ιερείς, δεν έχει την χάριν του Θεού και επομένως είναι μακριά από την Εκκλησίαν του Χριστού.


Πηγή: Από το βιβλίο «Σύντομο Βιογραφικό και Πατρικές Νουθεσίες του πολυχαρισματούχου Γέροντος Ευσέβιου Γιαννακάκη»

Το Καλάμι κι η Ελιά


Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμι.
Η ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά που
κρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνια,
έγερναν από το βάρος του καρπού.

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα, με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού.


Η ελιά καυχιόταν ολοένα:


-Τι είσαι συ μπροστά μου; έλεγε στο καλάμι

Εγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο, δυνατό, ευλογημένο. Οι άνθρωποι με λατρεύουν
γιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου, τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονται,
τους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα. Είμαι μεγάλη, ψηλή, γερή
και συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σ’ όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου.

Το καημένο το καλάμι που ήταν από φυσικού του ντροπαλό, τα’ άκουγε όλα αυτά και δεν έλεγε τίποτα κι ούτε και θύμωνε γιατί αυτό δεν είχε να καυχηθεί για τίποτα.


Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος,

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο τέλος την ξερίζωσε.
Το καλάμι, με το πρώτο φύσημα του ανέμου, έγειρε, λυγερό όπως ήτανε,
προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από πάνω του χωρίς να το πειράξει.
Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος έπαψε να φυσάει,
η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το καλάμι σηκώθηκε
πάλι όρθιο και λυγερό, όπως και πριν.

Βλέπετε, το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη ν’ αντισταθεί, ενώ η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την υπερηφάνειά της.

Τα πέταξε !!!



Ο Σεραπίων ήταν Αιγύπτιος Ασκητής τελείως ακτήμων και πολύ ελεήμων.
Πολλές φορές τον είχαν δει να γυρίζει μ’ ένα σεντόνι τυλιγμένο γύρω από το γυμνό του σώμα, γιατί τα ενδύματά του τα είχε δώσει ελεημοσύνη. Έτσι του έμεινε και το όνομα Σινδόνιος.
Κάποτε πουλήθηκε σαν δούλος σ’ ένα ειδωλολάτρη ηθοποιό για είκοσι νομίσματα. Άρχισε με μεγάλη προθυμία να υπηρετεί τον κύριόν του και όλη του την οικογένεια. Εργαζόταν αδιάκοπα χωρίς απαιτήσεις. Το φαγητό του αποτελείτο μόνο από ψωμί και νερό. Ενώ τα χέρια του δούλευαν, ο νους του ήταν απασχολημένος με την προσευχή. Τα λόγια της Γραφής δεν έλειπαν ποτέ από τα χείλη του.
Σκοπός του ήταν να μεταδώσει το φως του Χριστού στους κυρίους του και δεν άργησε να το επιτύχει. Τους προσείλκυσε στην πίστη, πρώτα από όλα με το παράδειγμα του χριστιανικού βίου του και ύστερα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, που πέφτει σαν βάλσαμο παρηγοριάς στις ταλαιπωρημένες από την κοσμική ματαιότητα ψυχές.
Όταν ο μίμος -έτσι έλεγαν τότε τους ηθοποιούς-, η σύζυγος και τα παιδιά του πήραν τη χάρη του Αγίου Βαπτίσματος, άφησαν το επάγγελμά τους που δεν συμφωνούσε πιά με τη νέα ζωή και έγιναν ενεργά μέλη της Εκκλησίας.
Μια μέρα πήρε ιδιαιτέρως τον Σινδόνιο ο κύριός του και του είπε: – Είναι καιρός, Αδελφέ, να σου ανταποδώσω την ευεργεσία που μου έκανες να ελευθερώσεις και μένα και την οικογένειά μου από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας. Πάρε και συ για αντάλλαγμα την ελευθερία σου.
Τότε ο Σινδόνιος κατάλαβε πως είχε έλθει η ώρα να του αποκαλύψει την αλήθεια. Του είπε λοιπόν πως δεν ήταν δούλος και πως με την θέλησή του πουλήθηκε σ’ αυτόν, για να τον οδηγήσει στο Χριστό.
- Αφού επλήρωσε ο Θεός την επιθυμία μου, ας πάω τώρα να βοηθήσω κι’ άλλους.
Επέστρεψε τα είκοσι νομίσματα στον κύριό του και έφυγε για άλλη χώρα.
Εκεί πουλήθηκε σε οικογένεια αιρετικών. Με τον ίδιο τρόπο έφερε κι’ αυτήν πολύ γρήγορα στους κόλπους της Εκκλησίας.
Μέχρι τέλους της ζωής του ο Σινδόνιος υπηρετούσε σωματικά και ψυχικά τους συνανθρώπους του.

(Λαυσαϊκόν, συγγραφέν παρά του Επισκόπου Ελενουπόλεως Παλλάδιου)

Μοναχός Γαλακτίων Ηλίε (1882-1946)



Άγνωστες μορφές του Μοναχισμού
Μοναχός Γαλακτίων Ηλίε Μοναστήρι Συχαστρία Νεάμτς (1882-1946)
Ο π. Γαλακτίων προερχόταν από το χωριό ΙΙιπιρίγκ του νόμου Νεάμτς. Από μικρός κοντά στους γονείς του ασχολείτο με την βοσκή των ζώων, διότι απ’ αυτά ζούσαν. Όταν μεγάλωσε, υπηρέτησε στον στρατό και κατόπιν γνωρίσθηκε με τον φημισμένο μοναχό
Αθανάσιο Παβαλούκα, ο οποίος είχε πάει στην μονή Νεάμτς μαζί με τον αδελφό του και τα 300 πρόβατά τους. Με την δική του συμβουλή και ο τσομπάνης Γεώργιος, όπως λεγόταν στο βάπτισμά του, άφησε τα πάντα και επήγε για μοναχός στην Συχαστρία. Εκεί μετά από λίγο διάστημα εκάρη μοναχός με το νέο όνομα Γαλακτίων. Το μοναστήρι του έδωσε το διακόνημα που είχε και στον κόσμο. Έτσι μέχρι τον θάνατό του, επί 25 περίπου χρόνια, ήτο ο τσομπάνης των προβάτων της Μονής του.
Δεν έτρωγε παρά μόνο όταν θα ετελείωνε τον μοναχικό του κανόνα, που ήτο η ανάγνωσις του Ψαλτηρίου και η Παράκλησις της Θεοτόκου. Τετάρτη και Παρασκευή έτρωγε μετά την δύσι του ήλιου. Όταν ο βοηθός του τον ερώτησε, του απήντησε:
-Αδελφέ μου Κωστάκε, άκουσε τι μου είπε ο π. Αθανάσιος από την μονή Νεάμτς. Κάποτε ένας άγιος είδε και μετέφεραν ένα νεκρόν στον τάφο, ενώ εμπρός και οπίσω τον συνώδευαν δύο ωραίοι άγγελοι. Ο άγιος τους ερώτησε: Ποιοι είσθε, και του απήντησαν: «Εγώ ονομάζομαι Τετάρτη και εγώ Παρασκευή! Ήλθαμε εδώ με την εντολή του Κυρίου να βοηθήσουμε αυτήν την ψυχή, διότι σε όλη την ζωή της ενήστευε αυτές τις δύο ημέρες.
Γι’ αυτό κι εγώ δεν έτρωγα αυτές τις ημέρες, για να βοηθήσουν και μένα η αγία Τετάρτη και η αγία Παρασκευή στην ώρα του θανάτου μου.
Εάν περνούσε κάποιος από το μαντρί, ο μοναχός έστελνε τον δόκιμο Κωστάκη να τον καλέση για να φάγουν μαζί. Έλεγε ότι τα πρόβατα είναι πηγή πλούτου και, εάν δεν δίνουμε, αυτή η πηγή θα στερεύση. Όταν προσφέρουμε στους άλλους ελεημοσύνη, διατηρεί και τα πρόβατά μας ο Θεός υγιεινά και παραγωγικά. Και να μη εξετάζουμε πού δίνουμε, και έτσι η ευλογία του Κυρίου μας θα είναι μαζί μας.
Ο π. Γαλακτίων ήτο ο πτωχότερος μοναχός της Μονής του. Είχε μόνο μία στολή, μία πρόβεια και μερικά εσώρουχα.
-Γιατί δεν φτιάχνεις και συ μερικά ακόμη καλά ρούχα, πάτερ Γαλακτίων; τον ερώτησαν οι αδελφοί.
-Εξομολογήθηκα σ’ ένα ερημίτη και μου είπε: «πάτερ Γαλακτίων, να έχεις τόση περιουσία, όση μπορείς να την μεταφέρης στην πλάτη, όταν χρειασθή να μεταφερθής από τον ένα τόπο στον άλλο». Κατόπιν μου είπε ακόμη: «Να μην αφήνης ποτέ τον κανόνα των μετανοιών, να λέγης συνεχώς την ευχή του Ιησού και να είσαι με όλους ειρηνικός, πριν από την δύσι του ηλίου. Εάν θα τα φύλαξης αυτά. θα σου χαρίση ο Θεός την σωτηρία».
Άλλοτε ο π. Γαλακτίων συνάντησε στο δάσος ένα ερημίτη και τον ερώτησε πότε θα τελειώση αυτός κόσμος και εκείνος του είπε: «όταν δεν θα υπάρχη μονοπάτι από τον ένα γείτονα στον άλλον».
Το φθινόπωρο του 1946, μετά από 30 χρόνια υπακοής, ο π. Γαλακτίων τραυματίσθηκε σοβαρά στο πόδι. Εξάπλωσε στο κρεβάτι και το πόδι του έπαθε μόλυνσι. Εκείνες τις ημέρες έμαθε ότι απέθανε ο μοναχός Ναζάριος. Τότε είπε ο π. Γαλακτίων στον Γέροντα της Μονής:
-Σας παρακαλώ, να μη διαβάσετε. Γέροντα, δύο φορές την ακολουθία της κηδείας. Αύριο το βράδυ, ώρα έξι, φεύγω κι εγώ απ’ αυτή την ζωή. Να μας διαβάσετε μία φορά και τους δύο. Και πράγματι ο καλός αυτός στρατιώτης του Χριστού, όπως προείπε, εκοιμήθη την επομένη το βράδυ. Είχε συμπληρώσει 64 χρόνια ζωής του στον κόσμο αυτόν.
Όσοι τον εγνώρισαν σ’ αυτή την ζωή, τον ενθυμούνται για εκείνον τον σπουδαίο λόγο που έλεγε πάντοτε: «Η αγάπη με την αδελφοσύνη, φέρουν πολύ πλούτο στον μοναχό».
Οσιακές Μορφές του Ρουμάνικου Μοναχισμού Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”

Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2012

Βίος Αγίου Μερκούριου του Μεγαλομάρτυρος



Το ξίφος του Αγγέλου
Ο ένδοξος του Χρίστου Μεγαλομάρτυς Μερκούριος έζησε στους χρόνους των ασεβών βασιλέων Δεκίου, Γάλλου και Ουαλεριανού. Καταγόταν από την Ανατολή και υπηρετούσε στο στράτευμα των Μαρκησίων. Ήταν υιός υπάρχου, Σκύθου την καταγωγή, που λεγόταν Γουρδιανός. Αυτός ήταν Χριστιανός, αλλά κρυμμένος. Δεν το γνώριζε αυτό ούτε ο βασιλεύς.
Όταν απέθανε ο πατέρας του, νέος ακόμη ο Άγιος και ανδρείος στους πολέμους κατά των εχθρών, εστάλη από τον βασιλέα με το στράτευμα να πολεμήσει κατά των βαρβάρων. Όταν είδε, ότι ήταν πολλοί, συλλογιζόταν τι να πράξει. Τότε του παρουσιάστηκε λευκοφόρος, και ωραιότατος Άγγελος Κυρίου, ο οποίος κρατούσε ξίφος στο δεξί του χέρι, το έδωσε στον νέο, και του είπε:
—Φίλε και αγαπημένε Μερκούριε, ο Κύριος των Κυρίων και Θεός των απάντων, με έστειλε να σου δώσω θάρρος και δύναμη κατά των εχθρών σου. Λοιπόν, προχώρησε εναντίον τους και θα τους νικήσεις, με τη βοήθεια του Θεού. Θα γίνεις με την νίκη αυτή σε όλους περιβόητος. Αλλά να μη φανείς προς τον ευεργέτη Χριστό αχάριστος. Να θυμάσαι την καλοσύνη αυτή πάντοτε, και ας ριζώσει στην ψυχή σου ο πόθος Του, διότι πρόκειται να μαρτυρήσεις για το όνομα του, και να λάβεις τον στέφανο της δόξης.

Βίος Αγίας Αικατερίνης της Μεγαλομάρτυρος



Οι ρίζες της Αγίας
Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Ελληνικώτατη και μεγάλη πόλη της Αιγύπτου, την Αλεξάνδρεια. Η οικογένεια της ήτανε από τις μεγαλύτερες και επισημότερες οικογένειες.
Είχε καταγωγή βασιλική. Ήταν απόγονος των Πτολεμαίων, των βασιλέων της Αιγύπτου. Ο δε πατέρας της λεγόταν Κώνστας και είχε διορισθή από εκείνους, που διοικούσαν την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τοπάρχης στην Κύπρο. Κατόπιν όμως μετετέθη στην Αλεξάνδρεια.

Μόρφωσις καταπληκτική
Η Αικατερίνη ήτανε εξυπνότατη και είχε μεγάλη όρεξι, για σπουδή και γράμματα. Ως τα δεκαοκτώ χρόνια έμαθε τέλεια την Ελληνική και Ρωμαϊκή Παιδεία και Επιστήμη.

Όλα να τα κάνουμε προσευχή!



Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με…;». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αϋπνία. να μη σκέπτεσαι τον ύπνο.
Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με…;» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.
Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση. Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.
Αντί να στέκεστε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται από δω το κακό; Δοθείτε με τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σας προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πώς να σας ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ’ το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!
Σας πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σας απαλλάξει ο Ίδιος.
Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα σ’ αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεστε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.
Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ απαλλαγείτε από αυτές. Ν’ αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος. Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν’ αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κλπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ’ αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ’ αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε ή και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. Κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δεις τότε πως θα σ’ αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.
Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσουμε το εσωτερικό μας απ’ τα μπερδέματα και τα πάθη.

Από το βιβλίο: Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλιβίτου, Βίος και Λόγοι – Ι.Μ. Χρυσοπηγής Χανίων

Απομακρύνουν τα παιδιά από την Εκκλησία (Γέροντας Παΐσιος)



Μικρό παιδάκι, πόσο με βοηθούσε που πήγαινα στην Εκκλησία! Είχαμε καλό δάσκαλο στο Δημοτικό και μας βοηθούσε και αυτός. Μας μάθαινε εθνικά άσματα και εκκλησιαστικούς ύμνους.
Στην Εκκλησία τις Κυριακές ψάλλαμε την Δοξολογία, «Ταις πρεσβείαις….», «Άγιος ο Θεός», το Χερουβικό.
- Και τα κοριτσάκια ψάλλανε;
- Ναι, όλα μαζί τα παιδιά. Παλιά, η Εκκλησία ήταν δίπλα στο σχολείο και παίζαμε γύρω από την Εκκλησία, στην αυλή της. Μας πήγαιναν στην Εκκλησία οι δάσκαλοι στις γιορτές, και ας χάναμε κανένα μάθημα.
Προτιμούσε ο δάσκαλος να χάση μια ώρα, για να λειτουργηθούν τα παιδιά. Έτσι τα παιδιά διδάσκονταν, αγιάζονταν, γίνονταν αρνάκια. Είχαμε και έναν δάσκαλο Εβραίο, αλλά θρησκευτικά δεν μας δίδασκε,ερχόταν μια δασκάλα και μας έκανε θρησκευτικά. Παρ’ όλο όμως που ήταν Εβραίος, μας πήγαινε μέχρι την Εκκλησία. Και στην Εκκλησία όλα τα παιδιά στεκόμασταν όρθια, ήσυχα.
Και βλέπω σήμερα που απομακρύνουν τα παιδιά από την Εκκλησία, πως έχουν αγριέψει! Ενώ στην Εκκλησία το παιδάκι θα ηρεμήσει, θα γίνει καλό παιδί, γιατί δέχεται την ευλογία του Θεού, αγιάζεται. Δεν τα αφήνουν να πηγαίνουν στην Εκκλησία, για να μην επηρεασθούν από τα πνευματικά! Από τις άλλες ανοησίες όχι μόνον δεν τα απομακρύνουν, αλλά τους τις διδάσκουν κιόλας! Μα δεν καταλαβαίνουν ότι ταπαιδάκια, αν επηρεασθούν, ας υποθέσουμε, από την Εκκλησία, από την θρησκεία, στο κάτω-κάτω δεν θα κάνουν αταξίες, θα είναι φρόνιμα, θα έχουν επιμέλεια στα μαθήματά τους, δεν θα είναι ζαλισμένα όπως τώρα. Μέχρι να μεγαλώσουν, και στα θέματα τα εθνικά θα είναι σωστά τοποθετημένα, δεν θα μπλέξουν με παρέες, με ναρκωτικά, να αχρηστευθούν. Όλα αυτά δεν θα είναι μια προϋπόθεση να γίνουνκαλοί άνθρωποι; Αυτό τουλάχιστον δεν το αναγνωρίζουν; Δεν το σέβονται;
Αλλά σκοπός τους τώρα είναι να απομακρύνουν τα παιδιά από την Εκκλησία. Τα δηλητηριάζουν, τα μολύνουν με διάφορες θεωρίες, κλονίζουν την πίστη τους. Τα εμποδίζουν από το καλό, για να τα αχρηστέψουν. Τα καταστρέφουν από μικρά. Και τα παιδάκια, φυσικά, από αρνάκια γίνονται κατσικάκια. Αρχίζουν μετά να χτυπούν άσχημα και τους γονείς τους και τους δασκάλους και αυτούς που τα κυβερνούν. Τα κάνουν όλα άνω-κάτω συλλαλητήρια, καταλήψεις, αποχή από τα μαθήματα. Και τελικά, όταν φθάνουν να ξεκοιλιάσουν αυτούς που τα κυβερνούν, τότε θα βάλουν και αυτοί μυαλό.
Από το βιβλίο «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο» Γέροντος Παΐσιου Αγιορείτου Λόγοι Α’

Πως συγχωρούμε τους άλλους



Ποίος είναι ο «χρυσούς κανών»
Μορφωμένος άνθρωπος ό κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε με αυστηρότητα. Ήταν σχολαστικά ηθικιστής. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχώρηση εύκολα τους άλλους. Παντού έβλεπε αμαρτίες και αμαρτωλούς. Αυτό κάνουν όλοι οι ηθικιστές. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ίάκωβον, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. ‘Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.
Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρώτερον;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, πού δυσκολεύονταν να το κατανόηση:
—Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να άμαρτάνη, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκαιο;
—Όλους μας βλέπει ό Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να. μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
—Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
—Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ό π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το ξεχώρισμα μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.
—Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα; —Έχεις δει τοις σιδεράδες, πού μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ό Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, πού πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.
—Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία. Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.
—Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ό π. Ιάκωβος. Μόνον ό Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε άπ’ έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. “Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων κοιτών Φαρισαίων. ‘Απ’ έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνη. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, πού λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, πού πρέπει να μάθουμε. Ή αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ό Θεός, πού δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.
—Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξέταση και πώς θα με θεραπεύσει;
—Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ό Γέροντας. Ό γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, πού μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νοιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι’ αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, πού κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.
—Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, πού μου λέτε, απάντησε ό κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
Συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ό ίδιος ό Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Εύαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχώρηση και τον αμαρτωλό και εμάς, πού αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε. Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικός και ή συμπεριφορά του αλλού μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μη έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί ή συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηρίαση και να μας θανάτωση πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί».
Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες.
—Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ό κ. Σταύρος, πού επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, πού δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
—Το πώς μας το είπε ό Χριστός: « Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. ιε’ 5). Χρειάζεται ή δική του βοήθεια, είπε ό Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθεια του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ άφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ό πατήρ υμών ό ουράνιος• εάν δε μη άφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ’ 14 -15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει ή αγάπη. Διάβασε το ιγ’ Κεφάλαιο της Α’ Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβετε το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.
—Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί…
—Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ό π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ό κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ό Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, πού βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.
—Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ό Γέροντας.
—Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη…
—Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ό π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ό κ. Σταύρος και ό Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
—Αυτό είναι, πού πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ό π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, πού νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ό Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, πού συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά. Αυτό μας δίδαξε ό Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί, πού είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.
Ό κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ό π. Ιάκωβος, πού είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
—Ό Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε ‘ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ό νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ’ 12). Δηλονότι, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...