Η
Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το
ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17
ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι
όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία
(στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).
Γρήγορα,
παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες
της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να
εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες
μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό
της φρόνημα. Κάποια ημέρα όμως, ένα στρατιωτικό σώμα το οποίο
κατεδίωκε χριστιανούς, με επικεφαλής το Σεληνο (288 μ.Χ.) έφθασε και στο
μοναστήρι της Φεβρωνίας.
Η Ηγουμένη φοβόταν για την Φεβρωνία
Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλο φόβο και αγωνία, πως να φυλάξει την Φεβρωνία από τους ασεβείς για να μην την διαφθείρουν. Έτσι, οι μεν άλλες έτρωγαν μία φορά την ήμερα, ενώ αυτήν την διέταξε να τρώγει μία φορά κάθε δύο μέρες, για να μαραθεί πολύ η ομορφιά της και να φαίνεται άσχημη. Η Φεβρωνία έκανε περισσότερο αγώνα, όσο μπορούσε, και δεν χόρταινε ούτε ψωμί, ούτε νερό, αλλά έτρωγε μόνο τόσο όσο για να ζει. Επίσης κοιμότανε λίγο, και όχι στο στρώμα, αλλά ξεκουραζόταν καθισμένη σε σκαμνί ή ξάπλωνε κάτω στην γη για να μην έχει ανάπαυση, ώστε να κοιμάται λίγο και να βασανίζει το σώμα της. Όταν πειραζόταν στον ύπνο της από τον διάβολο, σηκωνότανε αμέσως και παρακαλούσε με δάκρυα τον Θεό να τον διώξει. Διάβαζε με μεγάλη προσοχή τα βιβλία, διότι εκ φύσεως ήταν φιλομαθής.
Από φόβο κρύβονται οι Μοναχές
Εκείνες τις ημέρες ήλθε στην περιοχή τους ο Σελήνος με τον Λυσίμαχο. Έτσι όλοι οι Χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηναν τα κελιά τους και έφευγαν στα όρη και στα σπήλαια, ακόμη και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και κρυβόντουσαν για τον κίνδυνο που ερχόταν. Όταν άκουσαν αυτό οι Μοναχές εκείνης της Μονής, πήγαν λοιπόν στην Ηγουμένη και της είπαν. «Συγχώρησέ μας να κρυφτούμε, διότι δεν είμαστε εμείς καλύτερες από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπο. Γνωρίζεις ότι εδώ είναι μερικά κορίτσια, και κινδυνεύουν πρώτα μεν να τις μιάνουν οι στρατιώτες, δεύτερον δε δεν μπορούμε να υπομείνουμε τα βασανιστήρια, και θα στερηθούμε, οι ταλαίπωρες και τον μισθό της ασκήσεως. Λοιπόν εάν ορίζεις, ας πάρουμε και την Φεβρωνία, που ήταν άρρωστη, και ας κρυφτούμε σε κάποιο μέρος». Η Φεβρωνία απάντησε. «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο νυμφεύθηκα και του αφιέρωσα την ψυχή μου. Δεν βγαίνω από αυτόν τον τόπον, αλλά εδώ θα πεθάνω και θα ενταφιασθώ για τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη τις είπε. «Κάθε μία γνωρίζει το συμφέρον της, κάντε όπως θέλετε». Τότε μία - μία χαιρετούσε την Ήγουμένη και την Φεβρωνία και έφευγαν.
Οι διώκτες πάνε στο Μοναστήρι
Το πρωΐ, όταν ανέτειλε ο ήλιος έγινε στην πόλι μεγάλη ταραχή και σύγχυση, διότι ο Σελήνος διέταξε και έριξαν στις φυλακές πολλούς Χριστιανούς τους οποίους βασάνισαν. Του ανέφεραν λοιπόν μερικοί Έλληνες, γι’ αυτό το Μοναστήρι, και αμέσως έστειλε στρατιώτες, να φέρουν στο δικαστήριο όσες βρουν εκεί. Έσπασαν λοιπόν οι στρατιώτες τις πόρτες και αφού μπήκαν μέσα βρήκαν μόνον τρεις. Κάποιος στρατιώτης έβγαλε το ξίφος να σκοτώσει την Ηγουμένη. Τότε η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια τους και τους είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεόν ο οποίος κατοικεί στα ουράνια, να σκοτώσετε πρώτα εμένα, για να μη δω τον θάνατο της Κυρίας μου». Έτσι επέστρεψε στο Πραιτώριο, και λέγει στον Λυσίμαχο. «Πήγαμε στο Μοναστήρι, και είδα μία νέα της οποίας θαύμασα την ομορφιά. Μα τους θεούς δεν είδα ωραιότερη γυναίκα, και πράγματι είναι άξια για σένα». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «Έχω εντολή από την μητέρα μου να μην κακοποιήσω Χριστιανό. Πως να κάνω κακό στις δούλες του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τις διαφυλάξεις, ώστε να μη πέσουν στα χέρια του θείου μου». Ένας όμως πολύ κακός στρατιώτης ανέφερε στο Σελήνο αυτό. Τότε θύμωσε ο Σελήνος και έστειλε στρατιώτες να φέρουν την νέα στο δικαστήριο. Πήγαν λοιπόν, την άρπαξαν σαν άγρια θηρία, την έδεσαν από το λαιμό και την έσυραν. Η Ηγουμένη και η Θωμαΐς προσπάθησαν να πάνε μαζί της για να την συμβουλεύσουν, αλλά οι στρατιώτες δεν επέτρεψαν. Έτσι τους παρακάλεσαν να τις αφήσουν να κάνουν προσευχή προς τον Κύριον.
Ο Κόσμος στο πλευρό της Φεβρωνίας
Όταν τελείωσαν την προσευχή οι στρατιώτες πήραν την Αγία την οποία ακολούθησε η Θωμαΐς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλες πολλές γυναίκες κοσμικές (οι οποίες πήγαιναν στο Μοναστήρι και τις δίδασκε), ακολούθησαν, για να δουν τους αγώνες της Αγίας και κτύπαγαν τα στήθη τους και έκλαιγαν πικρά. Το ίδιο και η Συγκλητική Ιερεία, μόλις το έμαθε, έκλαιγε στο σπίτι της και έλεγε στους γονείς της. «Η αδελφή μου και δασκάλα μου Φεβρωνία δικάζεται και εγώ κάθομαι με άνεση;». Και ενώ έλεγε αυτά, έπεισε τους γονείς της να την αφήσουν, να πάει στο θέατρο. Έτσι πήρε μαζί της ως συνοδούς μερικές δούλες της και πήγε με δάκρυα στο θέατρο.
Η Αγία μπροστά στον Σελήνο
Αφού συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος στο θέατρο, έφεραν την Αγία, και όλοι όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Τότε ο ηγεμόνας ρώτησε. «Εγώ είχα σκοπό να μη σου μιλήσω καθόλου, αλλά η ομορφιά σου και η ευγένεια του προσώπου σου σταμάτησαν την πολλή μου αγανάκτηση. Λοιπόν όχι ως κατηγορούμενη σε ερωτώ, αλλά ως τέκνο μου αγαπητό σε συμβουλεύω, και σε παρακαλώ να ακούσεις τα λόγια μου. Μα τους θεούς, αρραβωνιάσαμε τον Λυσίμαχο, με μια πλούσια και ωραία κοπέλα, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατέρας του. Όμως σήμερα συμφωνώ να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, για να πάρεις εσύ αυτόν ως σύζυγο, που και αυτός είναι νέος, όμορφος και ωραίος και είναι τώρα δίπλα μου. Και μη φοβηθείς εάν είσαι πτωχή και άπορη από χρήματα, διότι εγώ δεν έχω παιδιά και σας χαρίζω όλον τον πλούτο μου, για να με έχετε σαν πατέρα, να έχεις δόξα αμέτρητη, να σε μακαρίζουν όλες οι γυναίκες, και ο ίδιος ο βασιλεύς θα σας δώσει αναρίθμητα δώρα ο όποιος μάλιστα υποσχέθηκε να κάνη τον Λυσίμαχο Έπαρχο, και δεν υπάρχει άλλο αξίωμα από αυτό μεγαλύτερο. Λοιπόν δως μου μια καλή απάντηση να χαροποιήσεις την ψυχή μου. Διότι εάν δεν συμφωνήσεις με αυτά που σου είπα, τρεις ώρες δεν θα σε αφήσω να ζήσεις σε αυτόν τον κόσμο». Του λέγει τότε η Φεβρωνία. «Εγώ έχω στους ουρανούς νυφικό δωμάτιο αχειροποίητο, νυμφώνα που δεν μπορεί να καταστραφεί, προίκα την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο αθάνατο. Έτσι δεν μπορώ να συζήσω με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κουράζεσαι με κολακείες και απειλές να με δοκιμάζεις, διότι ποτέ δεν πρόκειται να με νικήσεις».
Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος θύμωσε, και διατάζει να γδύσουν την Αγία και να την παρουσιάσουν γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί την ασχημοσύνη της, και να σκεφθεί, από ποια λαμπρή δόξα σε πόση ατιμία κατάντησε. Κατόπιν διέταξε να τεντώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες, να ανάψουν φωτιά από κάτω για να καίγεται και από πάνω να την κτυπούν δυνατά και αλύπητα στην ράχη της, άλλοι τέσσερις άνδρες. Και ενώ την έδερναν για πολλή ώρα οι άσπλαχνοι, άλλοι ράντιζαν με λάδι την φωτιά, για να ανάβει περισσότερο και να την καίει χειρότερα. Όταν είδε ότι έπεφταν οι σάρκες της και φαινόταν ως νεκρή, διέταξε να την ρίξουν παράμερα. Όταν είδε ο τύραννος ότι δεν απέθανε την εξέταζε και της έλεγε. «Πως σου φαίνεται η πρώτη τιμωρία σου Φεβρωνία;». Εκείνη του απάντησε: «Κατάλαβες με την πρώτη δοκιμή, ότι με την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τα βασανιστήρια σου». Τότε πάλι είπε ο τύραννος. «Κρεμάστε την στο ξύλο και ξεσχίσθε δυνατά τα πλευρά της με σιδερένια νύχια, έπειτα κάψτε τα ξεσχισμένα μέλη της μέχρι τα κόκκαλά της». Τόσο πολύ ξέσχισαν την Αγία, ώστε έπεφταν στην γη οι σάρκες της, και το αίμα της έτρεχε ποτάμι. Έπειτα έφεραν φωτιά και κατέκαιαν τα σπλάγχνα της. Η μακαρία όμως έβλεπε προς τον ουρανό και έλεγε: «Έλα, Κύριε, και βοήθησε με, και μη παραβλέψεις την δούλη σου». Αυτά αφού είπε σιώπησε διότι εκαίγετο από την φωτιά.
Την βασανίζει πιο σκληρά
Πολλοί από τους παρευρισκόμενους έφυγαν λόγω της μεγάλης αγριότητας του ηγεμόνα οι δε υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να την πάρει από την φωτιά και ο τύραννος υπεχώρησε. Είπε δηλαδή και έσβησαν την φωτιά, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένη και την ρωτούσε. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να απαντήσει. Έτσι την κατέβασαν και την έδεσαν στον πάσσαλο, και αφού κάλεσε ο τύραννος γιατρό τον διέταξε να κόψη την γλώσσα της και να την κάψουν επειδή δεν του απάντησε. Η Αγία έβγαλε αμέσως την εύλαλον γλώσσα της και έκανε με νόημα του γιατρού σύμφωνα με την διαταγή του τυράννου και πράγματι πήρε ο γιατρός το σίδερο να την κόψη, αλλά ο λαός φώναζε, και παρακαλούσε τον ηγεμόνα να τους κάμει την χάρη αυτή, και να την αφήσει για την ώρα. Ο άγριος ηγεμόνας διέταξε να αφήσουν την γλώσσα και να σπάσουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο γιατρός να ξεριζώνει τα δόντια και όταν ξερίζωσε τα δέκα επτά, από τους πόνους και την αιμορραγία λιγοθύμησε η αγία τότε ο τύραννος και διατάζει τον γιατρό, να σταματήσει. Της έδωσε μάλιστα και θεραπευτικά βότανα για να σταματήσει να τρέχει αίμα.
Της κόβουν το στήθος και την καίνε
Τότε πάλι την ρώτησε ο τύραννος. «Τι λέγεις Φεβρωνία; Προσκυνάς τους θεούς;» Η Αγία του είπε όχι. «Γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο, για να πάω στον αγαπημένο μου Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;». Τότε διατάζει να κόψουν, αλλοίμονον! τους μαστούς της και έπειτα να κάψουν το στήθος της. Η Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια, στάθηκε μπροστά του και τον έβρισε λέγουσα. «Δεν χόρτασες, απάνθρωπε, που τόσα κακά έκανες αυτής της Αγίας κοπέλας; Ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητέρας σου όπου θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά έδειξες τόσην ασπλαχνία σε αυτήν την ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο Ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε βασανίσει και σε αυτόν τον κόσμο και στον αιώνιο». Όταν άκουσε αυτά ο άδικος δικαστής θύμωσε, και διέταξε να την δέσουν και αυτήν σαν κατάδικη, για να την βασανίσει, επειδή τον έβρισε. Εκείνη έμπαινε στο στάδιο χαρούμενη και έλεγε: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξε με και εμένα την ταπεινή, μαζί με την Κυρία μου Φεβρωνία». Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συμβούλεψαν να μη κάνη κακό δημόσια στην Ιερεία, επειδή όλος ο κόσμος είναι μαζί της. Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος δεν τόλμησε να κάνη σε αυτήν τίποτε και επειδή δεν μπορούσε να την εκδικηθεί, γι αυτό τον λόγο διέταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τα δύο χέρια της Μάρτυρος. Όταν έκοβε το πόδι, ο δήμιος από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές, έως ότου να το κόψη ο άσπλαχνος. Έτσι όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίστηκε από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν μεγάλους πόνους και ανείπωτη κάκωση, άπλωσε και το άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο να το κόψη και αυτό, για να ξεψυχήσει και να μη βασανίζεται. Βλέποντας αυτό ο άδικος δικαστής, σκληρύνθηκε περισσότερο, και είπε. «Βλέπετε πόση δύναμη έχει αυτή η αναίσχυντη». Έπειτα είπε προς τον δήμιο. «Κόψε και αυτό». Αφού πέρασε ώρα πολλή και ψυχορραγούσε πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους. Ακόμη ζει αυτή η τρισκατάρατη;» Αυτοί είπαν. «Ναι». Τότε διατάζει ο δυσεβέστατος να της κόψουν την αγία της κεφαλή. Πήρε λοιπόν το σπαθί ο δήμιος και κρατώντας την Αγία από τα μαλλιά, έκοψε την τιμία της κεφαλή στις 25 Ιουνίου.
Ο Λυσίμαχος διέταξε να φρουρούν το Λείψανο
Ο Λυσίμαχος έμεινε μέσα στενοχωρημένος και έχυνε δάκρυα από την καρδιά του για την Μάρτυρα, την οποία δεν άφησε τους χριστιανούς να την πάρουν, γιατί προσπαθούσαν να μοιρασθούν το τίμιο λείψανο, αλλά διέταξε τους στρατιώτες να το φρουρούν, για να της κάνη μεγάλη τιμή, να ενταφιάσει το πανάγιο σώμα της σώο και ακέραιο στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού διέταξε δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο δωμάτιό του και θρηνούσε της Φεβρωνίας τον θάνατο. Εν το μεταξύ ο Σελήνιος φρικτό θάνατο. Έπειτα ο Λυσίμαχος κάλεσε τον κόμητα Πρίμο, και του λέγει. «Διέταξε αμέσως ξυλουργούς να κάνουν για την Φεβρωνία μία λάρνακα από ξύλα που δεν σαπίζουν, και στείλε σε όλα τα μέρη κήρυκες να φωνάξουν και να συγκεντρωθούν χριστιανοί χωρίς φόβο η κάποια δειλία στην ταφή της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου απέθανε. Και όταν ο κόσμος
συγκεντρωθεί, ας σηκώσουν με ευλάβεια οι στρατιώτες το άγιο λείψανο να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης, και να μην αφήσεις κανέναν να αρπάξει κάποιο μικρό κομμάτι. Ούτε σκύλο να αφήσεις η άλλο ζώο ακάθαρτο να γλείψει καθόλου την γη, όπου χύθηκε το τίμιο αίμα της. Αλλά και αυτό το χώμα να το πας στο Μοναστήρι που σου είπα».
Τότε ο Πρίμος έκανε όσα διέταξε ο Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώτες το άγιο λείψανο, ενώ ο ίδιος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια, και τα άλλα μέλη στον μανδύα του με ευλάβεια. Και ενώ πήγαιναν στο Μοναστήρι έτρεχε πάρα πολύ πλήθος λαού. Μετά το μαρτύριο της Αγίας, πλήθος Ελλήνων ειδωλολατρών επέστρεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος, οι οποίοι βαπτίσθηκαν και αρνήθηκαν τελείως τον κόσμο. Ούτε επέστρεψαν στον ασεβέστατο βασιλέα, αλλά πήγαν στον Αρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, και τους έκανε Μοναχούς, και τελείωσαν την ζωή τους ασκητικά, με θεάρεστη ζωή. Βαπτίσθηκαν επίσης πολλοί στρατιώτες και τελείωσαν την ζωή τους θεάρεστα.
Ο Επίσκοπος ζητά το άγιο Λείψανο
Ο Επίσκοπος εκείνης της πόλεως επί έξι χρόνια έκτιζε περικαλλή ναό στο όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον τελείωσε, συνεκάλεσε και τους υπόλοιπους επισκόπους για τα εγκαίνιά του. Την εικοστή πέμπτη Ιουνίου ήμερα που μαρτύρησε η Αγία έκαμαν ολονύκτια αγρυπνία, και συγκεντρώθηκε τόσος πολύς λαός, ώστε δεν τους χώραγε η Εκκλησία. Το πρωί, όταν τελείωσαν την Ακολουθία, πήγαν όλοι οι επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο Λείψανο της Αγίας, για να το φέρουν στον νέο Ναό που έκτισαν. Η Ηγουμένη όμως και όλες οι αδελφές, όταν άκουσαν αυτά, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων και με δάκρυα έλεγαν: «Ελεήστε μας για τον Κύριο, και μη μας στερήσετε τέτοιας παρηγοριάς και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρό μας». Τότε λέγει προς την Βρυένη ο Επίσκοπος. «Άκουσε αδελφή. Συ γνωρίζεις καλά πόσο φρόντισα και βασανίσθηκα έξι χρόνια μέχρι σήμερα, με πολύ κόπο και έξοδα προς δόξα της
Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσεις να μείνει ο κόπος μου άκαρπος». Η Ηγουμένη του είπε. «Εάν αυτό το έργο αρέσει της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τι είμαι εγώ να σας εμποδίσω; Πηγαίνετε λοιπόν και σηκώστε την, εάν είναι θέλημα Θεού». Τότε πήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και διάβασαν τις ευχές για να σηκώσουν την λάρνακα. Όταν τελείωσαν την ευχή οι Επίσκοποι, και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο Λείψανο, γίνεται αμέσως στον αέρα τόση μεγάλη και φοβερή βροντή, ώστε έπεσαν όλοι τρομαγμένοι κάτω στην γη. Και πάλι, όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Διότι έγινε τόσο μεγάλος και φοβερός σεισμός ώστε φαινόταν ότι θα έπεφτε όλη η πόλις. Τότε κατάλαβαν όλοι, ότι η Αγία δεν ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι. Έτσι οι μεν αδελφές χάρηκαν, ο δε ευλαβής επίσκοπος και οι πολίτες λυπήθηκαν και μάλιστα οι παρακάλεσαν την Ηγουμένη να τους δώσει έστω ένα μικρό κομμάτι από το άγιο λείψανο. Τότε η Βρυένη άνοιξε την λάρνακα και βγήκε λάμψις όμοια με την ακτίνα του ήλιου και αστραπή πυρός από την Αγία. Την ώρα όμως που η Βρυένη άπλωσε το δεξί της χέρι να πάρει το ένα χέρι της Μάρτυρος να το δώσει στον Επίσκοπο, αμέσως το χέρι της Ηγουμένης ξεράθηκε και έμεινε (ω του θαύματος) ακίνητο, και δεν μπορούσε να το βγάλει από την λάρνακα. Έτσι με δάκρυα έλεγε. «Σε παρακαλώ, Φεβρωνία παιδί μου, μη οργίζεσαι εναντίον μου, της ταπεινής, αλλά ενθυμήσουν τους κόπους μου, και μην παραδειγματίσεις τα γερατεία μου». Τότε λοιπόν την συγχώρεσε η Όσια και γιατρεύτηκε το χέρι της. Έτσι πήρε μόνο ένα δόντι της Μάρτυρος και το έδωσε στον Επίσκοπο, το οποίο πήραν με ευλάβεια, και έψαλλαν όλοι με λαμπάδες και θυμιάματα, και όταν έφθασαν στον Ναό το τοποθέτησαν στο Άγιο Θυσιαστήριο.
Η Αγία θαυματουργεί
Ο παντοδύνανος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσια του σε εκείνο το μικρότατο μέρος του λειψάνου και γινόντουσαν εξαίσια θαύματα. Τυφλοί έβλεπαν, χωλοί περπατούσαν, παράλυτοι σηκωνόντουσαν, και δαίμονες έφευγαν από τους ασθενείς. Αυτά μαθεύτηκαν παντού και όλοι από κάθε μέρος και χώρα έφερναν αρρώστους, άλλους με το κρεββάτι και άλλους στα άλογα φορτωμένους, και όλοι γινόντουσαν καλά.
Η Ηγουμένη φοβόταν για την Φεβρωνία
Είχε λοιπόν η Βρυένη μεγάλο φόβο και αγωνία, πως να φυλάξει την Φεβρωνία από τους ασεβείς για να μην την διαφθείρουν. Έτσι, οι μεν άλλες έτρωγαν μία φορά την ήμερα, ενώ αυτήν την διέταξε να τρώγει μία φορά κάθε δύο μέρες, για να μαραθεί πολύ η ομορφιά της και να φαίνεται άσχημη. Η Φεβρωνία έκανε περισσότερο αγώνα, όσο μπορούσε, και δεν χόρταινε ούτε ψωμί, ούτε νερό, αλλά έτρωγε μόνο τόσο όσο για να ζει. Επίσης κοιμότανε λίγο, και όχι στο στρώμα, αλλά ξεκουραζόταν καθισμένη σε σκαμνί ή ξάπλωνε κάτω στην γη για να μην έχει ανάπαυση, ώστε να κοιμάται λίγο και να βασανίζει το σώμα της. Όταν πειραζόταν στον ύπνο της από τον διάβολο, σηκωνότανε αμέσως και παρακαλούσε με δάκρυα τον Θεό να τον διώξει. Διάβαζε με μεγάλη προσοχή τα βιβλία, διότι εκ φύσεως ήταν φιλομαθής.
Από φόβο κρύβονται οι Μοναχές
Εκείνες τις ημέρες ήλθε στην περιοχή τους ο Σελήνος με τον Λυσίμαχο. Έτσι όλοι οι Χριστιανοί, λαϊκοί, Κληρικοί και Μοναχοί, άφηναν τα κελιά τους και έφευγαν στα όρη και στα σπήλαια, ακόμη και αυτός ο Επίσκοπος της πόλεως, και κρυβόντουσαν για τον κίνδυνο που ερχόταν. Όταν άκουσαν αυτό οι Μοναχές εκείνης της Μονής, πήγαν λοιπόν στην Ηγουμένη και της είπαν. «Συγχώρησέ μας να κρυφτούμε, διότι δεν είμαστε εμείς καλύτερες από τους κληρικούς και από τον Επίσκοπο. Γνωρίζεις ότι εδώ είναι μερικά κορίτσια, και κινδυνεύουν πρώτα μεν να τις μιάνουν οι στρατιώτες, δεύτερον δε δεν μπορούμε να υπομείνουμε τα βασανιστήρια, και θα στερηθούμε, οι ταλαίπωρες και τον μισθό της ασκήσεως. Λοιπόν εάν ορίζεις, ας πάρουμε και την Φεβρωνία, που ήταν άρρωστη, και ας κρυφτούμε σε κάποιο μέρος». Η Φεβρωνία απάντησε. «Ζη Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο νυμφεύθηκα και του αφιέρωσα την ψυχή μου. Δεν βγαίνω από αυτόν τον τόπον, αλλά εδώ θα πεθάνω και θα ενταφιασθώ για τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη τις είπε. «Κάθε μία γνωρίζει το συμφέρον της, κάντε όπως θέλετε». Τότε μία - μία χαιρετούσε την Ήγουμένη και την Φεβρωνία και έφευγαν.
Οι διώκτες πάνε στο Μοναστήρι
Το πρωΐ, όταν ανέτειλε ο ήλιος έγινε στην πόλι μεγάλη ταραχή και σύγχυση, διότι ο Σελήνος διέταξε και έριξαν στις φυλακές πολλούς Χριστιανούς τους οποίους βασάνισαν. Του ανέφεραν λοιπόν μερικοί Έλληνες, γι’ αυτό το Μοναστήρι, και αμέσως έστειλε στρατιώτες, να φέρουν στο δικαστήριο όσες βρουν εκεί. Έσπασαν λοιπόν οι στρατιώτες τις πόρτες και αφού μπήκαν μέσα βρήκαν μόνον τρεις. Κάποιος στρατιώτης έβγαλε το ξίφος να σκοτώσει την Ηγουμένη. Τότε η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια τους και τους είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεόν ο οποίος κατοικεί στα ουράνια, να σκοτώσετε πρώτα εμένα, για να μη δω τον θάνατο της Κυρίας μου». Έτσι επέστρεψε στο Πραιτώριο, και λέγει στον Λυσίμαχο. «Πήγαμε στο Μοναστήρι, και είδα μία νέα της οποίας θαύμασα την ομορφιά. Μα τους θεούς δεν είδα ωραιότερη γυναίκα, και πράγματι είναι άξια για σένα». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «Έχω εντολή από την μητέρα μου να μην κακοποιήσω Χριστιανό. Πως να κάνω κακό στις δούλες του Χριστού; Σε παρακαλώ λοιπόν να τις διαφυλάξεις, ώστε να μη πέσουν στα χέρια του θείου μου». Ένας όμως πολύ κακός στρατιώτης ανέφερε στο Σελήνο αυτό. Τότε θύμωσε ο Σελήνος και έστειλε στρατιώτες να φέρουν την νέα στο δικαστήριο. Πήγαν λοιπόν, την άρπαξαν σαν άγρια θηρία, την έδεσαν από το λαιμό και την έσυραν. Η Ηγουμένη και η Θωμαΐς προσπάθησαν να πάνε μαζί της για να την συμβουλεύσουν, αλλά οι στρατιώτες δεν επέτρεψαν. Έτσι τους παρακάλεσαν να τις αφήσουν να κάνουν προσευχή προς τον Κύριον.
Ο Κόσμος στο πλευρό της Φεβρωνίας
Όταν τελείωσαν την προσευχή οι στρατιώτες πήραν την Αγία την οποία ακολούθησε η Θωμαΐς με ανδρικά φορέματα. Αλλά και άλλες πολλές γυναίκες κοσμικές (οι οποίες πήγαιναν στο Μοναστήρι και τις δίδασκε), ακολούθησαν, για να δουν τους αγώνες της Αγίας και κτύπαγαν τα στήθη τους και έκλαιγαν πικρά. Το ίδιο και η Συγκλητική Ιερεία, μόλις το έμαθε, έκλαιγε στο σπίτι της και έλεγε στους γονείς της. «Η αδελφή μου και δασκάλα μου Φεβρωνία δικάζεται και εγώ κάθομαι με άνεση;». Και ενώ έλεγε αυτά, έπεισε τους γονείς της να την αφήσουν, να πάει στο θέατρο. Έτσι πήρε μαζί της ως συνοδούς μερικές δούλες της και πήγε με δάκρυα στο θέατρο.
Η Αγία μπροστά στον Σελήνο
Αφού συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος στο θέατρο, έφεραν την Αγία, και όλοι όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Τότε ο ηγεμόνας ρώτησε. «Εγώ είχα σκοπό να μη σου μιλήσω καθόλου, αλλά η ομορφιά σου και η ευγένεια του προσώπου σου σταμάτησαν την πολλή μου αγανάκτηση. Λοιπόν όχι ως κατηγορούμενη σε ερωτώ, αλλά ως τέκνο μου αγαπητό σε συμβουλεύω, και σε παρακαλώ να ακούσεις τα λόγια μου. Μα τους θεούς, αρραβωνιάσαμε τον Λυσίμαχο, με μια πλούσια και ωραία κοπέλα, εγώ και ο αδελφός μου Άνθιμος, ο πατέρας του. Όμως σήμερα συμφωνώ να λύσω εκείνον τον αρραβώνα, για να πάρεις εσύ αυτόν ως σύζυγο, που και αυτός είναι νέος, όμορφος και ωραίος και είναι τώρα δίπλα μου. Και μη φοβηθείς εάν είσαι πτωχή και άπορη από χρήματα, διότι εγώ δεν έχω παιδιά και σας χαρίζω όλον τον πλούτο μου, για να με έχετε σαν πατέρα, να έχεις δόξα αμέτρητη, να σε μακαρίζουν όλες οι γυναίκες, και ο ίδιος ο βασιλεύς θα σας δώσει αναρίθμητα δώρα ο όποιος μάλιστα υποσχέθηκε να κάνη τον Λυσίμαχο Έπαρχο, και δεν υπάρχει άλλο αξίωμα από αυτό μεγαλύτερο. Λοιπόν δως μου μια καλή απάντηση να χαροποιήσεις την ψυχή μου. Διότι εάν δεν συμφωνήσεις με αυτά που σου είπα, τρεις ώρες δεν θα σε αφήσω να ζήσεις σε αυτόν τον κόσμο». Του λέγει τότε η Φεβρωνία. «Εγώ έχω στους ουρανούς νυφικό δωμάτιο αχειροποίητο, νυμφώνα που δεν μπορεί να καταστραφεί, προίκα την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο αθάνατο. Έτσι δεν μπορώ να συζήσω με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κουράζεσαι με κολακείες και απειλές να με δοκιμάζεις, διότι ποτέ δεν πρόκειται να με νικήσεις».
Αρχίζουν τα βασανιστήρια
Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος θύμωσε, και διατάζει να γδύσουν την Αγία και να την παρουσιάσουν γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί την ασχημοσύνη της, και να σκεφθεί, από ποια λαμπρή δόξα σε πόση ατιμία κατάντησε. Κατόπιν διέταξε να τεντώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες, να ανάψουν φωτιά από κάτω για να καίγεται και από πάνω να την κτυπούν δυνατά και αλύπητα στην ράχη της, άλλοι τέσσερις άνδρες. Και ενώ την έδερναν για πολλή ώρα οι άσπλαχνοι, άλλοι ράντιζαν με λάδι την φωτιά, για να ανάβει περισσότερο και να την καίει χειρότερα. Όταν είδε ότι έπεφταν οι σάρκες της και φαινόταν ως νεκρή, διέταξε να την ρίξουν παράμερα. Όταν είδε ο τύραννος ότι δεν απέθανε την εξέταζε και της έλεγε. «Πως σου φαίνεται η πρώτη τιμωρία σου Φεβρωνία;». Εκείνη του απάντησε: «Κατάλαβες με την πρώτη δοκιμή, ότι με την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τα βασανιστήρια σου». Τότε πάλι είπε ο τύραννος. «Κρεμάστε την στο ξύλο και ξεσχίσθε δυνατά τα πλευρά της με σιδερένια νύχια, έπειτα κάψτε τα ξεσχισμένα μέλη της μέχρι τα κόκκαλά της». Τόσο πολύ ξέσχισαν την Αγία, ώστε έπεφταν στην γη οι σάρκες της, και το αίμα της έτρεχε ποτάμι. Έπειτα έφεραν φωτιά και κατέκαιαν τα σπλάγχνα της. Η μακαρία όμως έβλεπε προς τον ουρανό και έλεγε: «Έλα, Κύριε, και βοήθησε με, και μη παραβλέψεις την δούλη σου». Αυτά αφού είπε σιώπησε διότι εκαίγετο από την φωτιά.
Την βασανίζει πιο σκληρά
Πολλοί από τους παρευρισκόμενους έφυγαν λόγω της μεγάλης αγριότητας του ηγεμόνα οι δε υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να την πάρει από την φωτιά και ο τύραννος υπεχώρησε. Είπε δηλαδή και έσβησαν την φωτιά, αλλά την άφησαν ακόμη κρεμασμένη και την ρωτούσε. Εκείνη όμως δεν μπορούσε να απαντήσει. Έτσι την κατέβασαν και την έδεσαν στον πάσσαλο, και αφού κάλεσε ο τύραννος γιατρό τον διέταξε να κόψη την γλώσσα της και να την κάψουν επειδή δεν του απάντησε. Η Αγία έβγαλε αμέσως την εύλαλον γλώσσα της και έκανε με νόημα του γιατρού σύμφωνα με την διαταγή του τυράννου και πράγματι πήρε ο γιατρός το σίδερο να την κόψη, αλλά ο λαός φώναζε, και παρακαλούσε τον ηγεμόνα να τους κάμει την χάρη αυτή, και να την αφήσει για την ώρα. Ο άγριος ηγεμόνας διέταξε να αφήσουν την γλώσσα και να σπάσουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο γιατρός να ξεριζώνει τα δόντια και όταν ξερίζωσε τα δέκα επτά, από τους πόνους και την αιμορραγία λιγοθύμησε η αγία τότε ο τύραννος και διατάζει τον γιατρό, να σταματήσει. Της έδωσε μάλιστα και θεραπευτικά βότανα για να σταματήσει να τρέχει αίμα.
Της κόβουν το στήθος και την καίνε
Τότε πάλι την ρώτησε ο τύραννος. «Τι λέγεις Φεβρωνία; Προσκυνάς τους θεούς;» Η Αγία του είπε όχι. «Γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο, για να πάω στον αγαπημένο μου Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;». Τότε διατάζει να κόψουν, αλλοίμονον! τους μαστούς της και έπειτα να κάψουν το στήθος της. Η Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια, στάθηκε μπροστά του και τον έβρισε λέγουσα. «Δεν χόρτασες, απάνθρωπε, που τόσα κακά έκανες αυτής της Αγίας κοπέλας; Ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητέρας σου όπου θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά έδειξες τόσην ασπλαχνία σε αυτήν την ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο Ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε βασανίσει και σε αυτόν τον κόσμο και στον αιώνιο». Όταν άκουσε αυτά ο άδικος δικαστής θύμωσε, και διέταξε να την δέσουν και αυτήν σαν κατάδικη, για να την βασανίσει, επειδή τον έβρισε. Εκείνη έμπαινε στο στάδιο χαρούμενη και έλεγε: «Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, δέξε με και εμένα την ταπεινή, μαζί με την Κυρία μου Φεβρωνία». Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συμβούλεψαν να μη κάνη κακό δημόσια στην Ιερεία, επειδή όλος ο κόσμος είναι μαζί της. Όταν άκουσε αυτά ο τύραννος δεν τόλμησε να κάνη σε αυτήν τίποτε και επειδή δεν μπορούσε να την εκδικηθεί, γι αυτό τον λόγο διέταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν και τα δύο χέρια της Μάρτυρος. Όταν έκοβε το πόδι, ο δήμιος από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές, έως ότου να το κόψη ο άσπλαχνος. Έτσι όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίστηκε από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν μεγάλους πόνους και ανείπωτη κάκωση, άπλωσε και το άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο να το κόψη και αυτό, για να ξεψυχήσει και να μη βασανίζεται. Βλέποντας αυτό ο άδικος δικαστής, σκληρύνθηκε περισσότερο, και είπε. «Βλέπετε πόση δύναμη έχει αυτή η αναίσχυντη». Έπειτα είπε προς τον δήμιο. «Κόψε και αυτό». Αφού πέρασε ώρα πολλή και ψυχορραγούσε πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους. Ακόμη ζει αυτή η τρισκατάρατη;» Αυτοί είπαν. «Ναι». Τότε διατάζει ο δυσεβέστατος να της κόψουν την αγία της κεφαλή. Πήρε λοιπόν το σπαθί ο δήμιος και κρατώντας την Αγία από τα μαλλιά, έκοψε την τιμία της κεφαλή στις 25 Ιουνίου.
Ο Λυσίμαχος διέταξε να φρουρούν το Λείψανο
Ο Λυσίμαχος έμεινε μέσα στενοχωρημένος και έχυνε δάκρυα από την καρδιά του για την Μάρτυρα, την οποία δεν άφησε τους χριστιανούς να την πάρουν, γιατί προσπαθούσαν να μοιρασθούν το τίμιο λείψανο, αλλά διέταξε τους στρατιώτες να το φρουρούν, για να της κάνη μεγάλη τιμή, να ενταφιάσει το πανάγιο σώμα της σώο και ακέραιο στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού διέταξε δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο δωμάτιό του και θρηνούσε της Φεβρωνίας τον θάνατο. Εν το μεταξύ ο Σελήνιος φρικτό θάνατο. Έπειτα ο Λυσίμαχος κάλεσε τον κόμητα Πρίμο, και του λέγει. «Διέταξε αμέσως ξυλουργούς να κάνουν για την Φεβρωνία μία λάρνακα από ξύλα που δεν σαπίζουν, και στείλε σε όλα τα μέρη κήρυκες να φωνάξουν και να συγκεντρωθούν χριστιανοί χωρίς φόβο η κάποια δειλία στην ταφή της Οσιομάρτυρος, επειδή ο θείος μου απέθανε. Και όταν ο κόσμος
συγκεντρωθεί, ας σηκώσουν με ευλάβεια οι στρατιώτες το άγιο λείψανο να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης, και να μην αφήσεις κανέναν να αρπάξει κάποιο μικρό κομμάτι. Ούτε σκύλο να αφήσεις η άλλο ζώο ακάθαρτο να γλείψει καθόλου την γη, όπου χύθηκε το τίμιο αίμα της. Αλλά και αυτό το χώμα να το πας στο Μοναστήρι που σου είπα».
Τότε ο Πρίμος έκανε όσα διέταξε ο Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώτες το άγιο λείψανο, ενώ ο ίδιος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια, και τα άλλα μέλη στον μανδύα του με ευλάβεια. Και ενώ πήγαιναν στο Μοναστήρι έτρεχε πάρα πολύ πλήθος λαού. Μετά το μαρτύριο της Αγίας, πλήθος Ελλήνων ειδωλολατρών επέστρεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος, οι οποίοι βαπτίσθηκαν και αρνήθηκαν τελείως τον κόσμο. Ούτε επέστρεψαν στον ασεβέστατο βασιλέα, αλλά πήγαν στον Αρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, και τους έκανε Μοναχούς, και τελείωσαν την ζωή τους ασκητικά, με θεάρεστη ζωή. Βαπτίσθηκαν επίσης πολλοί στρατιώτες και τελείωσαν την ζωή τους θεάρεστα.
Ο Επίσκοπος ζητά το άγιο Λείψανο
Ο Επίσκοπος εκείνης της πόλεως επί έξι χρόνια έκτιζε περικαλλή ναό στο όνομα της Φεβρωνίας, και όταν τον τελείωσε, συνεκάλεσε και τους υπόλοιπους επισκόπους για τα εγκαίνιά του. Την εικοστή πέμπτη Ιουνίου ήμερα που μαρτύρησε η Αγία έκαμαν ολονύκτια αγρυπνία, και συγκεντρώθηκε τόσος πολύς λαός, ώστε δεν τους χώραγε η Εκκλησία. Το πρωί, όταν τελείωσαν την Ακολουθία, πήγαν όλοι οι επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο Λείψανο της Αγίας, για να το φέρουν στον νέο Ναό που έκτισαν. Η Ηγουμένη όμως και όλες οι αδελφές, όταν άκουσαν αυτά, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων και με δάκρυα έλεγαν: «Ελεήστε μας για τον Κύριο, και μη μας στερήσετε τέτοιας παρηγοριάς και παρακλήσεως, να μας πάρετε τον θησαυρό μας». Τότε λέγει προς την Βρυένη ο Επίσκοπος. «Άκουσε αδελφή. Συ γνωρίζεις καλά πόσο φρόντισα και βασανίσθηκα έξι χρόνια μέχρι σήμερα, με πολύ κόπο και έξοδα προς δόξα της
Αγίας Μάρτυρος. Λοιπόν μη θελήσεις να μείνει ο κόπος μου άκαρπος». Η Ηγουμένη του είπε. «Εάν αυτό το έργο αρέσει της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τι είμαι εγώ να σας εμποδίσω; Πηγαίνετε λοιπόν και σηκώστε την, εάν είναι θέλημα Θεού». Τότε πήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και διάβασαν τις ευχές για να σηκώσουν την λάρνακα. Όταν τελείωσαν την ευχή οι Επίσκοποι, και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο Λείψανο, γίνεται αμέσως στον αέρα τόση μεγάλη και φοβερή βροντή, ώστε έπεσαν όλοι τρομαγμένοι κάτω στην γη. Και πάλι, όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν. Διότι έγινε τόσο μεγάλος και φοβερός σεισμός ώστε φαινόταν ότι θα έπεφτε όλη η πόλις. Τότε κατάλαβαν όλοι, ότι η Αγία δεν ήθελε να φύγει από το Μοναστήρι. Έτσι οι μεν αδελφές χάρηκαν, ο δε ευλαβής επίσκοπος και οι πολίτες λυπήθηκαν και μάλιστα οι παρακάλεσαν την Ηγουμένη να τους δώσει έστω ένα μικρό κομμάτι από το άγιο λείψανο. Τότε η Βρυένη άνοιξε την λάρνακα και βγήκε λάμψις όμοια με την ακτίνα του ήλιου και αστραπή πυρός από την Αγία. Την ώρα όμως που η Βρυένη άπλωσε το δεξί της χέρι να πάρει το ένα χέρι της Μάρτυρος να το δώσει στον Επίσκοπο, αμέσως το χέρι της Ηγουμένης ξεράθηκε και έμεινε (ω του θαύματος) ακίνητο, και δεν μπορούσε να το βγάλει από την λάρνακα. Έτσι με δάκρυα έλεγε. «Σε παρακαλώ, Φεβρωνία παιδί μου, μη οργίζεσαι εναντίον μου, της ταπεινής, αλλά ενθυμήσουν τους κόπους μου, και μην παραδειγματίσεις τα γερατεία μου». Τότε λοιπόν την συγχώρεσε η Όσια και γιατρεύτηκε το χέρι της. Έτσι πήρε μόνο ένα δόντι της Μάρτυρος και το έδωσε στον Επίσκοπο, το οποίο πήραν με ευλάβεια, και έψαλλαν όλοι με λαμπάδες και θυμιάματα, και όταν έφθασαν στον Ναό το τοποθέτησαν στο Άγιο Θυσιαστήριο.
Η Αγία θαυματουργεί
Ο παντοδύνανος Θεός έδειξε και εκεί τα θαυμάσια του σε εκείνο το μικρότατο μέρος του λειψάνου και γινόντουσαν εξαίσια θαύματα. Τυφλοί έβλεπαν, χωλοί περπατούσαν, παράλυτοι σηκωνόντουσαν, και δαίμονες έφευγαν από τους ασθενείς. Αυτά μαθεύτηκαν παντού και όλοι από κάθε μέρος και χώρα έφερναν αρρώστους, άλλους με το κρεββάτι και άλλους στα άλογα φορτωμένους, και όλοι γινόντουσαν καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου