Να και ένα γεγονός, οπού φάνηκε το μεγαλείο της ψυχής του. Γείτονα στο χωράφι του είχε έναν πλεονέκτη και καταπατητή, τον κυρ Γιάννη, ό όποιος δεν δίστασε να μεταθέσει τον πρόχειρο φράχτη πού χώριζε τα σύνορα και να του πάρει μια λωρίδα από το χωράφι του, το ίδιο έκανε και τον δεύτερο χρόνο. Τι να κάνει τώρα, σκέφτηκε ό πατήρ Ευθύμιος. Αν του πεί κάτι, θα αρχίσει τις βλαστήμιες και τις βρισιές, δεν έπαιρνε από λόγια, όπως το έκανε και με άλλους γείτονες. Τα αφήνω στα χέρια του Θεού,είπε στην πρεσβυτέρα του και στον μεγάλο γιο του πού διαμαρτύρονταν. Και να, ένα πρωΐ λέγει στον μεγαλύτερο γιο του: Πάμε στο χωράφι μας να τακτοποιήσουμε το φράκτη στο σύνορο. Άφού έφτασαν στο χωράφι, λέγει στον γιο του: Πάρε τον συρμάτινο φράχτη και να τον μεταθέσείς ακόμη ένα περίπου μέτρο, αφήνοντας στον γείτονα μια λωρίδα από το χέρσο χωράφι του. "Εκπληκτος ό γιος του άρχισε να διαμαρτύρεται: Πατέρα, εσύ θα χαρίσεις. όπως πάς.όλο το χωράφι στον γείτονα. Κάνε όπως σου είπα, παιδί μου.έχω τον λόγο μου εγώ, μην στεναχωρείσαι. Καί επέστρεψαν πάλι στο σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί να σου ό κυρ Γιάννης στο σπίτι του παπά.
- Καλημέρα παπαδιά. Έτσι ανήσυχος και ταραγμένος ρωτά την πρεσβυτέρα: Πούναι ό παπα-Θύμιος; τον θέλω.
- Καθίστε κυρ Γιάννη, να σας κάνω καφέ.ως να έρθει ό παπα-Θύμιος, πού τον ζήτησαν σε ένα σπίτι, δεν θ'αργήσει να επιστρέψει.
Εν τω μεταξύ ή παπαδιά ετοίμασε και του πρόσφερε τον καφέ. Αυτός πήρε μια ρουφηξιά, σαν να έκάθετο στα κάρβουνα. Νάσου και προβάλλει ό παπάς χαρούμενος και λέει: Δόξα τω Θεώ. ελευθερώθηκε ή κυρία Ελένη πού υπέφερε στον τοκετό, με τις ευχές της Εκκλησίας και μάλιστα απέκτησε αγοράκι.
- Καλώς τον κυρ Γιάννη, καλημέρα. Η οικογένεια είναι καλά: Τα ζωντανά επίσης;
Χωρίς άλλη απάντηση: Τί είναι αυτό πού μου έκανες παπα-Θύμιο; Ρωτά πικραμένος ό κυρ Γιάννης.
- Τί αγαπητέ μου Γιάννη; Να το διορθώσουμε.
Εγώ παπα-Θύμιο, δύο χρόνια τώρα σου κλέβω το χωράφι κι εσύ ούτε να διαμαρτυρηθείς, ούτε να φωνάξεις, αλλά μου αφήνεις μία λωρίδα. Πάμε τώρα γρήγορα να διορθώσω αυτή την αδικία, δεν την αντέχω.
- Καλά κυρ Γιάννη μου. κάνε μόνος σου ό.τι νομίζεις σωστό. "Αλλωστε χώμα είναι ή γη. και
όλα εδώ μένουν. Μόνον, αγαπητέ μου, μια χάρη σου ζητώ, να σε βλέπω πιο τακτικά κι εσένα και
την οικογένεια σου στην Εκκλησία.
Ασπάστηκαν έτσι αδελφικά στο μέτωπο, δεν τον άφησε να ασπαστεί το χέρι του ό παπά-Ευθύμιος. Του είπε: Έχε την ευλογία του Θεού
Καί τον κατευύδωσε ό καλός ιερέας. Καί όλα άλλαξαν από την ώρα εκείνη. Ό κυρ Γιάννης
έβαλε μόνος του τον φράκτη στα παλαιά του σύνορα, άλλα και είναι τακτικός στην εκκλησία
με την οικογένεια του. Καί διαλαλεί παντού, σε γνωστούς και άγνωστους: Στό χωριό μας έχουμε
έναν άνθρωπο του Θεού, έναν "Αγιο, τον παπα-Θύμιο!
Δ.Γ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου