Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

Βίος Αγίου Νεκταρίου Μητροπολίτη Πενταπόλεως Αιγύπτου



Το φτωχόπαιδο με τον πολύ ζήλο
Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε στις 1 Οκτωβρίου του 1846 μ.Χ. στην Σηλυβρία της Θράκης και ονομάσθηκε Αναστάσιος. Οι γονείς του λέγονταν Δήμος και Βασιλική  Κεφαλά. Ο Αναστάσης ήταν το πέμπτο κατά σειρά παιδί της οικογενείας του. Οι γονείς του δεν ήταν πλούσιοι. Αλλά ήταν ευσεβείς και φρόντιζαν, κατά το δυνατόν, να γίνει και το παιδί τους καλός Χριστιανός. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην πατρίδα του. Αλλά αυτός ήθελε να προχωρήσει. Ήθελε να μορφωθεί, να γίνει Θεολόγος και Κήρυκας του Ευαγγελίου, για να ωφελήσει τους ανθρώπους. Δυστυχώς, όμως, ήταν φτωχός και δεν είχε τα μέσα να προχωρήσει στα γράμματα.

Φεύγει για την Πόλη
Όταν ήταν ακόμη 14 ετών, πήρε την ευχή της μάνας του και ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη. Στην Πόλη δεν εύρισκε δουλειά και με δυσκολία έπιασε σε ένα  καπνεργοστάσιο ενός συγγενούς του. Δυστυχώς, δεν τον πλήρωναν καλά και γι αυτό γύριζε σχεδόν ξυπόλυτος, κουρελιάρης και πεινασμένος. Μόνο στην προσευχή εύρισκε παρηγοριά και στην εκκλησία που πήγαινε τακτικά. Δεν χάνει, λοιπόν, ο Αναστάσης τον καιρόν σε παιχνίδια, όπως οι συνομήλικοι του και σε συναναστροφές άσκοπες και επιζήμιες. Αυτός διάβαζε από το ένα μέρος και από το άλλο συναναστρεφόταν καλούς χριστιανούς, από τους οποίους ωφελείτο. Ήταν σε όλα τύπος και υπογραμμός. Εκκλησιαζότανε δε τακτικά, όπως είπαμε, και παρακολουθούσε όλες τις ακολουθίες.

Είχε ο μακάριος πολύν πόθο να μεταβεί στους Αγίους Τόπους, για να προσκυνήσει. Το πλοίο, όμως, με το οποίον ταξίδευε, στην πορεία του, συνάντησε τρικυμία μεγάλη.  Ο καπετάνιος στον κίνδυνο επάνω είπε στον κόσμο να είναι έτοιμοι για να χρησιμοποιήσουν τις βάρκες και τα σωσίβια. Θεέ μου, λέγει, γιατί το επιτρέπεις αυτό; Δεν θέλω να πεθάνω. Θέλω να ζήσω να σε κηρύξω. Έβγαλε τότε τον Σταυρόν, που του είχε δώσει η γιαγιά του. Τον έδεσε με την ζώνη του και τον βύθισε στην θάλασσα τρεις φορές. Τότε! ώ του θαύματος! Κόπασε ο άνεμος, σταμάτησε η φουρτούνα και έγινε αμέσως γαλήνη. Όλοι τώρα ήταν χαρούμενοι, πλην του Αναστάση, ο οποίος ήτο περίλυπος. Γιατί; Διότι ο Τίμιος Σταυρός του, του έπεσε στη θάλασσα και τον έχασε... όταν έφτασαν όμως στο λιμάνι ένιωθαν ένα χτύπο στο πλοίο και μετά από έρευνα βρήκαν τον Σταυρό του Αναστάση, τον οποίο τον φορούσε κατόπιν στη ζωή του πάντοτε.

Διορίζεται παιδονόμος και διδάσκαλος
Μετά ταύτα άφησε το καπνοπωλείο και προσελήφθη ως παιδονόμος στο σχολειό του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου. Έκανε εκεί την δουλειά του με πολύ ζήλο. Δίδασκε στις κατώτερες τάξεις. Στα είκοσι του περίπου χρόνια πήγε στη Χίο. Τον εξετίμησαν και τον εζήτησαν ως για δάσκαλο στο χωριό Λιθί. Στο χωριό αυτό έμεινε 7 χρόνια.

 

Ο Μοναχός
Γράφτηκε ως αδελφός της Νέας Μονής Χίου και εκάρη Μοναχός. Εκεί πλέον του δίδεται, του νεαρού Μοναχού, η ευκαιρία να επιδοθεί απερίσπαστος στον καταρτισμό και στη μελέτη των Αγίων Γραφών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Σκέπτεται δε, πώς θα μπορέσει να εργαστεί και για το ψυχικό όφελος των συνανθρώπων του. Επί τρία χρόνια ασκητεύει στη Νέα Μονή. Όλοι οι αδελφοί της Μονής εξετίμησαν την Αγία του ζωή. Γι αυτό δε και τον αγαπούσαν πολύ.

Διάκονος και Ιερεύς
Ο Μητροπίτης Χίου εξετίμησε και αυτός την διαγωγή του και γι αυτό το 1877 τον χειροτόνησε στον ναό του Αγίου Μηνά της Χίου Διάκονο. Τον ονόμασε δε Νεκτάριο. Κατόπιν ένα πλούσιος ο Ιωάννης Χωρέμης τον έστειλε με δικά του έξοδα στην Αθήνα για να τελειώσει το Γυμνάσιο. Μετά τον έστειλε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο. Ο Πατριάρχης σαν διαπίστωσε την αρετή και την ευφυΐα του Νεκταρίου, τον έστειλε πάλιν στην Αθήνα, για να σπουδάσει την Θεολογία. Με το πτυχίο τώρα στα χέρια, επανέρχεται στην Αλεξάνδρεια. Ο Πατριάρχης δέχτηκε το πνευματικόν του τέκνον, τον Νεκτάριο, με χαράν και το 1886 τον έχειροτόνησε πρεσβύτερο. Αναλαμβάνει συγχρόνως καθήκοντα Ιεροκήρυκα και γραμματέως του Πατριαρχείου, καθώς και Πατριαρχικός Επίτροπος στο Κάιρο. Κηρύττει. Και στα κηρύγματα του πηγαίνουν και αλλόθρησκοι ακόμη.

Τον κάνουν Μητροπολίτη
Πέρασαν τρία χρόνια και χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Με τον τίτλο αυτό, εξακολούθησε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Εκκλησία με πολύ ζήλο.



Διωγμένος από την Εκκλησία - Τον συκοφαντούν τρομερά
Δυστυχώς, ο φθόνος εκίνησε μερικούς να τον διαβάλουν στον Πατριάρχη, ότι δήθεν εργάζεται για να γίνει αυτός Πατριάρχης, πράγμα που ούτε κατά διάνοια το σκέφθηκε ποτέ για τον ευεργέτη του. Δυστυχώς, όμως, ο Πατριάρχης τα πίστεψε όλα αυτά και άλλα ακόμη χειρότερα. Τον απέλυσε από την θέση του και τον έδιωξε από την Αίγυπτο. Ο Άγιος το δέχτηκε ως μία δοκιμασία. Ήλθε κατόπιν εις Αθήνας το 1889 και είχε σκοπό να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να μονάσει. Ο Επίσκοπος όμως, Πατρών Δαμασκηνός του συνέστησε να μείνει εις Αθήνας, για να ωφελήσει με το κήρυγμά του. Όπως και έγινε. Τον συνοδεύουν δυστυχώς και στην Αθήνα οι συκοφαντίες των εχθρών και η κακή φήμη. Τα υπέμεινε όμως αγογγύστως. Μόνο άπαξ αναγκάσθηκε να διαμαρτηρηθεί στον Πατριάρχη. Και τούτο, όταν το Υπουργείο εζήτησε αυτεπαγγέλτως πληροφορίες από το Κάιρο και οι πατριαρχικοί του απάντησαν πολύ υβριστικά και συκοφαντικά για τον Άγιο.

Δεν τον διορίζουν ούτε Ιεροκήρυκα
Η συκοφαντία εκείνη περί ανηθικότητας τον καταδιώκει παντού. Επί ένα χρόνο εις τας Αθήνας δεν ευρίσκει εργασία και στερείται το πάν στερείται και του επιουσίου ακόμη. Απελπισμένος δε μια μέρα επήγε στο Υπουργείο Παιδείας και ζήτησε να τον διορίσουν Ιεροκήρυκα, σε οποιαδήποτε επαρχία. Ο Υπουργός για να ξεφύγει του απήντησε, ότι είναι αδύνατον να τον διορίσει, διότι υστερείτο ελληνικής υπηκοότητας. Ο Άγιος δάκρυσε. Κατεβαίνοντας όμως την σκάλα του Υπουργείου συνάντησε ένα γέροντα επίσημο, Μελάν ονόματι, ο οποίος τον ρώτησε, γιατί ήταν λυπημένος. Του εξέθεσε την υπόθεση του. Και ο Μελάς τον επήρε και ξαναπήγαν πάλιν στον Υπουργό. Τότε αφού μίλησε στον Υπουργό και του μίλησε αυστηρά τον έβαλαν Ιεροκύρηκα στην Χαλκίδα. Εκεί όμως η κακή φήμη προέτρεξε και στην αρχή ο κόσμος τον αποδοκίμαζε. Ύστερα όμως αποστάλθηκε μια επιστολή από τους πιστούς του Καίρου που έλεγαν πως λυπόντουσαν που τον έχασαν και εξηγούσαν ότι άδικα τον συκοφαντούσαν. Όταν αυτό έφτασε στο Υπουργείο το γνωστοποίησαν στην Μητρόπολη Χαλκίδος και έλεγαν να προστρέχουν όλοι οι πιστοί και να τον ακούν. Τον αγάπησαν με την ψυχή τους. Δυόμιση χρόνια παρέμεινε στη θέση του αυτή και αγωνίστηκε να κερδίσει ψυχές.

Στη Φθιώτιδα
Κατόπιν όμως τον μετέθεσαν στην Φθιώτιδα και στην νέα του θέση εργάστηκε με τον ίδιο και περισσότερο ζήλο. Πολλούς ανθρώπους έβαλε στο δρόμο του Θεού με τα κηρύγματά του, την εξομολόγηση και τας κατ ιδίαν συμβουλές.

 
Η δράσις του στη Ριζάρειο - Ως διευθυντής της Σχολής
Το Υπουργείο είχε εκτιμήσει την δραστηριότητα του αυτήν και το 1894 τον διόρισε Διευθυντή της Ριζαρείου Σχολής. Επί δέκα τέσσαρα συναπτά χρόνια δούλεψε ο Άγιος, ως Διευθυντής της Εκκλησιαστικής Σχολής. Μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου (1899 μ.Χ.), ο Νεκτάριος εκλήθη να τον διαδεχθεί, αλλά ο Άγιος αρνήθηκε.

Η εξωσχολική δράση του
Καίτοι ήταν βεβαρημένος με τα καθήκοντα του Διευθυντού της Σχολής, εν τούτοις έκανε και πολλές άλλες εργασίες. Λειτουργούσε τακτικά και κήρυττε στο Παρεκκλήσιο της Σχολής. Έκτος της Σχολής, ιερουργούσε και κήρυττε και στην Αθήνα και στον Πειραιά. Έτρεχαν τα πλήθη να τον ακούσουν. Τούς τραβούσε σαν μαγνήτης η αγιότης του και το πλούσιο του κήρυγμα. Την νύκτα προσευχότανε και συνέγραφε βιβλία. Ήταν πολύ διαβασμένος και είχε φιλοσοφική κατάρτιση. Ήταν φιλόσοφος. Έγραψε πολλά βιβλία. Έγραφε για κάθε ζήτημα, που παρουσιαζότανε και απασχολούσε την Εκκλησία, και τους πιστούς. Ήταν το φρούριο της Εκκλησίας εναντίον των εχθρών Της.

Το εργαστήρι της αγιότητος - Ιδρύει μοναστήρι
Ήθελε και αυτός να κάνει ένα Μοναστήρι, στο οποίον να αποσυρθεί και να μονάσει. Το Μοναστήρι αποτελεί την καρδιά της Ορθοδοξίας. Για τον σκοπό δε αυτό διέθεσε όλες τις οικονομίες του και αγόρασε από τον καιρόν ακόμη, που ήταν στην Ριζάρειο, το 1904, ένα παλιό Μοναστηράκι, την Ζωοδόχο Πηγή, που ήταν στην Αίγινα.

 
Όταν πρωτοπήγε στην Αίγινα
Όταν πρωτοπήγε ο Άγιος στην Αίγινα, συνέβη το έξης παράδοξο: Εκεί στο νησί υπήρχε ένας δαιμονισμένος που προφήτευε άλλοτε έλεγε αλήθεια και άλλοτε ψέματα. Καθόταν με κλειστά τα μάτια και έλεγε συνέχεια: «Έρχεται ο Πενταπόλεως. Αυτός θα σώσει το νησί. Έρχεται ο Άγιος, Αυτός θα μας σώσει. Ετοιμασθείτε να τον υποδεχθούμε». Τονακούσαν όλοι και ο πατήρ Μιχαήλ και αναρωτιόντουσαν. Τότε ήρθε το καράβι με τον Άγιο μέσα και τον υποδέχτηκαν όλοι. Ο Άγιος έμαθε για τον δαιμονισμένο που προφήτευε και πηγε να τον δει. Μόλις τον είδε του σταύρωσε το στόμα και ευθύς ο δαιμονισμένος έγινε καλά. Αυτό το έμαθε ο λαός και έτρεχε στον Άγιο για βοήθεια. Ο Άγιος, παραιτήθηκε από την Ριζάρειο Σχολή, για λόγους υγείας. «Διαπονηθεῖς τό σῶμα καί ὑποκύπτων συνεχῶς ταῖς ἀσθενείαις» γράφει. Μακράν από την τύρβη τώρα των εγκοσμίων, εγκαταστάθηκε μονίμως στο Μοναστήρι του, στην Αίγινα.

Ως ηγούμενος Μοναστηρίου - Εγκαθίσταται οριστικά στην Αίγινα
Ο Άγιος Νεκτάριος εκτός της άλλης άρτιας θεολογικής και φιλοσοφικής μορφώσεώς του, ήταν και άριστος μουσικός. Έχει περί τους τριάκοντα Τριαδικούς ύμνους, άλλους εις την Γέννηση του Κυρίου, άλλους εις την Βάπτιση, άλλους εις την Σταύρωση και άλλους εις την Ανάσταση. Το δε Θεοτοκάριο του περιλαμβάνει 154 ύμνους εις την Κυρία Θεοτόκο, με διαφόρους τίτλους. Όταν έκτιζε την Μονή της Άγιας Τριάδος, έπαιρνε νερό για το κτίσιμο από το πηγάδι ενός γείτονα. Αλλά επειδή το νερό λιγόστευε, ο ιδιοκτήτης δεν ήθελε να του δώσει και σταμάτησε η εργασία προς στιγμήν. Ο Άγιος τότε προσευχήθηκε και ξαφνικά ακούστηκε μεγάλος κρότος μέσα στο πηγάδι. Τρέχουν και βλέπουν, ότι ξεπήδησε άφθονο νερό. Αυτό ποτέ δεν σώνεται. Ο ιδιοκτήτης κατάπληκτος, όχι μόνο έδωσε νερό και κτίσθηκε η εκκλησία και η Μονή, αλλά δώρισε και το πηγάδι εις την Μονή.Είχε πάντοτε ακράδαντη πίστη στο Θεό. Το 1917, στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε γίνει αποκλεισμός της Ελλάδος και δεν εισήγαγαν τρόφιμα. Προ του αποκλεισμού, οι Μοναχές θέλησαν να αποταμιεύσουν περισσότερα τρόφιμα και άλλα αναγκαία ειδή, όπως έκαμναν και όλοι οι άλλοι, διότι προέβλεπε το πείνα. Ζήτησαν προς τούτο και την γνώμη του Αγίου. Ο Άγιος τις επέπληξε πολύ. Εάν, τους είπε, κάμετε αυτό, που λέτε, εξάπαντος θα πεινάσουμε.

Πράγματι, τον ήκουσαν και πήραν τα συνήθη τρόφιμα. Αι! λοιπόν! Ο Θεός τα οικονόμησε έτσι, ώστε καθ3 όλον τον αποκλεισμό, όχι μόνο αυτές να μη στερηθούν και οι πολυπληθείς επισκέπτες αλλά και να τους περισσεύσουν! Είχε βεβαίως, στηριχτεί και εις τους Κανονισμούς των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας. Απαγόρευσε δε την ελευθέρα εκκλησίας. Απαγόρευσε δε την ελευθέρα είσοδο των ανδρών εις την Μονή. Ο Άγιος έζησε εκεί σαν αληθινός Μοναχός και πραγματικός ασκητής, όπως ο Μ. Αρσένιος και οι λοιποί νηπτικοί Πατέρες. Είχε ν’ αποπνευματισθεί, όπως έλεγαν οι  συνεργάτες του. Διά τούτο ήτο γλυκύς, πράος, μειλίχιος, ταπεινός και συμπαθής. Ποτέ του δεν κατηγόρησε και δεν εμέμφθει κανέναν. Ποτέ του δεν καταράστηκε, πολύ περισσότερο δεν εξεδικήθει, αλλά πάντοτε ευλογούσε. Είχε βάλει μεγάλη τάξη στην Μονή. Η Μονή είχε γίνει ένα πραγματικό φυτώριο αρετής και αγιότητος. Εκτελούσε όλα τα καθήκοντα, του εφημερίου μόνος του. Δεν είχε άλλον Ιερέα. Με τι όμως, ευλάβεια και κατάνυξη λειτουργούσε! Στο Μοναστήρι, ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως έκαμνε όλες τις εργασίες. Βοηθούσε τους εργάτες. Αυτός μπάλωνε σαν μπαλωματής, τα παπούτσια των Μοναχών. Την ώρα, δε, που ησύχαζαν οι Μοναχές, αυτός καθάριζε τις αυλές και τα αποχωρητήρια, πολλές φορές!! Τόσον ταπεινός ήτο ο Μητροπολίτης Πενταπόλεως.Ο Δεσπότης ασχολείτο και σε βαρείες χειρωνακτικές εργασίες. Καλλιεργούσε τους κήπους και τα κτήματα μόνος του. Τα πότιζε. Μετέφερε μάλιστα το νερό από μακριά. Έσκαβε και άνοιγε αυλάκια και οχετούς.

Συγγραφεύς
Ο Άγιος έκτος από αυτές τις βαρείες εργασίες μελετούσε και συνέγραφε βιβλία και ιδίως τις χειμωνιάτικες ημέρες και νύχτες. Σπουδαίο είναι το δίτομο αντιπαπικό του έργον, Περί του σχίσματος, εις το οποίον λέγει, ότι οι Παπικοί είναι αιρετικοί. Έβλεπε ο Άγιος τον κίνδυνο, που διέτρεχε πάντοτε η Ορθοδοξία εκ του Παπισμού και γι αυτό έγραφε συνεχώς, για να φώτιση τους Ορθοδόξους, για τις πλάνες και τις αιρετικές δοξασίες του Πάπα. Έγραψε σ όλη του τη ζωή πολλά περισπούδαστα βιβλία. Πληροφορούμεθα ευχαρίστως, ότι το Μοναστήρι του τα εκδίδει, ώστε να μπορεί να τα βρίσκει και να τα διαβάζει, οποίος θέλει. Πολύ θα ωφελήσουν. Τα εκδοθέντα είναι τα έξης: 1ον Λόγοι εκκλησιαστικοί, 2ον Λόγοι διάφοροι, 3ον Περί αναγκαιότητας και σπουδαιότητας των επτά Οικουμενικών Συνόδων, 4ον Τα παρ’ ημίν τελούμενα Ιερά Μνημόσυνα, 5ον Περί της εν τω κόσμω Αποκαλύψεως του Θεού, 6ον Υποτύπωσις περί ανθρώπου, 7ον Περί επιμελείας ψυχής, 8ον Περί αληθούς και ψευδούς μορφώσεως, 9ον Λογίων θησαύρισμα, εις 2 τόμους, 10ον Χριστιανική ηθική, 11ον Ποιμαντική, 12ον Ιερά Κατήχησις, 13ον Χριστολογία, 14ον Περί Αθανασίας Ψυχής, 15ον Ευαγγελική ιστορία, 16ον Μελέτη περί μετανοίας, 17ον Περί εξομολογήσεως, 18ον Περί του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, 19ον Περί των Αγίων του Θεού, 20ον Προσευχητάριο Κατανυκτικό, 21ον Θεία Λειτουργία του Αγίου Αποστόλου Μάρκου, 22ον Περί της Μιας, Άγιας, Αποστολικής Εκκλησίας, 23ον Περί της Ιεράς Παραδόσεως, 24ον Γνώθι σ’ αυτό, 25ον Θεοτοκάριο, 26ον Πανδέκτης των Θεοπνεύστων Γραφών, 27ον Ψαλτήριο εκτεταμένο, 28ον Τριαδικό έμμετρο, 29ον Κεκραγάριο, 30ον Μελέτη περί αιτιών του Σχίσματος, εις δύο Τόμους, 31ον Περί Θείων Μυστηρίων, 32ον Περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου, 34ον Ιστορία περί νηστειών των διατεταγμένων υπό της Εκκλησίας.

 
Το προορατικό του χάρισμα
Πολλοί πήγαιναν από την Αθήνα και τον Πειραιά κληρικοί και λαϊκοί και εξομολογούντο εις αυτό. Ήταν αυστηρός και επιεικής, αναλόγως των περιστάσεων και των προσώπων. Με την εξομολόγηση έσωσε ψυχές. Τούς έδιδε κατευθύνσεις στη ζωή τους. Είχε δε και προορατικό χάρισμα ο μακάριος και προέλεγε σε πολλούς το τι θα τους συμβεί.

Ο άνθρωπος της προσευχής
Ήταν λιτός στο φαγητό. Αλλά ο Άγιος, προπαντός, ήταν άνθρωπος της προσευχής. Αποσυρόταν επί ώρας και προσευχόταν. Διανυκτέρευε πολλές φορές εν τη προσευχή. Όταν προσευχότανε, πραγματικός συνομιλούσε με τον Θεό. Η φήμη του, ως ενάρετου, διαδίδετε εις όλο το νησί. Σ’ αυτό κατέφευγαν κληρικοί και λαϊκοί και του ζητούσαν να προσεύχεται γι αυτούς. Και πράγματι, όταν προσευχότανε αυτός, ερχότανε η βοήθεια του Θεού σ’ εκείνους. Ασθενείς θεραπεύονταν και ιδίως οι
δαιμονιζόμενοι.

Βρωμερές συκοφαντίες
Πολλά όμως διασπείρονταν από τους κακούς ανθρώπους στην Αθήνα περί του Πενταπόλεως και της ανεγέρσεως της Μονής. Πολύ τον κατέτρεξε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός διετέλεσε και Οικουμενικός Πατριάρχης και Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Αυτός ο δυστυχής ήταν μασώνος μοντέρνος, νεωτεριστής και έκανε πολύ κακό στην Εκκλησία. Αλλά και ποία διαφορά στο τέλος των δύο Ιεραρχών. Ο Μεταξάκης, που έκανε τόσα εις βάρος της Ορθοδοξίας, είχε οικτρό τέλος. Τον βρήκαν ένα πρωί κάτω από το κρεβάτι του νεκρό και με την γλώσσα του έξω. Αυτήν ακριβώς την γλώσσα, που έλεγε αυτά στον Άγιο και τόσα εις βάρος της Ι. Παραδόσεως και της Ορθοδόξου Εκκλησίας! Εξ αντιθέτου, ο Πενταπόλεως, που έμεινε πιστός εις την Ι. Παράδοση και υπέμεινε τους πειρασμούς και διώξεις, είχε άγιο τέλος και σήμερον τιμάται, όχι μόνο από το Πανελλήνιο, αλλά και από όλη την Υδρόγειο. Είναι αληθές, ότι ο Θεός παρεχώρησε να περάσει και εκεί πολλές θλίψεις και πίκρες. ΙΙαρ’ όλη την εκεί εργασία του, πολλοί κακοί, άνθρωποι, όργανα του διαβόλου έλεγαν, ότι ο Άγιος είναι υποκριτής και, ότι όλα αυτά που κάνει, είναι υποκριτικά. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να τον κατηγορούν για ανηθικότητες και, ότι το Μοναστήρι το κατάντησε άντρο ακολασίας! Διέδιδαν, ότι οι Μοναχές γεννούσαν νόθα παιδιά και τα πετούσε στο πηγάδι. Κάποια μητέρα, μάλιστα, που την έλεγαν στην Αίγινα Κερού είχε μια κόρη 16 ετών χαριτωμένη, συνετή, φρόνιμη και θεοφοβούμενη. Η μητέρα αυτή είχε μανία καταδιώξεως προς την κόρη της και πολλές φορές επιχείρησε να την σκοτώσει. Το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα βρήκε καταφύγιο στο Μοναστήρι του Αγίου Νεκταρίου. Ο Άγιος, πονόψυχος καθώς ήταν, το δέχτηκε και το προστάτεψε. Η Κερού δεν μπορούσε να το χωνέψει και άρχισε να συκοφάντη τον Άγιο. Ο Εισαγγελεύς πήρε την κατάθεση και την επομένη πήγε αγριεμένος στην Αίγινα με δυο χωροφύλακες. Παραβίασε την πόρτα, παρά τους κανονισμούς του Μοναστηριού, και μπήκε κατ’ ευθεία στο διαμέρισμα του Αγίου. Οι Μοναχές αναστατώθηκαν και άρχισαν να κλαίνε. Ο Δεσπότης σηκώθηκε με το συνηθισμένο Χριστιανικό του χαμόγελο να τους υποδεχτεί. Ο Ανακριτής έξω φρενών, είπε εις τον εβδομηκονταετή τότε γέροντα:
—Βρε παλιοκαλόγερε!... που είναι τα παιδιά που κάνεις; (Επακολούθησε αισχρότατη φράση). Αυτά κάνεις εδώ πέρα; Κατόπιν τον έπιασε από το ράσο και τον απειλούσε, λέγοντας:
Θα σου ξεριζώσω τα γένια τρίχα, τρίχα.
Ο Άγιος δεν έβγαλε λέξι. Μόνον με το χέρι του έδειχνε ψηλά και έλεγε:
—Βλέπει ο Θεός. Ξέρει ο Θεός!!
Και πράγματι! «ἔστι δίκης ὀφθαλμός, Ὅς τά πάνθ’ ὁρᾶ». Ο ασεβέστατος Εισαγγελεύς σε μια εβδομάδα αρρώστησε βαριά. Είχε τρομερούς πόνους από την αρρώστια του. Το χέρι εκείνο, που έπιασε και κουνούσε τον Άγιο, ξεράθηκε. Τότε το συναισθάνθηκε και ζήτησε να τον πάνε μπροστά στον Άγιο, για να τον συγχωρέσει. Πράγματι τον πήγαν. Έπεσε στα πόδια του Αγίου, μαζί με την γυναίκα του και ζητούσε να τον λυπηθεί. Ο Άγιος προσευχήθηκε στο Θεό πολύ. Ήταν ο μακάριος ανεξίκακος και μακρόθυμος. Τον συγχώρησε με την καρδιά του. Τού Εισαγγελέως έπειτα από δύο χρόνια του κόψανε το χέρι. Εκείνο το χέρι που κουνούσε, από το γιακά του ράσου, τον Άγιο. Το Μοναστήρι του όμως, παρ’ όλα αυτά, πρόκοψε. Εν τω μεταξύ η Αδελφότης μεγάλωσε, γιατί προσετέθησαν και άλλες Αδελφές και μάλιστα μορφωμένες. Έγινε ένα πνευματικόν κέντρο, που ξεκούραζε ψυχικά και φώτιζε τους ανθρώπους. 

 
Η κοίμηση του
Έτσι έζησε ο Άγιος 12 χρόνια στο Μοναστήρι του. Ήταν όμως θέλημα Θεού να φύγει από τον παρόντα και μάταιο κόσμο κάπως πρόωρα. Άλλωστε αυτός δεν ζούσε για δω. Ο νους του ήταν στα Ουράνια, στη Βασιλεία του Θεού, στον Παράδεισο. Το 1920 προσεβλήθη από προστάτη. Πονούσε επί ένα και πλέον χρόνο φρικτά και δεν το έλεγε ο ευλογημένος σε κανένα. Επειδή έβλεπε να επιδεινώνεται η κατάσταση του, επέστρεψε στο Μοναστήρι του την Αγία Τριάδα. Προτού όμως ξεκινήσει, ξαναμπήκε για τελευταία φορά στο ναό και παρ’ όλους τους πόνους του, γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια παρεκάλεσε την Παναγία. Ήθελε να ζήση ακόμη για να ολοκλήρωση το έργον του. Αλλά άλλως δόξασε τω Κυρίω και επέστρεψε στο  Μοναστήρι του. Προαισθάνθηκε τον θάνατο του. Προτού φτάσει στο Μοναστήρι του, σταμάτησε σε κάποιο μέρος. Κατέβηκε από το ζώο και άρχισε πάλιν να προσεύχεται με υψωμένα τα χέρια και τα μάτια στον Ουρανό. Η αδελφή τον κούνησε με το χέρι της, διότι νόμιζε, ότι κάτι θα έπαθε. Αχ! ευλογημένη της είπε, με διέκοψες από την προσευχή μου. Κατόπιν σκούπισε τα δακρυσμένα μάτια του. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον ορίζοντα και είπε στην συνοδό του, την Μοναχή Νεκταρία:
—Ας ευλογήσω για τελευταία φορά το Μοναστηράκι μου και τους Χριστιανούς της νήσου, διότι σε λίγο θα απέλθω.
—Πού θα πάς; Τον ρώτησε η Μοναχή.
—Εις τους Ουρανούς, της απάντησε.
—Και τι θα γίνουμε εμείς, του έλεγαν στο Μοναστήρι κατόπιν, χωρίς εσένα;
—Σεις να είστε καλές, τις απαντούσε και θα ‘ρθούνε πολλοί να σάς προστατεύσουν. Θα ‘ρθούνε λαϊκοί και Ιερείς και Αρχιερείς. (Μήπως λίγοι πηγαίνουν!).
Από τότε όμως οι πόνοι έγιναν αφόρητοι. Οι Μοναχές επέμεναν και τον μετέφεραν εις το Αρεταίειο Νοσοκομείο των Αθηνών. Έζησε εκεί δύο μήνες με φρικτούς πόνους και παρέδωσε το πνεύμα του, προσευχόμενος και γαλήνιος, το βράδυ της 8ης Νοεμβρίου του 1920, αφού προηγουμένως μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων. Όταν όμως ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του, στο θάλαμο οι αδελφές τον άλλαξαν προς ενταφιασμό και του φόρεσαν καθαρά ρούχα. Την φανέλα του όμως, όταν την έβγαλαν την έριξαν προς στιγμήν, στο διπλανό κρεβάτι, που ήταν ένας παράλυτος. Παραδόξως όμως ο παράλυτος κατάλαβε, ότι έγινε καλά. Σηκώθηκε από το κρεβάτι υγιής και περπατούσε και δόξαζε τον Θεό. Ο θάλαμος του Νοσοκομείου, μέσα εις τον οποίον εκοιμήθη ο Άγιος Νεκτάριος, έπειτα από ολίγη ώρα μοσχοβόλησε και επί μήνες ευωδίαζε. Γι’ αυτό και δεν είχαν βάλει κανένα ασθενή εκεί. Και εκ τότε το δωμάτιο αυτό το χρησιμοποιούσαν ως γραφείο και το ονόμασαν Άγιος Νεκτάριος. Το πρωί η αδελφή Μοναχή κάλεσε τον ιερέα να μεταφέρουν το σκήνωμα του Αγίου αμέσως στην Αίγινα. Την νύκτα μέσα στον ναό, εν μέσω μεγάλης συρροής κόσμου, έψαλλαν η νεκρώσιμος ακολουθία. Το μέτωπο του Αγίου ίδρωνε και ευωδίαζε. Πολλοί μάζευαν τον ιδρώτα με βαμβάκι, για να το έχουν ως φυλαχτό. Καίτοι ετάφη έπειτα από 48 ώρες, το λείψανο του δεν παρουσίαζε καμίαν δυσοσμία.

Το λείψανο του άθικτο και μυροβόλο
Ετάφη τότε προχείρως ο Πενταπόλεως και ο τάφος δεν είχε τελειοποιηθεί. Γι αυτό, έπειτα από πέντε μήνες, οι Μοναχές θέλησαν να του κτίσουν μαρμάρινο τάφο. Προτού όμως ανοίξουν τον τάφο η Ηγουμένη σκέπτονταν, χωρίς να το πει σε κανένα, ότι το σώμα πεθαμένου, θα έβγαζε δυσοσμία και δίσταζε να τον ανοίξει. Την νύχτα όμως μία Μοναχή βλέπει στον ύπνο της τον Σεβασμιότατο να της λέγει ότι δεν βρωμάει και αφού πείστηκε η μοναχή άνοιξαν τον τάφο και είδαν ότι παραδόξως το σώμα ήταν τελείως ανέπαφο. Είχε μεγάλη ελαστικότητα και ευωδίαζε. Το καθάρισαν τότε οι Μοναχές από τις λάσπες και το τοποθέτησαν πάλιν στο φέρετρο. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και μαζί με έναν αστυνόμο είδαν αυτό το παράδοξω και κατόπιν ο Αρχιεπίσκοπος διέταξε να το ξαναενταφιάσουν και μετά επτά χρόνια να κάμουν την ανακομιδή, όπερ και εγένετο μετά πολλής τιμής. Ο ιατρός της Αιγίνεις Γ. Ξυδέας εις έκθεση του βεβαιώνει, ότι είδε τον Οκτώβριο του 1932 έπειτα από 12 χρόνια το σώμα του Αγίου ανέπαφο. Έπειτα από χρόνια το σώμα του Αγίου διαλύθηκε όπως συνέβη με τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και άλλων Αγίων. Ίσως για να σκορπιστεί η χάρις του και εις άλλα μέρη. Εις πολλά μέρη της Ελλάδος, ανεγέρθησαν ναοί του και επλουτίσθησαν με τμήματα εκ των αγίων του λειψάνων. Η δε μακάρια του ψυχή ευρίσκεται ήδη εις την Βασιλεία των Ουρανών.

Η αγιοποίηση του
Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε στις 3 Σεπτεμβρίου του 1953 μ.Χ. και στις 20 Απριλίου του 1961 μ.Χ. με Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διακηρύχτηκε Άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...