Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΟΣΙΟΣ ΜΩΫΣΗΣ Ο ΟΥΓΓΡΟΣ

Ο ΟΣΙΟΣ Μωϋσῆς ἦταν Οὗγγρος στὸ γένος (κατ᾿ ἀκρίβειαν Καρπαθορῶσος) καὶ πολὺ ἀγαπητὸς στὸν Πρίγκιπα τῆς Ρωσίας ῞Αγιο Μάρτυρα Μπόρις, στὴν ὑπηρεσία τοῦ ὁποίου βρισκόταν μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Γεώργιο. ῞Οταν ὁ ῞Αγιος Μπόρις δολοφονήθηκε ἀπὸ τὸν ἄνομο Σβιατοπὸλκ στὸν ποταμὸ ῎Αλτα, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους του (24.7.1015), ὁ μακάριος Μωϋσῆς ἦταν ὁ μόνος ποὺ σώθηκε· κατέφυγε στὴν φιλόθεη Πρεντισλάβα, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Γιαροσλάβου, ἡ ὁποία τὸν ἔκρυψε ἀπὸ τὸν Σβιατοπόλκ.
Μὴ μπορώντας νὰ καταφύγη σὲ ἄλλο μέρος, παρέμεινε ὁ γενναῖος ἐκεῖ, προσευχόμενος ἀδιάλειπτα στὸν Θεό. Στὸ μεταξύ, ὁ εὐλαβέστατος Πρίγκιπας Γιαροσλάβος, ἀγανακτισμένος γιὰ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ πολυαγαπημένου του ἀδελφοῦ Μπόρις, ἐπέδραμε ἐναντίον τοῦ Σβιατοπὸλκ καὶ τὸν ἐνίκησε. ῾Ο τύραννος τότε κατέφυγε στὴν Λεχία (Πολωνία), συμμάχησε μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς χώρας Μπολιεσλάβο καὶ κίνησε μὲ πολὺ στρατὸ ἐναντίον τοῦ Κιέβου. ῾Ο Γιαροσλάβος νικήθηκε καὶ ὁ Σβιατοπὸλκ ἀνέβηκε στὸν θρόνο τῆς Μεγάλης ῾Ηγεμονίας. Μετὰ τὴν νίκη τοῦ Σβιατοπόλκ, ὁ σύμμαχός του βασιλιὰς Μπολιεσλάβος ἐπέστρεψε στὴν χώρα του, παίρνοντας μαζί του γιὰ σκλάβους πολλοὺς αἰχμαλώτους. ᾿Ανάμεσα σὲ αὐτοὺς — ἀλλοίμονο! — ἦταν οἱ δύο ἀδελφὲς τοῦ Γιαροσλάβου, οἱ βογιάροι του καὶ ὁ μακάριος Μωϋσῆς, δεμένος χειροπόδαρα μὲ βαρειὲς ἁλυσίδες. ΣΤΗΝ ΛΕΧΙΑ, ὁ ῞Οσιος ἔμεινε στὰ δεσμὰ πέντε χρόνια, ὑπομέ-
νοντας καρτερικὰ τὴν αἰχμαλωσία του μὲ προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τότε, κάποια νέα καὶ ὡραία γυναίκα, ἀπὸ τὶς ἀρχόντισσες τῆς χώρας, μὲ μεγάλη περιουσία καὶ πολλὴ δύναμη, εἶδε τὸν ρωμαλέο καὶ πανέμορφο Μωϋσῆ καὶ σαγηνεύτηκε ἀπὸ τὴν ὀμορφιά του. Λειώνοντας ἀπὸ σαρκικὸ πόθο, πλησιάζει καὶ τοῦ λέει δελεαστικά:
— ῎Αχ, ἄνθρωπέ μου! ῎Αδικα ὑπομένεις τέτοια βάσανα. Φαίνεσαι ἱκανὸς καὶ μυαλωμένος. Γιατί λοιπὸν νὰ μὴν ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὶς θλίψεις;
῾Ο Μωϋσῆς τῆς ἀπάντησε ἤρεμα:
— Γιατὶ ἔτσι θέλησε ὁ Κύριος.
῾Η γυναίκα ἐπέμεινε:
— ῎Αν ὑποταχθῆς σὲ μένα, θὰ σὲ ἐλευθερώσω καὶ θὰ σὲ κάνω ἀφέντη ἰδικό μου καὶ ἄρχοντα σὲ ὁλόκληρη τὴν Λεχία.
῾Ο μακάριος κατάλαβε τοὺς ἄσεμνους σκοπούς της καὶ τῆς ἀποκρίθηκε:
— Ποιός ἄνθρωπος, ποὺ ἄκουσε γυναίκα καὶ τῆς παρέδωσε τὸν ἑαυτό του, ἔκανε καλά; ῾Ο πρωτόπλαστος ᾿Αδὰμ ὑπάκουσε στὴν Εὔα καὶ διώχθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. ῾Ο Σαμψών, ὁ δυνατώτερος ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ νικητὴς τῶν ἀλλοφύλων, στὸ τέλος παραδόθηκε ἀπὸ μία γυναῖκα στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν. ῾Ο Σολομών, ποὺ ἔφτασε στὰ ὕψη τῆς θείας σοφίας, ἀσέβησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ παραδόθηκε στὶς γυναῖκες. Καὶ ὁ ῾Ηρώδης, ποὺ στεφανώθηκε μὲ πολλὲς νίκες, στὸ τέλος ἔγινε δοῦλος μιᾶς γυναίκας καὶ ἔκοψε γιὰ χάρη της τὴν ἁγία κεφαλὴ τοῦ Προδρόμου ᾿Ιωάννου. Πῶς λοιπὸν ἐγώ, ὄντας ἐλεύθερος, θὰ δουλώσω τὸν ἑαυτό μου σὲ μία γυναῖκα, τὴν ὁποία δὲν γνωρίζω οὔτε τὴν ἔχω ξαναδεῖ;
— Μὰ θὰ σ᾿ ἐλευθερώσω!... φώναξε μὲ πάθος ἡ γυναίκα. Θὰ σὲ κάνω πλούσιο καὶ ἔνδοξο καὶ κυβερνήτη τοῦ σπιτιοῦ μου. Θὰ σὲ πάρω γιὰ ἄνδρα μου. Μόνο κάνε μου τὸ θέλημα! Σβῆσε τὴν φλόγα τῆς ψυχῆς μου! ῎Αφησέ με νὰ ἀπολαύσω τὰ κάλλη σου! Δὲν ἀντέχω στὴν σκέψη πὼς ἡ δύναμη καὶ ἡ ὀμορφιά σου θὰ πᾶνε χαμένες. ῎Αν δεχθῆς τὴν πρότασή μου, ἐγὼ θὰ ἐκπληρώσω τὸν πόθο μου καὶ σὺ θὰ γίνης ὁ ἀφέντης μου, ὁ κύριος τῆς περιουσίας καὶ τῆς ἐξουσίας μου, ὁ ἀρχηγὸς τῶν βογιάρων. Τί λὲς λοιπόν;
— Γνώριζε μιὰ γιὰ πάντα,... ἀποκρίθηκε σταθερὰ ὁ θαυμάσιος Μωϋσῆς, πὼς οὔτε τὸ θέλημά σου θὰ κάνω οὔτε τὰ πλούτη καὶ τὴν ἐξουσία σου ζηλεύω. ῾Η καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ σωφροσύνη τοῦ σώματος εἶναι ἀνώτερα ἀπ᾿ ὅλα αὐτά. Δὲν εἶμαι ἔνοχος γιὰ ὅ,τι ὑποφέρω, γιὰ τὶς ἁλυσίδες καὶ τὰ βάσανα. Γι᾿ αὐτὸ ἐλπίζω ὅτι αὐτὰ θὰ μὲ λυτρώσουν ἀπὸ τὰ αἰώνια βάσανα.

῞Οταν ἡ γυναίκα εἶδε πὼς κινδύνευε νὰ στερηθῆ τέτοια ὀμορφιὰ ψυχῆς καὶ σώματος, ἅρπαξε μιὰν ἄλλη συμβουλὴ τοῦ διαβόλου.
«῎Αν τὸν ἐξαγοράσω ἀπὸ τὰ δεσμά», σκέφτηκε, «θὰ εἶναι ὑποχρεωμένος νὰ μοῦ ὑποτάσσεται καὶ χωρὶς τὴν θέλησή του».
῎Εστειλε λοιπὸν ἕναν ἔμπιστό της ἄνθρωπο στὸν ἐπιτηρητὴ τῶν αἰχμαλώτων καὶ ζήτησε νὰ τῆς πουλήση τὸν Μωϋσῆ ὅσο ἤθελε. ᾿Εκεῖνος κατάλαβε πὼς ἦταν μεγάλη εὐκαιρία νὰ γίνη πλούσιος. Καὶ τὸν ἐπούλησε γιὰ τρεῖς χιλιάδες χρυσᾶ νομίσματα! ῞Οταν ἡ γυναίκα τὸν ἀπέκτησε, διέταξε νὰ τὸν φέρουν ἐνώπιόν της, νὰ τοῦ βγάλουν τὰ δεσμὰ καὶ τὰ κουρέλια καὶ νὰ τὸν ἐνδύσουν μὲ πολυτελῆ ἐνδύματα. ῞Υστερα, διέταξε νὰ φέρουν ἡδονικὰ φαγητὰ καὶ ἐξανάγκαζε μὲ κάθε τρόπο τὸν μακάριο νὰ τὰ γευθῆ, βιάζοντάς τον συνάμα νὰ ἐνδώση στὴν ἀκόλαστη ἐπιθυμία της. ῾Ο δίκαιος ὅμως, ὅπως ὁ πάγκαλος ᾿Ιωσήφ, ἐγύμνωσε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ πλούσια φορέματα καὶ ἔφευγε τὴν ἁμαρτία, λογιάζοντας σὰν ἕνα τίποτα τὸν κόσμο ὅλο καὶ τὶς ἡδονές του. Ξέφευγε ἀπὸ τὴν γυναῖκα καὶ κρυβόταν, ὑποβάλλοντας τὸν ἑαυτό του σὲ ἀγῶνες, νηστεῖες, προσευχὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προτιμοῦσε νὰ τρώη γιὰ τὸν Θεὸ ξερὸ ψωμὶ καὶ νερὸ μὲ σωφροσύνη, παρὰ πλούσια φαγητὰ καὶ ποτὰ μὲ μολυσμὸ ψυχῆς. Αὐτὴ ἡ ἀνδρεία ἀντίσταση τοῦ μακαρίου ἐκίνησε τὴν ὀργὴ τῆς γυναίκας, ἡ ὁποία διέταξε νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ πεθάνη τῆς πείνας. ῾Ο Θεὸς ὅμως δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς δούλους Του, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν τὴν ἐλπίδα τους σὲ Αὐτόν. ῞Ενας δοῦλος τῆς πονηρῆς ἐκείνης γυναίκας σπλαχνίστηκε τὸν ἀξιομακάριστο Μωϋσῆ καὶ τὸν ἔτρεφε κρυφά.
Στὸ μεταξύ, οἱ σύνδουλοι τοῦ ῾Οσίου προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν νὰ ὑποκύψη:
— ᾿Αδελφὲ Μωϋσῆ, τοῦ ἔλεγαν, τί σ᾿ ἐμποδίζει νὰ νυμφευθῆς; Εἶσαι ἀκόμη νέος. Καὶ ἡ γυναίκα αὐτὴ εἶναι χήρα, ποὺ ἔζησε ἕνα χρόνο μόνο μαζὶ μὲ τὸν ἄνδρα της. ῾Η ὀμορφιά της εἶναι σπάνια, ὁ πλοῦτος της ἀνεκτίμητος, ἡ δύναμή της μεγάλη. ᾿Αλήθεια, ἂν ἤθελε νὰ πάρη ἕναν ἀπὸ τοὺς πρίγκιπες, ποιός θὰ τὴν ἀπέφευγε; Καὶ σύ, ποὺ εἶσαι αἰχμάλωτος καὶ δοῦλος τῆς γυναίκας αὐτῆς, δὲν θέλεις νὰ γίνης κύριός της; Λὲς ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ παραβῆς τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αλλά, τί παραγγέλλει ὁ Κύριος στὸ Εὐαγγέλιο; «῞Ενεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν»! Καὶ ὁ ᾿Απόστολος δὲν λέει «κρεῖσσον γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι»; Καὶ ἐπιτρέπει στὶς χῆρες νὰ συνάπτουν δεύτερο γάμο. ᾿Αφοῦ δὲν εἶσαι καλόγερος, ἀλλὰ ἐλεύθερος ἀπὸ μοναχικὲς ὑποσχέσεις, γιατί παρα-
δίδεις τὸν ἑαυτό σου σὲ πικρὰ βάσανα; Γιὰ ποιό λόγο ἀποφεύγειςτὸν γάμο; ῍Αν πεθάνης στὴν κατάσταση αὐτή, ποιός θὰ σ᾿ ἐπαινέση; Ποιός ἄνθρωπος, ἀπὸ τὸν ᾿Αδὰμ μέχρι σήμερα, καταφρόνησε τὴν γυναῖκα, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Μοναχούς; Τί ἔκαναν ὁ ᾿Αβραάμ, ὁ ᾿Ισαάκ, ὁ ᾿Ιακώβ; ᾿Αλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ πάγκαλος ᾿Ιωσήφ, ἀφοῦ πρῶτα ἐνίκησε τὸν πειρασμό, τί ἔκανε ὕστερα; Πῆρε γυναίκα! Κι ἐσύ, ἂν γλυτώσης τὴν ζωή σου, κάποιαν ἄλλη θὰ πάρης. Καὶ ποιός τότε δὲν θὰ σὲ περιγελάση γιὰ τὴν ἀνοησία σου νὰ περιφρονήσης μία τόσο ἀξιοζήλευτη εὐκαιρία; Δὲν εἶναι προτιμότερο γιὰ σένα, νὰ παραδώσης τὸν ἑαυτό σου στὴν ἀρχόντισσα αὐτή, νὰ ἐλευθερωθῆς ἀπὸ τὴν
δουλεία καὶ νὰ γίνης ἄρχοντας;
᾿Αλλὰ ὁ εὐλογημένος Μωϋσῆς ἀποκρίθηκε:
— ᾿Αδελφοὶ καὶ φίλοι μου καλοί, ἐσεῖς καλὰ τὰ λέτε. ᾿Αλλὰ νομίζω ὅτι οἱ ψιθυρισμοὶ τοῦ πονηροῦ φιδιοῦ πρὸς τὴν Εὔα δὲν ἦταν χειρότεροι ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας λόγους. Μὲ πιέζετε νὰ παραδοθῶ στὴν γυναῖκα αὐτή, ἀλλὰ δὲν πρόκειται μὲ κανένα τρόπο νὰ σᾶς ἀκούσω. ῍Αν πεθάνω στὰ δεσμὰ αὐτὰ καὶ τὰ πικρὰ βάσανα, ἐλπίζω μὲ μεγαλύτερη βεβαιότητα νὰ βρῶ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό. ῍Αν ἔχουν ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε ὅλοι οἱ δίκαιοι νὰ σώζωνται διὰ τοῦ γάμου, μάθετε ὅτι ἐγὼ δὲν εἶμαι δίκαιος. Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ σωθῶ μαζὶ μὲ γυναίκα. ῍Αν ὁ ᾿Ιωσὴφ παραδινόταν στὴν
γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ, δὲν θὰ γινόταν κατόπιν βασιλιάς. ῾Ο Θεὸς εἶδε τὴν ὑπομονή του καὶ τοῦ ἐχάρισε τὴν βασιλεία. ῎Ετσι λοιπὸν δοξάζεται σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες γιὰ τὴν σωφροσύνη του, μολονότι ἄφησε παιδιὰ πίσω του. ᾿Εγὼ ὅμως, οὔτε τὴν βασιλεία τῆς Αἰγύπτου θέλω, οὔτε ἐξουσία κοσμικὴ ἐπιζητῶ, οὔτε στὴν χώρα τῆς Λεχίας ἐπιθυμῶ νὰ ζήσω, οὔτε νὰ τιμηθῶ σὲ ὁλόκληρη τὴν ρωσικὴ γῆ ἐπιδιώκω. ῞Ολα αὐτὰ τὰ περιφρονῶ γιὰ τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Καὶ ἂν ξεφύγω ζωντανὸς ἀπὸ τὰ χέρια αὐτῆς τῆς γυναίκας, θὰ γίνω Μοναχός. Γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο: «Πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει». Τὸν Χριστὸ λοιπὸν νὰ ἀκούσω ἢ ἐσᾶς; Καὶ ὁ ᾿Απόστολος λέει βέβαια, ὅτι «κρεῖσσόν ἐστι γαμῆσαι ἢ πυροῦσθαι», ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ αὐτὸ τί ὑπογραμμίζει; «Λέγω δὲ τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις, καλὸν αὐτοῖς ἐστιν ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ. Εἰ δὲ οὐκ ἐγκρατεύονται, γαμησάτωσαν». Καὶ παρακάτω: «῾Ο ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί». Ποιόν λοιπὸν ν᾿ ἀκούσω, ἐσᾶς ἢ τὸν ᾿Απόστολο; Καὶ ποιόν εἶναι καλύτερα νὰ ὑπηρετῆ κανείς, τὸν Χριστὸ ἢ τὴν γυναῖκα; ῾Ο ᾿Απόστολος πάλι λέει: «Οἱ δοῦλοι ὑπακούετε τοῖς κυρίοις ὑμῶν εἰς τὸ ἀγαθόν». Λοιπόν, μάθετε πὼς ἡ ὀμορφιὰ τῆς γυναίκας δὲν μὲ δελεάζει καθόλου. Οὔτε μπορεῖ αὐτὴ νὰ μὲ ἀποπλανήση μακρυὰ ἀπὸ τὸ Νυμφίο τῆς ψυχῆς μου. ΟΤΑΝ ἡ ἀρχόντισσα πληροφορήθηκε ὅλα αὐτά, ἔβαλε σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα νέο πανοῦργο σχέδιο. Διέταξε νὰ ἀνεβάσουν τὸ μακάριο Μωϋσῆ σὲ ἕνα καταστόλιστο ἄλογο καὶ νὰ τὸν περιφέρουν μὲ τὴν συνοδεία πολλῶν δούλων στὰ χωριὰ καὶ στὶς πόλεις ποὺ ἐξουσίαζε. ᾿Εκείνη ἵππευε δίπλα του σὲ ἕνα ἄλλο ἄλογο.
᾿Αφοῦ τοῦ ἔδειξε τὴν ἐπικράτειά της, τοῦ εἶπε:
— ῞Ολη αὐτὴ ἡ χώρα εἶναι ἰδική σου. ῞Ολος αὐτὸς ὁ λαὸς εἶναι ἰδικός σου. Κάνε τους ὅ,τι θέλεις.
῎Επειτα στράφηκε στὸν λαὸ καὶ ἐφώναξε:
— Νά, ὁ κύριός σας καὶ σύζυγός μου! ῞Ολοι σας νὰ τὸν σέβεσθε καὶ νὰ τὸν προσκυνᾶτε!
῾Ο ῞Αγιος ὅμως ἐγέλασε μὲ τὸν παραλογισμὸ τῆς παθιασμένης γυναίκας καὶ τῆς εἶπε:
— Μάταια κοπιάζεις. Δὲν μπορεῖς νὰ μὲ δελεάσης μὲ φθαρτὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε νὰ συλήσης τὸν ἄφθαρτο πνευματικό μου πλοῦτο. Πάρ᾿ το λοιπὸν ἀπόφαση καὶ μὴν πασχίζης ἄδικα νὰ μὲ κερδίσης.
῾Η γυναίκα ἔγινε ἔξαλλη.
— Ξέχασες ὅτι σὲ ἔχω ἀγοράσει;... οὔρλιαξε σὰν ἀγριεμένη λύκαινα. Ποιός μπορεῖ νὰ σὲ γλυτώση ἀπὸ τὰ χέρια μου; Δὲν θὰ μοῦ ξεφύγης ζωντανός! Θὰ σὲ βασανίσω ἀνελέητα καὶ ἔπειτα θὰ σὲ θανατώσω!
— Δὲν φοβᾶμαι τὶς ἀπειλές σου..., ἀποκρίθηκε ἄφοβα ὁ γενναῖος. Καὶ ἂν θέλη ὁ Θεός, δὲν θὰ ἀργήσω νὰ γίνω Μοναχός.
῾Η πρόρρηση τοῦ ῾Οσίου σύντομα ἐκπληρώθηκε μὲ τρόπο θαυμαστό, τὸν ὁποῖο παραχώρησε ἡ ἀνεξερεύνητη βουλὴ τοῦ πανάγαθου Θεοῦ. Συνέβη δηλαδὴ νὰ περάση τότε ἀπὸ ἐκεῖ ἕνας ῾Ιερομόναχος ἀπὸ τὸ ῞Αγιον ῎Ορος. Συνάντησε μὲ τοῦ Θεοῦ τὴν εὐδοκία τὸν μακάριο Μωϋσῆ, πληροφορήθηκε τὰ παθήματα καὶ τὸν πόθο του καὶ τὸν ἐνέδυσε τὸ ᾿Αγγελικὸ Σχῆμα. ᾿Αφοῦ τὸν ἐσυμβούλευσε νὰ διατηρήση μὲ κάθε θυσία τὴν καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς καὶ νὰ μὴν παραδώση τὸν ἑαυτό του στὸν ἐχθρό, τοῦ εὐχήθηκε νὰ λυτρωθῆ ἀπὸ κείνη τὴν ἀσελγῆ γυναῖκα καὶ ἀναχώρησε. Αὐτὸς ὁ ῾Αγιορείτης ῾Ιερομόναχος ἀναζητήθηκε μετὰ παντοῦ, ἀλλὰ δὲν βρέθηκε ποτὲ πουθενά. ῾Η γυναίκα πάλι, ὅταν ἔχασε τὶς ἐλπίδες της, παρέδωσε τὸ δοῦλο τοῦ Θεοῦ στοὺς βασανιστές. Τὸν τέντωσαν σὲ ἕνα πάγκο καὶ τὸν ἔδειραν ἀλύπητα μὲ σιδερένια ραβδιά, μέχρι ποὺ ἡ γῆ βάφτηκε κόκκινη ἀπὸ τὸ αἷμά του. ᾿Ενῶ τὸν ἐκτυποῦσαν, τοῦ ἔλεγαν:
— ῾Υποτάξου στὴν κυρία σου καὶ κάνε τὸ θέλημά της. ῍Αν δὲν ὑποκύψης, θὰ κόψουμε τὸ σῶμα σου σὲ κομμάτια. Δὲν ἔχεις σωτηρία. Θὰ παραδώσης πικρὰ τὴν ψυχή σου μετὰ ἀπὸ πολλὰ μαρτύρια. Λυπήσου λοιπὸν τὰ νιάτα σου. Βγάλε αὐτὸ τὸ ξεσχισμένο ράκος, φόρεσε στολὴ πολύτιμη καὶ θὰ γλυτώσης ἀπὸ τὰ βασανιστήρια, τὰ ὁποῖα σοῦ ἑτοιμάζουμε.
᾿Αλλὰ ὁ μακάριος τοὺς ἀποκρίθηκε μὲ γενναιότητα:
— ᾿Αδελφοί, κάντε ὅ,τι σᾶς διέταξαν καὶ μὴν καθυστερῆτε. Ποτὲ δὲν πρόκειται νὰ ἀρνηθῶ τὶς μοναχικές μου ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οὔτε πόνοι, οὔτε φωτιά, οὔτε πληγὲς μποροῦν νὰ μὲ χωρίσουν ἀπὸ τὸν Κύριό μου καὶ τὸ μεγάλο ᾿Αγγελικὸ Σχῆμα. Αὐτὴ ἡ σκοτισμένη γυναίκα ἐπιδεικνύει ἀσύστολα τὴν ἀδιαντροπιά της. Οὔτε τὸν Θεὸ φοβᾶται οὔτε τοὺς ἀνθρώπους ἐντρέπεται, βιάζοντάς με ἀναιδέστατα σὲ διαφθορὰ καὶ πορνεία. ᾿Αλλὰ δὲν πρόκειται νὰ κάνω τὸ ἄθλιο θέλημά της.
Λύσσαξε ἡ ἀρχόντισσα μὲ τὴν ἀντίσταση τοῦ γενναίου ἀθλητοῦ τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν περάσει ἤδη ἕξι χρόνια ποὺ τῆς ἀντιστεκόταν αὐτὸς ὁ δοῦλος, καὶ θέλησε νὰ ἐκδικηθῆ τὴν προσβολὴ ποὺ τῆς ἔκανε. ῎Εστειλε λοιπὸν ἀνθρώπους μὲ γράμματα στὸν βασιλιὰ Μπολιεσλάβο. «Γνωρίζεις καλά, βασιλιά μου», τοῦ ἔγραφε, «ὅτι ὁ ἄνδρας μου σκοτώθηκε στὸ πεδίο τῆς μάχης, πολεμώντας γενναῖα στὸ πλευρό σου. ᾿Εσὺ μετὰ μοῦ ἔδωσες τὴν ἐλευθερία νὰ διαλέξω ὅποιον θέλω γιὰ σύζυγό μου. ᾿Ερωτεύθηκα ἕνα πανέμορφο νέο ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους σου, τὸν ἐλευθέρωσα, τὸν ἔφερα στὸ παλάτι μου, τοῦ χάρισα ὅλη τὴν περιουσία μου, τὸν ἔκανα ἐξουσιαστὴ τῆς γῆς μου, τοῦ λαοῦ μου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου. ῞Ομως αὐτὸς ὅλα τοῦτα τὰ περιφρόνησε. Πολλὲς φορὲς τὸν ἐβασάνισα μὲ πεῖνα καὶ πληγές, ἀλλὰ δὲν ἐπέτυχα νὰ τὸν κάνω σύζυγό μου. ῎Εκλεισαν ἕξι χρόνια ποὺ τὸν ταλαιπωρῶ καὶ μὲ ταλαιπωρεῖ. ᾿Αλλ᾿ αὐτὸς ὁ σκληρόκαρδος ὑπομένει ὅλα τὰ μαρτύρια καὶ δὲν ταπεινώνεται. Τώρα μάλιστα ἔγινε κρυφὰ Μοναχὸς ἀπὸ κάποιον ἄγνωστο καλόγερο. Λοιπόν, τί διατάζεις νὰ τοῦ κάνω; ».
῾Ο Μπολιεσλάβος διέταξε νὰ παρουσιασθοῦν καὶ οἱ δύο ἐνώπιόν του. ῞Οταν ἦλθαν, ἄρχισε νὰ προτρέπη ἐπίμονα τὸν Μωϋσῆ νὰ ὑποκύψη στὶς ἀξιώσεις τῆς κυρίας του. Στὸ τέλος τοῦ εἶπε:
— Ποιός εἶναι τόσο ἀναίσθητος ὅσο ἐσύ, ποὺ ἀποστερεῖς τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τόσα ἀγαθὰ καὶ προτιμᾶς τόσα πικρὰ βάσανα; Λοιπόν, γνώριζε ὅτι στὰ χέριά σου κρατᾶς τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατό σου. ῍Η κάνεις τὸ θέλημα τῆς κυρίας σου καὶ κερδίζεις τιμὲς καὶ δόξες, ἢ βρίσκεις θάνατο φρικτό.
῎Επειτα ὁ βασιλιὰς στράφηκε στὴν γυναῖκα:
— Δὲν εἶναι δυνατό, τῆς εἶπε αὐστηρά, ὁ αἰχμάλωτος ποὺ ἀγόρασες νὰ κάνη τοῦ κεφαλιοῦ του. Εἶσαι κυρία του καὶ εἶναι δοῦλός σου. ῍Αν λοιπὸν δὲν ὑποκύψη δῶσ᾿ του ἕνα καλὸ μάθημα, ὥστε νὰ παραδειγματιστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι αἰχμάλωτοι καὶ νὰ μὴν τολμοῦν νὰ παρακοῦνε τοὺς κυρίους τους.
῾Ο εὐλογημένος Μωϋσῆς εἶπε τότε στὸ βασιλιά:
— ῾Ο Κύριός μου λέει: «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ». Πῶς λοιπὸν μοῦ ὑπόσχεσαι δόξες καὶ τιμές, ὅταν ἐσὺ ὁ ἴδιος σὲ λίγο θὰ πεθάνης καὶ
ἡ γυναίκα αὐτὴ θὰ σκοτωθῆ;
῾Η πρόρρηση τοῦ θεοφώτιστου Μωϋσέως δὲν ἄργησε νὰ πραγματοποιηθῆ. Προηγουμένως ὅμως, ὁ ῞Οσιος ὑπέφερε καὶ ἄλλα μαρτύρια ἀπὸ τὴν πονηρὴ γυναῖκα. ῎Εχοντας τώρα καὶ τὴν ἔγκριση τοῦ βασιλιᾶ, φορτικὰ καὶ ἀσύστολα τὸν προκαλοῦσε στὴν ἁμαρτία.
— Χαμένοι οἱ κόποι σου..., τῆς ἀπαντοῦσε ὁ μακάριος. Μὴ μὲ νομίζης ἀνόητο ἢ ἀνίκανο νὰ κάνω αὐτὴ τὴν πράξη. Σὲ ἀποστρέφομαι ὅμως σὰν ἀναίσχυντη καὶ ἀθεόφοβη.
Τότε ἐκείνη, ἀπελπισμένη πιά, πρόσταξε νὰ τοῦ δίνουν ἑκατὸ ραβδισμοὺς κάθε ἡμέρα καὶ μετὰ νὰ τὸν ἀκρωτηριάσουν. Σὲ λίγες μέρες ὁ πολύπαθος Μωϋσῆς ἦταν πεσμένος κάτω, μέσα σὲ μία λίμνη αἵματος, ἀναίσθητος, σὰν νεκρός. Λίγη πνοὴ ζωῆς τοῦ ἔμενε ἀκόμη. ΣΤΟ μεταξύ, ὁ βασιλιὰς Μπολιεσλάβος, θέλοντας νὰ ἱκανοποιήση τὴν πικραμένη γιὰ τὴν ἀποτυχία της ἀρχόντισσα, ἐσήκωσε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Μοναχῶν τῆς Λεχίας καὶ τοὺς ἔδιωξε ὅλους ἀπὸ τὴν ἐπικράτειά του. ᾿Αλλὰ ὁ Κύριος τὸν ἀντάμειψε γρήγορα γιὰ τὴν ἀνόσια πράξη του. ῾Ο βασιλιὰς ἀπέθανε ξαφνικὰ μία νύκτα. Καὶ ἀμέσως ξέσπασε ἐπανάσταση σὲ ὁλόκληρη τὴν χώρα. ῾Ο λαὸς ἐσκότωσε τοὺς βογιάρους καὶ μαζί τους τὴν βάναυση γυναῖκα, ἡ ὁποία ἐβασάνιζε τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς κυρίας του, ὁ πάγκαλος Μωϋσῆς ἐλευθερώθηκε καὶ μὲ κλονισμένη τὴν ὑγεία του ξεκίνησε γιὰ νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Κύριο. ῏Ηλθε μὲ κόπους καὶ πόνους στὴν Μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, βαστάζοντας στὸ σῶμά του τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ στὴν κεφαλὴ τὸ στεφάνι τῆς νίκης, σὰν γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο Κύριος, μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτά, ἔδωσε στὸν πνευματέμφορο Μωϋσῆ τὸ χάρισμα κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν. Κάποιος ἀδελφὸς τῶν Σπηλαίων ἀντιμετώπιζε σκληρὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας. ῏Ηλθε στὸν ῞Αγιο, τὸν παρακάλεσε  τὸν βοηθήση καὶ τοῦ εἶπε:
— ῞Ο,τι μοῦ πῆς θὰ τὸ κρατήσω ὥς τὸν θάνατό μου.
— ῞Οσο ζῆς, νὰ μὴν συνομιλήσης ποτὲ μὲ γυναίκα..., εἶπε ὁ ῞Οσιος.
῎Επειτα σήκωσε τὸ ραβδί του - περπατοῦσε πάντοτε μὲ ραβδί, γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ σταθῆ μόνος του ἀπὸ τὶς πληγὲς - καὶ ἐκτύπησε μὲ αὐτὸ τὸν ἀδελφὸ στὸ στῆθος. ᾿Αμέσως ὁ πόλεμος τοῦ ἀδελφοῦ σταμάτησε καὶ ἀπὸ τότε ποτὲ δὲν πειράχθηκε ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία. ῾Ο θεσπέσιος Μωϋσῆς ἔφτασε μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ στὰ τέλη τῆς ζωῆς του, ἀφοῦ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἀσκήσεις του ἀξιώθηκε νὰ γίνη θεόπτης, ὅπως ὁ ἀρχαῖος Μωϋσῆς, καὶ νὰ λάμψη μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ θαύματά του σὲ ὅλη τὴν ρωσικὴ γῆ.
῏Ηταν 26 ᾿Ιουνίου τοῦ ἔτους 1043 (περ.), ὅταν ἀναπαύτηκε ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὶς πληγές του. ῾Ο Θεὸς τὸν ἐδόξασε γιὰ τὴν ὑπομονή του, χαρίζοντας στὸ τίμιο Λείψανό του τὴν θαυματουργικὴ δύναμη κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν.

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...