(Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου: Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ Ἁγιορείτικα, Ἱ.
Ἡσυχαστήριο Ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου, Σουρωτὴ Θεσσαλονίκης, 19954)
Ὁ Παπά-Τύχων γεννήθηκε στὴν Ῥωσία, στὴν Νόβια
Μιχαλόσκα τὸ 1884. Οἱ γονεῖς του, ὁ Παῦλος καὶ ἡ Ἑλένη, ἦταν εὐλαβεῖς ἄνθρωποι,
καὶ ἑπόμενο ἦταν καὶ ὁ καρπός του, ὁ Τιμόθεος κατὰ κόσμον, νὰ ἔχη κληρονομικὴ
τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, καὶ νὰ θέλη νὰ ἀφιερωθῆ στὸν Θεὸ ἀπὸ
μικρὸ παιδί.
Ἔβλεπαν οἱ γονεῖς τὸν μεγάλο θεῖο ζῆλο τοῦ παιδιοῦ
τους, ἀλλὰ δίσταζαν νὰ τοῦ δώσουν τὴν εὐχή τους νὰ πάη σὲ Μοναστήρι, ἐπειδὴ τὸ
ἔβλεπαν εὔσωμο καὶ μὲ ζωηρὴ φύση. Ἤθελαν νὰ ὡριμάση καὶ στὴν σκέψη καὶ μετὰ νὰ
ἀποφασίση μόνος του ὁ Τιμόθεος. Τοῦ ἔδωσαν ὅμως εὐλογία νὰ ἐπισκέπτεται τὶς Μονὲς
τὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν, ἀπὸ δέκα ἑπτὰ μέχρι εἴκοσι χρονῶν. Τότε ἔκανε τὰ
μεγάλα καὶ ἀτελείωτα προσκυνήματα στὰ Μοναστήρια τῆς Ῥωσίας καὶ πέρασε περίπου
ἀπὸ διακόσιες Μονές. Στὰ Μοναστήρια ποὺ πήγαινε, παρόλου ποὺ ἦταν κατάκοπος καὶ
ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία του, ἀπέφευγε μὲ τρόπο τὴν φιλοξενία, γιὰ νὰ
ἀσκῆται ὁ ἴδιος καὶ νὰ μὴν ἐπιβαρύνη τοὺς ἄλλους.
Σὲ μία ἐπαρχία ὅμως εἶχε ταλαιπωρηθῆ πολύ, γιατὶ οἱ
κάτοικοι εκεῖ ἔτρωγαν ψωμὶ ἀπὸ σίκαλη. Ἐπειδὴ δὲ ὁ Τιμόθεος δὲν ἔτρωγε τίποτε
ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ψωμί, καὶ τὸ ψωμὶ τῆς σίκαλης ἔχει συνήθως μία ἄσχημη μυρωδιά,
καὶ εἶναι σὰν λάσπη, δὲν μποροῦσε να τὸ φάη. Γιὰ αὐτὸ εἶχε ἐξαντληθῆ ὁ νέος.
Πηγαίνει λοιπὸν στὸν φούρναρη, ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶχε ζητήσει καὶ ἄλλη φορά, νὰ τὸν
ξαναπαρακαλέση γιὰ λίγο ἄσπρο ψωμί, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι θὰ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του
καλὸ ψωμί. Ἐκεῖνος ὅμως, μόλις εἶδε τὸν Τιμόθεο ἀπὸ μακριὰ ἀκόμη, τοῦ εἶπε νὰ
φύγη.
Λυπημένος καὶ
ἐξαντλημένος ὅπως ἦταν ὁ νέος, ἔπιασε μία ἄκρη καὶ μὲ ὅλη τὴν παιδική του
ἁπλότητα ἔκανε προσευχὴ στὴν Παναγία: Παναγία
μου, θέλω νὰ μὲ βοηθήσης, γιατὶ θὰ πεθάνω στὸν δρόμο, πρὶν νὰ γίνω Καλόγηρος·
δὲν μπορῶ νὰ τὸ φάω αὐτὸ τὸ ψωμί. Δὲν πρόλαβε νὰ τελειώση τὴν προσευχή του,
καὶ ξαφνικά, τοῦ παρουσιάζεται μία Κόρη μὲ λαμπερὸ πρόσωπο, τοῦ δίνει μία
φραντζόλα ἄσπρο ψωμί, καὶ ἀμέσως ἐξαφανίζεται! Ἐκείνη τὴν στιγμή, τὰ ἔχασε ὁ
Τιμόθεος. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἐξηγήση αὐτὸ τὸ γεγονός! Τοῦ περνοῦσαν διάφοροι
λογισμοί. Ἕνας λογισμός, ἦταν μήπως τὸν ἄκουσε ἡ κόρη τοῦ φούρναρη καὶ τὸν
λυπήθηκε καὶ εἶπε στὸν πατέρα της νὰ τοῦ δώση λίγο καλὸ ψωμί. Σηκώνεται πάλι ὁ
νέος καὶ πηγαίνει να τὸν εὐχαριστήση. Ἀλλὰ ὁ φούρναρης νόμιζε πὼς τὸν κορόϊδευε
ὁ Τιμόθεος, καὶ τὸν ἔβρισε θυμωμένος.
-Ἄντε φύγε ἀπὸ
ἐδῶ! οὔτε γυναίκα ἔχω, οὔτε κόρη.
Ἀφοῦ ἔφαγε μετά, ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο ψωμὶ ὁ
Τιμόθεος, καὶ δυνάμωσε καὶ πνευματικά, συνέχισε τὸ προσκύνημά του καὶ στὰ
ἐπίλοιπα Μοναστήρια· ἀλλ’ ὅμως τὸ ἀνεξήγητο ἐκεῖνο γεγονός, συνέχεια τριγύριζε
στὸν νοῦ του. Περασε ἀρκετὸ διάστημα μὲ τὴν ἀπορία αὐτή, ἀλλὰ ἀργότερα, ὅταν
τοῦ ἔδωσε ἕνας Μοναχός, ἕνα βιβλίο μὲ τὶς θαυματουργικὲς εἰκόνες τῆς Παναγίας
τῆς Ῥωσίας, καὶ εἶδε την Παναγία τοῦ Κρεμλίνου, σκίρτησε ἡ καρδία του ἀπὸ
εὐλάβεια, τὰ μάτια του πλημμύρισαν ἀπὸ δάκρυα εὐγνωμοσύνης, καὶ εἶπε: Αὐτὴ ἡ Παναγία μου ἔδωσε τὸ ἄσπρο ψωμί!
Ἀπὸ τότε πιά, τὴν Παναγία τὴν ἔνιωθε πιὸ κοντά, ὅπως τὸ παιδὶ τὴν μάνα του.
Μετὰ λοιπόν, ἀπὸ τὸ Μοναστήρι τῆς πατρίδος του,
ἔκανε προσκύνημα στὸ Θεοδάβιστον Ὄρος τοῦ Σινᾶ, ὅπου παρέμεινε δύο μῆνες, καὶ
ἀπὸ ἐκεῖ στοὺς Ἁγίους Τόπους, ὅπου καὶ ἀσκήτεψε ἕνα χρονικὸ διαστημα, πέρα ἀπὸ
τὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐνῶ τὸν βοηθοῦσε ὁ Ἅγιος Τόπος, ἡσυχία ὅμως δὲν ἔβρισκε ἀπὸ
τὸ ἀνήσυχο κοσμικὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ κατέστρεψε δυστυχῶς μὲ τὸν δῆθεν
πολιτισμό της, καὶ τὰ ἅγια ἀκόμη ἐρημικὰ μέρη, ποὺ γαληνεύουν καὶ ἁγιάζουν τὶς
ψυχές. Γιὰ αὐτὸ ἀναγκάστηκε νὰ φύγη γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ πειρασμὸς ὅμως, βλέποντας μὲ τὴν πολυχρόνιο πείρα
του ὅτι ὁ εὐλαβὴς αὐτὸς νέος πολὺ θὰ προχωρήση στὴν πνευματικὴ ζωή, καὶ πολλὲς
ψυχὲς θὰ βοηθήση γιὰ νὰ σωθοῦν, βάλθηκε νὰ τὸν ἀχρηστέψη. Ἐνῶ εἶχε ἐπιστρέψει
ἀπὸ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου στὴν Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ ἑτοιμασθῆ καὶ νὰ προσκυνήση
γιὰ τελευταία φορὰ τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ νὰ ἀποχαιρετήση καὶ τοὺς γνωστούς του,
χρησιμοποίησε ὁ πονηρὸς γιὰ ὄργανά του δύο ἀθεόφοβες γυναῖκες, πατριώτισσές
του, οἱ ὁποῖες τὸν κάλεσαν στὸ σπίτι ὅπου ἔμειναν, γιὰ νὰ τοῦ δώσουν δῆθεν
ὀνόματα νὰ μνημονεύση στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὁ ἀπονήρευτος Τιμόθεος, ποὺ εἶχε ὅλο
καλοὺς λογισμούς, τὸ πίστεψε καὶ πῆγε. Ἀλλά, ὅταν τὸν ἔκλεισαν μέσα στὸ σπίτι
καὶ ὅρμησαν ἐπάνω του μὲ ἀνήθικες διαθέσεις, τἄχασε! Κοκκίνισε καὶ δίνει μία
σπρωξιὰ σὲ αὐτὲς καὶ ἄλλη μία στὴν πόρτα καὶ ξέφυγε ἀπὸ τὰ νύχια τῶν γερακιῶν,
σὰν νέος Ἰωσήφ, καὶ φυλάχτηκε ἁγνός.
Ἦρθε μετά, ὅπως ἦταν ἁγνὸ λουλούδι, καὶ φυτεύτηκε
στὸ περιβόλι τῆς Παναγίας καὶ πρόκοψε καὶ ευωδίασε μὲ τὶς ἀρετές του, ὅπως θὰ
ἰδοῦμε πιὸ κάτω.
Ἡ πρώτη του μετάνοια ἦταν τὸ κελλὶ τοῦ Μπουραζέρι,
ὅπου καὶ παρέμεινε πέντε χρόνια. Ἐπειδὴ σὲ αὐτὸ δὲν εὕρισκε ἡσυχία ἀπὸ τοὺς
πολλοὺς προσκυνητάς, Ῥώσους, πῆρε εὐλογία καὶ πῆγε στὰ Καρούλια καὶ ἐκεῖ
ἀσκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Ὅλο τὸ διάστημα στὰ Καρούλια περνοῦσε μὲ σκληροῦς
ἀγῶνες. Τὸ ἐργόχειρό του ἦταν οἱ μεγάλες καὶ οἱ μικρὲς μετάνοιες, μαζὶ μὲ τὴν
εὐχὴ καὶ τὴν μελέτη. Δανειζόταν βιβλία ἀπὸ τὶς Μονές, ἀπὸ ὅπου ἔπαιρνε καὶ
εὐλογία, παξιμάδι, ἀπὸ τὰ περισσεύματα τῶν κλασμάτων, γιὰ τὴν ὁποία ἔκανε καὶ
κομποσχοίνι. Ἔτσι φιλότιμα ἀγωνιζόταν, γιὰ νὰ γίνη καὶ ἐσωτερικὰ Ἄγγελος καὶ
ὄχι μόνο ἐξωτερικά, μὲ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα.
Μετὰ ἀπὸ τὰ Καρούλια, ἦρθε στὴν ἄκρη τῆς Καψάλας
(πάνω ἀπὸ τὴν Καλιάγρα), σὲ ἕνα κελλὶ Σταυρονικητιανό, καὶ γηροκόμησε ἕναν Γέροντα.
Ἀφοῦ πέθανε τὸ Γεροντάκι, καὶ πῆρε τὴν εὐχή του, ἔμεινε μόνος του στὴν Καλύβη.
Ἀπὸ τότε ὄχι μόνο δὲν ἀμέλησε τοὺς πνευματικούς του ἀγῶνες, ἀλλὰ τοὺς αὔξησε,
καὶ ἑπόμενο ἦταν νὰ δεχθῆ πλούσια τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ἀγωνιζόταν φιλότιμα
καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωση.
Ἡ Θεία Χάρις πιά, τὸν φανέρωνε στοὺς ανθρώπους, κι
ἔτρεχαν πολλοὶ πονεμένοι ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ νὰ παρηγορηθοῦν
ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη. Ἄλλοι τότε τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ἱερωθῆ, γιὰ νὰ βοηθάη
πιὸ θετικά, μὲ τὸ Μυστήριο τῆς Θείας Ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ θὰ ἔδινε καὶ τὴν ἄφεση
τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὴ ἡ ἀνάγκη, νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄλλοι, τὴν διεπίστωσε καὶ ὁ ἴδιος
καὶ δέχτηκε νὰ χειροτονηθῆ.
Στὸ Κελλί του ὅμως, Ναὸς δὲν ὑπῆρχε, ἐνῶ ἦταν πιὰ
ἀπαραίτητος, οὔτε καὶ χρήματα εἶχε, ἀλλὰ εἶχε μεγάλη πίστη στὸν Θεό. Ἔκαμε
λοιπὸν προσευχή, καὶ ξεκίνησε γιὰ τὶς Καρυές, μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, ὅτι
θὰ τοῦ οἰκονομοῦσε τὰ χρήματα, ποὺ θὰ χρειαζόταν γιὰ τὸν Ναό. Πρὶν φθάση ἀκόμη
στὶς Καρυές, τὸν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Παπά-Τύχωνα ὁ Δικαῖος τοῦ Προφήτη Ἠλία (Ῥωσικοῦ)
καὶ τὸν φώναξε. Ὅταν πλησίασε κοντά, τοῦ εἶπε:
-Κάποιος καλὸς
Χριστιανός, ἀπὸ τὴν Ἀμερική, μοῦ ἔστειλε μερικὰ δολάρια, νὰ τὰ δώσω σὲ ἐκεῖνον
ποὺ δὲν ἔχει Ναό, γιὰ νὰ κτίση. Ἐσὺ δὲν ἔχεις Ναό· πάρ’ τα καὶ φτιάξε.
Δάκρυσε ὁ γέροντα ἀπὸ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη στὸν
Θεό, εὐχαρίστησε καὶ τὸν Δικαῖο καὶ εἶπε τό: Θεὸς συγχωρέσοι, γιὰ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔστειλε τὴν
εὐλογία. Ὁ Καλὸς Θεός, σὰν καρδιογνώστης, εἶχε φροντίσει γιὰ τὸν Ναό του, πρὶν
ἀκόμη Τὸν παρακαλέση ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ τοῦ ἔχη ἕτοιμα τὰ χρήματα, τὴν ὥρα ποὺ
θὰ Τοῦ τὰ ζητοῦσε. Ἑπόμενο ἦταν νὰ τὸν ἀκούση ὁ Θεός, ἀφοῦ ὁ Γέροντας ἀπὸ μικρὸ
παιδί, ἄκουγε καὶ τηροῦσε τὶς θεῖες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ δεχόταν οὐράνιες
εὐλογίες.
Στὴν συνέχεια, βρίσκει δύο Μοναχοὺς τεχνίτες, γιὰ νὰ
λένε καὶ τὴν εὐχή, τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐργάζωνται. Ὅταν λοιπόν, τελείωσε ὁ Ναός, τὸν
ἀφιέρωσε στὸν Τίμιο Σταυρό, γιατὶ τὸν εἶχε σὲ εὐλάβεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ
ἀποφεύγη τὰ Πανηγύρια μὲ τὸν φυσιολογικὸ αὐτὸν τρόπο, ἐπειδὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ
Τιμίου Σταυροῦ νηστεύουν, καὶ ἡ ἡμέρα εἶναι πένθιμη. Ὁ Γέροντας δὲν ἀναπαυόταν
στὰ Πανηγύρια, γιατὶ δημιουργοῦν ἀνησυχία καὶ περισπασμό, ἐνῶ αὐτὸς πανηγύριζε
κάθε μέρα πνευματικά, μὲ τὸ ἥσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, μὲ τὴν πολλή του
ἄσκηση και μὲ τὴν καθόλου σχεδὸν ἀνθρώπινη παρηγοριά, μέσα στὸν λάκκο τῆς
Καλιάγρας, ὅπου ἔβλεπε οὐρανὸ καὶ ζοῦσε παραδεισένιες χαρές, μαζὶ μὲ τοὺς
Ἄγγελους καὶ τοὺς Ἁγίους. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσε κανείς: Μόνος σου μένεις ἐδῶ στὴν ἐρημιά; ἀπαντοῦσε ο Γέροντας.
-Ὄχι, ἐγὼ μένω
μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ Ἀρχαγγέλους, μὲ τοὺς Ἁγίους Πάντες, μὲ τὴν Παναγία
καὶ τὸν Χριστό.
Πράγματι τὴν ἔνιωθε τὴν παρουσία τῶν Ἁγίων καὶ τὴν
βοήθεια τοῦ φύλακα Ἀγγέλου του. Μία μέρα ποὺ τὸν εἶχα ἐπισκεφθῆ, ἐνῶ ἀνέβαινε
τὰ σκαλάκια, ἔπεσε ἀνάποδα καὶ σφηνώθηκε στὴν πόρτα, γιατὶ φοροῦσε πολλὰ καπιά,
καὶ δυσκολεύτηκα νὰ τὸν σηκώσω. Ὅταν τὸν ῥώτησα μετά: Τί θὰ ἔκανες Γέροντα μόνος σου, ἐὰν δὲν ἤμουν ἐδῶ; μὲ κοίταξε
παράξενα καὶ μοῦ ἀπήντησε μὲ βεβαιότητα:
-Ὁ φύλακάς μου
Ἄγγελος, θὰ με σήκωνε.
Ἐνῶ βρισκόταν σὲ ἐρημικὸ τόπο, μόνος του, καὶ τὸ
Κελλί του δὲν εἶχε σχεδὸν τίποτα, γιὰ νὰ ἔχη ὅμως τὸν Χριστὸ μέσα του, δὲν τοῦ
χρειαζόταν τίποτα, γιατὶ ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ Παράδεισος, καὶ γιὰ τὸν
Παπά-Τύχωνα τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας ἦταν ἐπίγειος Παράδεισος.
Εἶχε χρόνια ἀρκετὰ νὰ βγῆ στὸν κόσμο, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τὸ
θέλη, τὸν ἀνάγκασαν κάποτε, ποὺ εἶχε γίνει πυρκαϊὰ στὴν Καψάλα, μαζὶ μὲ ἄλλους
Πατέρες νὰ πάη καὶ αὐτὸς ὡς μάρτυρας στὴν Θεσσαλονίκη. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ Ἅγιο
Ὄρος ὁ Γέροντας, τὸν ῥωτοῦσαν οἱ Πατέρες:
-Πῶς εἶδες τὴν
πόλη καὶ τὸν κόσμο μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ποὺ εἶχες νὰ ἰδῆς τὸν κόσμο;
Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
-Ἐγῶ δὲν εἶδα
πολιτεία μὲ ἀνθρωπους, ἀλλὰ δάσος μὲ καστανιές.
Ἔφθασε σὲ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἁγία κατάσταση ὁ
Γέροντας, γιατὶ ἀγάπησε πολὺ τὸν Χριστό, τὴν ταπείνωση καὶ τὴν φτώχεια. Μέσα
στὸ κελλὶ τοῦ Γέροντα δὲν ἔβλεπες οὔτε ἕνα πρᾶγμα τῆς προκοπῆς, ποὺ νὰ
ἐξυπηρετῆ ἄνθρωπο. Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχε μέσα στὸ κελλί του ἔβρισκε κανεὶς ὅσα
ἤθελε πεταγμένα ἀπὸ ἔξω, στὸν λάκκο. Ἀλλὰ γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, ὅ,τι
παλιὸ καὶ ἐὰν εἶχε ὁ Παπά-Τύχων, εἶχε μεγάλη αξία, γιατὶ ἦταν ἁγιασμένο. Ἀκόμη
καὶ τὰ κουρέλια του τὰ ἔβλεπαν με εὐλάβεια καὶ τὰ ἔπαιρναν γιὰ εὐλογία. Ὅ,τι
ἐπίσης παλιὸ φοροῦσε ἢ ἀσουλούπωτο, δὲν φαινόταν ἄσχημο, γιατὶ ὁμόρφαινε καὶ
αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἐσωτερικη ὁμορφιὰ τῆς ψυχῆς του. Γιὰ σκουφιά, ἔραβε μόνος του, με
τὴν σακοράφα, κομμάτια ῥάσου, σὰν σακοῦλες, καὶ τὰ φοροῦσε, ἀλλὰ σκορποῦσαν
περισσότερη χάρη ἀπὸ τὶς πολύτιμες μίτρες τὶς δεσποτικές (οταν, φυσικά, δὲν
ὑπάρχη στὴν καρδιὰ τοῦ Μητροπολίτου ὁ Πολύτιμος Μαργαρίτης.)
Κάποτε, τὸν φωτογράφισε ἕνας ἐπισκέπτης, ὅπως ἦταν
μὲ τὴν σακούλα γιὰ σκουφί, καὶ μὲ μία πιτζάμα ποὺ τοῦ εἶχε ῥίξει στὶς πλάτες
του, γιατὶ εἶδε τὸν Γέροντα νὰ κρυώνη. Καὶ τώρα, ὅσοι βλέπουν στὴν φωτογραφία
τὸν Παπᾶ-Τύχωνα, νομίζουν ὅτι φοροῦσε δεσποτικὸ μανδύα, ἐνῶ ἦταν μία παλιὰ
παρδαλὴ πιτζάμα.
Πολὺ ἀναπαυόταν στὰ φτωχὰ καὶ ταπεινὰ πράγματα καὶ
πολὺ ἀγαποῦσε τὴν ἀκτημοσύνη, ἡ ὁποία καὶ τὸν ἐλευθέρωσε καὶ τοῦ ἔδωσε
πνευματικὰ φτερά, καὶ ἔτσι μὲ φτερουγισμένη ψυχή, ἀγωνιζόταν πολύ, χωρὶς νὰ
αἰσθάνεται τὸν σωματικὸ κόπο, ὅπως τὸ παιδάκι δὲν νιώθει κούραση, ὅταν κάνει τὰ
θελήματα τοῦ πατέρα του, ἀλλὰ νιώθει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν στοργὴ μὲ τὰ χάδια.
Φυσικά, αὐτὰ δὲν συγκρίνονται μὲ τὰ θεϊκὰ χάδια τῆς Χάριτος, οὔτε κατὰ διάνοια.
Ὅπως ἀνέφερα, τὸ ἐργόχειρό του ἦταν οἱ πνευματικοὶ
ἀγῶνες: νηστεία, ἀγρυπνία, εὐχή, μετάνοιες κ. ἄ. ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του,
ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλες τὶς ψυχὲς τοῦ κόσμου (ζωντανούς, καὶ πεθαμένους). Ὅταν πιὰ
εἶχε γεράσει καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῆ, ὅταν ἔπεφτε κάτω μὲ τὶς στρωτὲς
μετάνοιες, ἔδεσε ενα χονδρὸ σχοινὶ ψηλά, καὶ τραβιόταν γιὰ νὰ σηκωθῆ. Ἔτσι
πάλι, ἔκανε μετάνοιες καὶ προσκυνοῦσε τὸν Θεὸ μὲ εὐλάβεια. Αὐτὸ τὸ τυπικό,
τηροῦσε μέχρι ποὺ ἔπεσε πιὰ στὸ κρεββάτι, ὅπου ξεκουράστηκε γιὰ εἴκοσι μέρες,
καὶ μετὰ ἔφυγε γιὰ τὴν ἀληθινὴ αἰώνια ζωή, ὅπου καὶ ξεκουράζεται πιὰ αἰώνια κοντὰ
στὸν Χριστό.
Τὸ ἴδιο ἐπίσης τυπικὸ τῆς ξηροφαγίας, που εἶχε ἀπὸ
νέος, τηροῦσε καὶ στὴν συνέχεια μέχρι τὰ γεράματά του. Τὴν μαγειρική, τὴν
θεωροῦσε καὶ γιὰ σπατάλη χρόνου, ἐκτὸς ποὺ δὲν ταιριάζουν στὴν Καλογερική, τὰ
καλομαγειρεμένα φαγητά. Φυσικά, μετὰ ἀπὸ τόση ἄσκηση καὶ τέτοια πνευματικὴ
κατάσταση, δὲν τοῦ ἔκανε καμία αἴσθηση ἡ καλὴ τροφή, ἀφοῦ κατοικοῦσε μέσα του ὁ
Χριστός, ποὺ τὸν γλύκαινε, καὶ τὸν ἔτρεφε παραδεισένια.
Στὶς συζητήσεις του πάντα ἀνέφερε γιὰ τὸν γλυκὸ
Παράδεισο, καὶ ἀπὸ τὰ μάτια του κυλοῦσαν τὰ γλυκὰ δάκρυα καὶ δὲν τοῦ ἔκανε
καρδιὰ νὰ ἀσχολῆται μὲ μάταια πράγματα, ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν κοσμικοὶ ἄνθρωποι.
Τὰ ἐλάχιστα πράγματα ποὺ τοῦ χρειάζονταν, γιὰ νὰ
συντηρηθῆ, τὰ οἰκονομοῦσε ἀπὸ τὸ λίγο ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε· ἁγιογραφοῦσε ἕναν
Ἐπιτάφιο κάθε χρόνο καὶ τὸν ἔδινε πεντακόσιες ἢ ἑξακόσιες δραχμές, καὶ μὲ αὐτὰ
τὰ χρήματα περνοῦσε ὁλόκληρη τὴν χρονιά του.
Ὅπως ἀνέφερα, ἦταν πολὺ λιτοδίαιτος καὶ ὀλιγαρκής,
ἀφοῦ ἕνα Ἀποστολιάτικο σύκο τὸ ἔκοβε στὰ δύο καὶ τὸ ἔτρωγε δύο φορές. Μοῦ
ἔλεγε: Πά, πά, πά, παιδί μου, αὐτὸ εἶναι
πολὺ μεγάλο! -ἐνῶ ἐγώ, γιὰ νὰ χορτάσω, ἔπρεπε νὰ φάω ἕνα κιλό.
Κάθε Χριστούγεννα, ὁ Γέροντας θὰ οἰκονομοῦσε μία
ῥέγγα, γιὰ νὰ περάση ὅλες τὶς χαρμόσυνες ἡμέρες τοῦ Δωδεκαημέρου μὲ κατάλυση
ἰχθύος. Τὴν δὲ ῥαχοκοκαλλιὰ τῆς ῥέγγας δὲν τὴν πετοῦσε, ἀλλὰ τὴν κρεμοῦσε μὲ
μία κλωστή, καὶ ὅποτε ἦταν καμία Δεσποτικὴ ἢ Θεομητορικὴ ἑορτή, καὶ εἶχε
κατάλυση ἰχθύος, ἔβραζε λίγο νερὸ σὲ ἕνα κονσερβοκούτι, βουτοῦσε τὴν
ῥαχοκοκαλιὰ δύο-τρεῖς φορὲς στὸ νερό, γιὰ νὰ πάρη λίγη μυρωδιά, καὶ μετὰ ἔριχνε
λίγο ρύζι. Ἔτσι ἔκανε κατάλυση καὶ κατηγοροῦσε καὶ τὸν ἑαυτό του ὅτι τρώει καὶ
ψαρόσουπες στὴν ἔρημο! Τὴν ῥαχοκοκαλιὰ αὐτὴ τὴν κρεμοῦσε πάλι στὸ καρφί, καὶ
γιὰ ἄλλη κατάλυση, μέχρι ποὺ ἄσπριζε πιά, καὶ τότε τὴν πετοῦσε.
Ὄταν ἔβλεπε ἀνθρώπους νὰ τοῦ συμπεριφέρονται μὲ
εὐλάβεια, αὐτὸ τὸν στενοχωροῦσε καὶ ἔλεγε:
-Ἐγὼ δὲν εἶμαι
ἀσκητής, ἀλλὰ ψεύτης ἀσκητής.
Μόνο στὰ τελευταῖά του πιά, δέχθηκε λίγη περιποίηση
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν ἰδιαίτερα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς λυπήση.
Ὅταν τοῦ ἔδινε κανείς, εὐλογία ἀπὸ τρόφιμα, τὴν
κρατοῦσε καὶ μετὰ τὴν ἔστελνε σὲ Γεροντάκια στὴν Καψάλα. Ἐὰν τοῦ ἔστελναν
χρήματα, τὰ ἔδινε σὲ ἕναν εὐλαβὴ μπακάλη, γιὰ νὰ ἀγοράζει ψωμιά, καὶ νὰ τὰ
μοιράζη στοὺς φτωχούς.
Κάποτε, τοῦ εἶχε στείλει κάποιος ἀπὸ τὴν Ἀμερική,
μία ἐπιταγή. Την ὥρα ὅμως ποὺ τὴν ἔπαιρνε ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸ Ταχυδρομεῖο, τὸν
εἶδε ἕνας κοσμικός, καὶ νικήθηκε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τῆς φιλαργυρίας. Πῆγε λοιπόν,
τὴν νύχτα στὸ Κελλὶ τοῦ Γέροντα, γιὰ νὰ τὸν ληστέψη, μὲ τὸν λογισμὸ ὅτι θὰ
εὕρισκε καὶ ἄλλα χρήματα, χωρὶς νὰ ξέρη ὅτι καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶχε πάρει ὁ
Γέροντας τὰ εἶχε δώσει τὴν ἴδια ὥρα στὸν κυρ-Θόδωρο γιὰ νὰ πάρη ψωμιὰ γιὰ τοὺς
φτωχούς. Ἀφοῦ τὸν βασάνισε ἀρκετὰ τὸν Γέροντα –τὸν ἔσφιγγε μὲ ἕνα σχοινὶ στὸ
λαιμό του- διεπίστωσε ὅτι πράγματι δὲν εἶχε χρήματα καὶ ξεκίνησε νὰ φύγη. Ὁ
Παπᾶ-Τύχων τοῦ εἶπε:
-Θεὸς
συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ὁ κακοποιὸς αὐτὸς ἄνθρωπος, πῆγε καὶ σὲ ἄλλον
Γέροντα μὲ τὸν ἴδιο σκοπό, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸν ἔπιασε ἡ Ἀστυνομία, καὶ ὁμολόγησε
μόνος του ὅτι εἶχε πάει καὶ στὸν Παπά-Τύχωνα. Ὁ Ἀστυνόμος ἔστειλε χωροφύλακα καὶ
ζήτησε τὸν Γέροντα γιὰ ἀνάκριση, ἐπειδὴ θὰ γινόταν ἡ δίκη τοῦ κλέφτη. Ὁ
Γέροντας στενοχωρήθηκε γιὰ αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὸν χωροφύλακα:
-Παιδί μου,
ἐγὼ τὸν συγχώρεσα μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου τὸν κλέφτη.
Ἐκεῖνος ὅμως δεν ἔδινε καθόλου σημασία στὰ λόγια τοῦ
Γέροντα, γιατὶ ἐκτελοῦσε ἀνώτερη διαταγή, καὶ τὸν τραβοῦσε καὶ τοῦ ἔλεγε:
-Ἄντε γρήγορα
Γέροντα! ἐδῶ δὲν ἔχει συγχώρεση καὶ εὐλόγησον.
Τελικά, τὸν
λυπήθηκε ὁ Διοικητής, καὶ τὸν ἄφησε ἀπὸ τὴν Ἱερισσὸ νὰ γυρίση στὸ Κελλί του,
ἐπειδὴ ἔκλαιγε σὰν μωρὸ παιδί, γιατὶ νόμιζε ὅτι θὰ γίνη καὶ αὐτὸς αἰτία νὰ
τιμωρηθῆ ὁ κλέφτης.
Ὅταν τὸ θυμόταν αὐτὸ τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε νὰ
τὸ χωρέση στὸ μυαλό του καὶ μοῦ ἔλεγε:
-Πά, πά, πά,
παιδί μου, αὐτοὶ οἱ κοσμικοί, ἄλλο τυπικὸ ἔχουν! Δὲν ἔχουν τό· εὐλόγησον, Θεὸς
συγχωρέσοι σοι!
Ἐνῶ ὁ Γέροντας τὴν λέξη εὐλόγησον τὴν χρησιμοποιοῦσε πάντα καὶ μὲ τὶς πολλὲς καλογερικὲς
ἔννοιες, ὅπως τὸ εὐλογεῖτε ἢ εὐλόγησον, ὅταν ζητοῦσε ταπεινὰ τὴν
εὐλογία τοῦ ἄλλου, καὶ μετὰ θὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐλογία του μὲ τὴν εὐχή: Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήση.
Μετὰ ἀπὸ τὸν συνηθισμένο χαιρετισμό, ὁδηγοῦσε τοὺς
ἐπισκέπτες στὸν Ναό, καὶ ἔψαλλαν μαζί, τό: Σῶσον
Κύριε τὸν λαόν Σου... καὶ τό: Ἄξιόν
ἐστιν, καί, ἐὰν ἦταν καλὸς καιρός, ἔβγαιναν ἔξω, κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, καὶ
καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά· μετὰ σηκωνόταν μὲ χαρά, καὶ ἔλεγε:
-Ἐγὼ τώρα
κεράσματα.
Ἔβγαζε νερὸ ἀπὸ τὴν στέρνα, καὶ γέμιζε ἕνα κύπελλο
γιὰ τὸν ἐπισκέπτη, ἔβαζε καὶ στὸ δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, ποὺ τὸ
χρησιμοποιοῦσε καὶ γιὰ μπρίκι) καὶ ἔψαχνε μετὰ νὰ βρῆ κανένα λουκούμι, ἄλλοτε
κατάξηρο καὶ ἄλλοτε μηρμηγκοφαγωμένο, τὸ ὁποῖο, ἐπειδὴ ἦταν εὐλογία τοῦ
Παπά-Τύχωνα, δὲν προξενοῦσε ἀηδία. Ἀφοῦ τὰ ἑτοίμαζε, ἔκανε τὸν Σταυρό του ὁ
Γέροντας, ἔπαιρνε τὸ νερό, καὶ ἔλεγε: Πρῶτα
ἐγώ· εὐλογεῖτε! καὶ περίμενε νὰ τοῦ πῆ ὁ ἐπισκέπτης τὴν εὐχή: Ὁ Κύριος νὰ σὲ εὐλογήση, ἀλλιὼς δὲν
ἔπαιρνε νερό. Μετά, θὰ ἔδινε καὶ αὐτὸς τὴν εὐχή του. Τὴν εὐχὴ ἀπὸ τοὺς ἄλλους,
τὴν αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη, ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς Ἱερωμένους ἢ Μοναχούς, ἀλλὰ ἀκόμη
καὶ ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, μικροὺς καὶ μεγάλους στὴν ἡλικία.
Μετὰ ἀπὸ τὸ κέρασμα, περίμενε νὰ ἰδῆ ἐὰν ἔχουν
κανένα θέμα. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι εἶναι ἀργόσχολος ἄνθρωπος καὶ ἦρθε μόνο γιὰ νὰ
περάσει τὴν ὥρα του, τότε τοῦ ἔλεγε:
-Παιδί μου,
στὴν κόλαση θὰ πᾶνε καὶ οἱ τεμπέληδες, ὄχι μόνο οἱ ἁμαρτωλοί.
Ἐὰν παρέμενε καὶ δὲν ἔφευγε, τὸν ἄφηνε ὁ Γέροντας
καὶ ἔμπαινε στὸν Ναό, καὶ προσευχόταν, καὶ ἔτσι ὁ ἐπισκέπτης ἀναγκαζόταν νὰ
φύγη. Ὅταν πάλι ἤθελε νὰ ἐκμεταλλευθῆ κανεὶς τὴν ἁπλότητα τοῦ Γέροντα, γιὰ να
ἐξυπηρετήση τὸν ἄλφα ἢ βῆτα σκοπό του, τὸ καταλάβαινε μὲ τὴν θεία του φώτιση,
καὶ τοῦ ἔλεγε:
-Παιδί μου,
ἐγὼ Ἑλληνικὰ δὲν ξέρω· πήγαινε σὲ κανέναν Ἕλληνα, γιὰ νὰ συννενοηθῆς καλά.
Φυσικά, δὲν λυπόταν ποτέ,
οὔτε τὸν κόπο οὔτε τὸν χρόνο, ὅταν ἔβλεπε πνευματικὰ ἐνδιαφέροντα στοὺς
ἀνθρώπους. Ἐνῶ μὲ τὸ στόμα συμβούλευε, μὲ τὴν καρδιά, καὶ τὸν νοῦ προσευχόταν.
Ἡ προσευχή του ἦταν πιά, αὐτενέργητη, καρδιακή. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ τὸν πλησίαζαν,
τὸ αἰσθανόταν αὐτό, γιατὶ ἔφευγαν πολὺ δυναμωμένοι. Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς
εὐλογοῦσε μέχρι νὰ κρυφτοῦν πιά.
Κάποτε, τὸν εἶχε ἐπισκεφθῆ ὁ
Πατὴρ Ἀγαθάγγελος ὁ Ἰβηρίτης, ὡς Διάκος. Ὅταν ἔφευγε, ἦταν σκοτάδι, δὲν εἶχε
φωτίσει ἀκόμη. Ὁ Παπά-Τύχων, προεῖδε τὸν κίνδυνο ποὺ θὰ διέτρεχε ὁ Διάκος, καὶ
ἀνέβηκε αὐτὴ τὴν φορά, στὸ τοιχάκι τῆς μάνδρας καὶ εὐλογοῦσε συνέχεια. Οταν
ἔφθασε ὁ Διάκος στὴν ῥάχη καὶ εἶδε τὸν Γέροντα νὰ εὐλογῆ ἀκόμη, τὸν λυπήθηκε
καὶ τοῦ φώναξε νὰ μὴν κουράζεται, νὰ μπῆ στὸ κελλί του. Αὐτὸς ὅμως ἀτάραχος μὲ
ὑψωμένα τὰ χέρια, σὰν τὸν Μωϋσῆ, προσευχόταν καὶ εὐλογοῦσε. Ἐνῶ λοιπόν, βάδιζε
ξένοιαστος ὁ Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σὲ καρτέρι κυνηγῶν, ποὺ περίμεναν ἀγριόχοιρους.
Ἕνας κυνηγός, τράβηξε νὰ ῥίξη, ἀλλὰ οἱ ευχὲς τοῦ Γέροντα ἔσωσαν τὸν Διάκο ἀπὸ
τὸν θάνατο καὶ τὸν κυνηγὸ απο τὴν φυλακή. Γιὰ αὐτὸ μοῦ ἔλεγε πάντα ὁ Γέροντας:
-Παιδί μου, νὰ μὴν ἔρχεσαι ποτὲ τὴν νύκτα, τὰ θηρία περπατοῦν καὶ οἱ
κυνηγοὶ τὰ περιμένουν κρυμμένοι.
Ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἔλεγε στὸν
Μοναχό, ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε καὶ θὰ ἔκανε τὸν ψάλτη, νὰ ἔρχεσαι τὸ πρωΐ, μὲ τὸ
φώτισμα. Τὴν ὥρα δὲ τῆς Θείας Λειτουργίας τοῦ ἔλεγε νὰ μένη στὸν μικρὸ
διάδρομο, ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ λέη τό: Κύριε ἐλέησον, γιὰ νὰ νιώθη τελείως μόνος του καὶ νὰ κινῆται ἄνετα
στὴν προσευχή του. Ὅταν ἔφθανε στὸ Χερουβικό, ὁ Παπά-Τύχων ἡρπάζετο εἴκοσι ἕως
τριάντα λεπτά, καὶ ὁ ψάλτης θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπαναλάβη πολλὲς φορὲς τὸ Χερουβικό,
μέχρι νὰ ἀκούση τὶς περπατησιές του στὴν Μεγάλη Εἴσοδο. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσα μετὰ
στὸ τέλος: Τί βλέπεις Γέροντα;
ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε.
-Τὰ Χερουβείμ,
καὶ Σεραφείμ, δοξολογοῦν τὸν Θεό!
Ἔλεγε ἐπίσης καὶ στὴν συνέχεια:
-Ἐμένα, μετὰ
ἀπὸ μισὴ ὥρα μὲ κατεβάζει ὁ φύλακας Ἄγγελος, καὶ τότε συνεχίζω τὴν Θεία
Λειτουργία.
Κάποτε, τὸν εἶχε ἐπισκεφθῆ ὁ π. Θεόκλητος ὁ
Διονυσιάτης. Ἐπειδὴ ἡ πόρτα τοῦ Παπά-Τύχωνα ἦταν κλειστή, καὶ ἀπὸ τὸν Ναό,
ἀκουγόταν γλυκιὲς ψαλμωδίες, δὲν θέλησε νὰ ἐνοχλήση μὲ τὸ χτύπημα τῆς πόρτας,
ἀλλὰ περίμενε νὰ τελειώσουν, γιατὶ νόμιζε ὅτι βρίσκονται στὸ Κοινωνικό. Σὲ λίγο
βγαίνει ὁ Παπά-Τύχων καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα. Ὅταν μπῆκε ὁ π. Θεόκλητος, δὲν
βρῆκε κανέναν ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παπά-Τύχωνα. Τότε κατάλαβε, ὅτι οἱ ψαλμωδίες
ἐκεῖνες ἦταν Ἀγγελικές.
Στὰ γεράματά του πιά, ἐπειδὴ ἔτρεμαν τὰ πόδια του,
ἔρχονταν συνήθως καῖ λειτουργοῦσαν ὁ Παπά-Μάξιμος καὶ ὁ Παπά-Ἀγαθάγγελος, οἱ
Ἰβηρίτες, ποὺ ἦταν πιὸ κοντά, καὶ τοῦ ἄφηναν καὶ Ἅγιον Ἄρτο, γιατὶ κοινωνοῦσε
κάθε μέρα. Φυσικά, ἦταν προετοιμασμένος κάθε μέρα μὲ τὴν ἁγία του ζωή.
Γιὰ τὸν Παπά-Τύχωνα, ὅλες σχεδὸν οἱ ἡμέρες τοῦ
χρόνου ἦταν Διακαινήσιμες, καὶ ζοῦσε πάντα τὴν Πασχαλινὴ χαρά. Συνέχεια ἄκουγε
κανεὶς ἀπὸ τὸ στόμα του τό: Δόξα Σοι ὁ
Θεός, Δόξα Σοι ὁ Θεός. Αὐτὸ συνιστοῦσε καὶ σὲ ὅλους, νὰ λέμε τό: Δόξα Σοι ὁ Θεός, ὄχι μόνο ὅταν περνᾶμε
καλά, ἀλλὰ καὶ ὅταν περνᾶμε δοκιμασίες, γιατὶ καὶ τὶς δοκιμασίες τὶς ἐπιτρέπει
ὁ Θεός, γιὰ φάρμακα τῆς ψυχῆς.
Πολὺ πονοῦσε γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ὑπέφεραν στὸ ἄθεο
καθεστὼς τῆς Ῥωσίας. Μοῦ ἔλεγε μὲ δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, ἡ
Ῥωσία ἔχει ἀκόμη κανόνα ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ περάση ὅμως.
Γιὰ τὸν ἑαυτό του ὁ Γέροντας δὲν νοιαζόταν καθόλου
οὔτε καὶ φοβόταν, γιατὶ εἶχε πολὺ φόβο Θεοῦ (θεία συστολή), καὶ εὐλάβεια.
Ἐπιεδὴ ἀγωνιζόταν καὶ μὲ πολλὴ ταπείνωση, δὲν διέτρεχε οὔτε τὸν πνευματικὸ
κίνδυνο τῆς πτώσεως. Ἑπομένως, πῶς νὰ φοβηθῆ καὶ τί νὰ φοβηθῆ; Τοὺς δαίμονες,
ποὺ τρέμουν ἀπὸ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο, ἢ τὸν θάνατο, ποὺ συνέχεια τὸν μελετοῦσε
καὶ ἑτοιμαζόταν χαρούμενος γιὰ αὐτόν; Μάλιστα, εἶχε ἀνοίξει καὶ τὸν τάφο του
μόνος του, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος, καὶ ἔμπηξε καὶ τὸν Σταυρό, ποὺ καὶ αὐτὸν τὸν
εἶχε κάνει ὁ ἴδιος, καὶ ἔγραψε τὰ ἑξῆς, ἀφοῦ εἶχε προαισθανθῆ τὸν θάνατό του: Ἁρματωλὸς Τύχων, Ἱερομόναχος, 60 χρόνια στὸ
Ἅγιο Ὄρος. Δόξα Σοι ὁ Θεός.
Πάντα μὲ τό: Δόξα
Σοι ὁ Θεός, θὰ ἄρχιζε καὶ μὲ τό: Δόξα
Σοι ὁ Θεός, θὰ τελείωνε ὁ Γέροντας. Εἶχε συμφιλιωθῆ πιὰ με τὸν Θεό, γιὰ
αυτὸ χρησιμοποιοῦσε περισσότερο τό: Δόξα
Σοι ὁ Θεός, παρὰ τό: Κύριε Ἰησοῦ
Χριστέ, ἐλέησόν με. Κινεῖτο, ὅπως εἴδαμε, στὸν θεῖο χῶρο, ἀφοῦ λάμβανε
μέρος καὶ στὴν οὐράνια δοξολογία μὲ τοὺς Ἁγίους Ἀγγέλους τὴν ὥρα τῆς Θείας
Λειτουργίας.
Ἐπειδὴ εἶχε ἀνάψει πιὰ ἡ φλόγα τοῦ θείου ἔρωτος μέσα
στὴν καρδιά του, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν συγκινοῦσαν τὰ μάταια πράγματα, ὅπως
ἀνέφερα. Το κελλί του ἦταν καὶ αὐτὸ μικρό. Εἶχε ἕνα τραπεζάκι ποὺ ἀκουμποῦσε
εἰκόνες, καθὼς καὶ τὸ ἀκοίμητο κανδήλι καὶ τὸ θυμιατήρι. Δίπλα εἶχε τὸ Ἀγγελικό
του Σχῆμα καὶ τὸ τριμμένο του ῥάσο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τοίχου εἶχε βάλει
τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ σὲ μία ἄκρη εἶχε τρεῖς σανίδες γιὰ κρεββάτι μὲ μία
κουρελιασμένη κουβέρτα, ἁπλωμένη γιὰ στρῶμα. Γιὰ σκέπασμα εἶχε ἕνα παλιὸ
πάπλωμα μὲ τὰ βαμβάκια ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔπαιρναν καὶ τὰ ποντίκια βαμβάκι,
γιὰ νὰ κάνουν τὶς φωλιές τους. Ἐπάνω στὸ δῆθεν μαξιλάρι του εἶχε τὸ Εὐαγγέλιο
καὶ ἕνα βιβλίο μὲ ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου. Τὸ δὲ πάτωμα τοῦ κελλιοῦ του,
ἦταν μὲν ἀπὸ σανίδες, ἀλλὰ φαινόταν σὰν σουβαντισμένο, ἐπειδὴ δὲν σκούπιζε
ποτέ, καὶ οἱ λάσπες, ποὺ ἔμπαιναν ἀπὸ ἔξω, μὲ τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιά, ποὺ
ἔπεφταν κάτω χρόνια ὁλόκληρα, εἶχαν σχηματίσει κανονικὸ σουβά.
Ὁ Παπά-Τύχων, δὲν ἔδινε καμία σημασία στὸ καθάρισμα
τοῦ κελλιοῦ του ἀλλὰ στὸ καθάρισμα τῆς ψυχῆς του, γιὰ αὐτὸ καὶ κατόρθωσε νὰ
γίνη δοχεῖο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Συνέχεια ἔπλενε τὴν ψυχή του μὲ τὰ πολλά του
δάκρυα καὶ χρησιμοποιοῦσε χονδρὰ προσόψια, ἐπειδὴ τὰ συνηθισμένα μανδήλια δὲν τὸν
ἐξυπηρετοῦσαν.
Εἶχε φθάσει σὲ μεγάλη πνευματικὴ κατάσταση ὁ
Γέροντας! Ἡ ψυχή του εἶχε γίνει πολὺ εὐαίσθητη, ἀλλά, γιὰ νὰ βρίσκεται ὁ νοῦς
του συνέχεια στὸν Θεό, εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἀναισθησία σωματική, ἀφοῦ δὲν
αἰσθανόταν πιὰ καμία ἐνόχληση ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ κουνούπια καὶ τοὺς ψύλλους, ποὺ
εἶχε χιλιάδες. Τὸ κορμί του ἦταν κατατρυπημένο καὶ τὰ ῥοῦχά του γεμάτα ἀπὸ
κόκκινα στίγματα. Μοῦ λέει ὁ λογισμός μου ὅτι καὶ μὲ τὶς σύριγγες νὰ τοῦ
τραβοῦσαν τὸ αἷμα του τὰ ζουζούνια, πάλι δὲν θὰ τὸ αἰσθανόταν. Μέσα στὸ κελλί
του κυκλοφοροῦσαν ὅλα ἐλεύθερα, ἀπὸ ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε τοῦ εἶπε ἕνας Μοναχός, ἐπειδὴ ἔβλεπε τὰ
ποντίκια νὰ χοροπηδοῦν:
-Γέροντα,
θέλεις νὰ σοῦ φέρω μία γάτα;
Ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Ὄχι παιδί
μου. Ἐγὼ ἔχω μία γάτα, μιάμιση φορὰ μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν γάτα. Ἔρχεται ἐδῶ, τὴν
ταΐζω, τὴν χαϊδεύω, καὶ μετὰ πηγαίνει στὴν καλύβα της κάτω στὸν λάκκο καὶ
ἡσυχάζει.
Ἦταν μία ἀλεπού, ἡ ὁποία ἐπισκεπτόταν τὸν Γέροντα
τακτικά, σὰν καλὸς γείτονας.
Εἶχε ἐπίσης καὶ μία ἀγριόχοιρο, ποὺ γεννοῦσε κάθε
χρόνο κοντὰ στὸν φράκτη τοῦ κήπου του, γιὰ νὰ τὴν προστατεύη ὁ Γέροντας. Ὅταν
ἔβλεπε κυνηγοὺς νὰ περνοῦν ἀπὸ τὴν περιοχή του, τοὺς ἔλεγε ὁ Παπά-Τύχων:
-Παιδιά μου,
ἐδῶ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα γουρούνια.
Οἱ κυνηγοί, νόμιζαν ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἀγριόχοιροι
στὴν περιοχή του καὶ ἔφευγαν.
Ὁ Ἅγιος Γέροντας, σὰν καλὸς πατέρας τοὺς μὲν
ἄνθρώπους ἔτρεφε πνευματικά, τὰ δὲ μεγάλα ἄγρια ζώα τὰ τάϊζε ἀπὸ τὴν λίγη τροφὴ
ποὺ εἶχε καὶ τὰ χόρταινε περισσότερο ἀπὸ τὴν πολλή του ἀγάπη, καὶ τὰ μικρὰ
ζουζούνια τὰ ἄφηνε νὰ θηλάζουν ἀπὸ τὸ λίγο του αἷμα.
Εἶχε γερὴ κράση ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πολλὴ
ἄσκηση εἶχε ἐξαντληθῆ. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσε κανείς: Τί κάνεις Γέροντα, εἶσαι καλά; ἀπαντοῦσε:
-Δόξα Σοι ὁ
Θεός, καλὰ εἶμαι παιδί μου. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄῤῥωστος, ἀλλὰ ἀδυναμία ἔχω.
Πολὺ στενοχωριόταν, οταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο νέο,
καὶ περισσότερο, ὅταν ἔβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, ἐπειδὴ δὲν ταιριάζουν τὰ
πάχια μὲ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα.
Μιὰ μέρα τὸν ἐπισκέφθηκε ἕνας λαϊκός, πολὺ χονδρός,
καὶ τοῦ λέει:
-Γέροντα, ἔχω
πόλεμο σαρκικό, μὲ βρώμικους λογισμούς, ποὺ δὲν μὲ ἀφήνουν καθόλου νὰ ἡσυχάσω
Ὁ Παπά-Τύχων, τοῦ εἶπε:
-Ἐὰν παιδί
μου, ἐσὺ θὰ κάνεις ὑπακοή, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ ἐγώ, θὰ σὲ κάνω Ἄγγελο. Νὰ
λὲς παιδί μου, συνέχεια τὴν εὐχή, τό· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με· καὶ νὰ
περνᾶς ὅλες τὶς ἡμέρες μὲ ψωμί, καὶ νερό, καὶ τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακή, νὰ
τρῶς φαγητὸ μὲ λίγο λάδι. Νὰ κάνης καὶ ἀπὸ ἑκατὸν πενήντα μετάνοιες τὴν νύχτα
καὶ νὰ διαβάζης μετὰ τὴν Παράκληση τῆς Παναγίας, καὶ ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ
Εὐαγγέλιο καὶ τὸ Συναξάρι τοῦ Ἁγίου τῆς ἡμέρας.
Μετὰ ἀπὸ ἕξι μῆνες, ποὺ τὸν ξαναεπισκέφτηκε, ὁ
Γέροντας δὲν μπόρεσε νὰ τὸν γνωρίση, γιατὶ εἶχαν φύγει ὅλα τὰ περισσιὰ πάχια,
καὶ μὲ εὐκολία πιά, χωροῦσε ἀπὸ τὴν στενὴ πόρτα τοῦ Ναοῦ του. Ὁ Γέροντας τὸν
ῥώτησε:
-Πῶς περνᾶς
τώρα παιδί μου;
Καὶ ἐκεῖνος ἀπήντησε:
-Τώρα νιώθω
πραγματικὰ σὰν Ἄγγελος, γιατὶ δὲν ἔχω οὔτε σαρκικὲς ἐνοχλήσεις, οὔτε καὶ
βρώμικους λογισμούς, καὶ αἰσθάνομαι πολὺ ἐλαφρός, ποὺ ἔφυγαν τὰ πάχια.
Μὲ τέτοιες πρακτικὲς συμβουλές, νουθετοῦσε τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ τοῦ ζητοῦσαν βοήθεια. Ἐκτὸς φυσικά, ἀπὸ τὴν μεγάλη πείρα ποὺ εἶχε
ἀποκτήσει, εἶχε λάβει καὶ θεῖο φωτισμό, ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀσκητικούς του
ἀγῶνες. Μετὰ ἀπὸ τὶς νουθεσίες του, ἐπακολουθοῦσαν οἱ προσευχές του, ποὺ τὶς
αἰσθανόταν οἱ ἐπισκέπτες ἔντονα, ὅταν ἔφευγαν.
Τὸ πετραχήλι σχεδὸν ποτὲ δὲν τὸ ἔβγαζε, γιατὶ πολλὲς
φορὲς τὸ σήκωνε ἀπὸ τὸν ἕναν ἄνθρωπο καὶ τὸ ἅπλωνε στὸν ἄλλον καὶ ἔπαιρνε τὶς
ἁμαρτίες ἀπὸ τοὺς συνανθρώπους του καὶ τοὺς ξαλάφρωνε μὲ τὸ Μυστήριο τῆς θείας
Ἐξομολογήσεως. Τὶς ἐξομολογήσεις, ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, τὶς ξεχνοῦσε
ἀμέσως καὶ ἔτσι ἔβλεπε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους πάντοτε καλούς, καὶ ὅλο καλοὺς
λογισμοὺς εἶχε γιὰ ὅλους, γιατὶ εἶχε ἐξαγνισθῆ πιὰ ἡ καρδιά του καὶ ὁ νοῦς του.
Κάποτε, τὸν εἶχε ῥωτήσει ἕνας Ἡγούμενος:
-Γέροντα,
ποιός ἀδελφὸς εἶναι πιὸ καθαρὸς μέσα στὸ Κοινόβιο;
Ὁ Παπά-Τύχων ἀπήντησε:
-Ἅγιε
Καθηγούμενε, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ εἶναι καθαροί.
Ποτὲ δὲν πλήγωνε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τοῦ θεράπευε τὰ
τραύματα μὲ τὸ βάλσαμο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε στὴν πονεμένη ψυχή:
-Παιδί μου,
ἐσένα ὁ Χριστὸς σὲ ἀγαπάει, σὲ συγχώρεσε. Ὁ Χριστός, ἀγαπάει περισσότερο τοὺς
ἁμαρτωλοὺς ποὺ μετανοοῦν, καὶ ζοῦν μὲ ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε τὴν ταπείνωση, καὶ ἔλεγε
χαρακτηριστικά:
-Ἕνας ταπεινὸς
ἄνθρωπος ἔχει περισσότερη Χάρη ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους. Κάθε πρωΐ, ὁ Θεὸς ευλογεῖ
τὸν κόσμο μὲ τὸ ἕνα χέρι, ἀλλ’ ὅταν ἰδῆ κανέναν ταπεινὸ ἄνθρωπο, τὸν εὐλογεῖ μὲ
τὰ δύο Του χέρια. Πά, πά, πά, παιδί μου, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μεγαλύτερη ταπείνωση,
εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους!
Ἐπίσης, ἔλεγε γιὰ αὐτοὺς ποὺ παρθενεύουν πὼς πρέπει
νὰ ἔχουν καὶ ταπείνωση, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν σώζονται μόνο μὲ τὴν παρθενία, διότι ἡ
κόλαση εἶναι γεμάτη καὶ ἀπὸ ὑπερήφανους παρθένους.
-Ὅταν καυχᾶται
κανεὶς ὅτι εἶναι παρθένος, θὰ τοῦ πῆ ὁ Χριστός: Ἐπειδὴ δὲν ἔχεις καὶ ταπείνωση,
πήγαινε στὴν κόλαση, Ἐνῶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἦταν ἁμαρτωλὸς καὶ μετανόησε καὶ ζῆ
ταπεινά, μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ ὁμολογεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, θὰ τοῦ πῆ ὁ
Χριστός: Ἔλα παιδί μου, ἐδῶ στὸν γλυκὸ Παράδεισο.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν μετάνοια, τόνιζε
πολὺ τὴν μελέτη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου νὰ γυρίζει συνέχεια γύρω
ἀπὸ τὸν Θεό,. Ἐπίσης, τόνιζε τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ τῶν Ἁγίων
Πατέρων: Εὐεργετινό, Φιλοκαλία, Ἅγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο
Θεολόγο, Ἅγιο Μάξιμο, Συμεὼν Νέο Θεολόγο, Ἀββᾶ Μακάριο καὶ Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ἔλεγε ὁ
Γέροντας: Ἡ μελέτη θερμαίνει καὶ τὴν
ψυχή, καθαρίζει καὶ τὸν νοῦ καὶ ἔτσι ἀσκεῖται μὲ προθυμία ὁ ἄνθρωπος καὶ
ἀποκτάει ἀρετές, ἐνῶ, ὅταν δὲν ἀσκῆται, ἀποκτάει πάθη.
Μία μέρα, μὲ ῥώτησε:
-Ἐσὺ παιδί
μου, τί βιβλία διαβάζεις;
Τοῦ ἀπήντησα:
-Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
-Πά, πά, πά,
παιδί μου, αὐτὸς ὁ Ἅγιος εἶναι μεγάλος! Οὔτε ἕναν ψύλλο δὲν σκότωνε ὁ Ἀββᾶς
Ἰσαάκ.
Ἤθελε μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπε νὰ τονίση τὴν μεγάλη
πνευματικὴ εὐαισθησία τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Παπά-Τύχων προσπαθοῦσε νὰ μιμηθῆ τὸν Ἅγιο Ἰσαάκ,
ὄχι μόνο στὸ ἡσυχαστικό του πνεῦμα ἀλλὰ καὶ στὴν εὐαισθησία τῆς πνευματικῆς του
ἀρχοντιᾶς, καὶ δὲν ἐπιβάρυνε κανέναν ἄνθρωπο. Ἔλεγε στοὺς Μοναχούς, ὅτι πρέπει
νὰ ζοῦν ἀσκητικά, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὶς μέριμνες, καὶ ὄχι νὰ δουλεύουν
σὰν ἐργάτες, καὶ νὰ τρῶνε σὰν κοσμικοί. Γιατί, τὸ ἔργο τοῦ Μοναχοῦ εἶναι οἱ
μετάνοιες, οἱ νηστεῖες, οἱ προσευχές, ὄχι μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ καὶ γιὰ
ὅλο τὸν κόσμο, ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους, καὶ λίγη δουλειὰ γιὰ τὰ ἀπαραίτητα,
γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνη τοὺς ἄλλους, διότι μὲ τὴν πολλὴ δουλειά, καὶ μέριμνα
ξεχνάει κανεὶς τὸν Θεό. Ἔλεγε χαρακτηριστικά:
-Ὁ Φαραώ, ἔδινε
πολλὴ δουλειά, καὶ πολὺ φαγητὸ στὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν Θεό.
Πρὶν ἀρχίσει τὶς συμβουλές του ὁ Γέροντας, εἶχε
τυπικό, νὰ κάνη πρῶτα προσευχή, νὰ ἐπικαλεσθῆ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ τὸν
φωτίση, καὶ αὐτὸ συνιστοῦσε καὶ στοὺς ἄλλους. Ἔλεγε: Ὁ Θεός, ἄφησε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ νὰ μᾶς φωτίζει. Αὐτὸ εἶναι νοικοκύρης.
Γιὰ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας ἀρχίζει μὲ τό· Βασιλεῦ Οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ
Πνεῦμα τῆς ἀληθείας. Ἐνῶ ἔλεγε αὐτὰ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλοιωνόταν τὸ
πρόσωπό του, καὶ πολλοὶ εὐλαβεῖς ἄνθρωποι τὴν ἔβλεπαν αὐτὴ τὴν ἀλλοίωση.
Μερικοί, τὸν τραβοῦσαν καὶ καμία φωτογραφία κρυφά.
Ἄλλοι τοῦ ζητοῦσαν εὐλογία γιὰ νὰ τὸν φωτογραφίσου, καὶ αὐτὸς τὸ δεχόταν ἁπλά.
Σηκωνόταν ἀμέσως, πήγαινε στὸν Ναό, καὶ φοροῦσε τὸ Ἀγγελικό του Σχῆμα. Ἔπαιρνε
καὶ τὸν Σταυρὸ στὸ ἕνα χέρι, καὶ μὲ τὸ ἄλλο ξέπλεκε τὴν μεγάλη του γενειάδα,
τὴν ὁποία ἔδενε κότσο, καὶ φαινόταν πράγματι σὰν τὸν Πατριάρχη Ἀβραάμ, ἰδίως
στὰ ὑστερνά του, ποὺ εἶχε γίνει ὁλόλευκος πιά, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἀφοῦ
λοιπόν, ἑτοιμαζόταν, στεκόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, γιὰ νὰ τὸν φωτογραφίσουν, καὶ
ἔπαιρνε μία στάση μικροῦ παιδιοῦ. Εἶχε ὡριμάσει πιὰ πνευματικά, καὶ εἶχε γίνει
σὰν μικρὸ παιδί, ὅπως μᾶς συνιστᾶ ὁ Χριστός, νὰ γίνουμε σὰν τὰ ἄκακα παιδιά.
Οἱ Πατέρες ποὺ τὸν συμβουλεύονταν, στὰ γεράματά του,
τὸν ἐπισκέπτονταν πιὸ τακτικά, γιὰ νὰ τοῦ προσφέρουν καμία βοήθεια καὶ τὸν
ῥωτοῦσαν:
-Γέροντα,
μήπως θέλεις νὰ σοῦ κόψουμε ξύλα;
Ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
-Κάνετε
ὑπομονή, ἐὰν δὲν πεθάνω τὸ καλοκαίρι, νὰ μοῦ κόψετε ξύλα γιὰ τὸν χειμώνα.
Τὸ 1968, εἶχε προαισθανθῆ πιὰ τὸν θάνατό του, γιατὶ
συνέχεια ἀνέφερε γιὰ τὸν θάνατο. Τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει καὶ οἱ λίγες σωματικές
του δυνάμεις. Μετὰ τῆς Παναγίας (τὸν Δεκαπενταύγουστο) εἶχε πέσει στὸ κρεβάτι
καὶ ἔπινε μόνο νερό, γιατὶ καιγόταν ἐσωτερικά. Παρόλο ποὺ βρισκόταν σὲ αὐτὴ τὴν
κατάσταση, πάλι δὲν ἤθελε νὰ μένη ἄνθρωπος κοντά του, γιὰ νὰ μὴν τὸν περισπᾶ
στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Ὅταν εἶχε πλησιάσει ἡ τελευταία ἐβδομάδα τῆς ζωῆς
του ἐπὶ τῆς γῆς, τότε μοῦ εἶπε νὰ καθίσω κοντά του, γιατὶ θὰ ἀποχωριζόμασταν
πιά, ἀφοῦ θὰ ἔφευγε ἐκεῖνος γιὰ τὴν ἀληθινὴ ζωή. Ἀκόμη καὶ αὐτὲς τὶς δέκα
ἡμέρες, δὲν μὲ ἄφηνε νὰ μένω συνέχεια κοντά του, ἀλλὰ μοῦ ἔλεγε νὰ πηγαίνω στὸ
διπλανὸ κελλάκι, γιὰ νὰ προσεύχομαι καὶ ἐγώ, μετὰ ἀπὸ τὴν μικρὴ βοήθεια ποὺ τοῦ
πρόσφερα. Φυσικά, δὲν εἶχα τὰ ἀπαιτούμενα γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσω ὅσο ἔπρεπε,
ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀνακουφισθῆ ποτὲ τὸ ταλαιπωρημένο του σωμα, καὶ ἡ ἐλάχιστη
βοήθεια τοῦ φαινόταν πολὺ μεγάλη.
Μιά μέρα, εἶχα οἰκονομήσει δύο λεμόνια καὶ τοῦ ἔκανα
μία λεμονάδα. Μόλις ἤπιε λίγο, δροσίστηκε καὶ μὲ κοιτοῦσε παράξενα.
-Πά, πά, πά,
παιδί μου, αὐτὸ τὸ νερό, εἶναι πολὺ καλό! Ποῦ τὸ βρῆκες; Ὁ Χριστός, νὰ σοῦ δώση
σαράντα χρυσὰ στεφάνια.
Φαίνεται, δὲν εἶχε πιεῖ ποτὲ λεμονάδα ἢ εἶχε πιεῖ,
ὅταν ἦταν πολὺ μικρός, καὶ εἶχε ξεχάσει τὴν γεύση της.
Ἐπειδὴ ἦταν ἀκίνητος πιὰ στὸ κρεβάτι, γιατὶ εἶχε
παραδώσει σὲ αὐτὸ τὶς λίγες του σωματικὲς δυνάμεις καὶ δὲν μποροῦσε νὰ σηκωθῆ
νὰ πάη στὸν Ναὸ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπου λειτουργοῦσε μὲ εὐλάβεια χρόνια
ὁλόκληρα, μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ φέρω τὸν Σταυρὸ ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα γιὰ παρηγοριά.
Ὅταν εἶδε τὸν Σταυρό, γυάλισαν τὰ μάτια του καί, ἀφοῦ τὸν ἀσπάσθηκε μὲ
εὐλάβεια, τὸν κρατοῦσε σφιχτὰ στὸ χέρι του μὲ ὅλη τὴν δύναμη ποὺ τοῦ ειχε
ἀπομείνει. Εἶχα δέσει καὶ ἕνα κλωνάρι βασιλικὸ στὸν Σταυρό, καὶ τοῦ ἔλεγα:
-Μυρίζει καλά,
Γέροντα;
Ἐκεῖνος μοῦ ἀπαντοῦσε:
- Ὁ Παράδεισος
παιδί μου, μυρίζει πολὺ καλύτερα.
Μιὰ μέρα, ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς τελευταῖές του, εἶχα βγεῖ
ἔξω, γιὰ νὰ τοῦ φέρω λίγο νερό. Ὅταν ἄνοιξα μετά, καὶ μπῆκα στὸ κελλί του, μὲ
κοιτοῦσε παράξενα καὶ μοῦ λέγει:
-Ἐσύ, ὁ Ἅγιος
Σέργιος εἶσαι;
-Ὄχι Γέροντα,
εἶμαι ὁ Παΐσιος.
-Τώρα παιδί
μου, ἦταν ἐδῶ ἡ Παναγία, ὁ Ἅγιος Σέργιος, καὶ ὁ Ἅγιος Σεραφείμ. Που πῆγαν;
Κατάλαβα ὅτι κάτι γίνεται καὶ τὸν ῥώτησα:
-Τί σοῦ εἶπε ἡ
Παναγία;
-Θὰ περάση ἡ
Πανήγυρη καὶ μετά, θὰ μὲ πάρη.
Ἦταν ἀπόγευμα, παραμονὴ τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου,
7 Σεπτεμβρίου τοῦ 1968 καὶ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, στὶς 10 Σεπτεμβρίου,
ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ.
Τὴν προτελευταία ἡμέρα, μοῦ εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας:
-Αὔριο θὰ
πεθάνω καὶ θέλω νὰ μὴν κοιμηθῆς, γιὰ νὰ σὲ εὐλογήσω.
Ἐγώ, τὸν λυπόμουνα ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ποὺ κουραζόταν,
γιατί, συνέχεια τρεῖς ὧρες εἶχε τὰ χέρια του ἐπάνω στὸ κεφάλι μου, μὲ εὐλογοῦσε
καὶ μὲ ἀσπαζόταν γιὰ τελευταία φορά. Γιὰ νὰ ἐκφράση καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του γιὰ
τὸ λίγο νερό, ποὺ τοῦ εἶχα δώσει στὰ τελευταῖά του, μοῦ ἔλεγε:
-Γλυκό μου Παΐσιο,
ἐμεῖς παιδί μου, θὰ ἔχουμε ἀγάπη εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἡ ἀγάπη εἶναι ἀκριβὴ ἡ
δικιά μας. Ἐσὺ θὰ κάνης εὐχὴ ἀπὸ ἐδώ, καὶ ἐγὼ θὰ κάνω ἀπὸ τὸν Οὐρανό. Πιστεύω
ὅτι θὰ μὲ ἐλεήση ὁ Θεός, γιατί, ἑξήντα χρόνια παιδί μου Καλόγηρος, συνέχεια
ἔλεγα· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ἔλεγε ἐπίσης:
Ἐγώ, θὰ
λειτουργῶ πιὰ στὸν Παράδεισο. Ἐσὺ νὰ κάνης εὐχὴ ἀπὸ ἐδώ, καὶ ἐγὼ θὰ ἔρχωμαι
κάθε χρόνο νὰ σὲ βλέπω. Ἐὰν ἐσὺ θὰ καθίσης στὸ Κελλὶ αὐτό, ἐγὼ θὰ ἔχω χαρά,
ἀλλὰ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει παιδί μου. Σοῦ ἔχω καὶ κουμπάνια, γιὰ τρία χρόνια
κονσέρβες, καὶ μοῦ ἔδειχνε δίπλα, ἕξι μικρὰ κουτιὰ σαρδέλες καὶ ἄλλα τέσσερα
κουτιὰ καλαμάρια, ποὺ τὰ εἶχε φέρει κάποιος ἀπὸ καιρό, καὶ ἔμειναν στὴν ἴδια
θέση, ὅπου τὰ εἶχε ἀφήσει ὁ ἐπισκέπτης τότε. (Γιὰ μένα αὐτὲς οἱ κονσέρβες δὲν ἔφθαναν οὔτε
γιὰ μία ἑβδομάδα).
Ξανὰ ἐπαναλάμβανε ὁ Γέροντας:
-Ἐμεῖς παιδί
μου, θὰ ἔχουμε ἀκριβὴ ἀγάπη εἰς αἰῶνας αἰῶνων, καὶ θὰ ἔρχομαι κάθε χρόνο νὰ σὲ
βλέπω· καὶ
τὰ μάτια του ἔτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἐκεῖνες οἱ δέκα τελευταῖες
ἡμέρες, ποὺ παρέμεινα κοντά του, ἦταν ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα,
γιατὶ βοηθήθηκα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορά, ἀφοῦ μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ
τὸν ζήσω λίγο ἀπὸ κοντά, καὶ νὰ τὸν γνωρίσω καλύτερα. Αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔκανε
μεγαλύτερη ἐντύπωση ἦταν τὸ πόσο στὰ ζεστά, εἶχε πάρει τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τῆς
ψυχῆς! Δίπλα ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, εἶχε ἕτοιμες ἐπιστολές, γιὰ νὰ τὶς ταχυδρομήσω
μόλις πεθάνη, σὲ γνωστούς του Ἐπισκόπους, γιὰ νὰ τὸν μνημονεύουν. Ἐπίσης μοῦ
ἔδωσε ἐντολὴ νὰ φέρω Ἐπίσκοπο νὰ τὸν διαβάση στὸν τάφο καὶ νὰ τὸν ἀφήσω ἐκεῖ
-νὰ μὴν τοῦ κάνω ἐκταφή- μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ.
Εἶχα εἰδοποιήσει ἐν τῷ μεταξύ, στὸ Μοναστήρι, ὅτι
εἶναι πιὰ στὰ τελευταῖά του ὁ Παπά-Τύχων, καὶ ἦρθε ὁ Πατὴρ Βασίλειος γιὰ νὰ τὸν
ἑτοιμάσουμε. Ἔβλεπες πιά, σιγὰ-σιγά, νὰ σβήνη ὁ Γέροντας, σὰν τὸ κανδήλι, ποὺ
τελειώνει τὸ λάδι ἀπὸ τὴν κούπα του καὶ μένει λίγο στὸ φιτίλι, καὶ κάνει τὶς
τελευταῖές του ἀναλαμπές.
Ἔτσι μᾶς ἔφυγε ἡ ἁγιασμένη του ψυχή, καὶ μᾶς ἄφησε
τὸ σῶμά του καὶ ἕνα μεγάλο κενό. Τὸν ἑτοιμάσαμε οἱ δύο μας καὶ εἰδοποιήσαμε τὸ
πρωΐ, καὶ τοὺς ἄλλους Πατέρες, καὶ τοῦ διάβασαν τὴν νεκρώσιμη ἀκολουθία οἱ
γνωστοί του Ἱερεῖς μὲ εὐλάβεια. Μᾶς ἄφησε πόνο φυσικά, στὶς ψυχές μας μὲ τὸν
ἀποχωρισμό του, γιατὶ ἡ παρουσία του ἔπαιρνε πόνο καὶ σκορποῦσε παρηγοριά. Τώρα
πιά, ὁ Γέροντας θὰ μᾶς ἐπισκέπτεται ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν Οὐρανό, καὶ θὰ μᾶς βοηθάη
περισσότερο. Ἄλλωστε, τὸ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ ἴδιος: Ἐγὼ θὰ ἔρχωμαι κάθε χρόνο, νὰ σὲ βλέπω.
Πέρασαν τρία ὁλόκληρα χρόνια, χωρὶς νὰ μοῦ
παρουσιασθῆ, καὶ αὐτὸ μὲ ἔβαλε σὲ λογισμούς: Μήπως ἔσφαλα σὲ κάτι; Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια μου ἔκανε τὴν πρώτη του
ἐπίσκεψη. Ἐαν ἐννοοῦσε ὁ Γέροντας, ὅτι τό: κάθε
χρόνο, θὰ ἄρχιζε μετὰ ἀπὸ τὰ τρία χρόνια, αὐτὸ μὲ παρηγορεῖ, γιατὶ ἔτσι δὲν
ἤμουν ἐγὼ αἰτία σὲ αὐτὸ τὸ θέμα.
Ἡ πρώτη λοιπὸν φορά, ἦταν στὶς 10 Σεπτεμβρίου 1971,
βράδυ, μετὰ τὸ μεσονύκτιο. Ἐνῶ ἔλεγα τὴν εὐχή, βλέπω ξαφνικὰ τὸν Γέροντα νὰ
μπαίνει στὸ κελλί! Πετάχτηκα καὶ τοῦ ἔπιασα τὰ πόδια καὶ τὰ φιλοῦσα μὲ
εὐλάβεια. Δὲν κατάλαβα ὅμως πῶς ξεγαντζώθηκε ἀπὸ τὰ χέρια μου καὶ καθὼς ἔφευγε,
τὸν εἶδα νὰ μπαίνη στὸν Ναό, καὶ ἐξαφανίστηκε. Φυσικά, τὰ χάνει κανεὶς ἐκείνη
τὴν ὥρα, ὅταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Οὔτε καὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἐξηγήση αὐτὰ μὲ
τὴν λογική, γιὰ αὐτὸ καὶ λέγονται θαύματα. Ἄναψα ἀμέσως τὸ κερί, γιατὶ μόνο τὸ
κανδήλι εἶχα ἀναμμένο, ὅταν συνέβη αὐτό, γιὰ νὰ σημειώσω στὸ ἡμερολόγιο τὴν
ἡμέρα αὐτὴ ποὺ μοῦ εἶχε παρουσιασθῆ ὁ Γέροντας, γιὰ νὰ τὸ θυμᾶμαι. Ὅταν εἶδα
ὅτι ἦταν ἡ ἡμέρα ποὺ εἶχε κοιμηθῆ ὁ Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολὺ
λυπήθηκα καὶ ἐλέγχθηκα, ποὺ μοῦ πέρασε τελείως ἀπαρατήρητη ἐκείνη ἡ ἡμέρα.
Πιστεύω νὰ μὲ συγχώρησε ὁ καλὸς Πατέρας, γιατὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἀπὸ τὸ
φώτισμα, μέχρι τὸ ἡλιοβασίλεμα, εἶχα ἐπισκέπτες στὸ Καλύβι καὶ εἶχα κουραστῆ
καὶ ζαλιστῆ καὶ ξεχάστηκα τελείως. Ἀλλιῶς, κάτι θα ἔκανα γιὰ να βοηθηθῶ ὁ ἴδιος
καὶ νὰ δώσω λίγη χαρὰ στὸν Γέροντα μὲ ὁλονύχτια προσευχή.
Δὲν ξέρω ἂν εἶχε παρουσιασθῆ σὲ ἄλλον, πρὶν ἀπὸ τὴν
πρώτη αὐτὴ ἐπίσκεψη ποὺ μοῦ ἔκανε. Στὸ Κελλί μου πάντως εἶχε παρουσιασθῆ καὶ σὲ
ἕναν ἄγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στὸν Πατέρα Ἀνδρέα, ὡς ἐξῆς:
Εἶχε ἔρθει στὸ Κελλί μου, γιὰ νὰ τον ἐξυπηρετήσω σὲ
κάτι ποὺ ἤθελε. Φυσικά, οὔτε μὲ γνώριζε οὔτε καὶ ἐγὼ τὸν γνώριζα. Περίμενε
λοιπόν, ἔξω ἀπὸ τὸ Κελλί μου, κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, γιατὶ νόμιζε ὅτι ἀπουσιάζω.
Ἐγὼ ἤμουν μέσα στὸ ἐργαστήρι καὶ δὲν ἀκουγόμουνα, γιατὶ βερνίκωνα εἰκονάκια.
Ὅταν τελείωσα, ἔψαλα τό· Ἅγιος ὁ Θεός,
καὶ βγῆκα ἔξω. Μόλις μὲ εἶδε ὁ Πατὴρ Ἀνδρέας, ξαφνιάστηκε καὶ μοῦ διηγήθηκε μὲ
θαυμασμό, τὸ ἐξῆς γεγονός:
Ἐνῶ περίμενα
κάτω ἀπὸ τὴν ἐλιά, εἶχαν κλείσει τὰ μάτια μου, ἀλλὰ τὶς αἰσθήσεις μου τὶς εἶχα.
Βλέπω λοιπόν, ἕναν Γέροντα νὰ βγαίνη ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ δενδρολίβανα καὶ νὰ μοῦ λέη:
-Ποιόν
περιμένεις;
Καὶ ἐγὼ τοῦ
ἀπήντησα:
-Τὸν Πατέρα
Παΐσιο.
Ὁ Γέροντας μοῦ
εἶπε:
-Ἐδῶ εἶναι·
καὶ μοῦ ἔδειχνε μὲ τὸ δάκτυλο πρὸς τὸ κελλί.
-Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ποὺ ἔδειχνε, ἄκουσα νὰ
ψέλνης τό· Ἅγιος ὁ Θεός, καὶ βγῆκες ἔξω. Αὐτὸς Πάτερ Παΐσιε, θὰ εἶναι κανένας
Ἅγιος, γιατὶ τοὺς καταλαβαίνω. Ἔχω ἰδεῖ καὶ ἄλλες φορὲς τέτοια!
Τότε τοῦ διηγήθηκα μερικὰ γιὰ τὸν Γέροντα καὶ τοῦ
εἶπα ὅτι ἐκεῖ στὰ δενδρολίβανα εἶναι ὁ τάφος του. Εἶχα φυτέψει γύρω-γύρω
δενδρολίβανα, τὰ ὁποῖα εἶχαν μεγαλώσει, καὶ δὲν διακρινόταν ὁ τάφος, γιὰ νὰ μὴν
πατιέται τὸ Λείψανό του, μιὰ ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μὴν τοῦ κάνω ἐκταφή.
Νομίζω ὅτι ἀπὸ τὰ λίγα αὐτὰ ποὺ ἀνέφερα καὶ ἀπὸ τὰ
λίγα ποὺ ἔγραψα γύρω ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ σεβαστοῦ Γέροντος, πολλὰ θὰ καταλάβουν
ὅσοι ἔχουν ἐσωτερικὰ βιώματα. Φυσικά, ὅσοι ζοῦνε ταπεινά, καὶ στὴν αφάνεια,
μποροῦν νὰ καταλάβουν πόσο ἀδικοῦνται οἱ Ἅγιοι, μὲ τὸ νὰ βλέπουμε μόνο τὶς
ἐξωτερικὲς ἀρετὲς τῶν Ἁγίων -ὅσες δὲν κρύβονται- καὶ αὺτὲς μόνο νὰ γράφουμε,
ἐνῶ ὁ πνευματικοὸς πλοῦτος τῶν Ἁγίων μᾶς εἶναι σχεδὸν ἄγνωστος. Αὐτὰ τὰ λίγα,
συνήθως, ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τοὺς Ἁγίους ἢ τοὺς ξέφυγαν, διότι δὲν μπόρεσαν νὰ τὰ
κρύψουν, ἢ τοὺς ἀνάγκαζε ἡ μεγάλη τους ἀγάπη νὰ κάνουν αὐτὴ τὴν πνευματικὴ
ἐλεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ὁ Θεός, γνωρίζει τὰ πνευματικὰ μέτρα
τῶν Ἁγίων. Οὔτε καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι τὰ γνώριζαν, διότι οἱ Ἅγιοι μόνο τὶς
ἁμαρτίες τους μετροῦσαν καὶ ὄχι τὰ πνευματικά τους μέτρα. Ἔχοντας λοιπόν, ὑπ’
ὅψιν μου τὸ ἅγιο αὐτὸ τυπικὸ τῶν Ἁγίων, ποὺ δὲν ἀναπαύονται στοὺς ἀνθρώπινους
ἐπαίνους, προσπάθησα νὰ περιοριστῶ στὰ ἀπαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ὅτι θὰ εἶναι εὐχαριστημένος καὶ ὁ Παπά-Τύχων
καὶ δὲν θὰ παραπονεθῆ, ὅπως παραπονέθηκε σὲ αὐτὸν ὁ φίλος του Γέρο-Σιλουανός,
ὅταν εἶχε γράψει γιὰ πρώτη φορά, τὸν Βίο του ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος. Εἶχε παρουσιασθῆ
τότε ὁ Γέρο-Σιλουανός, στὸν Παπά-Τύχωνα καὶ τοῦ εἶπε:
-Αὐτὸς ὁ
εὐλογημένος Πατὴρ Σωφρόνιος πολλὰ ἐγκώμια μοῦ ἔγραψε· δὲν τὸ ἤθελα.
Γιὰ αὐτὸ φυσικά, εἶναι καὶ Ἅγιοι. Ἐπειδὴ ἀπεφεύγαν
τὴν ἀνθρώπινη δόξα, τοὺς δόξασε ὁ Θεός.
Οἱ εὐχὲς τοῦ Παπά-Τύχωνα καὶ ὅλων τῶν γνωστῶν καὶ
ἀγνώστων Ἁγίων νὰ μᾶς βοηθᾶνε στὰ δύσκολα χρόνια ποὺ περνᾶμε. Ἀμήν.
(Ἀκολουθεῖ ἡ
προσευχὴ τοῦ Γέροντα, ποὺ εἶχε γράψει μὲ πολὺ πόνο καὶ πολλὰ δάκρυα καὶ τὴν
ἔστελνε στὶς πονεμένες ψυχὲς τῆς Ῥωσίας σὰν βάλσαμο ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας)
Δόξα εἰς τὸν Γολγοθᾶ τοῦ
Χριστοῦ.
Ὦ Θεῖε Γολγοθᾶ, ἁγιασμένε μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ! Σὲ
παρακαλοῦμε, πές μας πόσες χιλιάδες ἁμαρτωλῶν μὲ τὴν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, τὴν
μετάνοια καὶ τα δάκρυα καθάρισες καὶ γέμισες τὸν νυμφώνα τοῦ Παραδείσου; Ὤ! Μὲ
τὴν ἀγάπη σου τὴν ἄῤῥητη, Χριστὲ Βασιλιά, μὲ τὴν Χάρη Σου ὅλα τὰ οὐράνια
παλάτια γέμισες ἀπὸ μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς. Σὺ καὶ ἐδῶ κάτω ὅλους ἐλεεῖς καὶ
σώζεις. Καὶ ποιός μπορεῖ ἀντάξια νὰ Σὲ εὐχαριστήση, ἔστω κὶ ἂν εἶχε Ἀγγελικὸ
νοῦν; Ἁμαρτωλοί, ελᾶτε γρήγορα. Ὁ Ἅγιος Γολγοθᾶς εἶναι ἀνοικτός, καὶ ὁ Χριστὸς
εὔσπλαγχνος. Προσπέσετε πρὸς Αὐτὸν καὶ φιλήσετε τὰ ἅγια Του πόδια.
Μόνον Αὐτὸς σὰν εὔσπλαγχνος μπορεὶ νὰ γιατρέψη τὶς
πληγές σας! Ὤ, θὰ εἴμαστε εὐτυχεῖς, ὅταν ὁ πολυεύσπλαγχνος Χριστὸς μᾶς ἀξιώση
μὲ μεγάλη ταπείνωση καὶ φόβο Θεοῦ καὶ καυτὰ δάκρυα νὰ πλύνομε τὰ πανάχραντα Του
πόδια καὶ μὲ ἀγάπη νὰ τὰ φιλήσουμε! Τότε, ὁ Χριστός, εὔσπλαγχνος θὰ εὐδοκήση νὰ
πλύνη τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θὰ μᾶς ἀνοίξη τὶς πόρτες τοῦ Παραδείσου, ὅπου μὲ
μεγάλη χαρά, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους, τὰ Χερουβείμ, καὶ τὰ
Σεραφείμ, καὶ μὲ ὅλους τοὺς Ἁγίους, αἰώνια θὰ δοξάζομεν τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου,
τὸν γλυκύτατο Ἰησοῦ Χριστο, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα, καὶ τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα, τὴν Ὁμοούσιο καὶ Ἀδιαίρετο Τριάδα.
Ἱερομόναχος Τῦχων - Ἅγιον
Ὄρος
Γράφτηκε ὁ
Βίος τοῦ Γέροντα στὶς 26 Μαΐου, μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Κάρπου, τὸ 1977, στὸ
Σταυρονικητιανὸ Κελλί· Τίμιος Σταυρός. Δόξα Σοι ὁ Θεός!
Μοναχὸς Παΐσιος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου