Είναι γνωστή η ευλάβεια που τρέφουν προς
τον πολιούχο της Θεσσαλονίκης όλοι οι βόρειοι γείτονές μας. Ίσως αυτό
που δεν είναι και τόσο ευρέως γνωστό, είναι πως αυτή η στάση
χρονολογείται εδώ και αιώνες. Παραθέτουμε στη συνέχεια μια επιβεβαίωση
από τις σελίδες της εκκλησιαστικής μας ιστορίας.
Ύστερα από την καθυπόταξή τους στο
Βυζάντιο επί Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου (1014), οι Βούλγαροι βρήκαν
την ευκαιρία να εξεγερθούν κατά την περίοδο της κρίσης που ταλάνισε τη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί Ισαάκιου Άγγελου (1185). Ηγέτες της εξέγερσης
ήταν οι αδελφοί Ασέν, οι οποίοι συνήψαν τις κατάλληλες εκείνες
συμμαχίες (με Βλάχους και Κομάνους), που τους επέτρεψαν να αποκρούσουν
τις επιθέσεις των Βυζαντινών και να συγκροτήσουν τον πυρήνα του
μετέπειτα αποκληθέντος Δεύτερου Βουλγαρικού Κράτους.
Στο ιδεολογικό επίπεδο του αγώνα τους, οι
Πέτρος και Ιωάννης Ασέν επιστράτευσαν και τον … άγιο Δημήτριο, για να
εμψυχώσουν τα λαϊκά στρώματα και να τα κάνουν να πιστέψουν πως το θείο
θέλημα ήταν με το μέρος τους. Διέδωσαν, έτσι, τη φήμη πως ο προστάτης
της Θεσσαλονίκης εγκατέλειψε την πόλη του και είχε … προσχωρήσει στο
δικό τους στρατόπεδο. Η απόδειξη που κόμιζαν γι’ αυτόν τον εξωφρενικό
ισχυρισμό ήταν η πτώση της Θεσσαλονίκης στους Νορμανδούς (1185).
Την πληροφορία αυτή οφείλουμε στο μεγάλο
Βυζαντινό ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη (1155-1216). Σύμφωνα με τα δικά του
λόγια, αυτό που διέδιδαν οι Βούλγαροι εξεγερθέντες ήταν ότι: «ο θεός
του των Βουλγάρων και Βλάχων γένους ελευθερίαν ηυδόκησε … ού χάριν και
τον Χριστομάρτυρα Δημήτριον απολιπείν μεν την Θεσσαλονικέων μητρόπολιν
και νεών τον εκεί και τας παρά Ρωμαίοις διατριβάς ες δ’ αυτούς αφικέσθαι
ως επαρήξοντα και συλλήπτορα του έργου εσόμενον».
Προφανώς, η ενέργεια αυτή ανταποκρινόταν
σε ένα βαθύ αίσθημα ευλάβειας του βουλγαρικού πληθυσμού προς το
μεγαλομάρτυρα Δημήτριο – αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να επιλεγεί ο
συγκεκριμένος άγιος. Η αλήθεια, επίσης, είναι ότι αυτή δεν ήταν ούτε η
πρώτη φορά ούτε και η τελευταία, που η θρησκεία χρησιμοποιούνταν στο
γεωπολιτικό και το στρατιωτικό πεδίο.
Όπως και να ‘χει, 727 χρόνια μετά, το 1912, κάθε άλλο παρά θα μπορούσαν να ισχυρισθούν κάτι ανάλογο
(Τα ιστορικά στοιχεία του σημειώματος
ελήφθησαν από το έργο του Ομότιμου Καθηγητή του Αριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννη Ταρνανίδη, Ιστορία των Σλαβικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, Α΄. Ιστορία της Βουλγαρικής Εκκλησίας, εκδ. Αδελφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σσ. 47-48)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου