του Στρατή Ανδριώτη
Θαυμαστός
είναι ο βίος του Οσίου Παϊσίου του Μεγάλου που συντρίβει κάθε κακοδοξία
αιρετικού, ή δύσπιστου ανθρώπου. Ως εκ τούτου καταδεικνύει την Αλήθεια
της Ορθοδόξου πίστεως.
Γεννήθηκε
στην Αίγυπτο γύρω στο 300μ.Χ. Αφιερώθηκε στον Θεό κατά θεία παραγγελία
που απεκάλυψε Άγγελος Κυρίου στην μητέρα του. Επόθησε να γίνει μοναχός
και αναχωρών στην έρημο υποτάχθηκε στον Αββά Παμβώ, ασκούμενος την
υπακοή, την υπομονή, την ανάγνωση των Γραφών, προσευχόμενος και
βασανίζοντας το σώμα με αγρυπνίες και νηστείες, στην αρχή τρώγων λίγο
άρτο και άλας μόνο κάθε Σάββατο, αργότερα κάθε δύο Σάββατα, φθάνοντας σε
σημείο να ζήσει νηστικός με την δύναμη του Θεού επί 70 έτη,
μεταλαμβάνοντας κάθε Κυριακή των Αχράντων Μυστηρίων!
Για
ακόμα περισσότερη άσκηση και ησυχία είχε αναχωρήσει βαθύτερα στην έρημο
και κατοίκησε σε σπήλαιο που λάξευσε ο ίδιος, διδάσκοντας πολλούς
ασκητές και λαμβάνοντας το χάρισμα να μεσιτεύει στον Θεό και να
συγχωρούνται οι αμαρτίες όσων παιδεύονταν στον Άδη! Συχνά παρουσιαζόταν
σ’ αυτόν Προφήτες, όπως ο Ιερεμίας ερμηνεύοντάς του απόκρυφα νοήματα.
Άλλες φορές αρπάχτηκε εκστατικός στον ουρανό βλέποντας τα κάλλη του
Παραδείσου, καθώς και όλους τους Αγίους! Άλλοτε έβλεπε τον Άγιο
Κωνσταντίνο, ή και τάγματα Αγγέλων που φύλαγαν τους Μοναχούς.
Ακόμα
και ο ίδιος ο Χριστός παρουσιαζόταν πολλές φορές ενώπιόν του και τον
καθοδηγούσε στην ενάρετη βιωτή! Μία εξ’ αυτών, ενώ προσευχόταν ο θείος
Παΐσιος στο κελί του, παρουσιάσθηκε ο Χριστός με δύο Αγγέλους, και του
λέει: «Χαίροις Παΐσιε, σήμερα πρέπει να μας φιλοξενήσεις»! Ο Παΐσιος,
μιμούμενος τον Πατριάρχη Αβραάμ, τους δεξιώθηκε με προθυμία, όχι όμως
ετοιμάζοντας φαγητά και ποτά, αλλά φιλοξένησε τον πανταχού παρόντα με
γνώμη καθαρά. Έπειτα έχυσε νερό μέσα στον νιπτήρα, ένιψε με την άκρα
συγκατάβαση του Κυρίου τους αχράντους πόδας Του, και ενώ ο Παΐσιος
επιμελώταν προθύμως την φιλοξενία, ο Σωτήρ έδειχνε σ’ αυτόν φιλανθρώπως
την μεγάλη αγάπη Του. Επειδή από τα καλά της φιλοξενίας δεν είναι τίποτα
άλλο πιο καταδεκτικότερο από το να πλύνει κανείς τα πόδια εκείνων οι
οποίοι έρχονται προς αυτόν, γι’ αυτό έπραξε αυτό και ο Παΐσιος. Ο Κύριος
λέγων προς αυτόν «ειρήνη σοι τω εκλεκτώ μου θεράποντι», έγινε άφαντος.
Ο
θείος Παΐσιος, φλεγόμενος από τον θείο έρωτα της συνομιλίας του και
μιμούμενος τον Κλεώπα, έχοντας όπως εκείνος καιομένη την καρδιά και
δυσκολοκράτητη, έδραμε στο νερό εκείνο το απόνιμμα των ποδών Του που
άφησε ο Σωτήρ, και έπινε αυτό προθύμως με μεγάλη επιθυμία, αφήνοντας
λίγο για τον μαθητή του, ο οποίος έλειπε στην Αίγυπτο. Όταν ο μαθητής
του επέστρεψε κατάκοπος από την οδοιπορία, του είπε ο Όσιος: «πήγαινε
τέκνον, στον νιπτήρα και πιές το νερό που έχει μέσα για να σβήσεις την
δίψα που έχεις από το καύμα του ήλιου». Ο μαθητής λέγοντας ότι θα κάνει
την προσταγή του, έλεγε από μέσα του: ‘‘αντί να με στείλει στη βρύση να
πιώ νερό καθαρό και δροσερό, με προστάζει αδιακρίτως να πιω το νερό του
νιπτήρα, που είναι απόνιμμα’’; Ενώ αυτά συλλογιζόταν ο μαθητής, ο Όσιος
του είπε πάλι: «πήγαινε τέκνον, στο νιπτήρα και πιες». Ο μαθητής είπε θα
πάω, αλλά δεν πήγε. Για τρίτη φορά του είπε ο Όσιος να πιεί, αλλά δεν
υπάκουσε. Τότε του είπε ο Όσιος: «απέλαβες ω τέκνον, την πληρωμή της
παρακοής σου, διότι στερήθης τα θεία χαρίσματα». Αυτά ακούγοντας ο
μαθητής λυπήθηκε πολύ, και πηγαίνοντας στον νιπτήρα δεν βρήκε τίποτα και
είπε στο Γέροντα: «δεν βρίσκω πάτερ νερό στον νιπτήρα για να πιω». Και ο
θείος Παΐσιος είπε σ’ αυτόν: «πως είναι δυνατόν να βρείς, αφού έκαμες
ανάξιο τον εαυτό σου; διότι η παρακοή αποδιώκει από τον παρήκοο το
χάρισμα, καθώς η υπακοή το προξενεί στον υπάκουο».
Λυπούμενος
ο μαθητής για αυτά που άκουσε, ρώτησε ποιο ήταν το μέγα χάρισμα το
οποίο στερήθηκε και πως εξαφανίσθηκε το νερό από τον νιπτήρα. Τότε ο
Όσιος διηγήθηκε σ’ αυτόν όλα τα γενόμενα, λέγοντας και τούτο: «επειδή
έμεινες στην παρακοή και δεν κατεδέχθης να πιείς εκείνο το νερό, το
οποίο επροστάχθης τρεις φορές, για αυτό κατέβηκε από τον ουρανό Άγγελος
Κυρίου, ο οποίος λαβών με κάθε ευλάβεια στα χέρια του το ιερό εκείνο
απόνιμμα, ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Ακούγοντας ο μαθητής αυτά έφριξε και
τρόμαξε στο διήγημα, και έμεινε ώρα πολλή άφωνος. Έπειτα ερχόμενος στον
εαυτό του έκλαιε και οδυρόταν για την συμφορά του φωνάζοντας θρηνωδώς:
«Αλλοίμονο σ’ εμένα το πανάθλιο! πόσο μέγα αγαθό έχασα! ποιος φθονερός
δαίμονας δεν με άφησε να το απολαύσω»! Αφού με αυτούς τους λόγους
έκλαυσε τον εαυτό του και μετανόησε, ζητούσε με δάκρυα να βρει έλεος.
Ευσπλαχνισθείς αυτόν ο Όσιος του είπε: «Ο Αδάμ, τέκνον μου, για την
παρακοή του εξέπεσε από τον Παράδεισο και αντί της αιωνίου ζωής απέκτησε
τον θάνατο, ως ανάξιος της δόξης εκείνης και των αγαθών εκείνου έγινε
εξόριστος. Με αυτό τον τρόπο και συ, διότι παράκουσες την εντολή μου,
εξέπεσες από την χάρη την οποία έμελλες να απολαύσεις. Επειδή όμως
λυπάσαι πικρώς και μετανοείς, σήκω από το πτώμα της παρακοής και κάμε
υπακοή, εξιλέωσε θερμώς τον Θεό και ζήτησε παρ’ αυτού την συγχώρησή σου,
διότι ο Θεός ευσπλαχνίζεται τους μετανοούντας και ελεεί εκείνους οι
οποίοι τον παρακαλούν». Έτσι παρηγορήθηκε ο μαθητής από τους λόγους του
γέροντός του και υπέμεινε.
Πηγή: http://stratisandriotis.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου