(Μαξίμου
ἱερομονάχου Καυσοκαλυβίτου: Ἀσκητικὲς
Μορφές, καὶ Διηγήσεις ἀπὸ τὸν Ἄθω, Ἱερὸν Κελλίον Ἁγίου Ἀντωνίου, Κρύα Νερά,
Ἅγιον Ὄρος, 20064 )
Ὁ
πατὴρ Γεδεών, ἐγεννήθη τὸ ἔτος 1781 στὴν Ζαγορὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Κατὰ τὸ
βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Γεώργιος καὶ μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του θέλησε νὰ
πάῃ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀλλὰ τὸ ἔμαθαν οἱ ἀδελφοί του καὶ παρακάλεσαν ἕναν Τοῦρκο νὰ
τὸν δείρῃ, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ τὸν φοβίσουν. Ὁ Τοῦρκος μὲ πολλὴ
προθυμία ἐκπλήρωσε τὴν παραγγελία καὶ οἱ ἀδελφοὶ εἶχαν τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ
Γεώργιος δὲν σκέπτεται πλέον τὸν μοναχισμό. Αὐτὸς ὅμως περίμενε τὴν κατάλληλη
στιγμή, καὶ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὸ βιβλίο: Βίοι Ἀθωνιτῶν τοῦ ιθ΄ αἰῶνος· τοῦ ἱερομονάχου
Ἀντωνίου, ἀναφέρονται ἀρκετὲς λεπτομέρειες ἀπὸ τὴν ζωή του, πῶς ἦλθε στὴν Ἁγία Ἄννα,
στὴν Μεγίστη Λαύρα, στὴν Μονὴ Παντελεήμονος καὶ κατέληξε στὰ Καυσοκαλύβια μὲ τοὺς
δύο μαθητάς του, Κοσμᾶ καὶ Δαμιανό.
Ὁ
γέρο Γεδεών, σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ζωῆς του στὴν ἔρημο, ἀναπαυόταν λιγότερο ἀπὸ
δύο ὥρες καθημερινῶς καὶ μάλιστα μισοκοιμόταν, χωρὶς νὰ διακόπτῃ ποτὲ τὴν νοερὰ
προσευχή, καὶ τηροῦσε αὐστηρῶς τὸν κανόνα τῆς σιωπῆς. Ὅταν πλησίαζε ἡ ὥρα τῆς ἀναπαύσεως,
τοποθετοῦσε στὰ γόνατα ἕνα μαξιλάρι, ἔγερνε στὸ κεφάλι καὶ ἀποκοιμόταν, ἀλλὰ οὐδέποτε
ξάπλωσε στὸ πλευρό, ἕως ὅτου ἡ ἀσθένεια τὸν ἀνάγκασε νὰ κατακλιθῇ. Τὰ τελευταῖα
χρόνια ὁ Δαμιανός, προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσῃ νὰ ἐγκαταλείψῃ αὐτὸν τὸν ἀγώνα
λέγοντάς του: Πάτερ, εἶσαι ἤδη ἡλικιωμένος
καὶ ἄῤῥωστος. Σοῦ εἶναι ἀπαραίτητη λίγη ἀνάπαυση. Ξάπλωσε, τουλάχιστον, ὅταν εἶναι
ἀνάγκη νὰ κοιμηθῇς. –Μὰ ἀκριβῶς τώρα πρέπει νὰ ἀγωνιστῶ, ἐπειδὴ εἶμαι ἡλικιωμένος
καὶ βρίσκεται κοντὰ ὁ θάνατος· ἀπαντοῦσε ὁ γέροντας. Γνωρίζεις τί εἶπε ὁ Ἀββάς; Ἂν πείσῃς Ἄγγελο νὰ ξαπλώσῃ, τότε θὰ πείσῃς
κι ἐμένα. Κι ἐγὼ νὰ κοιμᾶμαι σὰν ζῶο;
Ἂν
καὶ τηροῦσε αὐστηρῶς τὴν νηστεία, ὡστόσο ἔπινε κρασί, καὶ ἔτρωγε φαγητὸ μὲ
λάδι, ὅταν ὑπῆρχαν. Τὰ τελευταῖα ὅμως 17 ἔτη, μὴ ἐπιθυμώντας καμία παρηγορία γιὰ
τὸ σῶμα καὶ μὴ ὑπολογίζοντας τὴν ἀσθένεια, οὔτε ἔδεσμα μὲ λάδι ἔφαγε, οὔτε ἤπιε
κρασί. Συνήθως τρεφόταν μὲ τὸ ἑξῆς μίγμα: Ἔβραζε νερὸ σὲ μικρὸ μπρίκι, ἀνακάτευε
σὲ αὐτὸ ἀλεύρι, καὶ χωρὶς νὰ προσθέτῃ τίποτε ἄλλο, τὸ ἔτρωγε. Τὸ σῶμά του τόσο ἀδυνάτισε,
ὥστε πρὶν τὸν θάνατο εἶχαν ἀπομείνει μόνο τὰ ὀστὰ καὶ τὸ δέρμα. Στὴν μορφή, ἦταν
ἴδιος μὲ τὸν Ἅγιο Ἀρσένιο, γέρων ἀσπρομάλλης, στεγνός, ψηλός, κυρτωμένος. Ὅμως
τὸ πρόσωπό του, παρ’ ὅλα τὰ φρικτὰ μαρτύρια, ἦταν ἀγγελικό.
Ὁ
μαθητής του Δαμιανός, κάποτε ἀῤῥώστησε καὶ ὑπέφερε ἑνάμιση χρόνο. Μὴ μπορώντας
νὰ ἀντέξῃ, ζήτησε ἀπὸ τὸν γέροντα νὰ προσευχηθῇ γιὰ τὴν θεραπεία του. Κάνε ὑπομονὴ παιδί μου, ἀπήντησε ὁ
γέροντας, αὐτὴ ἡ ἀσθένεια εἶναι πρὸς ὄφελός
σου. Ὅσο ὁ ἄνθρωπος πάσχει σωματικῶς, τόσο ἡ ψυχή του καθαρίζεται. Ὀ Δαμιανὸς
τότε τὸν ῥώτησε πῶς νὰ προσεύχεται. Πρὸς
τὸ παρόν, εἶναι ἀρκετὴ ἡ ὑπομονή σου, ἀπήντησε ὁ γέροντας, ἀλλὰ ἡ ἀσθένεια προετοιμάζει γιὰ τὴν
προσευχή, ὁπότε θὰ ἀσχοληθῇς καὶ μὲ τὴν προσευχή. –Μὰ πῶς θὰ γίνει αὐτό; ῥώτησε
ὁ Δαμιανός. –Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βιάζῃ τὸν
ἑαυτό του, τοῦ εἶπε ὁ γέροντας, ἀλλὰ
ποτὲ χωρὶς πνευματικὸ καθοδηγητή. Διότι μόλις ἀρχίσῃ αὐτὸν τὸν ἀγώνα, ὁ
διάβολος τὸν κεντρίζει καὶ ἡ φαντασία ἐξαπατᾷ τοὺς ἀπείρους. Τὸ ὄνομα τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Θεομήτορος, δὲν θὰ πρέπει νὰ χωρίζεται ἀπὸ τὴν
καρδιά σου. Σὲ αὐτὸ θὰ σὲ βοηθήσῃ ἡ ἐγκράτεια. Ὅ,τι κι ἂν κάνῃς, νηστεία,
προσευχή, ἠ κάποιον ἄλλον ἀγώνα, σκέψου ταπεινά, ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα. Ἂν ὁ
ἄνθρωπος ἐπιτυγχάνῃ σὲ ὅλες τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν πιὸ βασική, δηλαδὴ
τὴν ταπείνωση, ὅλα τὰ ὑπόλοιπα δὲν ἔχουν σημασία. Ἐγὼ πλέον δὲν ἀνήκω σὲ αὐτὸν
τὸν κόσμο. Καὶ ἐσὺ νὰ ἔχεις πάντοτε στὸν νοῦ σου τὴν ὥρα τοῦ θανάτου καὶ νὰ μὴν
κοιτάζῃς στὰ πρόσκαιρα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος, δόξα, πλοῦτο καὶ ἄλλα παρόμοια. Νὰ ἀπομακρυνθῇς
ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ φροντίζῃς γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή. Ἐγὼ εἶχα μεγάλη ἐπιθυμία καὶ
ζῆλο νὰ ἐκπληρώσω ὅλες τὶς ἀρετές. Ἀλλὰ ὁ ἐχθρὸς μοῦ ἔβαλε πολλὰ ἐμπόδια. Γιὰ νὰ
ἀποκτηθοῦν οἱ ἀρετές, πρέπει νὰ νικήσῃς ὅλους τοὺς πειρασμούς. Ὅποιος δὲν ὑπομένει
τοὺς πειρασμούς, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχῃ οὔτε στὶς ἀρετές. Ὅποτε ἔπρεπε νὰ
νηστεύσω ἢ νὰ προσευχηθῶ, ὁ διάβολος πάντοτε μοῦ ἐναντιωνόταν, βάζοντας
πειρασμούς, γιὰ νὰ καταστρέψῃ ὅ,τι ἄρχιζα.
Ὅ
γέροντας, κάποια Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ὥρισε στὸν ἑαυτό του ὡς κανόνα νὰ παίρνῃ
καθημερινῶς μόνο μικρὴ ποσότητα ψωμιοῦ καὶ νεροῦ. Ἀρχικῶς ἀπὸ ἑκατὸ γραμμάρια τὴν
ἡμέρα καὶ κατόπιν ὅλο καὶ λιγότερα, ὥσπου ἔφθασε στὸ ἐλάχιστο. Καὶ νὰ τὶ
συνέβη. Τότε ἔτυχε νὰ γκρεμιστῇ ὁ τοῖχος κοντὰ στὸ Κυριακὸ τῆς Σκήτης. Ἀμέσως ἐκάλεσαν
ὅλους τοὺς μοναχούς, γιὰ νὰ τὸν ἐπιδιορθώσουν, ὥστε οἱ φθινοπωρινὲς βροχές, νὰ
μὴν εἰσχωρήσουν καὶ καταστρέψουν τὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐργασία ἦταν δύσκολη. Οἱ
πέτρες μεταφέρονταν ἀπὸ τὸ λατομεῖο σὲ ἀπότομη πλαγιά. Ὁ πατὴρ Γεδεών, δὲν ἤθελε
νὰ παραβῇ τὸν κανόνα του καὶ νὰ ἐγκαταλειφθῇ ἔτσι στὸν διάβολο, διακόπτοντας τὴν
νηστεία του. Σύντομα οἱ ὑπόλοιποι παρετήρησαν τὶ τρώει καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν
κατηγοροῦν. Τὸν ὀνόμαζαν ὑποκριτή, ἐπειδὴ δῆθεν ἔκανε ἐγκράτεια χάριν ἐπιδείξεως
καὶ φιλοδοξίας καὶ ἐπίσης γιὰ νὰ τοὺς ντροπιάσῃ. Ὁ γέροντας ἀπήντησε ταπεινά: Ἐγὼ δὲν ἔβαλα στὸν ἑαυτό μου, κανενὸς εἴδους
κανόνα. Ἀλλὰ δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ φαγητὸ καὶ ποτό, καὶ γιὰ αὐτὸ δὲν τρώω καὶ δὲν
πίνω.
Τὸ
ἔτος 1869 πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα, οἱ μαθηταί του ῥώτησαν τὸν γέροντα: Νὰ πᾶμε στὴν ἀγρυπνία; Τοὺς κράτησε, ὅπως
ἔκανε συχνά, ὁπότε ἔμειναν κοντά του καὶ ἔκαναν τὴν ἀγρυπνία μὲ τὸ κομποσχοίνι.
Περίπου τὰ μεσάνυχτα τὸν ξαναρώτησαν: Θὰ
συνεχίσουμε; -Ἂς πάει ὁ Κοσμᾶς στὴν ἐκκλησία. Ἐσὺ Δαμιανέ, μεῖνε μαζί μου.
Μπορεῖ σὲ λίγο νὰ πεθάνω. Ζήτησε νὰ ἀνάψουν κερί, καὶ νὰ θυμιάσουν τὸ δωμάτιο.
Αὐτὸ ἔγινε τρεῖς ὥρες πρὸ τῆς κοιμήσεώς του. Ἦταν φανερό, ὅτι πρὶν ἀκριβῶς ἀπὸ
τὸν θάνατο, ὁ διάβολος ἤθελε νὰ συγχύσῃ καὶ νὰ ἀναστατώσῃ τὸν γέροντα μὲ τὴν ἐπιμονὴ
τῶν ὑποτακτικῶν του νὰ πᾶνε νὰ συνεορτάσουν μὲ ὅλους τοὺς πατέρες, ἀλλὰ ἀνεχώρησε
ντροπιασμένος, διότι ὁ πιστὸς δοῦλος τοῦ Θεοῦ, γαλήνια, εἰρηνικὰ καὶ χαρούμενα,
παρέδωσε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο· ἁπλὰ κλείνοντας τὰ μάτια, σὰν νὰ κοιμήθηκε.
Καὶ ἦταν Χριστούγεννα, τὴν ὥρα ποὺ στὴν ἐκκλησία ἔψαλλαν τὸν Χερουβικὸ Ὕμνο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου