Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιορείτικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγιορείτικα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Οι Γέροντες Ευλόγιος († 11 Απριλίου 1948) και Παχώμιος († 22 Απριλίου 1974) και η πνευματική τους σχέση με τον Χατζή–Γεώργη



askites3Ο Γερο–Ευλόγιος ο υποτακτικός του Χατζή – Γεώργη
Πάνω από τις Καρυές, προς το Βατοπέδι, είναι το Κελλί του Αγίου Γεωργίου «Φανερωμένου». Εκεί ασκήτευαν έξι «Χατζή–Γεωργιάτες» με Γέροντα τον μεγαλύτερο παραδελφό τους, Γερο–Ευλόγιο. Αργότερα δε, είχαν προστεθή άλλοι δύο αδελφοί στην Συνοδία τους, ο Πατήρ Παχώμιος και ο Πατήρ Γεώργιος, και έγιναν εγγόνια του Χατζή – Γεώργη.
Χαίρεται κανείς, όταν βλέπη αυτή την αγία Πατερική συνέχεια και θεία μετάδοση της Καλογερικής, από τους Όσιους Παππούδες στον Όσιο Πατέρα Χατζή – Γεώργη, και από τον Πατέρα στα παιδιά και στα εγγόνια! Αξίζει, φυσικά, να γράψη πολλά γι’ αυτούς, όπως και για τον Γερο–Εύλόγιο. Επειδή όμως έγραψε και ένας Πατέρας από την Σιμωνόμετρα, πατριώτης του, γι’ αυτό εγώ θα περιοριστώ μόνο σ’ ένα περιστατικό από το τέλος της ζωής του, πως πάλευε με τους δαίμονες μέχρι τα βαθιά του γεράματα ο αθλητής του Χριστού Γερο–Ευλόγιος!
Όταν είχε γεράσει πιά ο Γέροντας, αφού είχε περάσει τα εκατό του χρόνια, καθόταν σ’ έναν καναπέ και έλεγε συνέχεια την ευχή. Μια μέρα λοιπόν οι δύο υποτακτικοί του, ο Πατήρ Παχώμιος και ο Πατήρ Γεώργιος, είχαν πάει να μάσουν ελιές, και ο Γέροντας έκλεισε την πόρτα και ακουμπισμένος στον καναπέ έλεγε την ευχή. Για μια στιγμή άκουσε πολύ θόρυβο μέσα στο κελλί του και διέκοψε την ευχή, Όρμησαν τότε επάνω του τριάντα δαίμονες, τον πέταξαν κάτω στο πάτωμα και τον έδειραν γερά. Φυσικά, δεν μπορούσε να σηκωθή πιά το Γεροντάκι μετά από τόσο πολύ ξύλο! Όταν έγινε μεσημέρι, γύρισαν οι Πατέρες από την δουλειά και φώναζαν τον Γέροντα να τους άνοιξη την πόρτα. Αλλά που να ακούση το καϋμένο Γεροντάκι και πως να σηκωθή στην κατάσταση που βρισκόταν; Ο Πατήρ Γεώργιος, ανήσυχος, πέρασε από ένα παραθυράκι, άνοιξε την πόρτα, και προχώρησαν και oι δύο Πατέρες με αγωνία στο κελλί του Γέροντα. Αλλά τι να ιδούν; Τον Γερο–Ευλόγιο πεσμένο στο πάτωμα, χτυπημένο και να τους λέη ψύχραιμα:
—Ακούς! τριάντα δαίμονες μαζεύτηκαν, για να με δείρουν! δεν ήταν ένας και δύο!
Στο κελλί του είχε έναν ξύλινο Σταυρό κρεμασμένο και μπροστά του συνήθως προσευχόταν. Κάποτε, την ώρα που προσευχόταν, ήρθε ένας διάβολος από το παράθυρο, για να πειράξη τον Γέροντα.
Βλέπει ξαφνικά ο Γερο–Ευλόγιος τον Σταυρό να ξεκρεμιέται μόνος του, να πλησιάζη τον διάβολο, και να εξαφανίζεται αμέσως ο έξω από εδώ. Μετά είδε πάλι τον Σταυρό μόνο του να ξανακρεμιέται στην θέση του.
Έτσι αγωνιζόταν ο Γερο–Ευλόγιος μέχρι τα εκατόν οκτώ του χρόνια. Και αφού ωρίμασε πιά πνευματικά και έπρεπε να αναχώρηση απ’ αυτή την ζωή για την αιώνια με τον πνευματικό του πλούτο, έλαβε πληροφορία από τον Θεό να ετοιμασθή και να ετοιμάση και τα Καλογέρια του, δίνοντας τις τελευταίες του συμβουλές μαζί με την ευχή του:
— Εγώ, Καλογέρια μου, φεύγω πιά, πηγαίνω κοντά στον Άγιο Αντώνιο. Αργότερα θα έρθετε κι εσείς εκεί κοντά, στον Παράδεισο. Εσύ, Πάτερ Γεώργιε, θα ζήσης ογδόντα χρόνια.
Ζήτησε μετά και κοινώνησε και ανεπαύθη εν Κυρίω ο ευλογημένος του Θεού Ευλόγιος, στις 11-4-1948.
Ο Πατήρ Γεώργιος λοιπόν, όταν έκλεισε τα ογδόντα, έλεγε:
— Εφέτος θα πεθάνω∙ έτσι μου είπε ο Γέροντας.
Ο γιατρός βλέποντας την δυνατή κράση του, του έλεγε:
— Εσύ θα ζήσης άλλα τριάντα χρόνια.
Μόλις έκλεισε τα ογδόντα ο Πατήρ Γεώργιος, έκλεισε και τα μάτια του, και όλοι θαύμασαν!
Ο Γερο–Παχώμιος· ο υποτακτικός του Γερο–Ευλόγιου και εγγονός του Χατζή–Γεώργη
Όπως και για τον Γερο–Ευλόγιο, έτσι και για τον ευλογημένο υποτακτικό του, τον Πατέρα Παχώμιο, θα αναφέρω και γι’ αυτόν κάτι από το τέλος της ζωής του, και οι ευλαβείς αγωνιστές, που έχουν αγνούς λογισμούς, θα καταλάβουν την εξαγνισμένη ψυχή του Γερο-Παχώμιου!
Τρεις μέρες λοιπόν πριν από τον θάνατο του, ημέρα Πέμπτη, ο Γερο–Παχώμιος κάλεσε τον Πατέρα Γεώργιο και του λέει:
— Κάνε αγάπη, Πάτερ Γεώργιε, και πήγαινε στην Κολετσού να αγοράσης ψάρια για την Πανήγυρη του Αγίου Γεωργίου, που έχουμε την Δευτέρα. Να αγοράσης όμως αυτή την φορά πολλά ψάρια, γιατί θα έχετε δυο Πανηγύρια εσείς. Εγώ θα γιορτάσω στον Ουρανό με τον Άγιο Γεώργιο∙ δεν θα είμαι μαζί σας.
Πηγαίνει αμέσως στην Κολετσού ο Πατήρ Γεώργιος, φέρνει τα ψάρια και τα ετοιμάζει, για να μή χαλάσουν.
Την Παρασκευή ο Γερο–Παχώμιος στέλνει πάλι τον Πατέρα Γεώργιο να καλέση τους Πατέρες για την Πανήγυρη και του λέει:
— Να πής στους Πατέρες να κανονίσουν και τις δουλειές τους, γιατί θα έχουν δυο Πανηγύρια: την κηδεία μου με το μνημόσυνο και την επομένη την μνήμη του Αγίου Γεωργίου.
Ο Πατήρ Γεώργιος το ανήγγειλε στους Πατέρες, όπως του είπε ο Γερο–Παχώμιος. Το Σάββατο το πρωί τον έστειλε να ειδοποιήση τον Παπα – Δημήτρη να έλθη να τον κοινωνήση. Μόλις είδε τον Ιερέα, άρχισε να ψέλνη χαρούμενος Του Δείπνου σου του μυστικού και μόλις κοινώνησε είπε «Δόξα τω Θεώ!» Ασπάσθηκε μετά τους Πατέρες, που βρίσκονταν κοντά του, και έφυγε για τους Ουρανούς η αγιασμένη του ψυχή το έτος 1974, στις 22 Απριλίου.
Την Κυριακή έγινε η κηδεία και το μνημόσυνο με την τράπεζα της μιας Πανήγυρης, και την Δευτέρα γιόρτασαν τον Άγιο Γεώργιο, κι έγινε το δεύτερο Πανηγύρι. Ο Πατήρ Παχώμιος όμως γιόρτασε με τον Άγιο Γεώργιο στον Ουρανό, όπως είπε, και χόρτασε από τα κάλλη του Παραδείσου και μέθυσε από το πνευματικό κρασί της αγάπης του Θεού μαζί με τον Άγιο Γεώργιο.
Ο Καλός Θεός να αξιώση και εμάς να γευθούμε λίγο απ’ αυτό. Αμήν.
Πηγή: Αγιορείτες πατέρες και αγιορείτικα

Συνομιλία με τον τυφλό π. Διονύσιο της Κολιτσού


kolitsou



Γέροντα, η καθημερινή ζωή εδώ στο κελλί σας είναι όπως ήταν και παλιά;
Ναί. Εμείς, επειδή κάναμε και λίγα χρόνια στη Σκήτη Μάγκουρα στην πατρίδα μας, γνωρίζαμε το τυπικό. Από τότε δεν αλλάξαμε. Την ημέρα κουραζόμασταν πολύ· δουλεύαμε σαν εργάτες.
Αλλά τη νύκτα, λέγαμε· «Στην πατρίδα μας κάναμε τον κανόνα μας και την Ακολουθία. Εδώ στο Περιβόλι της Παναγίας να κοιμόμαστε;».
Και παρότι δουλεύαμε κατά τη διάρκεια της ημέρας, σηκωνόμασταν τη νύκτα και κάναμε το καθήκον μας. Κρατούμε, όπως το Μοναστήρι, κι εμείς.
Για να γίνεις καλόγερος άλλο δρόμο δεν έχει. Αυτό είναι το τυπικό. Να κάνεις τον κανόνα σου και την Ακολουθία. Έτσι έχουμε μία ελπίδα ότι θα μας βοηθήσει η θεία Χάρις να κερδίσουμε το σκοπό μας.
Ο σκοπός μας δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο παρά να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών. Κι όσο αν εμείς είμαστε αδύνατοι, η Παναγία που σκεπάζει όλη την οικουμένη με την αγάπη της θα μας βοηθάει και θα μας επισκέπτεται και ποτέ δεν θα απομακρυνθεί από εμάς. Όταν εμείς είμαστε κοντά στην Παναγία, πώς είναι δυνατόν να μας εγκαταλείψει; Θέλει όμως προσπάθεια και αγώνα.
Και σήμερα πώς είναι η  καθημερινή ζωή στο κελλί;
Τώρα και με τη συνοδεία που μας χάρισε ο Θεός, κρατάμε έτσι όπως από την αρχή, όπως παραλάβαμε από τους Πατέρες μας. 1:30 π.μ. με 2:00 π.μ. τη νύχτα πρέπει να ’χουμε σηκωθεί. Πρώτα στο κελλί κάνουμε τον κανόνα μας.
Μετά, στις 3:00 π.μ., έχουμε έναν αδελφό που χτυπάει το σήμαντρο και κατεβαίνουμε στην Εκκλησία. Σάββατο, Κυριακή, εορτές, μας βοήθησε το Μοναστήρι κι έχουμε παπά, έχουμε διάκο, έχουμε κι άλλους πατέρες, πέντε νέοι και τέσσερις γέροι, όλη η συνοδεία. Δόξα τω Θεώ. Καλά, καλά είμαστε.
Είμαστε τυχεροί που οι πατέρες από τη Μονή Βατοπαιδίου μας αγαπάνε πάρα πολύ. Είναι καλοί και σωστοί. Εμείς δεν έχουμε τίποτα. Έχουμε τον Θεό, την Παναγία και το Μοναστήρι.
Ό,τι ανάγκη έχουμε, αυτοί είναι οι πνευματικοί μας πατέρες. Και ό,τι έχουμε ανάγκη μας βοηθάνε. Πού να πάμε; Όταν έχουμε μία ανάγκη, πού να τρέξουμε; Στο Μοναστήρι. Πατέρες μας είναι. Και μας βοηθάνε. Να την λέμε την αλήθεια.
Ό,τι ανάγκη έχουμε, μας βοηθάνε. Ο Θεός, βέβαια, τα τελευταία χρόνια με δοκιμάζει με τα μάτια μου. Δε βλέπω καθόλου, τυφλώθηκα από το γλαύκωμα. Όσο περνάει ο καιρός γίνομαι και χειρότερα σωματικά. Δόξα τω Θεώ. Δόξα να ’χει ο Κύριος.
Τώρα που είσθε σε τέτοια ηλικία και τυφλός τα βγάζετε πέρα με τα πνευματικά σας καθήκοντα, τον κανόνα σας;
Πολύ καλά, μέχρι σήμερα. Δόξα τω Θεώ.
Γέροντα, κατεβαίνετε στην εκκλησία για τις Ακολουθίες;
Βέβαια. Μέχρι σήμερα δεν έλειπα.Με δυνάμωσε ο Θεός και μέχρι σήμερα δεν έλειπα από την εκκλησία. Δόξα τω Θεώ.
Όλα αυτά τα χρόνια εδώ μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι ζήσατε καλές αλλά και δύσκολες στιγμές. Πνευματικός αγώνας, αλλά και αγώνας για την επιβίωση.
Πώς βλέπετε την ζωή σας μέχρι σήμερα;
Πνευματικά περάσαμε καλά, ευχάριστα. Είχαμε παλαιούς Γεροντάδες, πνευματικούς. Και μας συμβούλευαν πάντοτε τον αληθινό δρόμο. Και εμείς, όπως μας έλεγε ο Γέροντας, νομίζαμε ότι ο Κύριος μιλάει με το στόμα του. Υπακούαμε αδιάκριτα και περνάγαμε καλά.
Ως προς τα άλλα είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Πότε με τους αντάρτες, πότε με τους Γερμανούς· τότε δυστυχούσαμε, δεν είχαμε ψωμί να φάμε.
Θυμάμαι, μας έδωσε ένας γέρος δύο λίρες. Κι επειδή δεν είχαμε ψωμί καθόλου, πήγαμε σ’ ένα κελλί Ιβηρίτικο και πήραμε δέκα οκάδες καλαμπόκι με μία λίρα χρυσή. Τόσο δύσκολα ήταν.
Έξω πέθανε πολύς κόσμος από πείνα. Έτυχε να περάσω από τη Θεσσαλονίκη επί κατοχής Γερμανών. Και ήταν ένα παιδάκι εκεί που ζητούσε ψωμί.
Ο κόσμος έριχνε κοντά του γερμανικά μάρκα, ήθελε να το βοηθήσει. Όμως ψωμί δεν υπήρχε. Μέχρι να το φέρουνε οι βάρκες, πέθανε ο φουκαράς.
Πόσο, πόσο λυπήθηκα!  Και πέθανε πολύς κόσμος, όπως λένε. Αλλά στο Άγιον Όρος φύλαξε η Παναγία. Μια φορά χορταράκια, άλλη φορά κάτι άλλο, δεν πέθανε κανένας από πείνα. Αλλά, δύσκολα ήταν, πολύ δύσκολα. Αλλά η Παναγία μας βοήθησε και πάλι μας βοηθάει.
Σε αυτά τα δύσκολα χρόνια που περάσατε αναπολήσατε σε κάποιες στιγμές την πατρίδα σας;
Βλέπεις, τόσα χρόνια πέρασαν και πολλές φορές τα θυμάμαι· πώς ήρθαμε, πώς κάναμε. Και ευχαριστιόμασταν πάντοτε. Και εκείνες οι ώρες που δυσκολευτήκαμε, που δεν είχαμε, πάλι είμασταν ευχαριστημένοι και δοξάζαμε τον Θεό, καμμιά φορά δεν είπαμε· «άχ, τί κάναμε που φύγαμε από την πατρίδα».
Διότι εκείνα τα χρόνια η Ρουμανία ήταν πολύ καλά, πάρα πολύ καλά. Τώρα είναι χειρότερα από κάθε χρόνο. Δεν έχουν ούτε να φάνε, φεύγει ο κόσμος στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούν να ζήσουν μέσα στη χώρα. Έ, τί να κάνουμε…
Υπάρχουν πολλοί προσκυνητές που επισκέπτονται το Άγιον Όρος αλλά και εσάς εδώ. Τί νομίζετε ότι τους έλκει στην απομακρυσμένη αυτή Σκήτη; Ποιές οι ανησυχίες τους και τί μηνύματα σας μεταφέρουν από τον κόσμο;
Βλέπεις, επειδή ζούμε στους εσχάτους καιρούς, ο κόσμος ανησυχεί και διψάει, διψάει για την αλήθεια, την αλήθεια του Χριστού. Βλέπει κάποιος ότι η ανθρωπότητα δεν πάει καλά. Η ανθρωπότητα πήρε ένα δρόμο προς τον κατήφορο.
Οι κρατούντες τη γή, ενώ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα κατά Θεόν ζωής, κάνουν παρανομίες στο μεγαλύτερο βαθμό. Και επειδή κάθε ένας που είναι Χριστιανός έχει μέσα του τη θεία Χάρη από το Βάπτισμα, έχει μέσα του Σώμα και Αίμα Χριστού, με το να έχει μεταλάβει ή τώρα ή παλιότερα, δεν τον αφήνει ήσυχο η συνείδησή του όταν βλέπει ότι η ανθρωπότητα πάει αριστερά. Και διψάει.
Γι’ αυτό έρχονται στο Άγιον Όρος, για να ακούσουν μια κουβέντα. Τί να κάνουν; Καταλαβαίνουν ότι θα πεθάνουμε και το μέλλον είναι αιώνιο ή θα κολασθούμε ή θα σωθούμε. Και ρωτάνε: «Πώς να σωθούμε μέσα σε αυτήν την κοινωνία που ζούμε;».
Γέροντα, πώς βλέπετε την πορεία και την παρουσία της Ορθοδοξίας στο σύγχρονο κόσμο με δεδομένο ότι σήμερα βάλλεται ποικιλοτρόπως και πληθαίνουν οι φανεροί και αφανείς εχθροί της. Κατά τη γνώμη σας, πώς πρέπει να ζούν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί στην τρίτη χιλιετία και με ποιά πνευματικά όπλα και εφόδια;
Όπως αναφέρει και η Αγία Γραφή, οι εχθροί της Ορθοδοξίας πλήθυναν· ζούμε στους εσχάτους καιρούς. Οι «απόστολοι» του Αντιχρίστου θέλουν να κάνουν το δρόμο του «καθαρό», όπως θέλουν αυτοί. Αλλά, όπως μας έχουν πεί οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, όσο καιρό η Ορθοδοξία θα είναι ψηλά, δε θα μπορέσουν να μας νικήσουν.
Αυτοί θέλουν να γονατίσει η Ορθοδοξία, ώστε να προετοιμάσουν τη βασιλεία του «βδελύγματος της ερημώσεως» (Ματθ. 24,15). Όσο καιρό η Ορθοδοξία θα δίνει τη μαρτυρία της, με κανένα τρόπο δε θα μπορέσουν να υπερισχύσουν οι ενάντιες δυνάμεις, οι εχθροί του Χριστού.
Γι’ αυτό οι εχθροί της Ορθοδοξίας κάνουν διάφορα πράγματα για να μας διασπάσουν, να μας διαλύσουν. Εμείς είμαστε υποχρεωμένοι, αφού μας αξίωσε ο Θεός και γνωρίζουμε τον αληθινό δρόμο για τη σωτηρία μας, για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού, να μή δεχθούμε τις εντολές τους, γνωρίζοντας καλά ότι δεν είναι για την ωφέλειά μας, αλλά είναι για την καταστροφή.
Μας χρειάζεται, όμως, υπομονή και σύνεση. Να μή λέμε· δε βαριέσαι το ένα, δε βαριέσαι το άλλο. Τότε δεν είμαστε Χριστιανοί, αλλά κάλπικοι Χριστιανοί.
Να παρακαλούμε τον Κύριο να μας φωτίζει και να δείχνουμε σε όλο τον κόσμο ότι είμαστε Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Αυτήν την πορεία που ευλόγησαν οι άγιοι Απόστολοι και οι άγιοι Πατέρες, ελπίζουμε να ακολουθήσουμε και εμείς και να φθάσομε στο τέλος.
Όμως θέλει υπομονή. Εφόσον χιλιάδες ήρωες της πίστεως μαρτύρησαν τον αληθινό δρόμο του Θεού παραδειγματιζόμαστε κι εμείς ώστε να κάνουμε υπομονή.
Όταν γονατίζουμε και κάνουμε μετάνοιες και δε σταματούμε τις προσευχές μας προς τον Θεό, δεν είναι δυνατόν να μή μας βοηθήσει.
Ο Κύριος έχει φροντίδα για κάθε έναν από εμάς. Περισσότερο φροντίζει Εκείνος για τη σωτηρία μας παρά εμείς οι ίδιοι. Εμείς είμαστε κατά το πλείστον σκοτισμένοι. Μας πλάνεσε το ακάθαρτο πνεύμα κι έχουμε κακές παθήσεις μέσα μας. Έτσι πολλές φορές ξεχνάμε να βαδίζουμε προς τον Κύριο ο οποίος κάθε ώρα και στιγμή μας καλεί.
Και μας λέει· «Ελάτε, ελάτε προς εμέ· όσο κουρασμένοι και αν είσθε, όσο και αν απομακρύνεσθε από εμένα, πάλι εδώ θα βρείτε τη σωτηρία και την ανάπαυση». Να προσπαθήσουμε για τη σωτηρία μας και ο Θεός να είναι βοηθός μας.
Μπορείτε να μας πείτε κάποιες εμπειρίες που ζήσατε εδώ στο Άγιον Όρος που να δείχνουν την ιδιαίτερη προστασία της Παναγίας και τη θεία βοήθεια;
Εδώ στο περιβόλι της Παναγίας πάντοτε έχουμε τη βοήθειά της κάθε στιγμή της ζωής μας.
Εγώ έχω πέσει τέσσερις φορές. Μια φορά ο γιατρός όταν ήρθε είπε: «Ζεί ακόμα; πώς είναι δυνατόν;».Μια άλλη φορά μεταφέραμε πράγματα με πέντε γαιδουράκια από την Καψάλα σε μια μεγάλη ανηφόρα. Κάποια στιγμή έπεσα σε μια παγίδα. Δεν ήξερα τί ήταν. Ευτυχώς που φόραγα παπούτσια.
Αλλά ο Θεός ευλόγησε και η παγίδα δεν άνοιξε, δε λειτούργησε. Εάν άνοιγε θα μου έκοβε το πόδι. Αυτό δεν ήταν βοήθεια του Θεού;
Ήταν θαύμα της Παναγίας και του αγίου Γεωργίου. Κι άλλα πολλά θαύματα είδα, που μόνο η Παναγία μπορεί να τα ενεργήσει.

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

Περί μετανοίας († Γέροντας Άνθιμος Αγιαννανίτης)


anthimos_agiannanitis
Η μετάνοια είναι ανακαίνιση του Βαπτίσματος.
Γι’ αυτό ο άνθρωπος, όπως στο Βάπτισμα δίνει υποσχέσεις ο ίδιος ή ο ανάδοχός του, έτσι και στην μετάνοια, αφού ομολογεί τα σφάλματά του, δίνει και υπόσχεση να μην τα πράξει πάλι.
Η άπειρη ευσπλαχνία του Θεού μας έδωσε το μυστήριο αυτό της μετανοίας και της διαγραφής των πονηρών σφαλμάτων μας, για να σωθούμε και να κοινωνήσουμε της ατελεύτητης μακαριότητος.
Η μετάνοια μας καθαρίζει και μας κάνει πάλι αναμάρτητους. Λευκαίνει τον ρυπωμένο χιτώνα της ψυχής μας και μας ενδύει χιτώνα αφθαρσίας.
Είναι νέα συνθήκη με τον Θεό και γι’ αυτό λέει: «Ο βαπτισθείς και πιστεύσας σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ’, 16). Μετά, αυτός που σφάλλει σε κάτι και μετανοήσει καθαρίζεται από τον ρύπο του, συγχωρούνται τα σφάλματά του και σώζεται. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράδειγμα από την όσια Μαρία την Αιγυπτία.
Αυτή πολλά έσφαλε, η σάρκα της γίνηκε δοχείο ηδονής, οδήγησε στην απώλεια πλήθος φιλήδονων ανδρών, αλλά με τη μετάνοια ανέβηκε όλη την κλίμακα των αρετών. Υπερέβη σε αρετή και αυτούς τους Αγγέλους.
Η οσία Μαρία πετούσε με σώμα σαν άϋλη πάνω από τον Ιορδάνη ποταμό. Έφθασε σε μέτρα αγιότητος, που έφριξαν οι Άγγελοι, τρόμαξαν οι δαίμονες και θαύμασαν και θαυμάζουν οι άνθρωποι. Γι’ αυτό την έχουμε παράδειγμα πρακτικής μετάνοιας.
Όσο και να σφάλλουμε, μετανοούμε και δικαιωνόμαστε με την χάρη του Θεού. Εμείς βάζουμε την μετάνοια, ο Θεός την χάρη. Μας ανακαινίζει, μας καθαρίζει, μας σώζει, σύμφωνα με το άπειρο έλεός Του. Αυτός άλλωστε ήταν και ο σκοπός της ενανθρωπήσεως Του. Μας το είπε: «Ουκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματθ. θ’. 13).
Η μετάνοια είναι πολύ εύκολη. Επαφίεται στην προαίρεση του άνθρωπου.Η οσία Μαρία στα Ιεροσόλυμα δεν μπορούσε να μπεί μέσα στον ναό, Κάποια δύναμη την απωθούσε. Αμέσως κατάλαβε τα σφάλματά της, ήλθε σε επίγνωση, μεταμελήθηκε, έπεσε στα γόνατα, έκλαυσε και έβαλε και μεσίτρια και εγγυήτρια για την μετάνοιά της την Κυρία Θεοτόκο. Σηκώθηκε τότε, εισήλθε στο ναό, προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό και μετά πορεύθηκε στην ζωή της μετανοίας, της αδιάλειπτης ασκήσεως. Εμείς οι άνθρωποι πρέπει να συνέλθουμε, να έλθουμε σε επίγνωση και να σκεφθούμε ότι είμαστεγή και σποδός. Έρχεται στιγμή, που η ψυχή χωρίζεται από το υλικό σώμα και ο φόβος αύτού του εννοουμένου θανάτου τρομάζει τους ανθρώπους και τους οδηγεί σε μετάνοια. Μετά από αυτήν ακολουθεί η εξομολόγηση. Ο Πανάγαθος Θεός δεν έβαλε Αγγέλους να δέχονται τα σφάλματα των ανθρώπων. Έβαλε ομοιπαθείς ανθρώπους κατά διαδοχή, τους επισκόπους και τους ιερείς, οι οποίοι είναι διάδοχοι των Αποστόλων. Οι Απόστολοι του Χριστού έλαβαν όλη την εξουσία, καθώς τους είπε: «Καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, κάγώ πέμπω υμάς»(Ιω. κ’ 21) και, αφού τους εμφύσησε, συνέχισε: «Λάβετε Πνεύμα άγιον. Αν τίνων αφήτε τάς αμαρτίας, αφίενται αυτοίς· αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ιω. κ’. 21-23). Την εξουσίαν αυτήν της αφέσεως των αμαρτιών οι άγιοι Απόστολοι παρέδωσαν στους διαδόχους τους και αυτοί στην συνέχεια την παραδίδουν στους Ορθοδόξους εξομολόγους ιερείς και θα την παραδίδουν μέχρι την συντέλεια των αιώνων.
Η προαίρεση του ανθρώπου που αναφέραμε είναι δύναμη και της ψυχής που δεσπόζει του σώματος και του σώματος που ακολουθεί την ψυχή. Γι’ αυτό και η ψυχή και το σώμα άμα σφάλλουν, θα καταδικασθούν στην αιώνια κόλαση. Στο σύμβολο της πίστεώς μας λέμε ότι προσδοκούμε ανάσταση νεκρών, όπου οι αμαρτωλοί θα πορευθούν στο πύρ το αιώνιο, το «ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού»(Ματθ. κε’, 42) και οι δίκαιοι θα κληρονομήσουν την «ητοιμασμένην βασιλείαν από καταβολής κόσμου» (Ματθ. κε’, 34). Δεν χωρούν, λοιπόν, προφάσεις· όπου θέλουμε πηγαίνουμε. Είτε στην ατελεύτητη χαρά και ζωή, είτε στην αιώνια θλίψη και κόλαση. Η προαίρεση συναρτάται με την κρίση που διαθέτει ο άνθρωπος. Όλοι οι άνθρωποι είναι όντα λογικά. Η λογική γεννά κρίση και η κρίση γέννα το συμφέρον του καθενός, Προαίρεση έχουν όλοι· και αυτά τα νήπια έχουν προαίρεση. Γι’ αυτό, όταν βλέπουν τους γονείς τους, τρέχουν με χαρά κοντά του, ενώ όταν βλέπουν άγνωστους, φεύγουν και κλαίουν.
Πηγή: Διμηνιαίο περιοδικό «Μοναχική Έκφραση», τ. 49, Ιερά Μονής Αγίου Νεκταρίου, Τρίκορφο Δωρίδος, Ιούνιος-Ιούλιος-Αύγουστος 2012.

π. Διονύσιος της Κολιτσού, o τυφλός Γέροντας [1]



Ο τυφλός πολιός Γέροντας και ο φωτεινός λόγος του
Ο Ρουμανικής καταγωγής Γέροντας Διονύσιος ήρθε στο Άγιον Όρος σε ηλικία 17 ετών, το 1926, ενώ εδώ και οκτώ χρόνια είναι τυφλός. Στην συνέντευξη που παρεχώρησε μιλά για τις δυσκολίες των πρώτων ετών, για την επίπονη σωματική εργασία, αλλά και τους καρπούς της πνευματικής ζωής. Ο λόγος του άμεσος, καθάριος και εμπειρικός δίδει απαντήσεις για την παρουσία της Ορθοδοξίας σήμερα, για τα προβλήματα της σύγχρονης οικογένειας, την κελλιώτικη ζωή στο Άγιον Όρος, τις ανησυχίες των προσκυνητών του Αγίου Όρους. Σε όλα αυτά τα χρόνια που ζει ο Γέροντας στο περιβόλι της Παναγίας δεν παύει να ευχαριστεί και να ευγνωμονεί την Θεοτόκο και τον Χριστό για τις ευλογίες και τις θείες παρεμβάσεις τους στη ζωή του.
monaxos
Γέροντα, τι σας ώθησε να έρθετε από τη Ρουμανία στον ευλογημένο τούτο τόπο; Γνωρίζατε για το Άγιον Όρος; Είχατε ακούσει κάτι σχετικό ή ήταν μία τυχαία απόφαση αναζήτησης; 
Το Άγιον Όρος έχει την υπερχιλιόχρονη ιστορία του. Δεν υπάρχει άλλο Άγιον Όρος στον κόσμο, στον πλανήτη μας. Ένα είναι. Και ακούσαμε ότι το Άγιον Όρος λέγεται και περιβόλι της Παναγίας. Και όλοι οι πατέρες που έρχονται εδώ, όλοι οι Ορθόδοξοι που έρχονται να γίνουν μοναχοί, δεν έρχονται με άλλον σκοπό, παρά μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βαδίζουν με ασφάλεια το δρόμο του Θεού. Γι’ αυτό και εμείς όταν ακούσαμε αυτή την ιστορία για αυτόν εδώ τον τόπο, προσπαθήσαμε μία παρέα να έρθουμε στο Άγιον Όρος. Εκείνα τα χρόνια ήταν κάπως αλλιώς τα πράγματα, διαφορετικά.
Και ποια χρονιά ήρθατε στο Άγιον Όρος; Ήρθατε μόνος;
Ήρθαμε το 1926. Ήμασταν μια παρέα από τέσσερις νέους. Ο ένας ήταν διάκος από τη Σκήτη Μάγκουρα της Μολδαβίας, (Ρουμανία), από όπου ξεκινήσαμε. Οι άλλοι δύο ήταν αδέλφια. Εγώ ήμουν ο πιο μικρός, στην ηλικία των 17 ετών. Και ήρθαμε στο Άγιον Όρος. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας εδώ, νιώσαμε σαν να πατήσαμε στον Παράδεισο. Ησυχία· όλοι οι πατέρες καλοί· όλοι έδειχναν αγάπη. Εκείνα τα χρόνια ήταν εδώ πολλοί Ρουμάνοι. Και υπήρχαν καλύβες και κελλιά ρουμάνικα. Εμείς θέλαμε να μας πάρουν συνοδεία σε κάποιο κελλί. Αλλά οι περισσότεροι είχαν συνοδεία και ήταν δύσκολο. Για να βγάλεις ένα κομμάτι ψωμί έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μας έλεγαν ότι είμαστε καλοί και νέοι –γιατί και εμείς γνωρίζαμε μερικά πράγματα για τη μοναχική ζωή από τη Σκήτη στη Ρουμανία– «αλλά, δυστυχώς», όπως μας έλεγαν, «έχουμε συνοδεία».
Γέροντα Διονύσιε, πώς ήταν τα πρώτα χρόνια σας στο Άγιον Όρος; Πού εγκατασταθήκατε όταν φτάσατε και ποιες οι μνήμες σας από την εποχή εκείνη η οποία θα πρέπει να ήταν αρκετά δύσκολη για εσάς.
Πρώτα πήγαμε σε μία καλύβη στη Μονή Παντοκράτορος που ήταν Ρώσικη. Πέθαναν οι πατέρες κι έμεινε η καλύβη στη Μονή. Είχε μία πολύ όμορφη εκκλησία, αφιερωμένη στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου. Αγοράσαμε την καλύβη από κάποιους πατέρες που ήταν εκεί και καθίσαμε πέντε χρόνια. Αλλά, καθώς εμείς είχαμε έρθει από τη Σκήτη στη Ρουμανία, δεν είχαμε δικά μας χρήματα. Με πολλές δυσκολίες είχαμε οικονομήσει τα ναύλα για το ταξίδι με το βαπόρι. Και εκείνη η καλύβη για να την αγοράσει κανείς στοίχιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ποιός θα μας έδινε δέκα χιλιάδες δραχμές; Κανείς δεν μας έδινε τόσα χρήματα. Υπήρχε ένας έμπορος Ρουμάνος. Είχε δουλέψει στα Ιεροσόλυμα, κι από εδώ κι από εκεί είχε μαζέψει κάποια χρήματα και είχε ένα μαγαζί στις Καρυές. Λεγόταν Μιχαήλ. Εμείς τον παρακαλέσαμε να μας δώσει τις δέκα χιλιάδες δραχμές. Μας ρώτησε: «Ποιός είναι ο εξομολόγος σας;». Του λέμε: «Ο πατήρ Αντύπας». Και απαντά: « Αν εγγυάται αυτός για εσάς, τότε σας δίνω τα χρήματα· αλλιώς δε σας δίνω». Και δεν μας έδινε μέχρι να σιγουρευτεί κι εμείς περιμέναμε το γέρο-Αντύπα. Τελικά, αυτός τον παρακάλεσε και μας έδωσε ο έμπορος τα χρήματα. Δέκα χιλιάδες δραχμές ήταν τότε πολλά χρήματα. Πώς θα εξοφλούσαμε; Είμασταν πέντε πατέρες εκεί στο κελλί. Δύο πήγαμε στη Μονή Ιβήρων να δουλέψουμε ως εργάτες. Δεν είμασταν βέβαια μόνο εμείς. Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν πολλοί πρόσφυγες που είχαν έρθει από τη Μικρά Ασία, και ήταν πολύς κόσμος. Πήγαμε στον προϊστάμενο της Μονής και μας είπε· «Καλά, καθήστε». Μέχρι τότε πλήρωναν 18 δραχμές την ημέρα. Αλλά εκείνη την ημέρα που πήγαμε εμείς αποφάσισε το Μοναστήρι να πληρώνει τους εργάτες 20 δραχμές την ημέρα. 20 δραχμές και το φαγητό και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά. Μόλις έβγαινε ο ήλιος έπρεπε να είσαι κοντά στην πύλη της Μονής και ο οικονόμος να σου δώσει τη δουλειά που έπρεπε να κάνεις. Και δούλευες όλη τη ημέρα. Δεν υπήρχαν «οκτώ ώρες» για την εργασία εκείνα τα χρόνια.
Δηλαδή, από το πρωί μέχρι να δύσει ο ήλιος;
Ναί, μέχρι να δύσει ο ήλιος. Αλλά όταν ο οικονόμος ήταν καλός, μας άφηνε λίγο πιο νωρίς να πάμε στην καλύβη που μέναμε. Και το φαγητό ήταν φασόλια. Το πρωί φασόλια, το βράδυ φασόλια. Μας έδιναν και σαρδέλες παστές και μισή οκά κρασί. Αυτά ήταν όλα τα καλά. Και δεν ήταν για μία ημέρα. Μπορεί να περνούσαμε έτσι όλο το μήνα, όλο το χρόνο. Αλλά είμασταν νέοι. Δουλέψαμε για να βγάλουμε τα χρέη. Και τί έπαιρνες εκείνα τα χρόνια με 20 δραχμές; Το ψωμί κόστιζε 8 δραχμές. Δούλευες όλη την ημέρα κι έπαιρνες δύο ψωμιά και μισό. Αλλά είμασταν νέοι και έτσι εργαζόμασταν σκληρά, ώστε να βγαίνει ο απαραίτητος μισθός σιγά -σιγά, εδώ στο Άγιον Όρος. Σε τρία χρόνια εξοφλήσαμε το χρέος. Όμως σου έδινε το Μοναστήρι 20 δραχμές, αλλά έπρεπε κι αυτοί που ήταν στο σπίτι να φάνε. Δουλεύαμε οι δύο, αλλά όμως αυτά πέρασαν.
Και στη συνέχεια ήρθατε απ’ ευθείας εδώ στην Κολιτσού στο κελλί του Αγίου Γεωργίου; Ποιά ήταν η πορεία σας, πώς βρεθήκατε εδώ;
 Από εκεί βρήκαμε κάποιον άλλο, πολύ καλό άγιο Γέροντα, και μας είπε: «Μήν παιδεύεστε εδώ πέρα». Αυτός είχε μία άλλη καλύβη τον «Άγιο Τύχωνα», πιο ψηλά, στις Καρυές. Πήγαμε και καθήσαμε εκεί άλλα πέντε χρόνια. Και το 1937 κατεβήκαμε στην Κολιτσού. Το κελλί εδώ του Αγίου Γεωργίου είχε τότε μόνο την εκκλησία. Αυτό το σπίτι δεν υπήρχε. Η εκκλησία ήταν χωριστά. Κι εκεί που είναι τώρα το μαγειρείο εκεί μαγείρευαν και οι παλιοί κι ήταν και σαν τράπεζα. Εδώ που είναι το σπίτι ήταν βουνό. Εμείς είμασταν έξι – επτά νέοι. Καθώς, λοιπόν, είμασταν νέοι εργασθήκαμε με ζήλο, ισιώσαμε το μέρος. Πρώτα κάναμε αυτά τα πεζούλια που είναι εδώ. Και σιγά-σιγά κάναμε το σπίτι. Αλλά δύσκολα, πολύ δύσκολα.
Την εποχή εκείνη συνέπεσε και η γερμανική Κατοχή με πολύ δύσκολα χρόνια για τον τόπο μας, αλλά θα πρέπει να υπήρχε μια βοήθεια και από τη Μονή Βατοπαιδίου.
Ναί, ναί… Αλλά μας βοήθησε ο Θεός. Οι Βατοπαιδινοί ήταν υποχρεωμένοι να μας βοηθήσουν. Να μας δώσουν δηλαδή ξυλεία, ό,τι μας χρειαζόταν. Αλλά εκείνα τα χρόνια οι πατέρες ήταν πιο αυστηροί, και λέγανε: «Αν μπορείτε να κάνετε σπίτι, κάντε το εσείς , όπως ξέρετε. Το Μοναστήρι δεν μπορεί να σας βοηθήσει». Εμείς ζητήσαμε τουλάχιστον να μπορέσουμε να κόψουμε κάμποσες καστανιές. «Όχι, εσείς δεν ξέρετε· θα κάνετε ζημιά», μας απαντούσαν. Εκείνα τα χρόνια ήταν οι Γερμανοί, και εξαιτίας τους δεν είχαν μαστόρους στο Μοναστήρι. Εμείς δεν είχαμε μαστόρους, και παιδευτήκαμε. Όλη την ξυλεία που χρειαστήκαμε την κουβαλήσαμε από τη Μονή Φιλοθέου και την Καρακάλλου, με τη βάρκα που μας δάνειζε ο γείτονάς μας. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν μηχανές, και οι βάρκες ήταν με κουπιά…
Οι Γερμανοί έφθασαν έως εδώ, έφθασαν στην Κολιτσού; Ή μόνο μέχρι τη μονή Βατοπαιδίου;
Μόνο στο Βατοπαίδι. Στην Κολιτσού δεν πάτησαν Γερμανοί. Μόνο αντάρτες, όταν ήταν το αντάρτικο. Έ, αλλά όλα αυτά περάσανε πάλι, δόξα τω Θεώ.
Σήμερα πάντως πρέπει να είναι καλύτεροι οι πνευματικοί δεσμοί με τη Μονή Βατοπαιδίου και με τον Γέροντα Ιωσήφ.
Α, τί λες; Παράδεισος. Μόλις ήρθαν οι πατέρες εδώ από τη Νέα Σκήτη και έγινε και η κοινοβιοποίηση της Μονής, άλλαξαν όλα τα πράγματα. Και οι άλλοι δεν ήταν κακοί άνθρωποι· ήταν πνευματικοί και αυτοί. Αλλά ήταν πιο αυστηροί. Δεν μας υπολόγιζαν. «Α, ήρθε ο κελλιώτης τάδε», έλεγαν. Δεν μας υπολόγιζαν ότι είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Στην εικόνα που βάζουν μετάνοια οι πατέρες της Μονής, σε εκείνη την εικόνα βάζουμε κι εμείς μετάνοια. Δηλαδή, είμαστε κι εμείς Βατοπαιδινοί. Όλα αυτά που βλέπετε εδώ πέρα είναι βατοπαιδινά. Αν δεν κάνεις υπακοή, πάνε τα ράσα σου εκεί, διότι είναι βατοπαιδινά. Γι’ αυτό είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε, πώς να πούμε, υπακοή, διότι έτσι μας διατάζει και ο μοναχικός μας βίος. Ο μοναχός για να βάλει θεμέλιο πρέπει να κάνει υπακοή και να κόβει το θέλημά του. Κι έτσι, ή λίγο ή πιο πολύ, κάνοντας υπακοή και κόβωντας το θέλημά μας, μας βλέπει ο Θεός και η χάρις Του μας σκεπάζει με ταπεινοφροσύνη. Κι αν έχουμε αυτά τα τρία –δηλ. υπακοή, εκκοπή θελήματος, ταπεινοφροσύνη– μπορούμε εύκολα να πολεμήσουμε με τα ακάθαρτα πνεύματα. Διότι εμείς δεν έχουμε πόλεμο σωματικό, αλλά έχουμε πόλεμο –και όλος ο κόσμος βέβαια, προπαντός εμείς οι μοναχοί– με τα ακάθαρτα πνεύματα. Ο σατανάς είναι πνεύμα, δεν κουράζεται. Και συνέχεια ρίχνει μέσα μας διάφορα, χιλιάδες κακές παθήσεις. Όπως σπέρνει ο άνθρωπος σπόρο, ρίχνει στην καρδιά μας και στο μυαλό μας τις κακίες του. Κι αν εκείνα τα σπόρια του τα δεχόμαστε, τότε φυτρώνουν. Κι αν φυτρώσουν και αρχίσουν να κάνουν ρίζες, αλλοίμονό μας τότε. Δύσκολα κόβονται. Κι αυτό ισχύει για όλες τις παθήσεις. Βλέπετε και να μην είναι κάποιος κακός, όταν μάθει να καπνίζει και περάσει καιρός, λέει· «δεν μπορώ, δεν κόβεται». Δηλαδή, όλες τις παθήσεις που έχει ο άνθρωπος μέσα του, αν δεν τις κόψει από την αρχή, ύστερα γίνονται σαν τοίχος. Πού; Κόβεται αυτό; Γι’ αυτό πρέπει και ο καλόγερος να έχει εξομολόγο καλό, και να λέει στον πνευματικό πατέρα όλες τις σκέψεις που ρίχνει στο μυαλό του ο πονηρός. Και τότε εύκολα προκόβει στο μοναχικό βίο.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ιερομόναχος Νεόφυτος Βατοπεδινός (1876 – 3 Απριλίου 1967)



51821075
Ο κατά κόσμον Αγαθάγγελος Θεοχαρούδης του Δημητρίου και της Αναστασίας γεννήθηκε το 1876 στο Γομάτι Χαλκιδικής. Προσήλθε το 1892 στο ωραίο και αρχαίο Βατοπεδινό Κελλί του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου, όπου θησαυριζόταν το χέρι του. Εκάρη μοναχός το 1899 από τον Γέροντα Νεόφυτο τον Α’. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1907 και πρεσβύτερος το 1909.
Υπήρξε άριστος, διακριτικός και φημισμένος Πνευματικός. Τον καλούσαν συχνά στη Χαλκιδική προς εξομολόγηση των πιστών. Σε κανέναν άλλο Πνευματικό δεν πήγαιναν τόσοι πολλοί να εξομολογηθούν. Γράφει ο Γέροντας Γαβριήλ Διονυσιάτης στο περίφημο Λαυσαϊκόν του: «Προΐσταται ως Γέρων ο καλοκάγαθος και ευλαβής πνευματικός Νεόφυτος ιερομόναχος κατ’ έτος καλούμενος προς εξομολόγησιν εις την γείτονα Χαλκιδικήν όθεν κατάγεται, διεδέχθη εν τη διακονία ταύτη έτερον διάσημον πνευματικόν εκ των αυτών Βατοπεδινών Κελλίων τον Νεόφυτον και αυτόν καλούμενον, μνήμην δικαίου μετ’ εγκωμίων καταλιπόντα εις τα πλησιόχωρα μέρη και τοις αγιορείταις πατράσι». Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής († 1999) έλεγε πως κάποτε ένας νέος απογοητευμένος πήγαινε ν’ αυτοκτονήσει, γιατί ένας Πνευματικός τον επετίμησε να κοινωνήσει μόνο προ του θανάτου του. Τον έστειλε στον Γέροντα Νεόφυτο. Ο παπα-Νεόφυτος τον δέχθηκε με συμπάθεια και καλοσύνη. «Μετανοείς, παιδί μου», του είπε˙ «όλα τα κρίματά σου πάνω μου. Την Κυριακή να κοινωνήσεις». Κοινώνησε και σώθηκε.
Ο Γέροντας Νεόφυτος απόκτησε καλή συνοδεία. Τους Θάσιους μοναχούς Σωφρόνιο και Παντελεήμονα και τον μοναχό Παγκράτιο († 1999), που γνωρίσαμε καλά. Ο Γέροντας Νεόφυτος είχε έλθει στο Όρος δεκάχρονος. Δωδεκάχρονο έφερε σ’ ένα καλάθι, πάνω στο γαϊδούρι, από το χωριό τους Γομάτι, τον ανεψιό του, μετέπειτα μοναχό Παγκράτιο, που εκοιμήθη στο Κελλί των Ιωσαφαίων στις Καρυές, ύστερα από φρικτούς πόνους του καρκίνου, μετά από εξομολόγηση μετά δακρύων και Θεία Κοινωνία.
Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 3.4.1967 ο σπουδαίος Πνευματικός Νεόφυτος.
Πηγές–Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Βατοπεδίου. Γαβριήλ Διονυσιάτου άρχιμ., Λαυσαϊκόν του Αγίου Όρους, Βόλος 1953, σ. 60. Διήγησις αδελφών Ιωσαφαίων – Καρυών.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β΄ – 1956-1983, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Γερο Χαράλαμπος Κομποσχοινάς: «Μεγάλο πράγμα είναι η ευχή»


Γερο Χαράλαμπος Κομποσχοινάς

Ο γερό-Χαράλαμπος ό Κομποσχοινάς διηγήθηκε: «Ήταν μία γριούλα στην Μικρά Ασία με μία θαυματουργή εικόνα. Θεράπευε Τούρκους και Χριστιανούς.
Στον πόλεμο του ’22 αυτή πήρε την εικόνα- ενώ, λοιπόν, σκότωναν οι Τούρκοι, αυτήν δεν την έβλεπαν και ήρθε στην Αθήνα. Με το μύρο πού έβγαζε ή εικόνα θεράπευσε άρρωστο».
…….Διηγήθηκε άλλη φορά: «Κατά τον χειμώνα του 1943 στην Αθήνα, όπου διέμενα ως λαϊκός, υπήρχε μεγάλη στέρηση των αναγκαίων και σε συνδυασμό με τον βαρύ χειμώνα πολύς κόσμος πέθαινε.
Εκείνη την εποχή συνήθιζα να επισκέπτομαι αυτήν την πολύ ευλαβή καλογριά, ή όποια είχε στο σπίτι της την παλιά εικόνα της Παναγίας από την Μικρά Ασία.
…….Ή εικόνα αυτή έφερε επάνω της πολλά παλαιά τάματα, μερικά εκ των όποιων ήσαν πολύτιμα.
Καθώς λοιπόν στενοχωρούμεθα από την έλλειψη τροφών, μία ημέρα της λέω: «Βρε Μαρία, δεν πουλάς το μάλαμα από την εικόνα να αγοράσουμε τίποτα να φάμε;”» Αυτή απάντησε: «”Τό μάλαμα αυτό είναι της Παναγίας και δεν μπορώ να το πειράξω. “Αν ήθελε ή Παναγία να μας το δώσει θα μας το έδινε”».
Μόλις όμως είπε αυτά τα λόγια ένα χρυσό βραχιόλι από τα τάματα της εικόνος σηκώθηκε μόνο του από την εικόνα και κόλλησε στο τζάμι της σαν να ήθελε να βγει έξω από το προσκυνητάρι. Αυτό το θεώρησε πώς ήταν σημάδι από την Παναγία. Πούλησε το βραχιόλι και αγοράσαμε τρόφιμα, με τα οποία βγάλαμε εκείνο τον δύσκολο χειμώνα».
…….Όταν έγινε μοναχός στο Καλύβι της Παναγίας Καζάνσκας στην Καψάλα αγωνιζόταν πολύ.
Ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος. Του είπε κάποιος Χανιώτης μοναχός ότι κάνει 3.000 μετάνοιες την ώρα και προσπάθησε να τον μιμηθεί και ό ίδιος αλλά έπαθε πτώση στομάχου.
Έλεγε όταν γήρασε: «Έκανα αδιακρισία. Ό Θεός δεν τα θέλει αυτά».
…….Έλεγε: «Μεγάλο πράγμα είναι ή ευχή. Κάθε φορά που λέμε “Κύριε Ιησού Χριστέ…” είναι σαν να λέμε “μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου”».
…….Έπλεκε όλη μέρα κομποσκοίνι λέγοντας την ευχή. Το καλοκαίρι έβγαινε και ξάπλωνε στην αυλή μέσα σε έναν λάκκο πού είχε σκάψει ό ίδιος για να τον ζεσταίνει ό ήλιος. Από κει του βγήκε και το παρατσούκλι «εν τω λάκκω». Παρά την ηλικία του, υπέργηρος ων, περιποιόταν τον κήπο με πολύ κόπο, καθώς μάλιστα είχε και μία κήλη μεγάλη σαν πορτοκάλι, πού τον ταλαιπωρούσε και πού την έδενε με ένα κομμάτι ράσο. Πέραν τούτου είχε καμπουριάσει από την πολύχρονη άσκηση, γι’ αυτό και ή κάθε του κίνηση ήταν εξαιρετικά επίπονη. Του πρότειναν να τον πάνε στο Νοσοκομείο για να κάνη εγχείρηση, καθώς ή κατάσταση του ήταν πολύ επικίνδυνη, αλλά αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας: «Δεν πειράζει, αυτός είναι ό κανόνας μου∙ αν θέλει ό Θεός, δεν παθαίνω τίποτα». Είχε 14 αρρώστιες, όπως έλεγε, και έμενε σ’ ένα κελί ετοιμόρροπο πού έβαζε νερά όταν έβρεχε.
…….Κάποτε πήγε στον γερό-Χαράλαμπο ένας μοναχός νέος για να αγοράσει κομποσκοίνια. Εκείνη την εποχή αντιμετώπιζε ό νέος μοναχός έναν μεγάλο πειρασμό και ήταν πολύ στενοχωρημένος. Όταν έφτασε λοιπόν στον γερό-Χαράλαμπο και του ζήτησε κομποσκοίνια εκείνος, αντί να τον στείλει μέσα στο καλύβι να του φέρει τον τενεκέ πού τα αποθήκευε, όπως έκανε συνήθως, σηκώθηκε με πολύ κόπο από τον λάκκο του και πήγαν μαζί μέσα. Μόλις μπήκαν, του είπε: «Ξέρεις, πάτερ μου, όταν ήμουν νέο καλογέρι στο Έσφιγμένου, ό δαίμονας μου δημιούργησε τον έξης πειρασμό». “Άρχισε τότε να περιγραφή ακριβώς την κατάσταση πού αντιμετώπιζε ό νέος, λες και ήταν αυτός στην θέση του, καθώς και να του δίνη οδηγίες για την αντιμετώπιση της. Στο τέλος, αφού τον παρακίνησε με πολλούς λόγους στον πνευματικό αγώνα, του είπε σοβαρά: «Όλα αυτά σου τα είπα, για να μην απογοητεύεσαι και να αγωνίζεσαι».
…….Έλεγε: «Έρχονται πολλές φορές τα δαιμόνια εδώ πού κάθομαι και πλέκω κομποσκοίνι, να με πειράξουν. Τα σταυρώνω και φεύγουν. Αλλά δεν πάνε μακριά. Τα βλέπω πού κάθονται και περιμένουν πότε θα αμαρτήσω με τον λογισμό για να ξανάρθουν. Θέλει πολλή προσευχή, για να φύγουν μακριά τα δαιμόνια. Θέλει ταπείνωση. Αν ταπεινωθείς, γίνεσαι αμέσως σοφός».
…….«Να προσευχόμαστε για όλους, εκτός από τούς εχθρούς του Θεού, δηλαδή τούς αιρετικούς. Γι’ αυτούς καλά είναι να λέμε: Αν θέλεις. Κύριε, φώτισε τους”».
…….«Σε όσους δεν πιστεύουν δεν λέω βαριά πνευματικά λόγια, για να μην κολαστούν πολύ. “Ό γνούς και μή ποιήσας δαρήσεται πολλά”».
…….«Μία φορά στο Βατοπέδι πήγα να βγω έξω, αλλά θα χτυπούσα, γιατί ήταν βράδυ και δεν έβλεπα. Όποτε ξαφνικά φάνηκε μπροστά μου ένας νέος πού άστραφτε. Το φώς του μ’ έκανε να δώ ότι μπροστά μου ήταν κενό και θα έπεφτα. Αυτός ήταν ό άγιος Ευδόκιμος, όπως μου είπαν, μετά εξαφανίστηκε».
…….Ό γερό-Χαράλαμπος ζούσε απλά, ασκητικά με την ευχή και την ψαλμωδία στο στόμα. Ήταν ειρηνικός και έδινε πολύ καλές συμβουλές, πρακτικές και πνευματικές. Ενώ έκανε όλα τα ανωτέρω, δεν σταματούσαν τα χέρια του να πλέκουν κομποσκοίνι. Είχε μάθει να πλέκει και τη νύχτα χωρίς φώς.
…….Όταν έμενε στον Άγιο Χαράλαμπο στις Καρυές, πάνω από το κρεβάτι του έσταζαν νερά, όταν έβρεχε. Έβαλε τάβλες κάτω από το ταβάνι και πάνω από την θέση του κρεβατιού και ένα νάιλον έτσι τα νερά κυλούσαν δίπλα.
…….”Έλεγε: «Ό μοναχός πρέπει να αρκουδίζει, (δηλαδή να περπατά με τα τέσσερα), από τη νηστεία».
…….Κάποιος νέος πήγε να αγοράσει ένα κατοστάρι κομποσκοίνι από τον γερό-Χαράλαμπο. Τον ρώτησε: «Για την αδελφή σου το θέλεις;». Πράγματι το ήθελε για την αδελφή του. Πρόσθεσε: «Να βάλω στην φούντα κόκκινο νήμα, πού είναι το χρώμα της παρθενίας, γιατί θα γίνει καλογριά». Και όντως έγινε μοναχή μετά από λίγα χρόνια.
…….«Ό Θεός λέει, “θα   εξολοθρεύσω    πάντας τούς εργαζομένους την άνομίαν”.   Αλλά   πέφτουν (γονατίζουν) οι Άγιοι  και  λένε  “και μείς αμαρτωλοί είμαστε, συγχώρεσε μας. Κύριε μας”, και σταματάει την οργή Του ό Θεός».
…….«Άμα εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, τα χάνει ό δαίμονας τα αμαρτήματα και να θέλει δεν μπορεί να πει τίποτε. Διαλύονται οι αμαρτίες, δηλαδή τις συγχωρεί ό Θεός. Αλλά να εξομολογηθείς με αγνότητα, όχι να εξομολογηθείς και να μη βγαίνεις από το δικό σου.
…….Αυτοί λέγονται “πονηρευόμενοι” και” οι πονηρευόμενοι εξολοθρευθήσονται”, λέει. Με ειλικρίνεια να εξομολογήσθε. Σκέψου ότι τα λες στον Χριστό».
…….«Να λέμε την ευχή, αυτή διώχνει τον πειρασμό. Τότε αδυνατεί ό σατανάς. Ή ευχή τον τρώει σαν το ροκάνι, τον καταστρέφει. Μας πολεμά ό εχθρός, όταν το επιτρέπει ό Θεός. Και όσο ζούμε, μέχρι να βγει ή ψυχή μας, θα τον πολεμούμε και μείς. Τότε, όταν τον νικήσουμε και δεν κάνουμε το θέλημα του, θα μάς πάρει στα δεξιά του ό Θεός, στην βασιλεία Του».
…….«Μέγα πράγμα έχουμε το “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με”. Ή ευχή τα έχει όλα και σωτηρία ψυχής και υγεία σωματική και φώτιση και ευχαριστία. Να λέμε την ευχή».
…….«Ή προσευχή χωρίς μετεωρισμούς είναι των τελείων. Ό καλόγερος να κάνη 33 κομποσκοίνια (εκατοστάρια για την ακολουθία του) και να μην τον μέλλη. Ας τον πειράζει με λογισμούς ό διάβολος. Αυτός να συμμαζώνει το νου του. Κάποτε ό Μ. Βασίλειος έταξε μία σκούφια λίρες σε όποιον παπά θα κάνει μία Λειτουργία χωρίς λογισμούς. Πράγματι ένας παπάς κατάφερε μέχρι να τελείωση να κράτηση το νου του καθαρό από λογισμούς. Μετά, λίγο πριν τελείωση, τού ήρθε στο νου του ή σκούφια με τις λίρες και έτσι τις έχασε».
…….«Θέλει ταπείνωση ό Θεός. Όσες αρετές και αν κάνουμε και μάς ρωτήσουν, πώς πάει ή πνευματική ζωή, να λέμε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Άμα πεις καλά είμαι στην πνευματική ζωή τάχασες όλα. Είναι υπερηφάνεια. Γι’ αυτό λέει στις Ώρες “ου κατώκει εν μέσω της οικίας μου ποιών υπερηφανίαν”, δεν κάθομαι λέει στων υπερήφανων τον οίκον».
…….«Για την σωτηρία της ψυχής μας πρέπει να κάνουμε το νόμο του Θεού, να πάμε στην Εκκλησία μας, να συγχωρούμε τον πλησίον σε ότι μας έφταιξε. Επομένως, το παν είναι τα καλά έργα και ή πίστη. Μην απελπιζόμαστε. Ή απελπισία είναι διάβολος».
…….«Εν τω ονόματι Ιησού φάλαγγες δαιμόνων συντρίβονται. Εν τω ονόματι Ιησού στην Δευτέρα Παρουσία παν γόνυ κάμψει. Και μερικοί πλανεμένοι λένε: “Τί θα προσκυνήσουμε το όνομα;”. Ό Απόστολος Παύλος εννοεί Ότι θα προσκυνήσουμε τον Χριστό, όχι το όνομα. Δεν χωρίζεται ό Χριστός από το όνομα Του, ό ίδιος είναι. Με το όνομα Του οι Απόστολοι έκαναν θαύματα».
…….«Μία μέρα έκανα κάτι κουτσοδούλια εδώ πέρα, έπεσα και χτύπησα στο πόδι. Μέρα ήταν και μόλις σηκώθηκα βλέπω κάποιον να με χαμογελάη. “Τί θέλεις εδώ;” του λέω, και δεν μιλάει. “Ποιος είσαι;” τον ξαναρωτώ, και μόλις πήγα να σηκώσω το χέρι να τον σταυρώσω, έγινε άφαντος. “Κοπρόσκυλο”, λέω στον διάβολο, “εσύ ήσουν που με έριξες κάτω;”».
…….«Τον είδα σαν θηρίο, σαν αράχνη, με τα μάτια μου, όχι όνειρα, και παρακάλεσα τον Θεό να με στερέωση στην πίστη».
…….«Αφήνουμε τα θεολογικά, εμείς λέμε τα πρακτικά. Είδα κάποτε σε αγρυπνία στο Κουτλουμουσι τον Άγιο της ημέρας ντυμένο με διακονικά άμφια τρεις φορές βγήκε από το ιερό και χάθηκε. Αφού κοινώνησα, περίμενα να δώ τον διάκο να κάνη κατάλυση, δεν είδα. Ρώτησα και μου είπαν ότι δεν υπάρχει διάκος».
…….«Ό Θεός χαίρεται, όταν λέμε λόγια ψυχικής ωφελείας».

Ο παπα-Νεόφυτος ο Καραμανλής

cebaceb1cf85cf83cebfcebaceb1cebbcf85ceb2ceb9ceb1



Στην Καλύβη του Αγίου Γεωργίου στα Καυσοκαλύβια έζησε, ο ξακουστός ιερομόναχος Νεόφυτος ο Καραμανλής (†1860) που καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και ο οποίος υπήρξε πνευματικός εκατοντάδων αγιορειτών μοναχών. Ανάμεσα στα άλλα,προγνώρισε, σαράντα μέρες πριν, την ημέρα του θανάτου του, διάβασε το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι, έσκαψε ο ίδιος τον τάφο του και αφού μετάλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευλόγησε τους μαθητές του και κάνοντας το σημείο του σταυρού,παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα του στον Κύριο το έτος 1860, σε ηλικία εκατόν έξι ετών, από ταοποίαταογδόντα οκτώ τα έζησε στον Άθωνα.
Διηγούνται για τον π. Νεόφυτο ότι μια φορά έπιασε επ’ αυτοφόρω στον κήπο του ένα αγριογούρουνο να καταστρέφει με το ρύγχος του τα Λαχανικά. Τότε διέταξε το ζώο να σταθεί όρθιο ενώ ο ίδιος πήγε ως τους μαθητές του και τους είπε να το βάλουν σ’ ένα μεγάλο σάκκο και να το μεταφέρουν στο κελλί. Εκεί κατασκεύασαν ξύλινη γούρνα για τροφή και νερό, ο δε Γέροντας τους έδωσε εντολή να το ταΐζουν με ρίζες και χόρτα, ώστε να μην πηγαίνει στους κήπους και προκαλεί ζημιές στους λαχανόκηπους των ερημιτών, που με τόσο κόπο και μόχθο διατηρούσαν.
Παρ’όλο ότι ο παπα-Νεόφυτος δεν φαίνεται να ήταν άριστος καλλιγράφος, είχε την θεάρεστη μοναχική συνήθεια να αντιγράφει πατερικά κείμενα προς ψυχική ωφέλεια και για την κάλυψη λειτουργικών και πνευματικών αναγκών. Ένα τέτοιο χειρόγραφο,στο οποίο «με υποτυπώδη ορθογραφία και τονικό σύστημα» ο παπα-Νεόφυτος αντιγράφει διάφορες ομιλίες, σώζεται σήμερα στη Βιβλιοθήκη της μονής Σίμωνος Πέτρας. Ο παπα-Νεόφυτος ήταν μεγάλος βιβλιόφιλος, όπως διαπιστώνουμε και από σωζόμενο χειρόγραφο της Καλύβης του Αγίου Γεωργίου Καυσοκαλυβίων, του έτους1821, που σήμερα βρίσκεται στη μονή Αγίων Πάντων Πατρων και στο οποίο παραδίδεται σε παράφραση ο «Βίος και η πολιτεία του οσίου Ανδρέα του διά Χριστού σαλού ειςτην απλοελληνικήν». Σημειώνει ο ίδιος στο φ. 113β του χειρογράφου:
«Το παρόν βιβλίον αφιερώθη εις τον ναόν του αγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου εις Καυσοκαλύβια παρά του εν αυτώ ενασκούμενου παπα κυρ-Νεοφύτου Καραμανλή Αυξεντούδη, παρ’ ου και εκαλλιγραφήθη και σταχωδέθη δι’ ιδίων εξόδων εις αιώιον μνημόσυνον αυτού. αωκα [1821] κατά μήνα Δεκέμβριον και ο αποξενώσας αυτό εχέτω αντίδικον τον άγιον Γεώργιον».
Στο χειρόγραφο αυτό ο ίδιος υπογράφει Νεόφυτος Αυξεντούδης, υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό την πνευματική του σχέση με το γέροντα Αυξέντιο της Καλύβης του Αγίου Γεωργίου.
Ο π.Αυξέντιος, έλαμψε ιδιαίτερα με τη φωτεινή του ζωή στη σκήτη. Είχε ένα πήλινο αγγείο, όπου έβραζε για τον εαυτό του χόρτα, που τα μάζευε στην έρημο και τρεφόταν μόνο μ’ αυτά. Καμμιά φορά έτρωγε και ψωμί, αλλά τίποτε περισσότερο,ζώντας με τον τρόπο αυτό περί τα εξήντα χρόνια στα Καυσοκαλύβια. Μετά την κοίμησή του, τον διαδέχθηκε ο υποτακτικός του παπα-Νεόφυτος, ο οποίος ξεπέρασε τον ένα αιώνα ζωής.
Γράφει γι’ αυτόν ο επίσκοπος Πορφύριος Ουσπένσκυ μετά την επίσκεψη του σ’ αυτόν:
«Ο πατήρ Νεόφυτος γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Ανατολή. Από καιρό αγωνίζεται εδώ για τη σωτηρία τη δική του και των άλλων. Είναι πνευματικός, και σ’ αυτόν εξομολογούνται οι μοναχοί πέντε μοναστηριών και οι αρχιερείς που διαμένουν στο Άγιον Όρος… Είναι πολύ αυστηρός. Μου είχε κάνει εντύπωση, όταν διάβασα από τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο ότι όσοι μεταλαμβάνουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, πρέπει να είναι πιο καθαροί κι απ’ την ηλιακή ακτίνα, και ρώτησα τον συνομιλητή μου να μου πει κάτι προς ωφέλειαν.
Με κοίταξε με το διορατικό του βλέμμα και μου είπε:
—Να έχεις φόβο Θεού και νάσαι εγκρατής.
—Αμήν, του απάντησα και στη συνέχεια τον ρώτησα για τη ζωή τους.
—Έχω δέκα υποτακτικούς, μου είπε. Πουθενά δεν πηγαίνουν. Την ήμερα καλλιεργούν τον κήπο και το αμπέλι, και τη νύχτα κάνουν πολλές μετάνοιες, ο καθένας χωριστά. ΄Οποιος απ’ αυτούς αγαπάει περισσότερο απ’ τους άλλους τις μετάνοιες,τότε απαλλάσσεται από τη δουλειά… Αρκούνται στην ξηροφαγία. Μεταλαμβάνουν μια φορά την εβδομάδα μετά από την εξομολόγηση των λογισμών και την συγχωρητική ευχή».

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Μοναχός Δημήτριος Γρηγοριάτης (1930-1976)



Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
 λθα στήν Μονή μας, μλλον μ᾿ ἔφερε Κυρία καί Βασίλισσα το ρους ειπάρθενος Θεοτόκος Μαρία τόν ανουάριο το 1975. κτός πό τούς δικαιολογημένους ξωτερικούς ντυπωσιασμούς μου γιά τά μεγαλοπρεπ κτίρια, τό πόκρημνο τς τοποθεσίας, γιά τούς κρεμαστούς κήπους τς Μονς μου, ο νοερές ματιές μου στράφησαν διαίτερα στά ερηνικά πρόσωπα μις περίπου εκοσάδος Γρηγοριατν μοναχν.

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Ο Γερο – Κωνσταντίνος, ο δια Χριστόν σαλός.


Ο άκακος και σιωπηλός δια Χριστόν σαλός Γερο -Κωνσταντίνος (Αγγελής) γεννήθηκε στο Καλέντσι της Δωδώνης, στην Ήπειρο, στις 10-2-1898. Τον πατέρα του τον έλεγαν Σταύρο και την μητέρα του Ανθούλα. Λε­πτομέρειες από τα πρώτα χρόνια της μοναχικής ζωής του δεν γνωρίζουμε, αλλά αυτό που ξέρουμε είναι ότι είχε κά­νει παλιά στην Ι. Μονή Διονυσίου ως αρχάριος. Χρόνια όμως, συνέχεια, τον έβλεπε κανείς να εμφανίζεται γύρω στις Καρυές και να μένη σ’ ένα γκρεμισμένο Κελλί της Μονής Κουτλουμουσίου. (Παλιά ήταν το «Μονύδριο των Φιλαδέλφων» του Αγίου Γεωργίου).

Εκεί λοιπόν σε μία γωνία του γκρεμισμένου κτιρίου, που έπεφταν λιγότερα νερά από την στέγη και έμπαινε λιγότερο κρύο από τα σπασμένα παράθυρα και τις πόρτες, είχε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες και έμοιαζε σαν αετός στην φωλιά του.

Εξωτερικά ο Γερο – Κωνσταντίνος δεν φαινόταν τι είναι, διότι μόνο σκουφί και γένια είχε, που τον έδειχναν για Καλόγηρο. Πάντα τον σκέπαζε μια παλιά χλαίνη, με ένα σχοινί σφιχτά δεμένο στην μέση, και έδειχνε για κοσμικός. Εσωτερικά όμως ήταν ντυμένος με την Χάρη του Αγγελικού Σχήματος, η οποία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του. Όποιος τον έβλεπε από μακριά τον Γέροντα, τον περνούσε για δυστυχισμένο φτωχό άνθρωπο ή τρελό, αλλά από κοντά, όταν έβλεπε κανείς το λαμπερό του πρόσωπο, καταλάβαινε ότι κάποιο μυστήριο κρύβεται σ’ αυτόν τον ευλογημένο άνθρωπο και δεν τον θεω­ρούσε για τρελό, αλλά τρελούς θεωρούσε εκείνους που έλεγαν τρελό τον Γερο – Κωνσταντίνο.

Ο Γερο – Κώστας (έτσι τον έλεγαν), ενώ ζούσε στις συνθήκες που ανέφερα, με τελεία εγκατάλειψη του εαυτού του, και ενώ ούτε πλενόταν, εν τούτοις ήταν καθαρός, γιατί ζούσε σαν πετεινό του ουρανού.

Με ανθρώπους σπάνια μιλούσε, ενώ με τον Θεό πάντοτε δια της αδιάλειπτου προσευχής. Πολλές φορές ηρπάζετο ο νους του, και, όταν συνερχόταν, έκανε κάτι κινήσεις με το χέρι του, «για να θολώση τα νερά», χωρίς να πη τίποτα και έφευγε. Φυσικά, για τους κοσμικούς ανθρώπους αυτή η συμπεριφορά του ήταν παρεξηγήσιμη. Ακόμη και όταν τους έλεγε κανένα προφητικό, και αυτό τους φαινόταν για ανοησία.

Όταν καμιά φορά μιλούσαν οι γύρω του, και ο Γερο – Κωνσταντίνος δεν τους παρακολουθούσε, γιατί αυτός προσευχόταν, και ο νους του ήταν στον Θεό, πάλι για αφηρημένο τον νόμιζαν. Έπρεπε να τον ρωτάη κανείς πολλές φορές τον Γερο – Κωνσταντίνο και να επιμένη για να απαντήση, και πάλι θ’ άκουγε δυό – τρία λόγια μουρμουριστά, αλλά προφητικά.

Ο Γερο Κωνσταντίνος είχε εσωτερική καθαρότητα, γι’ αυτό έβλεπε καθαρά πολύ μακριά! Δυστυχώς όμως, μερικοί από εμάς τους ταλαίπωρους «τον άνθρωπο του Θεού» τον θεωρούσαμε για ταλαίπωρο άνθρωπο, επειδή έμενε μέσα στα χαλάσματα, ενώ εκείνος εκεί στα χαλάσματα έκτιζε συνέχεια την ψυχή του, η οποία ψυχή αξίζει περισσότερο απ’ όλο τον κόσμο, καθώς μας είπε ο Χριστός.

Όπως ανέφερα, σε μια γωνιά στα χαλάσματα είχε την φωλιά του με τις κουρελιασμένες κουβέρτες και δίπλα του ένα Ψαλτήρι και ένα Ωρολόγιο της Εκκλησίας. Το δε νοικοκυριό του ήταν ένα τενεκάκι από κουτί κονσέρβας με ένα σύρμα για χερούλι! Αυτή ήταν όλη η περιουσία του!

Κάθε Σάββατο περνούσε συνήθως από δύο Κονάκια στις Καρυές, και οι Πατέρες του έβαζαν κάτι από τα περισσεύματα στο τενεκάκι του. Περνούσε πάντα σιωπηλά, χωρίς να ζητάη΄ είχε αρχοντιά. Εάν οι άλλοι ήταν απασχολημένοι, έφευγε χωρίς να πάρη τίποτα. Κάπου – κάπου περνούσε και από τα μπακάλικα και έπαιρνε μόνος του, σαν σπουργίτης, πέντε – έξι ελιές στο χέρι του και έφευγε. Οι μπακάληδες το θεωρούσαν αυτό ευλογία, γιατί τον αγαπούσαν τον Γερο – Κώστα. Εάν κανείς του έβαζε χρήματα στην τσέπη του κρυφά, τα άφηνε και αυτός κρυφά στα μπακάλικα και έφευγε.

Έτσι φρόνιμα ζούσε ο Γερο – Κώστας στο Περιβόλι της Παναγίας, σαν άκακο αρνάκι.

Δυστυχώς όμως, πριν από ένδεκα χρόνια, το 1969, επειδή έρχονταν πολλοί κοσμικοί, Ευρωπαίοι, και τον νόμιζαν για τρελό, έτσι όπως εμφανιζόταν στις Καρυές, οι Αρχές έστειλαν στο Τρελοκομείο τον άνθρωπο του Θεού! Εκεί στην κλινική, αφού τον εξέτασαν οι γιατροί, δεν του βρήκαν τίποτε. Τα μυαλά του ζύγιζαν τετρακόσια δράμια (μια οκά), αλλά εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, oι εξωτερικοί, με την κατ’ όψιν κρίση μας, τον αδικήσαμε και στην συνέχεια. Ενώ τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο. Εκεί, επειδή είχε βρεθή τελείως ξαφνικά σε κοσμικό περιβάλλον – στην Θεσσαλονίκη - έπιανε μία γωνία και έλεγε την ευχή, και από τα μάτια του κυλούσαν συνέχεια τα δάκρυα σαν χάνδρες.



Όταν έμαθα ότι ο Γερο – Κώστας πέρασε αυτή την ταλαιπωρία και βρίσκεται πια στο Γηροκομείο, είπα στην αδελφή που ήταν στην Γραμματεία να τον φροντίζη. Φυσικά, ήταν καλύτερα από το Τρελοκομείο στο Γηροκομείο, αλλά όσο και καλά να ήταν, για τον φιλήσυχο Μοναχό Γερο – Κωνσταντίνο το Περιβόλι της Παναγίας ήταν καλύτερο και απ’ όλα τα παλάτια του κόσμου.

Απορούσε το καημένο Γεροντάκι και έλεγε στην α­δελφή :

-Γιατί μ’ έφεραν εδώ;

Εκεί λοιπόν πέρασε την επίλοιπη ζωή του ο «δια Χριστόν σαλός», ο οποίος ταλαιπωρήθηκε από εμάς τους κοσμικά έξυπνους.

Δεν έχει σημασία που κοιμήθηκε κι αν κοιμήθηκε στο Γηροκομείο… και όχι στο Άγιον Όρος ο Γερο – Κώστας. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι θα ξύπνησε στον Παράδεισο, ο πολύ έξυπνος, ο «δια Χριστόν σαλός» Γερο – Κωνσταντίνος. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.



Απόσπασμα απο το βιβλίο ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ


Γέροντος Παισίου Αγιορείτου

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

π. Αθανάσιος Γρηγοριάτης· ο Γέροντας της ειρήνης και της υπομονής († 10 Ιανουαρίου 1953)

gerontaw athanasios - 0001.tif[5]



Ο π. Αθανάσιος υπήρξε σεβάσμια μορφή που θύμιζε τους παλαιούς Πατέρες της Θηβαΐδας. Πράγματα απλά και σημαντικά όπως η γαλήνη, η ηρεμία, η έλλειψη ταραχής, η υπομονή, η εσωτερική ειρήνη και η ευγένεια στις σχέσεις του με τους άλλους, ήταν τα στοιχεία που συνέθεταν την προσωπικότητά του. Πτωχεία και στέρηση ήταν αναπόσπαστα στοιχεία στη ζωή του π. Αθανασίου, που διέθετε το διορατικό χάρισμα και γεύθηκε θείες παρηγορίες και ουράνιες χαρές.
Ως ηγούμενος στην Ι. Μ. Γρηγορίου (1924-1937)… θύμιζε μοναχούς της Μονής Στουδίου: « Πρέπει, έλεγε, να μείνουμε στύλοι ακλόνητοι εις τας παλαιάς παραδόσεις των πατέρων μας». Πάν απ’ όλα τοποθετούσε την υπομονή και την ειρήνη. Την χάρη της σιωπής προσπαθούσε να την μεταδώσει και στους υποτακτικούς του. Έλεγε συχνά: « Με τη σιωπή σώζεται κανείς από πολλά κακά».
Είχε το χάρισμα να απαλλάσσει τις ψυχές από το δαιμόνιο της λύπης. Το πετραχείλι του κάτω από το οποίο πολυάριθμες ψυχές βρήκαν παρηγοριά και ειρήνη, σώζεται σήμερα στην Ι. Μ. Γρηγορίου και συχνά ευωδιάζει. Όταν δε το αγγίξει στο κεφάλι του κάποιος μοναχός, που ταλαιπωρείται από λογισμούς λύπης και ταραχής αμέσως γαληνεύει.
Ο θάνατος του όχι μόνο δεν έσβησε τη μορφή του από τις καρδιές των υποτακτικών του, αλλά αντίθετα τη κατέστησε πιο ποθητή. Πολλές φορές στον ύπνο τους άλλοι τον είδαν να λάμπει μέσα σε θαυμαστό φως, άλλοι να βρίσκεται σε τιμητική θέση, άλλοι να λειτουργεί με εξαίρετα άμφια σε μεγαλοπρεπή ναό, άλλοι να παρουσιάζεται επιβλητικός και να τους βγάζει από κάποια δύσκολη θέση. Ο μακάριος Γέροντας υπήρξε χωρίς καμιά αμφιβολία «σκεύος χρυσίου ολοσφύρητον κεκοσμημένον παντί λίθω πολυτελεί».
( Αρχ. Χερουβείμ, Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές, Αθανάσιος Γρηγοριάτης, Εκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου, Ωρωπού – Αττικής – αποσπάσματα)
Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

“Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις….”Σχετικές διδακτικές διηγήσεις του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη


ce93ceadcf81cebfcebdcf84cebfcf82ce94ceb1cebdceb9ceaecebb
Έλεγε ό Γέρο – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ό Γέροντας της Καλύβας «Εισοδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενο.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ό μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τίς ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα – Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»
Ό Γέροντας του Παπα – Γρηγόρης σ’ αυτά απάντησε:
— Αδελφέ Θεοφύλακτε, ό Πανάγαθος θεός, με τίς προσευχές των ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους Του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ό Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί – Σώμα κι από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’ αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή φύση των υδάτων.
Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:
Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
Ναι αδελφέ, άκουσε και γι’ αυτό: Όταν ό πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Αδη, τότε πέφτοντας αυτός, παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ό αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών τής Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ’ αρχής, ό διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η’ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ό Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ό Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ό αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ό Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ό ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ό οποίος με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’ αυτό δείχνοντας μας το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός ενώ ηυδόκησα…» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ό μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ό κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
Γλυκύτερο το νερό της θάλασσας.
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ’ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ό Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ό Πάτερ θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ό αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ό πάτερ Θεοφύλακτος δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ό αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...