Κάποτε τον είχε επισκεφθεί ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος.
Όταν έφευγε, ήταν
σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα – Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα
διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και
ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να
εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί
του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και
ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε
καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά
οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την
φυλακή. Γι’ αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
- Παιδί μου, να
μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί
τα περιμένουν κρυμμένοι…
Ακόμη και για την
Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη,
να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να
μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησον,
για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν
έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα –Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο
ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις
περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι
βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και
Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό. Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από
μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία
Λειτουργία.
Ο Γέροντας την
λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές
έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία
του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να
σε ευλόγηση». Μετά από τον
συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν
μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν
μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα
κεράσματα.
Έβγαζε νερό από
την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του
τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά
να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο,
επειδή ήταν ευλογία του Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε,
έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ’
ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε
ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή
από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή
Μοναχούς αλλά
ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην
κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και
δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι
ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την
απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το
καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
- Παιδί μου, εγώ
Ελληνικά δεν ξέρω’ πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν
λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους
ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή
προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν,
το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους
ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
Γέρων Παπα – Τυχών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου